Μπούσιας Χαράλαμπος, Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας.

Ὁ Γέροντας Γαβριήλ, ὁ χαριτωμένος Ἡγούμενος τοῦ Ἀποστόλου στὴν Κύπρο μας,  ἐπαναλαμβάνοντας τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἔλεγε, ὅτι ὁ Θεὸς δίνει στὸν καθένα μας «σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α΄ Κόρ. ι΄ 13). Δίνει τὸν κορωνοϊό, ἀλλὰ δίνει καὶ τὴν ἴαση. Δίνει τὸν ἐγκλεισμό μας στὰ σπίτια μας, ἀλλὰ δίνει καὶ τὴν ἐλευθερία τῶν κινήσεων. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μας εἶναι ἡ Ἴαση καὶ ἡ Ἐλευθερία. Δίνει Αὐτὸς τὸν χειμώνα τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄνοιξη τῆς ἐκβάσεως καὶ τῆς ἀναψυχῆς. Δίνει τὸν θάνατο τοῦ φθαρτοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Δίνει τὸν σταυρό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος γίνεται Κυρηναῖος μας στὴν ἐπίπονη ἄρση του. Καὶ δὲν ὑπάρχει σταυρὸς χωρὶς ἀνάσταση, ὅπως δὲν ὑπάρχει  χειμώνας χωρὶς ἄνοιξη, δὲν ὑπάρχει ἀσθένεια χωρὶς φάρμακο. Μᾶς τὸ ἔχει δώσει μὲ τo Ἄχραντο Σῶμα Του ὁ Κύριός μας καὶ τὸ τίμιο Αἷμα Του, ὁ Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, λεγοντάς μας: «Εἰς ἴασιν ψυχῆς τὲ καὶ σώματος».

Ἄνοιξη καὶ Ἀνάσταση εἶναι ἔννοιες ταυτόσημες. Δὲν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε τὴ μία καὶ νὰ ἀπορρίψουμε τὴν ἄλλη. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν πρώτη καὶ νὰ ἀμφισβητοῦμε τὴν δεύτερη. Δὲν ὑπάρχει ἐτήσιος χρόνος χωρὶς χειμώνα καὶ ἄνοιξη καὶ δὲν ὑπάρχει θάνατος χωρὶς ἀνάσταση. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ πλέον βέβαιο γεγονὸς καὶ ὁ καθένας μας γνωρίζει πὼς ἀργὰ ἡ γρήγορα θὰ ἐπέλθει καὶ στὸν ἴδιο. Τὸν ἐπέτρεψε ὁ Θεός, «ἴνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται» καὶ προηγεῖται τῆς ἀναστάσεως, ὅπως ὁ χειμώνας προηγεῖται τῆς ἀνοίξεως. Ἂν καὶ ὡς δῶρο Θεοῦ ὁ θάνατος θὰ ἔπρεπε ὅλους μας νὰ μᾶς χαροποιεῖ, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει κακὸ καὶ ἄσχημο δῶρο Θεοῦ, ἐν τούτοις τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς παραμένει γιὰ τοὺς περισσοτέρους ἀνθρώπους ἀπόλυτα ἀνεπιθύμητο καὶ ἐπίμονα ἀπωθημένο.

Καὶ αὐτὸ γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει καλλιεργήσει μέσα του ὅσο ζεῖ πρόσκαιρα σὲ αὐτὴν τὴν γῆ τὴν προσδοκία τοῦ «ἐπέκεινα» καὶ δὲν βασίζεται πάνω στὴ στέρεη πέτρα  τῆς «ἐν Χριστῷ» ἐλπίδας. Αἰφνιδιαζόμαστε ὅλοι ἐμεῖς οἱ  ἀπόγονοι τοῦ  Ἀδὰμ ἀπὸ τὸ φαινόμενο τοῦ θανάτου, ἐπειδὴ ἀσφαλῶς εἴμαστε πλασμένοι γιὰ νὰ ζήσουμε αἰώνια. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τῆς ἐξάρσεως τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνικῆς, ἐμεῖς ποὺ προσπαθοῦμε ὅλα νὰ τὰ ἐξηγήσουμε μὲ τὴν πεπερασμένη λογικὴ καὶ μὲ μαθηματικοὺς τύπους, ἔχουμε χάσει τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ κάθε μεταθανάτια προοπτικὴ καὶ πολὺ περισσότερο, ἔχουμε νεκρώσει μέσα μας, δυστυχῶς, κάθε ἐλπίδα γιὰ ἀνάσταση καὶ ἀθανασία.

Ὅπως τὸν χειμώνα  μὲ τὶς παγωνιές, τὴν νεκρὴ φύση, τὸ κλείσιμο στὰ σπίτια μας διαδέχεται ἡ ἄνοιξη μὲ τὴν ἀνάσταση τῆς φύσεως, μὲ τὴν χαρὰ τῆς δημιουργίας, μὲ τὶς ἀποδράσεις μας στὰ ἀνθισμένα λιβάδια, ἔτσι καὶ τὸν θάνατο θὰ τὸν διαδεχεῖ ἡ ἀνάστασή μας, αὐτὴν γιὰ τὴν ὁποία ὁμολογοῦμε καθημερινὰ  «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν».

Δυστυχῶς, ὅλοι μας σήμερα ἔχουμε γίνει τόσο ὑλικοί, τόσο σωματικοὶ καὶ διόλου πνευματικοί, ὥστε νὰ ὁριοθετοῦμε τὸ καθετὶ μὲ βάση τοὺς φυσικοὺς νόμους, καὶ νὰ κρίνουμε τὰ πάντα μὲ βάση αὐτὰ ποὺ βλέπουμε μὲ τὰ τσιμπλασμένα ἀπὸ τὴν μεταπτωτικὴ ἁμαρτία μάτια μας. Ὅπως μετὰ τὴ χειμερία νάρκη εἶναι βέβαιος ὁ ἐρχομὸς τῆς ἀνοίξεως, ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, καθὼς πάλι μᾶς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, ὅτι αὐτὴ «σπείρεται ἐν φθορᾶ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ» (Ἃ΄ Κόρ. ἴε΄ 42).

Ἡ ἄνοιξη εἶναι χαρά. Ἡ ζωὴ εἶναι χαρά. Μία χαρὰ ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὸν ἐρχομό της. Μία χαρὰ ποὺ κινεῖται μὲ τοὺς δικούς της νόμους, τοὺς θεικοὺς νόμους, ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς ἀνθρώπινης σκοπιμότητας.

Ἡ ἄνοιξη δὲν λογαριάζει οὔτε πόλεμο οὔτε καταστροφή, οὔτε οἰκονομικὴ κρίση, οὔτε πανδημίες κορονοιῶν, οὔτε πτώχευση. Εἶναι ἡ βασιλικὴ ἔκφραση  τῆς χάριτος τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ στὸ αὐτονομημένο, ἀχάριστο καὶ γεμάτο μὲ ἐγωισμὸ πλάσμα Του. Χωρὶς αὐτὴ τὴν χάρη θὰ βασίλευε ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἡ ἀνυπαρξία μας. Καὶ ἡ ἀνάσταση γίνεται σὲ πλούσιους καὶ πτωχούς, σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς δημιουργίας, σὲ πιστοὺς καὶ ἀπίστους.

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας ποὺ ἀκολούθησε τὰ ἄχραντα Πάθη Τοῦ προεικονίζει καὶ τὴν δική μας ἐξανάσταση, ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν σαρκικὸ θάνατο.  Ὁ ἐρχομὸς τῆς ἀνοίξεως σημαδεύει τὸ τέλος τοῦ χειμώνα. Σὲ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη τὸ ποιὸ χαρούμενο γεγονὸς εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Τὴν διασαλπίζει ἡ ἀνθισμένη φύση, ἡ πίστη μας γιὰ κάτι ὀμορφότερο, γιὰ ἀπαλλαγή ἀπὸ τὰ βιοτικὰ προβλήματα, τοὺς πολέμους, τὶς πανδημίες. Ἀλήθεια πόσο φτωχὸς καὶ μικρὸς αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ σὲ αὐτὲς τὶς καταστάσεις; Ἕνας θανατηφόρος ἰός, ἀπὸ τὰ μικρότερα τῶν δημιουργημάτων, σπέρνει τὸν θάνατο. Πόσο μικροὶ αἰσθανόμαστε μπροστά του!  Ἂς ἀφήσουμε τοὺς ἐγωισμοὺς καὶ τὴν ἐπιστήμη, ἡ ὁποία «χωριζομένη ἀρετῆς πανουργία ἐστι καὶ οὐ σοφία φαίνεται». Ἂς καταλάβουμε πόσο μηδαμινοὶ ἐνώπιον Κυρίου εἴμαστε, ἂς ἀπολαύσουμε τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἀνοίξεως, ἂς δοξολογήσουμε τὸν Δημιουργό μας καὶ ἂς ἑτοιμαζόμαστε ψάλλοντας τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη , γιὰ τὴν δική μας αἰώνια ἄνοιξη στὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.