1.

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού.

     Το μόνιμο θαύμα στη ζωή της Εκκλησίας μας είναι οι άγιοί Της. Η αέναη παρουσία τους σ’ Αυτή φανερώνει περίτρανα το σωτήριο έργο Της στον κόσμο, η Οποία μεταμορφώνει τα ανθρώπινα πρόσωπα σε θεοειδείς υπάρξεις. Οι άγιοι της Εκκλησίας, ως εικόνες του Χριστού, ως σώματα Χριστού, είναι ο ίδιος ο Χριστός παρατεινόμενος στους αιώνες. Μια τέτοια εικόνα του Χριστού και αγιασμένο κύτταρο του αγίου Σώματός Του υπήρξε και ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου.

      Γεννήθηκε το 1547 στο χωριό Αιγιαλός της Ζακύνθου. Το κοσμικό του όνομα ήταν Δραγανίνος, ή Γραδενίνος Σιγούρος. Οι ευσεβείς, εύποροι και αριστοκράτες γονείς του Μώκιος και Παυλίνα τον μεγάλωσαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Μάλιστα φρόντισαν να είναι ανάδοχός του ο άγιος Γεράσιμος, ο ονομαστός ασκητής και άγιος της Κεφαλονιάς. Φρόντισαν επίσης να του δώσουν και κοσμική μόρφωση, προσλαμβάνοντας στο αρχοντικό τους τον ονομαστό δάσκαλό της εποχής Καιροφυλά. Ιδιαίτερα φρόντισαν να πάρει εκκλησιαστική παιδεία. Έμαθε αρχαία ελληνικά, λατινικά και ιταλικά. Ήδη έφηβος ήταν καταρτισμένος θεολόγος, όπως φαίνεται από το νεανικό του θεολογικό έργο υπομνήματα στον Γρηγόριο το Θεολόγο.

      Σε ηλικία είκοσι ετών έχασε τους γονείς του. Η ως τότε ζωή του, εμποτισμένη με την ευσέβεια, την ασκητικότατα και τη θεολογική παιδεία, τον οδήγησαν να πάρει την απόφαση να γίνει μοναχός. Μοίρασε την μεγάλη περιουσία του στους φτωχούς και εκάρη μοναχός στην περίφημη Μονή Στροφάδων, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ. Εκεί αφιερώθηκε στην προσευχή, την άσκηση, τη μελέτη των αγίων γραφών και την κάθαρση των παθών. Σε δύο μόλις χρόνια έγινε ηγούμενος της Μονής.

      Ένα χρόνο μετά θα χειροτονηθεί πρεσβύτερος, παρά τη θέλησή του, από τον μητροπολίτη Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Θεόφιλο. Το 1577 αποφάσισε να πάει στους Αγίους Τόπους να προσκυνήσει τα ιερά προσκυνήματα και ιδιαίτερα τον Πανάγιο τάφο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Πέρασε από την Αθήνα να πάρει την ευλογία του επισκόπου Νικάνορα, ο οποίος εκτιμώντας την ευσέβεια, τον εκκλησιαστικό του ζήλο και τη μόρφωσή του τον πρότεινε να χειροτονηθεί επίσκοπος της χηρεύουσας επισκοπής Αιγίνης. Συμφώνησε μαζί του και ο Πατριάρχης Ιερεμίας, και παρά τη θέλησή του, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Αιγίνης και τότε πήρε το όνομα Διονύσιος. Το έργο τους ως αρχιεπίσκοπος Αιγίνης υπήρξε σημαντικότατο, από άποψη ποιμαντικής και κοινωνικής ευποιίας. Έγινε ο στοργικός πατέρας όλου του ποιμνίου του, ο οποίος φρόντιζε για την πνευματική του προκοπή και την ανακούφιση από τις δυσκολίες και τα προβλήματα της ζωής.

     Όμως ο προσωπικός του ασκητικός αγώνας και το ακατάπαυτο ποιμαντικό του έργο κλόνισαν σοβαρά την υγεία του, ώστε να μη μπορεί να ασκήσει την υψηλή επισκοπική του διακονία. Το 1579 ζήτησε με επιστολές τους στον Οικουμενικό Πατριάρχη και το Μητροπολίτη Αθηνών να δεχτούν την παραίτησή του από την επισκοπή και να του επιτρέψουν να επιστρέψει στην αγαπημένη του Ζάκυνθο, να ζήσει ως απλός μοναχός. Ο Πατριάρχης αποδέχτηκε την παραίτησή του, όμως τον προχείρισε χωρεπίσκοπο Ζακύνθου. Αλλά η επιστροφή του στη Ζάκυνθο δημιούργησε έχθρες στο περιβάλλον του επισκοπικού περιβάλλοντος. Κάποιοι μάλιστα τον συκοφάντησαν στον τότε τοπικό ηγεμόνα Νικόλαο Δαπόντε για υπέρβαση εξουσίας και ανατρεπτική δράση, ο οποίος ζήτησε την παραίτησή του από τα καθήκοντά του. Ο ταπεινός άγιος δέχτηκε με ευχαρίστηση και ανακούφιση την παραίτηση, για να μην προκληθούν εξαιτίας του σχίσματα και έχθρες και αποσύρθηκε στην αγαπημένη του Μονή να ζήσει ως απλός μοναχός. Με προσευχή,  νηστείες και αγρυπνίες διερχόταν το υπόλοιπο του βίου του, καθαρίζοντας και αγιάζοντας τον εαυτό του.

      Εκεί όμως του συνέβη το απροσδόκητο. Κατέφυγε κάποτε ένας καταδιωκόμενος από τις αρχές φονιάς. Ο άγιος τον δέχτηκε με καλοσύνη και ύστερα από ερωτήσεις έμαθε ότι το θύμα ήταν ο αδελφός του Κωνσταντίνος Σιγούρος! Δεν τον κατέδωσε, τον έκρυψε με πόνο ψυχής και άφθαστου ψυχικού μεγαλείου. Φρόντισε όμως να τον μεταπείσει και να μετανοήσει για τη θανάσιμη αμαρτία που διέπραξε! Η πράξη του αυτή θα μείνει ως αιώνιο παράδειγμα βίωσης της χριστιανικής αρετής της ανεξικακίας!

     Στα τέλη της ζωής του αποσύρθηκε στη Μονή της Θεοτόκου Αναφωνήτριας, όπου δεχόταν πλήθος ανθρώπων για να εξομολογηθούν και να παρηγορηθούν από τις σοφές συμβουλές του. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1622 παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Κυρίου, τον Οποίο αγάπησε και υπηρέτησε πιστά σε όλη του τη ζωή. Τάφηκε, σύμφωνα με επιθυμία του, στο παρεκκλήσι του αγίου Γεωργίου στις Στροφάδες. Μετά από τρία χρόνια έγινε εκταφή του τιμίου σκηνώματός του και βρέθηκε άφθορο να ευωδιάζει, απτή απόδειξη της αγιότητάς του! Το 1703 έγινε η επίσημη αγιοκατάταξή του, όμως οι ευσεβείς Ζακυνθινοί τον τιμούσαν εξαρχής ως άγιο.

      Το σεπτό του λείψανο διατηρείται ως τα σήμερα στην πόλη της Ζακύνθου ακέραιο, ως πολύτιμος θησαυρός, αγιάζοντας τους πιστούς και επιτελώντας άπειρα θαύματα, εις δόξαν Θεού! Άλλωστε τα άγια λείψανα για μας τους ορθοδόξους πιστούς δεν έχουν το χαρακτήρα του αποκρουστικού και του μιάσματος, όπως έχουν στις διάφορες αιρέσεις και τα διάφορα θρησκεύματα. Τα λείψανα των αγίων μας είναι τα αγιασμένα μέλη του Σώματος του Χριστού, θεωμένα, φορείς των ακτίστων ενεργειών του Θεού και γι’ αυτό ευωδιάζουν και θαυματουργούν. Ορισμένα μάλιστα, όπως αυτό του αγίου Διονυσίου, έλαβαν τη χάρη της αφθαρσίας και δεν υπέστησαν τη φυσική φθορά, ως αδιάσειστο τεκμήριο της εν Χριστώ μελλούσης αναστάσεως όλων των κεκοιμημένων ανθρώπων!

2.

Ο άγιος Διονύσιος Ζακύνθου (17/12) κι ο φονιάς του αδελφού του.

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου.

ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ: Εκείνο το απόγευμα ο ηγούμενος της Ι. Μονής Παναγίας Αναφωνήτριας στη Ζάκυνθο, Διονύσιος Σιγούρος κλάδευE τα δέντρα του περιβολιού του μοναστηριού, όταν ένα νέος άντρας, τρομαγμένος κι ανήσυχος, πλησίασε και πέφτοντας στα πόδια του Διονυσίου ψιθύρισε: “Σώσε με, γέροντα. Με κυνηγούν να με σκοτώσουν”, ρίχνοντας αγωνιώδεις ματιές στην αυλόπορτα. Ο ηγούμενος, που σαν Ζακυνθινός γνώριζε όλους τους συντοπίτες του, κατάλαβε πως ο επισκέπτης ήταν ξένος. “Ποιος, παιδί μου, καταδιώκει έναν ξένο άνθρωπο στο φιλόξενο νησί μας;” ρώτησε παραξενεμένος. “Οι Σιγούροι, γέροντα.” Ξαφνιάστηκε ξανά ο γέροντας, καθώς άκουσε πως τον ξένο κυνηγούσαν συγγενείς του.

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ: “Γιατί σε κατατρέχουν οι Σιγούροι;”, τον ρώτησε ο ηγούμενος.

Κι εκείνος: “Έκαμα φονικό, δέσποτα,” Ο Διονύσιος έμεινε εμβρόντητος. “Ποιον σκότωσες;”, τον ρωτά. “Τον άρχοντα Κωνσταντίνο Σιγούρο”, του απαντά εκείνος κατεβάζοντας τα μάτια. Πληγώθηκε κατάκαρδα ο ηγούμενος, καθώς άκουσε πως σκοτωμένος ήταν ο αδερφός του! Τα μάτια του υγράνθηκαν. Συναισθήματα θλίψης κι οργής τον τύλιξαν και για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του να εκδικηθεί το φονιά του αδερφού του, παραδίνοντάς τον για άμεση και δίκαιη τιμωρία. Όμως, ευθύς αμέσως μετάνιωσε για τη σκέψη του. Χαλιναγώγησε το πάθος της εκδίκησης, που γεννήθηκε στην ψυχή του. Όχι, δεν έπρεπε να πάρει εκδίκηση. Θυμήθηκε πως ο Κύριος είχε συγχωρήσει τους σταυρωτές Του πάνω στο σταυρό. «Κύριε, ελέησόν με, τον αμαρτωλό», ψιθύρισε κι έκαμε το σημείο του σταυρού.

ΜΙΜΗΣΙΣ ΚΥΡΙΟΥ: Στράφηκε στο φονιά και, δίχως να του αποκαλύψει πως ήταν αδερφός του θύματος, τον ρώτησε ήρεμα: “Γιατί, παιδί μου, σκότωσες αυτόν τον καλό άρχοντα του νησιού;” Κι εκείνος όλο αγωνία και τρόμο είπε βιαστικά: “Η κακιά η ώρα, γέροντα. Μα μην το ψάχνεις. Κρύψε με μονάχα, σε παρακαλώ, να γλιτώσω από τη δικαιολογημένη οργή τους. Κρύψε με, γιατί όπου να ναι καταφτάνουνε στο μοναστήρι και θα με τουφεκίσουν.”  Τότε ο Διονύσιος, πράττοντας κατά μίμηση Χριστού,του είπε: “Θα σε κρύψω. Ακολούθα με.” Τον έκρυψε σε απόκρυφο μέρος, που μήτε οι καλόγεροι δεν γνώριζαν.

ΟΙ ΔΙΩΚΤΕΣ: Μόλις που πρόλαβε ν’ ασφαλίσει το φονιά κι οι Σιγούροι, ξαδέρφια και συγγενείς του, κατέφτασαν αρματωμένοι, κατάκοποι και αγριεμένοι:

“Πού είναι ο φονιάς, γέροντα;”, τον ρώτησαν χωρίς περιστροφές. Ο πατέρας Διονύσιος έκανε πως δεν γνώριζε τίποτε: “Δεν είμαστε φονιάδες εδώ, αδέρφια μου.” “Δε λέμε για τους ανθρώπους του μοναστηριού, αλλά για το φονιά που τρύπωσε δω μέσα πριν από λίγο.”, του απάντησαν. Ο ηγούμενος κράτησε όλη την ψυχραιμία του.

Έπρεπε να τους πείσει όχι μονάχα με λόγια, αλλά και με τη στάση του, πως ο φονιάς δεν ήταν εκεί. Αν υποψιάζονταν πως τον έκρυβε για λόγους χριστιανικής ανεξικακίας, εκείνοι θα κάναν το παν να τον ανακαλύψουν. “Γιατί πρόκειται;” ρώτησε ο Διονύσιος. Εκείνοι του εξιστόρησαν τα γεγονότα όλα κι ο Άγιος άφησε τα δάκρυά του, που ως τότε συγκρατούσε με κόπο, να τρέξουν στο πρόσωπό του.

Θρήνησε βουβά τον άδικο χαμό του αγαπημένου του αδερφού. Μετά από λίγες στιγμές ο Διονύσιος τους ρώτησε, σκουπίζοντας τα μάτια του: “Ναι, αδέρφια μου, μα τώρα τι γυρεύετε με τα ντουφέκια στο Μοναστήρι;” Ένας από τους διώκτες του απάντησε: “Είδαμε πως ο φονιάς τράβηξε κατά δω, γέροντα, και νομίσαμε πως θα σου γύρευε καταφύγιο. Όμως, πάμε, φεύγουμε, κάπου εδώ γύρω θα κρύβεται, αλλά θα τον βρούμε. Δε θα γλιτώσει.” Οι Σιγούροι άφησαν το Μοναστήρι και συνέχισαν την αναζήτηση του φονιά στο νησί.

ΙΛΑΣΜΟΣ: Όταν οι συγγενείς του ξεμάκρυναν, ο πατέρας Διονύσιος, πήγε στην κρυψώνα και κάλεσε το φονιά να βγει έξω. Μόλις εκείνος βγήκε, του καταφίλησε τα χέρια: “Σ’ ευχαριστώ, άγιε ηγούμενε. Μου έσωσες τη ζωή.” Κι ο Άγιος τον ρώτησε:

“Άνθρωπέ μου, γνωρίζεις ποιος είμαι;” Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. “Είμαι ο αδερφός του σκοτωμένου”, του είπε με φωνή γεμάτη πόνο. “Ο αδελφός μου, που εσύ του αφαίρεσες τη ζωή, κανέναν δεν είχε βλάψει. Γιατί το έκανες;” Σάστισε ο φονιάς. Χλώμιασε ενώ το πάνω χείλι του τρεμόπαιξε: “Κακιά ώρα, δέσποτα”, δικαιολογήθηκε ξανά τραυλίζοντας. “Πρέπει, αδελφέ μου, να μετανιώσεις γι’ αυτή σου την πράξη. Να γυρέψεις συχώρεση από το Θεό. Αν χάσεις την ψυχή σου, τα ‘χεις όλα χαμένα.”, του ‘πε ο Ηγούμενος. Ο άλλος έβαλε τα κλάματα λέγοντας με συντριβή: “Μετανιώνω, γέροντα, μετανιώνω.”. Ο πατέρας Διονύσιος τον συγχώρεσε. Του έδωσε μάλιστα και κάποια χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες και τον συνόδεψε στο γιαλό, όπου τον μπαρκάρισε σε περαστικό καράβι για την Πελοπόννησο.

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Ο Γέρων Διονύσιος κοιμήθηκε στη Ζάκυνθο στις 17 Δεκεμβρίου 1622 κι η Εκκλησία μας για τον ενάρετο βίο του, τη χριστιανική και φιλάνθρωπη δράση και τα θαύματά του τον ανακήρυξε Άγιο (1703). Για την άγια ζωή του και τα θαύματά του, που ακόμα συνεχίζονται, οι κάτοικοι της Ζακύνθου έχουνε πολλά να διηγούνται.