Μακρυγιάννης Ἰωάννης.

Χάριτες μεγάλες χρωστάγει ἡ πατρίδα σ᾿ ὅλους τούς εὐεργέτες καὶ κατεξοχὴ σ᾿ αὐτοὺς τοὺς γενναίους κι᾿ ἀγαθοὺς ἄντρες. Ὅτι αὐτεῖνοι, ἀφοῦ οἱ συνεισφορὲς τους ἦταν κι᾿ ὄντως μεγάλες καὶ μᾶς ἀνάστησαν εἰς τὰ δεινά μας, δὲν θυσιάσαν ποτὲς δόλο κι᾿ ἀπάτη, νὰ κατατρέχουν πεθαμένους ἀνθρώπους οἱ ζωντανοὶ καὶ οἱ ἀντρεῖγοι· δὲν θέλουν τὴν γῆς καὶ τὴν θάλασσα νὰ τὴν ρουφήσουν αὐτεῖνοι, νὰ μὴν ζήσουν ἄλλοι δυστυχεῖς καὶ κατασκλαβωμένοι καὶ καταφρονεμένοι τόσους αἰῶνες. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοὺς λυπήθη καὶ θέλει νὰ τοὺς ἀναστήση, οἱ ἄνθρωποι τοὺς καταπολεμοῦν νὰ τοὺς φάνε, νὰ τοὺς χάσουνε, νὰ τοὺς σβύσουνε νὰ μὴν ξαναειπωθοῦν Ἕλληνες.

Καὶ τί σᾶς ἔκαμεν αὐτὸ τ᾿ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων ἐσᾶς τῶν γενναίων ἀντρῶν τῆς Εὐρώπης, ἐσᾶς τῶν προκομμένων, ἐσᾶς τῶν πλούσιων; Ὅλοι οἱ προκομμένοι ἄντρες τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων, οἱ γοναῖγοι ὅλης της ἀνθρωπότης, ὁ Λυκοῦργος, ὁ Πλάτων, ὁ Σωκράτης, ὁ Ἀριστείδης, ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Λεωνίδας, ὁ Θρασύβουλος, ὁ Δημοστένης καὶ οἱ ἐπίλοιποι πατέρες γενικῶς τῆς ἀνθρωπότης κοπιάζαν καὶ βασανίζονταν νύχτα καὶ ἡμέρα μ᾿ ἀρετή, μὲ ῾λικρίνειαν, μὲ καθαρὸν ἐνθουσιασμὸν νὰ φωτίσουνε τὴν ἀνθρωπότη καὶ νὰ τὴν ἀναστήσουν νά ῾χη ἀρετὴ καὶ φῶτα, γενναιότητα καὶ πατριωτισμόν.

Ὅλοι αὐτεῖνοι οἱ μεγάλοι ἄντρες τοῦ κόσμου κατοικοῦνε τόσους αἰῶνες εἰς τὸν Ἅδη ῾σ ἕναν τόπον σκοτεινὸν καὶ κλαῖνε καὶ βασανίζονται διὰ τὰ πολλὰ δεινὰ ὁποῦ τραβάγει ἡ δυστυχισμένη μερικὴ πατρίδα τους. Χάνοντας αὐτεῖνοι, ἐχάθη καὶ ἡ πατρίδα τους ἡ Ἑλλάς, ἔσβυσε τ᾿ ὄνομά της. Αὐτεῖνοι δὲν τήραγαν νὰ θησαυρίσουνε μάταια καὶ προσωρινά, τήραγαν νὰ φωτίσουν τὸν κόσμο μὲ φῶτα παντοτινά. Ἕντυναν τοὺς ἀνθρώπους ἀρετή, τοὺς γύμνωναν ἀπὸ τὴν κακὴ διαγωή· καὶ τοιούτως θεωροῦσαν γενικῶς τὴν ἀνθρωπότη καὶ γένονταν δάσκαλοι τῆς ἀλήθειας.

Κάνουν καὶ οἱ μαθηταὶ τους οἱ Εὐρωπαῖοι τὴν ἀνταμοιβὴ εἰς τοὺς ἀπογόνους ἐμᾶς – γύμναση τῆς κακίας καὶ παραλυσίας. Τέτοι᾿ ἀρετὴ ἔχουν, τέτοια φῶτα μας δίνουν. Μιὰ χούφτα ἀπογόνοι ἐκεινῶν τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων χωρὶς ντουφέκια καὶ πολεμοφόδια καὶ τ᾿ ἄλλα τ᾿ ἀναγκαῖα του πολέμου ξεσκεπάσαμεν τὴν μάσκαρα τοῦ Γκράν Σινιόρε, τοῦ Σουλτάνου, ὁποῦ ῾χε εἰς τὸ πρόσωπόν του κ᾿ ἔσκιαζε ἐσέναν τὸν μεγάλον Εὐρωπαῖον. Καὶ τοῦ πλέρωνες χαράτζι ἐσὺ ὁ δυνατός, ἐσὺ ὁ πλούσιος, ἐσὺ ὁ φωτισμένος, καὶ τὸν ἔλεγες Γκρἀν Σινιόρε, φοβώσουνε νὰ τὸν εἰπῆς Σουλτάνο.

Ὅταν ὁ φτωχὸς ὁ ‘Ἕλληνας τὸν καταπολέμησε ξυπόλυτος καὶ γυμνὸς καὶ τοῦ σκότωσε περίτου ἀπὸ τετρακόσες χιλιάδες ἀνθρώπους, τότε πολέμαγε καὶ μ᾿ ἐσένα τὸν χριστιανὸν – μὲ τῆς ἀντενέργεις σου καὶ τὸν δόλο σου καὶ τὴν ἀπάτη σου κ᾿ ἐφόδιασμα τῆς πρῶτες χρονιὲς τῶν κάστρων. Ἂν δὲν τὰ ῾φόδιαζες ἐσὺ ὁ Εὐρωπαῖγος, ἤξερες ποὺ θὰ πηγαίναμεν μ᾿ ἐκείνη τὴν ὁρμή.

Ὕστερα μᾶς γιομώσετε καὶ φατρίες – ὁ Ντώκινς μᾶς θέλει Ἄγγλους, ὁ Ρουγάν Γάλλους, ὁ Κατακάζης Ρούσσους· καὶ δὲν ἀφήσετε κανέναν Ἕλληνα – πῆρε ὁ καθείς σας τὸ μερίδιον του· καὶ μᾶς καταντήσετε μπαλαρῖνες σας· καὶ μᾶς λέτε ἀνάξιους τῆς λευτεριᾶς μας, ὅτι δὲν τὴν αἰστανόμαστε. Τὸ παιδὶ ὅταν γεννιέται, δὲν γεννιέται μὲ γνώση· οἱ προκομμένοι ἄνθρωποι τὸ ἀναστήνουν καὶ τὸ προκόβουν. Τέτοια ἠθικὴ εἴχετε ἐσεῖς καὶ προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κ᾿ ἐμᾶς τοὺς δυστυχεῖς.

Ὅμως τοῦ κάκου κοπιάζετε. Ἂν δὲν ὑπάρχει σ\’ ἐσᾶς ἀρετή, ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ βασιλέα. Ὅτι ἐκεινοῦ ἡ δικαιοσύνη μᾶς ἔσωσε καὶ θέλει μᾶς σώση· ὅτι ὅσα εἶπε αὐτὸς εἶναι ὅλα ἀληθινὰ καὶ δίκαια – καὶ τὰ δικά σας ψέματα δολερά. Κι᾿ ὅλοι οἱ τίμιοι Ἕλληνες δὲν θέλει κανένας οὔτε νὰ σᾶς ἀκούση, οὔτε νὰ σᾶς ἰδῆ, ὅτι μᾶς φαρμάκωσε ἡ κακία σας, ὄχι τῶν φιλανθρώπων ὑπηκόγωνέ σας, ἐσᾶς τῶν ἀνθρωποφάγων ὀπ᾿ οὖλο ζωντανοὺς τρῶτε τοὺς ἀνθρώπους καὶ ῾περασπίζεστε τοὺς ἄτιμους καὶ παραλυμένους· καὶ καταντήσετε τὴν κοινωνία παραλυσία.

Ὁ περίφημος Ναπολέων, ὁ βασιλέας τῆς Γαλλίας, ὁποῦ τίμησε τὴν ἀντρεία καὶ τὴν σοφία τοῦ πολέμου κι᾿ ἀπὸ μικρὸς ἄνθρωπος ἔγινε αὐτοκράτορας, βασιλέας ἀπολέμηστος – ὁ Χάρος τὸν σκότωσε μὲ χωρὶς ντουφέκι καὶ σπαθί, καὶ κατέβηκε εἰς τὸν Ἅδη μὲ φόρεμα ἐννιὰ πῆχες πανί. Ὅλος ὁ κόσμος δὲν τὸν χώραγε, ὅλα τὰ πλούτη τοῦ κόσμου δὲν τοῦ φτάναν, ἐννιὰ πῆχες πανὶ τοῦ ἔφτασε καὶ τοῦ περίσσεψε.

Εἰς τὸν Ἅδη κατέβηκε μὲ τὸ ἴδιον φόρεμα κι᾿ ὁ βασιλέας τῆς Ρουσσίας ὁ Ἀλέξανδρος· καὶ χαιρετιῶνται οἱ δυὸ βασιλείς· «Τί ἔλεγες, βασιλέα Ἀλέξαντρε, δὲν θὰ πέθαινες καὶ νὰ ῾ρθης ἐδῶ σὲ τούτην τὴν ζωὴν ντυμένος μ᾿ αὐτὸ τὸ φόρεμα; Ποῦ ῾ναι τὰ παράσημά σου; Ποῦ ῾ναι ἡ μεγάλη σου στολή; Ποῦ οἱ καναπέδες οἱ χρυσοί; Ποῦ οἱ κόλακες νὰ μᾶς λένε μυθολογίες καὶ νὰ τοὺς πιστεύωμεν καὶ νὰ χάνωμεν τὴν δικαιοσύνην εἰς τὴν ἀνθρωπότη καὶ νὰ τρῶμεν τοὺς τίμιους ἀνθρώπους ζωντανοὺς καὶ τοὺς ἄτιμους νὰ τοὺς πιστεύωμεν καὶ νὰ τοὺς δοξάζωμεν; Καὶ νὰ μᾶς τυφλώνουν αὐτεῖνοι οἱ ἀπατεῶνες, νὰ χάνωμεν τὴν δικαιοσύνη καὶ νὰ μᾶς ἀναθεματοῦν ὅλοι οἱ ἀθῶοι ὅτι τοὺς φάγαμεν ζωντανοὺς καὶ ὅτι τοὺς ἀφίναμεν νηστικούς, ξυπόλυτους καὶ γυμνούς; Κ᾿ ἐδῶ οἱ δίκαιοι βασιλεῖς, οἱ ἀληθινοὶ φιλόσοφοι εἶναι ντυμένοι λαμπρὰ καὶ οἱ ἄδικοι γυμνοὶ ἀπὸ τὸν Θεόν, τὸν δίκαιον βασιλέα τοῦ παντός, ὀργισμένοι κι᾿ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κι᾿ ἀναθεματισμένοι. Ὅτι ὅποιον ἀδικᾶς τιμή, ζωὴ καὶ λευτεριὰ καὶ δὲν τὸν ἀφίνεις ῾σ τὴν προσωρινὴ ζωὴ νὰ ζήση ὡς ἄνθρωπος, αὐτὸς σ᾿ ἀναθεματάγει, δὲν σὲ συχωράγει.

– Ὅσο τὰ θυμήθης ἐσύ, Ναπολέων, αὐτὰ ὁποῦ μου τὰ λὲς καὶ μὲ συνβουλεύεις τώρα, ἄλλη τόση προσοχὴ εἶχα κ᾿ ἐγὼ κι᾿ ὅλοι οἱ ὅμοιοί μας. Ὅσοι πιστεύουν τοὺς κόλακες κι᾿ ἀπατεῶνες, τοὺς γλυκόγλωσσους, οἱ βασιλεῖς κ᾿ οἱ ἄλλοι σημαντικοί, τοῦ διαβόλου τὸ φόρεμα θὰ φορέσουν κ᾿ ἐκεῖνοι. Πᾶμε, Ναπολέων, νὰ ἰδοῦμεν τοὺς παλιούς τους Ἕλληνες εἰς τὸ μέρος ὁποῦ κατοικοῦνε, νὰ ῾βρούμε τὸν γέρο Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Θεμιστοκλῆ, τὸν λεβέντη Λεωνίδα καὶ νὰ τοὺς εἰποῦμεν τῆς χαροποιὲς εἴδησες, ὅτι ἀναστήθηκαν οἱ ἀπόγονοί τους, ὁποῦ ἦταν χαμένοι καὶ σβυσμένοι ἀπὸ τὸν κατάλογον τῆς ἀνθρωπότης. Αὐτεῖνοι οἱ ἀγαθοὶ καὶ δίκαιγοι, τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, οἱ γενναῖγοι ῾περασπισταί τῆς λευτεριᾶς, μὲ πατριωτισμόν, μὲ καθαρὴ ἀντρεία, μ᾿ ἀρετὴ κι᾿ ὄχι δόλον κι᾿ ἀπάτη ἐπλούτηναν τὴν ἀνθρωπότη ἀπὸ αὐτά· κι᾿ ἂν ἦταν αὐτεῖνοι φτωχοὶ εἰς τὰ προσωρινὰ καὶ μάταια, εἶναι πλούσιοι πολὺ εἰς τὰ ῾στορικά τοῦ κόσμου. Δι᾿ αὐτοὺς ἦταν τὰ ἔργα τοὺς ἀγῶνες τῆς ἀρετῆς.

\” Διὰ τοῦτο θέλησε ὁ Θεὸς ὁ δίκιος κι᾿ ἀνάστησε καὶ τοὺς ἀπογόνους τους, ὁποῦ ἦταν χαμένη τόσους αἰῶνες ἡ πατρίδα τους, Καὶ διὰ νὰ θυμῶνται πίστη, ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινός τους ἀνάστησε· ξυπόλυτους, γυμνούς, νηστικούς, δεμένα τὰ ντουφέκια τους μὲ σκοινιά, τὰ καλά τους τὰ σύναζε ὁ Τοῦρκος κάθε καιρόν· οἱ περισσότεροι πολεμοῦσαν μὲ τὰ ξύλα καὶ χωρὶς τ᾿ ἀναγκαῖα· οἱ Τοῦρκοι ἦταν πλῆθος καὶ γυμνασμένοι· οἱ δυστυχεῖς Ἕλληνες ὀλίγοι κι᾿ ἀγύμναστοι νίκησαν τὸν δικόνε μας τὸν σύντροφον, τὸν Γκρᾶν Σινιόρε. Τοὺς κατάτρεξαν οἱ Εὐρωπαῖγοι τοὺς δυστυχεῖς Ἕλληνες.

\” Εἰς τῆς πρῶτες χρονιὲς ἐφόδιαζαν τὰ κάστρα τῶν Τούρκων· τοὺς κατάτρεχαν καὶ τοὺς κατατρέχουν ὁλοένα διὰ νὰ μὴν ὑπάρξουν. Ἡ Ἀγγλία τοὺς θέλει νὰ τοὺς κάμη Ἄγγλους μὲ τὴν δικαιοσύνην τὴν ἀγγλική, καθὼς οἱ Μαλτέζοι ξυπόλυτους καὶ νηστικούς, οἱ Γάλλοι Γάλλους, οἱ Ροῦσσοι Ρούσσους κι᾿ ὁ Μετερνὶκ τῆς Ἀούστριας Ἀουστριακοὺς – κι᾿ ὅποιος τοὺς φάγη ἀπὸ τοὺς τέσσερους. Καὶ τοὺς λευτερώνουν χερότερα κι᾿ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ οἱ τέσσεροι καλὰ φρονοῦν, ὅμως νὰ ἰδοῦμεν τί λέγει κι᾿ αὐτὸς ὁ μάστορης ὁ Γερόθεος. Διὰ νὰ βγοῦνε εἰς τὴν κοινωνία τοῦ κόσμου δὲν ἐβήκαν μόνοι τους, τοὺς προστατεύει αὐτὸς ὁ δίκαιος καὶ παντοτινὸς βασιλέας. Αὐτός, ὁ δίκιος Θεὸς – ὅποιος τοὺς κιντυνέψη, θὰ τὸν φάγη τὸ δικέφαλον· αὐτὸς εἶναι ὁ ῾περασπιστής τῶν ἀθώων καὶ τῶν ἀδυνάτων».

Ἐσύ, Κύριε, θ᾿ ἀναστήσης τοὺς πεθαμένους Ἕλληνες, τοὺς ἀπογόνους αὐτεινῶν τῶν περίφημων ἀνθρώπων, ὁποῦ στόλισαν τὴν ἀνθρωπότη μ᾿ ἀρετή. Καὶ μὲ τὴν δύναμή σου καὶ τὴν δικαιοσύνη σου θέλεις νὰ ξαναζωντανέψης τοὺς πεθαμένους· καὶ ἡ ἀπόφασή σου ἡ δίκια εἶναι νὰ ματαειπωθῆ Ἑλλάς, νὰ λαμπρυθῆ αὐτείνη καὶ ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ὑπάρξουν οἱ τίμιοι καὶ οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι ὁποῦ ῾περασπίζονται τὸ δίκιον· καὶ οἱ ἀνθρωποφάγοι – ὁ Ἅδης θὰ τοὺς ρουφήση· καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ τίμιοι θὰ τοὺς ἀναθεματοῦν κατὰ τὰ ἔργα τους· καὶ οἱ προδότες τῆς πατρίδος καὶ οἱ ἀγορασμένοι – κακὸν μπελὰ νὰ τοὺς δώσης καὶ συντρόφους τοῦ Κάγη νὰ τοὺς κάμης.

Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ κ᾿ ἔγινε. Οἱ ξυπόλυτοι καὶ οἱ γυμνοὶ τὰ σπαθιὰ τῶν Τούρκων τὰ ντιμισκιὰ τὰ πῆραν αὐτεῖνοι οἱ ὀλίγοι μὲ τῆς μαχαιροῦλες, τὰ φλωροκαπνισμένα τοὺς ντουφέκια τὰ πῆραν μὲ ὁποῦ ῾ταν δεμένα μὲ σκοινιά, τοὺς πῆραν καὶ τοὺς ζαϊρέδες κι᾿ ὅλα τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου. Οἱ ἀνθρωποφάγοι φτόνησαν αὐτὸ καὶ μᾶς ἔσπειραν τὴν ἀρετή τους, διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, τῆς ἀκαθαρσίες τῆς δικές τους, κ᾿ ἔφκειασαν τὴν πατρίδα μας παλιόψαθα μὲ τὰ φῶτα τοῦ Φαναργιοῦ, μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς Κεφαλλωνιᾶς, μὲ τὸν μαθητὴ τοῦ Ἀλήπασσα, μὲ τὸν μέγα φιλόσοφον τῶν Κορφῶν.

Τώρα, ἀφοῦ μας γύμνωσαν ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν καὶ ταλαιπωροῦνε ὅλους τους ἀγωνιστᾶς καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων κι᾿ ἀρφανᾶ τους κι᾿ ὅσους θυσιάσαν τὸ δικόν τους διὰ τὴν λευτεριὰ τῆς πατρίδας, μᾶς λένε ἀνάξιούς της λευτεριᾶς, κι᾿ ὁ ψευτογιατρὸς τῶν Καλαβρύτων ὁ Ζωγράφος λέγει εἰς τὴν προκήρυξή του ὅτι οἱ ἀγωνισταὶ εἶναι λησταί. Αὐτὸς εἶναι σωτήρας! Τοιούτως συσταίνουν τοὺς ἀγωνιστᾶς. Γενναῖγοι προπατέρες, Μιλτιάδη, Θεμιστοκλῆ, Ἀριστείδη, Λεωνίδα κ᾿ ἐπίλοιποι γενναῖγοι ἄντρες, μὴν περηφανεύεστε ὁποῦ κάμετε τόσα μεγάλα καὶ γενναῖα κατορθώματα καὶ σᾶς ἐγκωμιάζουν ὅλος ὁ κόσμος – δὲν τὰ κάμετε ἐσεῖς μόνοι σας· οἱ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πολιτικοί σας βοηθοῦσαν, σᾶς βοηθοῦσαν οἱ φιλόσοφοι μ᾿ ἀρετή, μὲ φῶτα πατριωτικά. Ἐκεῖνοι εἶχαν ἀρετὴ καὶ φῶτα, σεῖς γενναιότητα καὶ καθαρὸν πατριωτισμόν. Καὶ δι᾿ αὐτὸ δοξαστήκετε.

Νὰ εἴχετε πολιτικὸν τὸν Μαυροκορδᾶτο, νὰ εἴχετε τὸν Κωλέτη, νὰ εἴχετε τὸν Ζαΐμη, τὸν Μεταξᾶ κι᾿ ἄλλους τοιούτους, νὰ θέλουν ἄλλος τὴν Ἀγγλία, ἄλλος τὴν Γαλλία, ἄλλος τὴν Ρουσσία, ἄλλος τὴν Ἀούστρια κι᾿ ἄλλος τὴν Μπαυαρία καὶ νὰ κάνουν χιλιάδες ἀντενέργειες καὶ συχνοὺς ἐφύλιους πολέμους, κι᾿ ὅσους θέλαν νὰ βαστήξουν τὴν πατρίδα, ὅταν οἱ Τοῦρκοι τὴν κιντύνευαν, ζητοῦσαν νὰ τοὺς σκοτώσουν μὲ τῆς ἀντενέργειες τους· καὶ τοὺς σκότωσαν· καὶ χάθη ὅλο τ᾿ ἄνθος τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς ἐφύλιους πολέμους.

ΒΙΒΛΙΟΝ  Γ΄

Σήμερα ξαναγεννιέται ἡ πατρίδα κι᾿ ἀναστένεται, ὁποῦ ἦταν τόσον καιρὸ χαμένη καὶ σβυσμένη. Σήμερα ἀναστένονται οἱ ἀγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοὶ καὶ στρατιωτικοί, ὅτι ἦρθε ὁ Βασιλέας μας, ὁποῦ ἀποχτήσαμεν μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δόξα νά ῾χη τὸ πανάγαθό σου ὄνομα, Κύριε, παντοδύναμε, πολυέλεγε, πολυέσπλαχνε!