(Εκκλησία, γυναίκα και Επανάσταση: το τότε και το σήμερα.)

Του Γιώργου Θεοχάρη – ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.

Στους εορτασμούς για τα 200 χρόνια της Επανάστασης διαφάνηκε από την αρχή μία προσπάθεια να υποβαθμιστεί ο ρόλος και η προσφορά της Εκκλησίας σε αυτήν.

Μέσα στην γενικότερη εκκοσμίκευση που χαρακτηρίζει την πατρίδα μας, ήταν αναμενόμενο ότι θα συνέβαινε και αυτό.

Εξάλλου εδώ και πολλές δεκαετίες μερίδα ιστορικών, ανάλογα με την ιδεολογία τους, προσπαθεί να αναδείξει την αρνητική στάση ορισμένων ιεραρχών στην Επανάσταση ή ορισμένες από τις «συντηρητικές» αντιλήψεις τους για την υποδούλωση των Ελλήνων στους Οθωμανούς, ώστε όχι μόνο να μειώσει τον ρόλο της Εκκλησίας, αλλά και να δείξει ότι η Εκκλησία στήριζε ιδεολογικά την δουλεία.

Δεν θα προσπαθήσουμε σε αυτές τις λίγες γραμμές να αναδείξουμε την έμπρακτη συμμετοχή της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821, ούτε να εξηγήσουμε την όποια αρνητική στάση κάποιων ιεραρχών, ούτε θα μπούμε στην συζήτηση γιατί ο ιερομάρτυρας Γρηγόριος ο Ε´ αφόρισε την Επανάσταση του Υψηλάντη (όταν ήδη είχε αποτύχει) ούτε ποιος ο ρόλος του στην Επανάσταση ούτε γιατί τον σκότωσαν οι Τούρκοι.

Αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε και πού δυστυχώς η πατρίδα μας λησμονεί σήμερα είναι ότι χωρίς την Εκκλησία δεν θα γινόταν η Επανάσταση του 1821.

Γιατί; Απλούστατα διότι δεν θα υπήρχε Ελληνισμός, θα είχαμε εξαφανιστεί σαν Έλληνες.

Η ειδοποιός διαφορά των Ελλήνων από τους Οθωμανούς, αυτό που εμπόδισε την αφομοίωσή τους από αυτούς ήταν ο χριστιανισμός, όπως βιώνεται μέσα στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Χωρίς τον Χριστό ήταν αδύνατον οι Έλληνες να αντέξουν 400 ή και 500 –σε ορισμένες περιοχές– χρόνια σκλαβιάς, κατά τα οποία εφαρμοζόταν από το κράτος τους ο ισλαμικός νόμος, η σαρία.

Αυτό που τους κράτησε ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Εκκλησία ως βίωμα και ως τρόπος ζωής.

Ασφαλώς απόδειξη για αυτό είναι ότι όσοι Έλληνες εξισλαμίστηκαν -και υπήρξαν και τέτοιοι δυστυχώς- όχι μόνο έχασαν την ελληνική τους ταυτότητα, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις έγιναν πιο φανατικοί Τούρκοι και από τους ίδιους τους Τούρκους.

Μεμονωμένες, αλλά και μαζικές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα οι οι Τουρκοπόντιοι, οι Βαλλαάδες στην Δυτική Μακεδονία, οι Τουρκοκρητικοί και άλλοι, αποδεικνύουν ότι απώλεια της χριστιανικής ταυτότητας σήμαινε επί τουρκοκρατίας και απώλεια της εθνικής ταυτότητας.

Για αυτό χωρίς Εκκλησία δεν θα υπήρχε σήμερα Ελληνικό Έθνος.

Για αυτό την Επανάσταση δεν την προετοίμασαν ούτε την έκαναν μόνο ο Ρήγας Φεραίος, ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Κωνσταντίνος Κανάρης και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.

Πρώτιστα την Επανάσταση την έκανε η μάνα και η γιαγιά που έπαιρνε τα παιδιά και τα πήγαινε στην Εκκλησία.

Που ζύμωνε τα πρόσφορα και του Σταυρού ή των Φώτων τα φούσκωνε με προζύμι χωρίς μαγιά, με μόνο τον αγιασμό.

Που στις γιορτές των παιδιών έκανε αρτοκλασία και μοίραζε το ύψωμα και το μέρασμα.

Πού τελούσε ευλαβικά και με ακρίβεια τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων συγγενών.

Που δεν άφηνε τα παιδιά να κοιμούνται, όταν κτυπούσε η καμπάνα το πρωί.

Που άφηνε και την παραμικρή δουλειά που έκανε, όταν κτυπούσε η καμπάνα για τον εσπερινό του Σαββάτου ή των εορτών.

Που τηρούσε ευλαβικά τις νηστείες, που δεν έτρωγε ούτε έπινε τίποτε το τριήμερο της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής και την Μεγάλη Παρασκευή.

Που στόλιζε τον επιτάφιο με λουλούδια που μάζευε μόνη της.

Που έβαφε τα κόκκινα αυγά.

Αυτή η μάνα ή η γιαγιά έκανε την Επανάσταση.

Αυτή ήταν η μεγαλύτερη επαναστάτρια από όλους, γιατί έκανε την Επανάσταση ειρηνικά, όπως δίδαξε ο Χριστός, μέσα στις καρδιές πρώτα.

Όσο ακόμη έχουμε τέτοιες μάνες ή γιαγιάδες, η Ελλάδα μας δεν θα παύσει να ελπίζει.

Ο λαός μας σήμερα έχει ανάγκη κυρίως από τέτοιες επαναστάτριες.

Δεν χρειάζεται τόσο γυναίκες βουλευτές, Δημάρχους, Υπουργούς, Πρωθυπουργούς ή Προέδρους της Δημοκρατίας, ικανές πολιτικούς, σιδερένιες δικαστίνες, πανέμορφες ηθοποιούς και τραγουδίστριες, ή κορυφαίες αθλήτριες.

Έχει ανἀγκη από την μάνα και την γιαγιά που τον κράτησαν 400 χρόνια πρώτα χριστιανό και μετά Έλληνα.

Αυτή θα τον κρατήσει και σήμερα.

Διότι μία τέτοια μάνα και μία τέτοια γιαγιά άνοιγε και ανοίγει στον Έλληνα ένα παράθυρο στην αιωνιότητα και τον ενώνει με το αιώνιο ρεύμα της παράδοσης, που ρέει εδώ και χιλιάδες χρόνια στις φλέβες του Ελληνισμού.