Ἀλλὰ ἐκκλησία ἀγαπητοὶ μου, εἶναι καὶ κάθε σπίτι, κάθε οἰκογένεια. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Διαβάστε Καινὴ Διαθήκη νὰ τὸ δείτε (Ρωμ. 16,4 – Α’ Κορ. 16,19 – Κολ. 4,15 – Φιλήμ. 2). Κάθε σπίτι εἶναι μία ἐκκλησιὰ, πρέπει νὰ εἶναι, κι ἀλοίμονο ἂν δὲν εἶναι!! Ἑπομένως, ὅπως στέκεσαι μέσα στὸ Ναό, ἔτσι καὶ μέσα στὸ σπίτι σου. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχουν ἐκεῖ εἰκονίσματα καὶ θυμιατήρι. Στη· τουρκοκρατία ή Χριστιανὴ γυναίκα θύμιαζε τὸ σπίτι, ἄγγελοι τοὺς προστάτευαν καί τρίχα ἀπ’ τὸ κεφάλι τοὺς δὲν ἔπεφτε. Ἐκκλησιὰ λοιπὸν πρέπει νὰ ‘ναὶ τὸ σπίτι. Καὶ ἐρωτῶ, εἶναι; Σήμερα δυστυχῶς τὸ ἀνδρόγυνο ζεῖ χωρὶς ἔννοια Θεοῦ, μία ζωὴ υποβαθμισμένη, ἀνούσια. κτηνώδη. Ξυπνάνε, προσευχὴ δὲν κάνουν. Κάθονται στὸ τραπέζι, τρῶνε ἄφθονα τ’ ἀγαθὰ· καὶ ἐνῶ ἔχουν τὴ μπουκιὰ στὸ στόμα, βλαστημᾶνε οἱ ἀχάριστοι αὐτὸν πού τὰ χαρίζει. Το βράδυ πέφτουν γιὰ ὕπνο ὅπως τ’ ἄλογα στὸ στάβλο. Την Κυριακὴ δὲν θὰ ποῦν, Πᾶμε στὴν ἐκκλησιὰ. Τετάρτες-Παρασκευές τὶς μαγαρίζουν, καταλύουν τὰ πάντα. Ἔρχονται γιορτές, άγιες μέρες, τὶς μολύνουν μὲ ἀκαθαρσίες. Το πιὸ μεγάλο ὅμως ἁμάρτημα στὰ σπίτια, γιὰ τὸ ὅποιο ό Θεὸς θὰ ρίξει ἀστροπελέκι, ποιὸ εἶναι; Μου ‘ρχεται νὰ κλάψω, νὰ παραιτηθώ, ν’ ἀφήσω τὴν ἔδρα. Στα σπίτια κατοικοῦν φονιάδες! Ἀστυνόμοι – εισαγγελείς, πιάστε τούς! Ποιοὶ εἶναι οἱ φονιάδες; Μὲσ’ στὰ 100 ἀντρόγυνα, ἕνα μόνο κάνει παιδιὰ· τὰ ἄλλα; ἂς εἶν’ καλὰ οἱ κλινικὲς· λίρα καὶ ἔκτρωση! Σκοτώνουν παιδιά! Ἦρθε στὴ μητρόπολι ἕνας στρατηγὸς νὰ μὲ χαιρετήσει. (Ἐσᾶς δὲν σᾶς μαλώνω όπως αὐτούς. Στους μικροὺς εἶμαι ἐπιεικής, τοὺς μεγάλους τοὺς χτυπῶ, γιατὶ φταῖνε περισσότερο).

– Πόσα παιδιὰ ἔχεις, στρατηγὲ μου;

– Δύο. Καὶ γελοῦσε.

– Γελάς;

– Έ, μὲ τόσες μεταθέσεις, πότε ἐδῶ πότε ἐκεῖ.

– Δὲν δικαιολογείσαι, τοῦ λέω. Μετὰ σκέφτηκε σοβαρά καὶ τὶ μοῦ λέει κλαίγοντας·

– Ο πατέρας μου ἦταν πάμπτωχος, σ’ ἕνα χωριὸ στὸ Μοριὰ. Μπορεῖς, δέσποτα, νὰ πεις πόσα παιδιὰ γέννησε;

– Πού νὰ ξέρω;

– Έκανε 14 παιδιά! Κ’ ἐγὼ τὶ σειρὰ εἶμαι;

– Πού νὰ ξέρω, στρατηγὲ μου; εἶσαι ὁ πρῶτος;

– Όχι, εἶμαι ὁ τελευταῖος!

– Και πὼς ὁ φτωχὸς αυτός ἔκανε τόσα παιδιά;

– Α. λέει. ὁ πατέρας μου πίστευε στὸ Θεό! Ἐκεῖνος πίστευε. Σήμερα δὲν πιστεύουν στὸ Θεὸ· στὰ λεφτὰ πιστεύουν. Γι’ αὐτὸ εἴμαστε κατηραμένοι, καὶ ἐνῶ οἱ γείτονὲς μας αὐξάνουν, ἐμεῖς γίναμε γηροκομεῖο.

Ἄν λοιπόν, ἀγαπητοὶ μου, ὁ Χριστὸς ερχόταν στὴν ἐκκλησιὰ, θὰ μᾶς ἔβγαζε ἔξω τοὺς κληρικούς, γιατὶ τὴν κάναμε μαγαζί. Κι ἂν πήγαινε στὰ σπίτια, θὰ πετοῦσε ἀπ’ τὸ παράθυρο ραδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις· δὲν θὰ μᾶς ἔδινε τὴν εὐλογία του.

Ὅ Χριστὸς μποροῦσε νὰ μᾶς τιμωρήσει μὲ μύριους τρόπους. Δὲν τὸ κάνει. Εἶναι μακρόθυμος καὶ πολυέλεος. Περιμένει τὴ μετάνοια μας. Ας κλάψουμε κι ἂς παρακαλέσουμε τὴν Παναγία μας νὰ γίνει ἴλεως, νὰ μᾶς δώσει προθεσμία νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ βροῦμε ἔλεος παρὰ τῷ Θεῶ· ἀμήν.

✞ Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία 19-04-1974)