Ἀγαθοκλέους Ἀνδρέας, Πρωτοπρεσβύτερος Ἱ. Μητροπόλεως Κιτίου.

«Νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς συνανθρώπους μας, χωρὶς νὰ ἀναρωτιόμαστε, ἂν αὐτοὶ μᾶς ἀγαποῦν»(Γέρων Σωφρόνιος τοῦ Essex).

Ἡ ἐποχὴ μας χαρακτηρίζεται καὶ ἀπὸ διάφορες ἀπαιτήσεις, ὅπως στὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα, στὴν οἰκονομικὴ ἄνεση, στὴν ἡδονή. Κυρίως ὅμως στὴν ἀγάπη. Οἱ ἄνθρωποι, ὄχι ἁπλὰ θέλουν νὰ τοὺς ἀγαποῦν, ἀλλὰ τὸ ἀπαιτοῦν, τὸ ζητοῦν. Φαίνεται αὐτὸ σ’ ὅλες τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις, στὴ φιλία, στὸ γάμο, στὸ ἐπάγγελμα, ἀκόμα καὶ στὴ σχέση μας μὲ τὸν πνευματικὸ πατέρα.

Ἡ ἐπιθυμία νὰ μᾶς ἀγαποῦν καὶ νὰ ἐκφράζουν τὴν ἀγάπη τοὺς αὐτοὶ μὲ τοὺς ὁποίους συνδεόμαστε, ἀσφαλῶς δὲν εἶναι ἐφάμαρτη. Κρύβει τὴν ἀνάγκη μας γιὰ ἐπιβίωση πνευματική, ψυχολογικὴ καὶ σωματική. Ὁ ἄνθρωπος, πλασμένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι κοινωνία ἀγάπης, χαίρεται καὶ ἀναπτύσσεται, ὅταν ζεῖ τὴν ἀγάπη.

Ὡστόσο, ἡ ἀνάγκη αὐτὴ γιὰ ἐπιβίωση -ἀκόμα καὶ σωματικὴ- καθίσταται πιὸ ἐπιτακτικὴ στὴ βρεφικὴ ἡλικία. Μειώνεται στὸ βαθμὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος μεγαλώνει, δηλαδὴ ἀπεξαρτοποιεῖται. Κι αὐτὸ ὄχι μόνο στὸ σωματικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ καὶ στὸ ψυχολογικὸ καὶ στὸ πνευματικό. Ὅσο ἀπεξαρτοποιεῖται ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη τόσο ὡριμάζει, κι ὅσο ὡριμάζει τόσο αἰσθάνεται «πεπληρωμένος» «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».

Ἔτσι, ἐνῶ ἡ ἐπιθυμία νὰ μᾶς ἀγαποῦν μᾶς εὐχαριστεῖ, ἡ ἀπαίτηση καὶ ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ αὐτὴ γίνεται βάσανο ποὺ κατακαίει τὴν ὕπαρξη καὶ μᾶς στερεῖ τὴν ἐλευθερία, τὴ χαρά, τὴν εἰρήνη.

Ἕνας ἅγιος, ὅπως ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, καταθέτοντας τὸ πιὸ πάνω  βίωμά του, ἀσφαλῶς δὲν ἀποστασιοποιεῖται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη σχέση οὔτε τὴν ἀπορρίπτει ἐγωκεντρικά. Ἁπλὰ ἐκφράζει τὴν ἐλευθερία του καὶ τὴν ἀγάπη του, ποὺ δὲν ἔχει ἀπαίτηση ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἄλλοι κοντὰ του αἰσθάνονται «εὐρυχωρία κι ὄχι στενοχώρια», κατὰ τὸν π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο.

Βέβαια, τὸ ζητούμενο δὲν εἶναι νὰ μὴν ἔχουμε τὴν ἀνάγκη τῆς ἀγάπης τῶν γύρω μας. Γιατί, νομίζω, πὼς μία τέτοια ἐπιδίωξη θὰ ὁδηγήσει σὲ σκληρότητα καὶ ἐσωτερικὴ ἀνασφάλεια. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ν’ ἀναπτυσσόμαστε μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀποκτώντας τὴ δική Του ἀγάπη ποὺ «δὲν ἦλθε νὰ διακονηθεῖ ἀλλὰ νὰ διακονήσει καὶ νὰ δώσει τὴ ζωὴ Του λύτρον ἀντὶ πολλῶν». Τότε, ἡ ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὴν ἀνάγκη καὶ τὴν ἐπιθυμία τῆς ἀγάπης τῶν ἄλλων θὰ ἔλθει ὡς  ἀποτέλεσμα, ὡς δεῖγμα τῆς ἀνάπτυξής μας, τῆς ὡριμότητάς μας.

Τότε, ζώντας ἐμπειρικὰ τὴν ὡριμότητά μας, θὰ ζοῦμε, μαζὶ μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου τοῦ Μεγάλου Θεοῦ μας. Θὰ καταλάβουμε πὼς οἱ ὅποιες ἐξαρτήσεις ἀπὸ τοὺς γύρω μας, ὅσο «ἀνθρώπινες» καὶ «καλὲς» καὶ νὰ εἶναι, δὲν δίδουν αὐτὸ ποὺ στὸ βάθος θέλουμε, ὡς προερχόμενες ἀπὸ ἀτελεῖς ἀνθρώπους. Ἂν αὐτὸ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἀγάπης Του, στὴν πραγματικότητα θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἑνότητα μὲ τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ στὴν ἐμπειρία τῆς ἐρχόμενης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.