Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.

Ὁ πρωτοκορυφαῖος «λαμπαδηδρόμος» τῆς Ἐκκλησίας ἀπόστολος Παῦλος ἄναψε τὴ λαμπάδα του ἀπὸ τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ χάνοντας τὸ σωματικό του φῶς· «ὁ μέλλων φωτίζειν τὴν οἰκουμένην σκοτίζεται», λέει ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς του. Ὁ φωτοδότης Θεὸς «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» τὸν «αἰχμαλώτισε» ἔξω ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ καὶ «ἔλαμψεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης του». Ἔχασε ἐπίσης ὁ νεοφώτιστος Παῦλος καὶ τὴ φαρισαϊκὴ αὐτάρκεια ὅτι μπορεῖ μόνο μὲ τὶς δικές του «ἀρετὲς» νὰ κρατάει ἄσβεστη τὴ λαμπάδα ποὺ ἄναψε ἀπὸ τὸν Χριστό. Κατάλαβε πλέον ὅτι δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ ἕνα «ὀστράκινο σκεῦος», ποὺ κρατάει μὲν μέσα του τὸν πιὸ ἀνεκτίμητο θησαυρό, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ εἶναι εὔθραυστο· καὶ μόνο «ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ» μπορεῖ, ὄχι μόνο νὰ τὸ προστατεύει, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ κάνει νὰ ἀκτινοβολεῖ τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ἰδιαίτερα μάλιστα μέσα στὶς σκοτεινὲς θύελλες τῶν διωγμῶν καὶ τῶν θλίψεων.

\”\”

Φυσικὰ αὐτὴ ἡ «ὑπερβολὴ» τῆς χάριτος, ποὺ ἔκανε τὸν Παῦλο νὰ μὴν ἀπελπίζεται καὶ νὰ μὴ χάνει τὸ θάρρος του, δὲν ἦταν μία μόνιμη ἀναπαυτικὴ «πολυθρόνα». Ὁ Ἀπόστολος -κινδυνεύοντας νὰ κατηγορηθεῖ γιὰ ἔπαρση- εἶχε γράψει στοὺς Κορινθίους στὴν πρώτη ἐπιστολή του ὅτι, «ναὶ μὲν ὅ,τι εἶμαι, ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶμαι, ἀλλὰ κι ἐγὼ περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἐκοπίασα» (15,10). Χωρὶς ὑπομονή, κόπο, πόνο καὶ θυσία, ποὺ προσφέρονται ὁλόψυχα καὶ ἐλεύθερα, δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει κανεὶς στὴ «ζωοποιὸ νέκρωση» τοῦ ἑαυτοῦ του. Πρόκειται γιὰ νέκρωση ποὺ ἀφορᾶ πρῶτα τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας καὶ τὰ πάθη· συχνά, ὅμως, ἐνέχει καὶ τὸν κίνδυνο τοῦ σωματικοῦ θανάτου· γίνεται ἕνα συνεχὲς «κρυφτὸ» μὲ τὸν θάνατο, ὅπου περίτρανα ἀποκαλύπτεται καὶ δοξάζεται «ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν».

Φανέρωση τῆς ἀναστάσιμης ζωῆς

Στοὺς πολλοὺς μιμητὲς τοῦ Ἀποστόλου ἀνήκει καὶ ὁ ὅσιος Ἀβράμιoς, ποὺ στάλθηκε νὰ φωτίσει μία εἰδωλολατρικὴ πόλη τῆς Μεσοποταμίας στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰώνα. Ὅσοι εἶχαν ἐπιχειρήσει νὰ ἐργαστοῦν ἐκεῖ ἱεραποστολικά, εἶχαν ἐπιστρέψει ἄπρακτοι καὶ τραυματισμένοι. Ὁ Ἀβράμιος ἔκτισε πρῶτα μία ὡραία ἐκκλησία καὶ ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ σ’ αὐτήν. Οἱ εἰδωλολάτρες κάτοικοι ἐντυπωσιάστηκαν ἀπὸ τὸν ναό, ἀλλὰ σχεδὸν καθημερινὰ ξυλοκοποῦσαν τὸν Ἅγιο καὶ μερικὲς φορὲς τὸν ἄφηναν μισοπεθαμένο. Ἔπρεπε νὰ ὑπομείνει ὁ Ἅγιος αὐτὸ τὸ μαρτύριο τρία ὁλόκληρα χρόνια, γιὰ νὰ πεισθοῦν οἱ «ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθήμενοι» κάτοικοι ὅτι «ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως» καὶ τῆς ὑπομονῆς, ποὺ ἔβλεπαν στὸν Ἅγιο, εἶναι τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τρία χρόνια ὁ Ἅγιος «περιέφερεν τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί του» καὶ ἔτσι περίτρανα «ἐφανερώθη ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῇ θνητῇ σαρκί του».

Ἡ λαμπρότερη φανέρωση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἔγινε μὲ τὴν Ἀνάστασή του καὶ τὴ νίκη του κατὰ τοῦ θανάτου, μὲ τὴν ὁποία μᾶς χάρισε τὴ δυνατότητα τῆς ἀφθαρσίας τῆς θνητῆς μας σάρκας. Εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τῆς πίστης ὅλων τῶν «λαμπαδηδρόμων» τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀναστάσιμο Φῶς ἄναψαν τὴ λαμπάδα τους καὶ αὐτὸ τὸ Φῶς ἦταν τὸ κήρυγμά τους καὶ ἡ μαρτυρία τους.

Κράτα τὴ λαμπάδα ἀναμμένη

Γιὰ νὰ ἀνάψει, ὅμως, κάποιος καὶ τὴ δική του λαμπάδα ἀπὸ τὸ Φῶς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ χάσει τὴν ἐμπιστοσύνη του στὰ κτιστὰ φῶτα «τῆς σοφίας τοῦ αἰῶνος τούτου» καὶ νὰ δεχθεῖ «τὴν μωρίαν» τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος· μία «μωρία» ὡστόσο, ποὺ σφραγίστηκε μὲ ποταμοὺς αἵματος ἀποστόλων, μαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβει κάποιος ὅτι αὐτὸ τὸ φῶς -ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος- ἀποτελεῖ τὸν μεγαλύτερο θησαυρὸ τῆς ζωῆς του, πρέπει νὰ θεωρήσει «στάχτη καὶ κουρνιαχτό», κατὰ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ κόσμου, τοὺς ὁποίους «ὁ σκόρος καὶ ἡ σκουριὰ τοὺς ἀφανίζουν καὶ οἱ κλέφτες τοὺς κλέβουν».

Αὐτὰ κατάλαβε -ἀνάμεσα σὲ ἀμέτρητους ἄλλους- καὶ κάποιος Νικόλαος ἀπὸ τὸ Μέτσοβο, ποὺ ἀπὸ δειλία γιὰ τὴ ζωὴ του εἶχε τουρκέψει· καὶ ξανάναψε τὴ λαμπάδα του ἀπὸ Φῶς τῆς Ἀνάστασης, ὁμολόγησε τὴν πίστη του καὶ μαρτύρησε λιώνοντας ὁ ἴδιος σὰν λαμπάδα στὴ φωτιὰ ὅπου δέχθηκε νὰ τὸν κάψουν. Τὴν ἁγία κάρα του ἀγόρασε ἕνας χριστιανὸς καὶ τὴν ἔκρυψε χτίζοντάς την στὸν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ του. Ὅταν ὅμως τὸ σπίτι ἄλλαξε ἰδιοκτήτη, ὁ νέος ἔνοικος ἀνακάλυψε τὸ ἱερὸ λείψανο παρατηρώντας φῶς κάποια μέρα στὸ μέρος ἐκεῖνο τοῦ τοίχου. Ἦταν ἡ μέρα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου, τοῦ ὁποίου τὸ «ὀστράκινο σκεῦος» ἔλαμπε ἀκόμη καὶ μέσα ἀπὸ τὸν τοῖχο «τὸν φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ».

Μὲ τὶς πρεσβεῖες του, ἂς κάνουμε καὶ τὰ δικά μας «ὀστράκινα σκεύη» δεκτικά τοῦ θείου φωτός, ὥστε «ἡ χάρις πλεονάζουσα διὰ τῶν πλειόνων, νὰ περισσεύῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ».