Ὅταν οἱ ἀστοί ὑπερασπίζοντο τήν πατρίδα.

Ἡ ἐπέτειος τοῦ θανάτου τοῦ Παύλου Μελᾶ καί τί δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε – 118 χρόνια ἀπό τήν φονική ἐνέδρα στήν Στάτιστα.

Ἰωάννα Γ. Καραγκιούλογλου – Νομικός καί ἐπιστήμων οἰκονομικῆς καί κοινωνικῆς διοικήσεως.

ὤλετο μέν μοι νόστος, ἀτὰρ κλέος ἄφθιτον ἔσται -Ὅμηρος, Ἰλιάς, Ραψωδία Ι

ΗΤΑΝ σάν χθές. Στήν Στάτιστα τῆς Μακεδονίας. Ὁ Παῦλος Μελᾶς ἔπεφτε κτυπημένος ἀπό τίς σφαῖρες τῶν ἐχθρῶν. Ὁ ἄνθρωπος ἐξέπενεε. Ὄχι ὅμως καί οἱ ἰδέες. Ὄχι οἱ ἐθνικοί στόχοι. Τό ἀντίθετο. Τά ἐθνικά ἰδανικά γιγαντώνονται ὅταν ποτίζονται μέ αἷμα. Μέ αἷμα ἡρώων. Αὐτό ἔγινε στήν Μακεδονία. Ἐν ζωῇ ὁ Παῦλος Μελᾶς ὑπῆρξε ἡγέτης. Ἄνοιξε τόν δρόμο ὁδηγῶντας τήν ἀνταρτική ὁμάδα του ἀπέναντι στούς Τούρκους καί ἀπέναντι στούς κομιτατζῆδες, θέτοντας φραγμό στήν τρομοκρατία πού ἀσκοῦσαν στά ἑλληνικά χωριά. Μέ τόν θάνατό του ἔγινε σύμβολο. Ἐνέπνευσε γενιές ἀξιωματικῶν καί ὁπλαρχηγῶν πού κράτησαν ἄσβεστη τήν φλόγα μέχρι τό 1912, τότε πού ὁ Ἑλληνικός Στρατός μπῆκε θριαμβευτής καί ἔθεσε τέλος στήν κατάκτηση διώχνοντας ὁριστικά τούς βαρβάρους. Ἀξίζει τήν ἡμέρα αὐτή νά στρέψουμε τό βλέμμα μας πρός τήν ἱστορία καί νά ἀναμνησθοῦμε τήν ἐποχή πού οἱ Ἕλληνες πολεμοῦσαν. Πού οἱ Ἕλληνες διεκδικοῦσαν. Πού οἱ Ἕλληνες ἔγραφαν τίς σελίδες τῆς ἐλευθερίες μέ τό αἷμα τῶν ἡρώων καί μέ γράμματα χρυσά.

Ἄς ἀνατρέξουμε στίς σελίδες ἐκεῖνες, μέσα ἀπό τήν ζωή τοῦ ἀξιωματικοῦ πού ἀνήχθη σέ πρωτεργάτη καί σύμβολο τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος.

…Αὔγουστος τοῦ 1886. Ὁ δεκαεξάχρονος ὑποψήφιος Εὔελπις γράφει στὸ ἡμερολόγιό του:

«(..)Δν πήκουσα παρά ες μίαν δέαν. Ν φαν χρήσιμος ες τν πλησίον κα ες τν τόπον μου. Ατή εναι λη μου φιλοδοξία.»

Ὁ Παῦλος Μελᾶς γεννήθηκε στήν Μασσαλία στίς 29 Μαρτίου τοῦ 1870. Οἱ γονεῖς του ζοῦσαν στήν Γαλλία. Ὁ πατέρας του, Μιχαήλ Γεωργίου Μελᾶς, Ἠπειρώτης μέ καταγωγή ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, ἐμπορευόταν στήν Μασσαλία. Ἡ μητέρα του, Ἑλένη, ἦταν θυγατέρα τοῦ Βουτσινᾶ, τοῦ γνωστοῦ Κεφαλονίτη μεγαλεμπόρου ἀπό τήν Ὀδησσό. Στήν Μασσαλία γεννήθηκαν σχεδόν ὅλα τους τά παιδιά. Τό 1874 ἀποφασίζουν νά τά μεγαλώσουν στήν Ἑλλάδα καί, γιά τόν λόγο αὐτό, ἐγκαθίστανται στήν Ἀθήνα.

Στό σπίτι τ’ ἀδέλφια του ὀνομάζουν τόν Παῦλο «ὁ κύριος Μήν Ἐνοχλεῖσθε». Εἶναι πάντα πρόθυμος νά παραχωρήσει τήν θέση του, τό καλύτερο μερίδιο τοῦ φαγητοῦ. Δίνει ὅ,τι ἔχει καί παίρνει ἐπάνω του τίς μικροαγγαρεῖες καί τά βαρετά καθήκοντα. Τόν στενοχωρεῖ πού τόν πειράζουν γι’ αὐτό τ’ ἄλλα παιδιά. Μά δέν μπορεῖ νά κάμει διαφορετικά. Ἔτσι τοῦ ἔρχεται. Αὐτό δέν τόν ἐμποδίζει νά εἶναι στό σχολεῖο μέ τ’ ἀδέλφια του σωστό πειραχτήρι. Ἔχει ὅμως ἄπειρη καλωσύνη πρός τά μικρά παιδιά, πρός κάθε ἀδύνατο πλάσμα, πρός τά ζῶα.

Στό σχολεῖο γίνεται θηρίο ὅταν τυχαίνει νά τυραννεῖ ἤ νά κτυπᾶ κανένας μεγάλος μαθητής ἕναν μικρότερο ἤ ἀδύνατο. Ὁρμᾶ καί τά βάζει μαζί του, δίχως νά λογαριάσει τίποτε. Μετά ἀπό χρόνια, παλληκάρι ψηλό, σχεδόν ἄνδρας, μεσημέρι-βράδυ, μόνος του θά πηγαίνει μαγειρεμένο σπιτικό φαγητό στήν ἄρρωστη, πτωχή καί δυστυχισμένη δασκάλα του. Καί θά περιμένει ὑπομονετικά νά πάρει πίσω τά πιάτα, χωρίς νά θελήσει ποτέ ν’ ἀφήσει σέ κανέναν μισθωτό τήν λεπτή αὐτή φροντίδα.

Τόν Αὔγουστο τοῦ 1886, τρεῖς ἡμέρες πρίν ἀπό τίς ἐξετάσεις γιά τήν Σχολή Εὐελπίδων, ὁ Παῦλος γράφει: «(..)Ὅπως κάθε καλὸς στρατιώτης, θέλω νὰ ὑπηρετήσω τὴν Πατρίδα μου καὶ δι’ αὐτὴν νὰ ἀποθάνω. Καμμία δυσκολία δὲν θὰ μὲ σταματήσει. Δὲν θὰ ὑποχωρήσω ποτὲ πρὸ τῶν ἐμποδίων.» Καί ὑπηρέτησε τό πεπρωμένο του.

Φθινόπωρο τοῦ 1904. Στάτιστα Μακεδονίας. Τήν νύχτα τῆς 13ης Ὀκτωβρίου, ὁ Παῦλος Μελᾶς δολοφονεῖται. Μέ τό φωτοστέφανο τῆς θυσίας καί τόν ἐπίζηλο τίτλο τοῦ Μακεδονομάχου, ἀνῆλθε στά Ἠλύσια τῆς Ἀθανασίας.

Ἔγινε ὁ Ἐθνικός Ἥρωας, ἐκεῖνος πού ἐπισκοπεῖ καί ἀοράτως κατευθύνει τόν ἀτελεύτητο Ἀγῶνα.

Ὁ θάνατος τοῦ Παύλου Μελᾶ δέν μπορεῖ νά λησμονηθεῖ. Δέν μπορεῖ νά λησμονηθεῖ ἡ Ζωή, ἡ Δύναμη, ἡ Τόλμη τοῦ Παλληκαριοῦ. Κυρίως ὅμως, ἡ Ἰδέα γιά τήν ὁποία ἐργάσθηκε καί θυσιάσθηκε.

Ἡ Εὐγένεια τοῦ Ἔθνους πηγάζει ἀπό τρεῖς λέξεις. Ἄνθρωπος. Ἐλευθερία. Πατρίδα.

Τί Νόημα ἔχει ἡ Ζωή δίχως Ἐλευθερία;

Τί Νόημα ἔχει ἡ Ἐλευθερία δίχως Πατρίδα;

Τί Νόημα ἔχει ἡ Πατρίδα δίχως τόν Ἄνθρωπο;

Ἐάν κάποιοι ἄθλιοι, σκεπτόμενοι τόν ἑαυτό τους καί τό παρόν, ἐκχωροῦν τά πάντα καταδυναστεύοντας τήν φτωχή καί περιφρονημένη Ἀρετή, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι μποροῦν νά σβήσουν τήν Σπίθα τοῦ ἑλληνικοῦ πατριωτισμοῦ. Καταδέχονται νά σέ πλησιάσουν μέ ὅλους τούς δυνατούς τρόπους. Δέν ὑπάρχει τέχνασμα πού νά μή μεταχειρίζονται γιά νά σέ κάνουν ν’ ἀπαρνηθεῖς τ’ Ὄνομά σου, τήν Γῆ πού γεννήθηκες, τήν Πατρίδα. Ἀπό αἰῶνες ἡ δόλια αὐτή ἐπιχείρηση δέν πέτυχε. Καί δέν θά πετύχει ποτέ, ἐάν διατηρήσουμε μέ ἐπιμέλεια τά Ἤθη μας, τήν Θρησκεία μας, τήν Γλῶσσα μας. Τά Ὅπλα μας.

Οἱ Ἕλληνες ἔχουμε δυνάμεις ἀμέτρητες στήν Οἰκουμένη. Ἐάν κάποιοι τίς ἀφήνουν σκοπίμως σκόρπιες ἤ κρυμμένες ἐπειδή ἀποστρέφονται τήν Ἕνωση τῶν Ἑλλήνων, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν θά συμβεῖ.

Κέρδος γιά τόν Ἑλληνισμό δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει δίχως θυσίες. Τό δικαίωμα πού μᾶς ἔδωσαν οἱ Ἥρωες καί Μάρτυρες τοῦ Ἔθνους νά εἴμαστε σήμερα παρόντες στήν Ἱστορία, δέν εἶναι χάρισμα.

Εἶναι Χρέος καί Ἀγρύπνια.

Εφημερίς Εστία estianews Οκτ 15, 2022