«Και τώρα ακόμα υπάρχουν όχι λίγοι ασκητές, που τους απέκρυψε ο Κύριος, και γι’ αυτό δεν κάνουν φανερά θαύματα, αλλά στις ψυχές τους συμβαίνουν καθημερινά θαυμάσια μεγάλα, που μένουν απαρατήρητα για τους πολλούς. Να ένα θαύμα: Όταν η ψυχή ρέπει προς την υπερηφάνεια, τότε πέφτει στο σκοτάδι και στην ακηδία∙ όταν όμως ταπεινωθεί, τότε έρχεται χαρά και κατάνυξη και φως» (Οσίου Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 1988).

 Οι περισσότεροι χριστιανοί, όταν ακούνε ή διαβάζουν για κάποιον  εν ζωή άγιο που κάνει θαύματα, κυρίως ιάσεως ασθενειών, ψυχικών και σωματικών, αποδύονται σε κάθε κόπο προκειμένου να τον επισκεφτούν ει δυνατόν, να πάρουν την ευχή του, να του πουν το πρόβλημά τους, να θεραπευτούν για να αποκατασταθεί η υγεία τους. Κι είναι βαθιά ανθρώπινο τούτο, γιατί κανείς δεν θέλει να οδυνάται και να ταλαιπωρείται σ’ έναν κόσμο που έτσι κι αλλιώς αυτό που κυρίως «προσφέρει» είναι ο πόνος και η δυσκολία, λόγω της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία. Κι αυτή η σπουδή προς αναζήτηση του αγίου γίνεται και όταν βεβαίως ο άγιος έχει απέλθει από τον κόσμο τούτο, αλλά υπάρχει το σκήνωμά του, υπάρχει η θαυματουργή ίσως εικόνα του, υπάρχει ο τάφος του, υπάρχουν διάφορα αντικείμενά του που κι αυτά έχουν αγιαστεί από το άγγιγμά του. Απλώς χρειάζεται να βρίσκεται σε επιφυλακή ο κάθε πονεμένος άνθρωπος, ώστε η καταφυγή του στον άγιο να βρίσκει όντως τα χαρακτηριστικά της αγιότητας, όπως η Εκκλησία μας τα περιγράφει απαρχής της ιδρύσεώς της από τον Κύριο Ιησού Χριστό και μετέπειτα. Διότι δεν παύει να εργάζεται στον κόσμο και ο Πονηρός διάβολος, ο οποίος συχνά «μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός» κατά τον απόστολο Παύλο, προκειμένου να πλανά τους ανθρώπους. Σημασία πάντως έχει το γεγονός ότι οι πολλοί αναζητούν τον θαυματουργό άγιο, γιατί καταλαβαίνουν, και σωστά, ότι εκεί υπάρχει μία ξεχωριστή παρουσία της χάρης του Θεού – ο Θεός είναι εκείνος που αναδεικνύει τους αγίους Του και τους δίνει τα χαρίσματά Του για να τα αντιπροσφέρουν στους συνανθρώπους τους: «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε». Μη ξεχνάμε ότι ο Κύριος δρα στον κόσμο μέσω συνήθως των ανθρώπων Του, όπως άλλωστε το έδειξε και με την ενανθρώπησή Του: έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο.

Ο άγιος Σιλουανός επισημαίνει όμως και μία άλλη διάσταση του θαύματος που ενώ υφίσταται και μάλιστα καθημερινά, μένει απαρατήρητη, καθώς γράφει, στους πολλούς. Είναι όχι τα εξώφθαλμα των γνωστών αγίων θαύματα, αλλά εκείνα «τα καθημερινά θαυμάσια που συμβαίνουν στις ψυχές αφανών αγίων», τα οποία από ό,τι αφήνει να κατανοήσουμε ο όσιος δεν είναι μικρότερα και αποτελεσματικότερα από ό,τι τα θεωρούμενα μεγάλα. Κι είναι η συμβολή του μεγάλου Σιλουανού εν προκειμένω, γιατί με τη χάρη που του έδωσε ο Θεός μάς καθοδηγεί ώστε να ανοίξουν και τα δικά μας μάτια στην κρυμμένη πραγματικότητα, η οποία συνιστά την αληθινή και βαθιά πραγματικότητα του κόσμου μας. Αυτό δεν λέει και ο απόστολος Παύλος, όταν μας προτρέπει να μην επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε ό,τι φαίνεται με τις σωματικές αισθήσεις, στα «βλεπόμενα», αλλά στα «μη βλεπόμενα», στο βάθος του κόσμου μας που είναι η ενέργεια της χάρης του Θεού που διακρατεί τα σύμπαντα και είναι αιώνια. «Ου σκοπούμεν τα βλεπόμενα αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια». Κι αυτό βεβαίως γιατί μας δίνει ο Θεός τη χάρη να «περιπατούμε διά πίστεως» και όχι μόνο με τις αισθήσεις. Η πίστη είναι εκείνη που αποτελεί το όμμα της ψυχής για να συλλαμβάνουμε τις υπεραισθητές πραγματικότητες, που είναι πολλαπλασίως πιο πραγματικές από τις αισθητές. Στον άπιστο διαφεύγει το βάθος αυτό, γιατί λειτουργεί ως τυφλός. Και είναι τυφλός, γιατί τα μάτια του ή είναι κατεστραμμένα από την πονηρία του ή είναι καλυμμένα από την αχλύ ακόμα των παθών του.

Ποια είναι αυτά τα θαυμάσια, τα καθημερινά και μεγάλα που ζουν οι αφανείς άγιοι, γιατί ο Θεός δεν θέλει να τους αποκαλύψει; Ο όσιος Σιλουανός γίνεται ο παρήγορος καθοδηγητής μας: είναι όλα εκείνα που έχουν τον χαρακτήρα πράγματι του θαύματος και που τα ζει κάθε γνήσιος πιστός του Κυρίου που αγωνίζεται να θέσει τον εαυτό του πάνω στις άγιες εντολές Του. Ρέπει κάποιος στην υπερηφάνεια; σημειώνει∙ μόλις καταλάβει την εκτροπή από την οδό Κυρίου από τα αρνητικά συμπτώματα που τον καταλαμβάνουν: «σκοτάδι, ακηδία», και αρχίζει την προσπάθεια για ταπείνωση, εκεί «έρχεται χαρά και κατάνυξη και φως», εκεί δηλαδή έρχονται τα σημάδια της παρουσίας του Θεού. Και τι άλλο θεωρείται θαύμα για την πίστη μας, παρά μία αισθητή στον άνθρωπο φανέρωση της χάρης Του; Οπότε, κατά τον όσιό μας, όχι μόνο οι διάφοροι ασκητές, οι αφανείς άγιοι, αλλά και κάθε χριστιανός μέσα στον κόσμο, εφόσον έχει ενώπιόν του τις εντολές του Θεού και ζητεί από τον Κύριο δύναμη για να τις επιτελεί, κι εκείνος βρίσκεται μέσα στην παρουσία του θαύματος. Δεν αναζητεί σε άλλους τα θαύματα∙ ο ίδιος τα ζει στη δική του περιοχή, τη δική του ύπαρξη, το σώμα και την ψυχή του. Από την άποψη αυτή γίνεται κι αυτός ένας άμεσος θεατής, με την έννοια της προσωπικής εμπειρίας, του ίδιου του Θεού του, ο Οποίος δεν έχει μεγαλύτερη χαρά από το «μοιράζει» τον Εαυτό Του και να βρίσκει κατοικητήριά Του εκείνους που Τον θέλουν στη ζωή τους.

Δεν είναι μόνο ο όσιος Σιλουανός τελικώς που τονίζει την αλήθεια αυτή. Όλοι οι άγιοι Πατέρες μας μιλούν για τη δύναμη της πίστεως στον άνθρωπο, όταν αυτή τίθεται σε ενέργεια από την καλοπροαίρετη βούλησή του. Ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος για παράδειγμα, θεωρεί ότι ο άνθρωπος σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκεται, ακόμη και την πιο σκοτεινή, εφόσον «ξυπνήσει» και θελήσει να προσαρμόσει τη ζωή του σ’ αυτά που ο Κύριος επιτάσσει, θα δει στον εαυτό του το θαύμα της αναστάσεως που το χαρακτηρίζει «ανάσταση εκ νεκρών». Κι ασφαλώς πρόκειται στην ουσία για ό,τι ο Κύριος στην παραβολή του ασώτου αποκάλυψε: «ο υιός μου αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξανάζησε». Γιατί ακριβώς βρήκε τον δρόμο της επιστροφής προς τον Θεό, δηλαδή μετανόησε. Η μετάνοια έτσι είναι το μεγαλύτερο θαύμα που μπορεί να βιωθεί στον κόσμο από τον κάθε άνθρωπο.  

π. Γεώργιος Δορμπαράκης -Ακολουθείν