Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.

Ὁ ἱστορικός Παυσανίας ἀναφέρει: Στήν Ἀκαδημία Πλάτωνος ὑπῆρχε ἕνας βωμός ἀφιερωμένος στόν Προμηθέα· στόν ἥρωα, πού, κατά τήν μυθολογία, ἔφερε τήν φωτιά στούς ἀνθρώπους. Ἀπό τό βωμό αὐτό τοῦ Προ­μη­θέα ξεκινοῦσε ἕνας ἀγώνας λαμπαδηδρομίας. Τό ἀγώνισμα ἦταν διπλό. Δέν ἀρκοῦσε νά τρέξη κά­ποιος γρηγορό­τε­ρα ἀπό τούς ἄλλους. Ἔπρεπε νά φθάση πρῶτος στό τέρμα, μέ τήν λαμπάδα του ἀναμμένη. Ἄν ἔφθανε κά­ποι­ος πρῶτος ἀλλά μέ σβη­σμένη λαμπάδα, δέν κέρδιζε. Τότε νικητής ἦταν ὁ δεύτε­ρος, ἄν ἡ λαμπά­δα ἦταν «καιομένη». Διαφορετικά ὁ τρίτος κ.ο.κ.

Αὐτή βέβαια ἦταν μιά εἰδωλολατρική γιορτή. Τό γεγονός, πού ἑόρταζαν δέν ἦταν παρά ἕνα παραμύθι.

* * *

Στίς 26 Ὀκτωβρίου γιορτάζουμε τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου.

Ὁ ἅγιος Δημήτριος δέν πίστευε σέ μυθικούς ἥρωες. Οὔτε σέ παιδαριώδη παραμύθια. Εἶχε ἀξιωθῆ νά γνωρίσει τό Φῶς τό Ἀληθινό. Καί νά πιστέψει σ\’Αὐτό, στό Φῶς τοῦ Κό­σμου, πού εἶναι ἕνα: ὁ Χριστός.

Ἀπό τό Φῶς αὐτό ἄναψε ὁ ἅγιος Δημήτριος τήν δική του λαμπάδα. Καί ἄρχισε νά τρέ­χη μέσα στόν κόσμο σκορπίζοντας τό Φῶς, τό Φῶς τό ἀληθινό, τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ καί στούς ἄλλους. Ἔκανε καί αὐτός μία λαμπαδηδρομία. Ἡ λαμ­πα­δηδρομία του ὅμως δέν ἦταν ἕνα … διασκεδαστικό σπόρ. Ἧταν ἕνα σκληρό ἀγώνισμα, πού ἀπαιτοῦσε πολύ κόπο καί αἱματηρές θυσίες. Γιατί γύρω του κράτος καί κοινωνία ἦταν δοσμένα σέ ἄλλη πίστη. Πίστευαν στά εἴδωλα. Ἡ πίστη του ἦταν ὑπό διωγμό. Ἀπό τό ἐπίσημο κράτος καί ἀπό ὁλόκληρη τήν κοινωνία.

Ἡ φλόγα τῆς λαμπάδας του κινδύνευε καθημερινά νά σβήση ἀπό σφοδρούς ἀνέμους. Οἱ ἄνεμοι αὐτοί, σάν σκέψεις καί ἰδέες, σάν τοποθέτηση ρεαλιστική, «λυσσομανοῦσαν» νά σβήσουν τήν λαμπάδα τοῦ Δημητρίου. Τέτοιες σκέψεις-ἐρωτήματα ἦταν τά ἑξῆς:

+ Ποιός εἶμαι ἐγώ, πού θά τά βάλω μέ μιά πα­νί­σχυρη αὐτο­κρατορία, ἡ ὁποία ἔχει θέσει τούς Χριστιανούς ἐκτός νόμου; Τί θά καταφέρω;

+ Γιατί νά ρισκάρω μιά λαμπρή καριέρα, πού θά τήν ζήλευαν χιλιάδες ἄλλοι;

+ Δέν εἶναι ἀνόητο νά πιστεύω ὅτι ἐγώ θά ἀλλάξω τόν κόσμο, κά­νοντας καμμιά δεκαριά ἀνθρώπους Χριστιανούς;

+ Δέν εἶναι πιό «καλά» νά διατηρῶ κρυφό τό πιστεύω μου, καί νά ἐμφα­νί­ζομαι στούς ἄλλους σάν νομοταγής;

Φυσᾶνε πολύ ἄγρια μέσα στούς ἀνθρώπους τέτοιοι ἄνεμοι. Καί σαρώ­νουν τά πάντα.

Μά ὁ Δημήτριος δέν κάμφθηκε. Δέν ἄφησε τήν λαμπάδα του νά σβήσει. Πάλεψε μέ τά «στοιχειά» αὐτῶν τῶν τόσο ὕπουλων λογισμῶν, καί τά νίκησε! Καί σίγουρα ἡ πάλη του αὐτή, ἦταν πιό σκληρή, ἀπό τό σωματικό μαρτύ­ριο, πού ὑπέστη στό τέλος τῆς ζωῆς του. Τό μαρτύριο του κράτησε λίγες ὧρες. Ἡ πάλη του αὐτή μέ τούς δαιμονικούς λογισμούς κράτησε χρόνια.

* * *

Παρόμοιοι «ἄνεμοι λογισμῶν» φυσᾶνε καί σήμερα, πού ἔχομε θρη­σκευ­τι­κή ἐλευθερία. Ἐχθροί τοῦ χριστιανισμοῦ δέν εἶναι οἱ Διοκλητιανοί καί οἱ Νέρωνες, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη φιλαυτία καί φιληδονία.

Ὅσοι πολεμοῦν ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ αὐτά τά πάθη, ὅσοι ἀντιστέκονται σ\’ αὐτούς τούς ἀνέμους τῆς ὀλιγοπιστίας καί τῆς ἀμφιβολίας, καί ὅσοι μένουν ἀσυμβίβαστοι μπροστά στήν πρόκληση μιᾶς «νερόβραστης» καί χλιαρῆς «χρι­στιανικῆς» ζωῆς, ἀξιώνονται νά γίνουν καί σήμερα ΜΑΡΤΥΡΕΣ καί ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ. Μαρτυροῦν καί ὁμολογοῦν ὄτι μόνο ὁ Χριστός εἶναι τό Ἀληθινό Φῶς τοῦ κόσμου. Χωρίς αὐτό τό Φῶς, ὁ κόσμος θά περιπατῆ ἐν τῇ σκοτίᾳ· καί, ὅπως συμβαίνει μέ τούς περιπατοῦντες ἐν τῇ σκοτίᾳ, θά «τρώη συνεχῶς τά μοῦτρα του».