1.

Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας γεννήθηκε το 251 μ.Χ. στην Άνω Αίγυπτο από πλούσιους και ενάρετους γονείς, τους οποίους έχασε σε νεαρή ηλικία. Συγκεντρώνει όμως την προσοχή του στην μυστική θεωρία των μοναχών της ερήμου και στην φροντίδα της μικρής αδελφής του. Γρήγορα αποφασίζει να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και αναχωρεί για την έρημο, αφού πρώτα τακτοποίησε την μικρότερη αδελφή του και μοίρασε την μεγάλη πατρική περιουσία στους φτωχούς της περιοχής του.

Στην έρημο παίδευσε την ψυχή του και τιθάσευσε τα πάθη του φθάνοντας στα ανώτατα όρια της άσκησης ώστε η ψυχή του αγίου μπορούσε να εξέρχεται του σώματός του ενώ βρισκόταν ακόμη εν ζωή. Γίνεται το πρότυπο των ασκητών. Πολλοί εξ αυτών έφθαναν στην έρημο για να τον ακούσουν και να τον συμβουλευθούν. Παρέδωσε την μακάρια ψυχή του στον μισθαποδότη Θεό σε ηλικία 105 ετών.

Αν και, όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, μία από τις τελευταίες επιθυμίες του Οσίου Αντωνίου ήταν να μείνει κρυφός ο τόπος της ταφής του, οι μοναχοί που μόναζαν κοντά του έλεγαν ότι κατείχαν το ιερό λείψανό του, το οποίο επί Ιουστινιανού (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια και από εκεί αργότερα, το 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Γιορτή Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου

Τόν ζηλωτήν Ἠλίαν τοῖς τρόποις μιμούμενος, τῷ Βαπτιστῇ εὐθείαις ταῖς τρίβοις ἑπόμενος, Πάτερ Ἀντώνιε, τῆς ἐρήμου γέγονας οἰκιστής, καί τήν οἰκουμένην ἐστήριξας εὐχαῖς σου· διό πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου -Καθηγητού:

     Στην κορυφή των μεγάλων ασκητών της Εκκλησίας μας βρίσκεται ο Μέγας Αντώνιος και γι’ αυτό δικαίως η Εκκλησία μας του προσέδωσε τον τίτλο του Μεγάλου, διότι απέβη, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αποτέλεσε το πρότυπο του ορθοδόξου μοναχισμού. Άλλωστε αποκαλείται και ως ο «καθηγητής της ερήμου», διότι θεμελίωσε τον υγιή χριστιανικό μοναχισμό.

      Την βιογραφία του έγραψε ο Μ. Αθανάσιος, ο οποίος υπήρξε μαθητής και πνευματικό του παιδί. Γεννήθηκε στην πόλη Κομά της Κάτω Αιγύπτου, κοντά στη Μέμφιδα, περί το 251 στα χρόνια του παρανοϊκού και θρησκομανή ρωμαίου  αυτοκράτορα Δεκίου (349-251), ο οποίος είχε εγείρει τον σκληρότερο, ως τότε, διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι πιστοί Χριστιανοί, στους οποίους χρωστούσε την ευσέβεια. Γράμματα έμαθε λίγα και ίσως να ήταν εντελώς αγράμματος, όμως είχε αποκτήσει πάμπολλες αρετές, οι οποίες απέρρεαν από την βαθιά χριστιανική του πίστη. Από μικρός είχε δείξει δείγματα αυτάρκειας, ασκητικότητας και εσωστρέφειας, ώστε διέφερε από τα άλλα παιδιά της πόλεως. Αγαπημένη του συνήθεια ήταν ακολουθεί τους γονείς του στην Εκκλησία και να παραμένει στο ναό συμμετέχοντας στις ιερές ακολουθίες και ακούγοντας τα ιερά αναγνώσματα με προσοχή.

        Στην εφηβική του ηλικία έχασε τους γονείς του και απόμειναν μόνοι με την μικρή αδελφή του, την οποία ανάλαβε την φροντίδα της. Όμως έξι μήνες μετά άκουσε στην Εκκλησία την ευαγγελική περικοπή την προτροπή του Χριστού προς τον πλούσιο νέο: «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι» (Ματθ.19,21). Αισθάνθηκε ότι αυτός ο λόγος απευθύνονταν και στον ίδιο. Έτσι, συγκινημένος, πήρε τη μεγάλη απόφαση να ακολουθήσει το Χριστό. Δώρισε την περιουσία του, η οποία αποτελούνταν από 300 εύφορα κτήματα στους φτωχούς, εμπιστεύτηκε την αδελφή του σε ένα παρθεναγωγείο και ο ίδιος αποσύρθηκε έξω από το χωριό του, σε απομονωμένο κελί, μιμούμενος κάποιον σεβάσμιο ασκητή, τον οποίο θαύμαζε και ήθελε να μιμηθεί.

       Ύστερα από καιρό αποφάσισε να αποσυρθεί στην έρημο για μεγαλύτερη άσκηση και ησυχία, μακριά από κοσμικές φροντίδες και τους πειρασμούς του κόσμου. Κατά καιρούς επισκέπτονταν άλλους ερημίτες, για να αποκομίζει πλούσια πνευματική εμπειρία και να διδάσκεται την αληθινή εν Χριστώ ζωή. Ζούσε με αδιάλειπτη προσευχή και αγρυπνία. Έκανε σκληρή νηστεία, τρώγοντας μια φορά την ημέρα μετά τη δύση του ηλίου. Αργότερα έτρωγε κάθε δύο ή και τέσσερις μέρες μόνο άρτο, αλάτι και νερό. Δεν έμεινε ποτέ άεργος, εργαζόταν ανελλιπώς το εργόχειρό του, χάρις στο οποίο εξοικονομούσε τη λιγοστή τροφή του και τα μέσα να ελεεί τους φτωχούς. Ταυτόχρονα με το εργόχειρό του προσεύχονταν και στοχάζονταν τις θείες δωρεές για τον ίδιο και τον κόσμο. Στα διαλείμματα διάβαζε την Αγία Γραφή και άλλα ψυχωφελή αναγνώσματα. Δεν άργησε να διαφαίνεται σ’ αυτόν η αγιότητα. Οι πλησίον συνασκητές του τον αγαπούσαν και τον σέβονταν για την πίστη, την πραότητά του και την ταπείνωσή του και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν. 

       Αλλά ο πονηρός διάβολος δε μπορούσε να βλέπει μια τέτοια πνευματική προκοπή στον Αντώνιο και γι’ αυτό άρχισε τις λυσσαλέες επιθέσεις του κατ’ αυτού. Του ενέβαλε δόλιους λογισμούς να εγκαταλείψει την έρημο και να γυρίσει στον κόσμο. Του έβαζε στο νου πονηρούς λογισμούς για σαρκικές απολαύσεις και ηδονές. Κάποτε έπαιρνε τη μορφή προκλητικής γυναίκας για να τον παρασύρει στην αμαρτία. Κάποιες φορές του διαμήνυε ψευδώς ότι η αδελφή του είχε πάρει τον κακό δρόμο, ότι  δήθεν είχε γίνει πόρνη και έπρεπε να κατέβει στον κόσμο να τη σώσει. Συχνά του έβαζε σκέψεις υπερηφάνειας και φιλαργυρίας. Όμως ο Αντώνιος αντιπαρέρχονταν με  ηρωισμό όλες τις σατανικές προσβολές. Αφού είδε ο διάβολος ότι ήταν αδύνατον να τον αποσπάσει από την άσκηση και να τον παρασύρει στην αμαρτία, άρχισε να του προξενεί σωματικά άλγη και αρρώστιες, στόχο να βαρυγκωμήσει κατά του Θεού . Τις αντιμετώπισε και αυτές με καρτερία και ηρωισμό, χωρίς να βγάλει ποτέ κακό λόγο από τα χείλη του για τις δοκιμασίες του. Στο τέλος του παρουσιάστηκε ως μελαψό παιδί και του ομολόγησε την ήττα του. Κατόπιν έφυγε και δεν πείραξε ξανά τον άγιο.

     Σύχναζε σε κάποιο νεκροταφείο, όπου κοιμόταν σε κάποιον τάφο. Εκεί φιλοσοφούσε το μάταιο της εγκόσμιας ζωής και την αξία της αιώνιας ζωής. Κάποια νύχτα δέχτηκε επίθεση από πλήθος δαιμόνων, οι οποίοι τον κτύπησαν και τον άφησαν ημιθανή. Μετά ερχόταν με τη μορφή αγρίων θηρίων και θανατηφόρων ερπετών, τον οποίο απειλούσαν. Εκείνος γνωρίζοντας ότι ήταν δαίμονες, τους λοιδορούσε, με αποτέλεσμα να γίνουν άφαντοι, εκφράζοντας το θυμό τους με θορύβους, γρυλλίσματα και τρίξιμο των δοντιών τους.                   

       Εκείνος συνέχιζε ακάθεκτος τον ασκητικό του αγώνα και την κάθαρση από τα πάθη του. Όμως, ο Αντώνιος έζησε στην εποχή των σκληρότερων διωγμών κατά των Χριστιανών. Επί αυτοκράτορα Μαξιμιανού (285-311) κατέβηκε στον κόσμο να στηρίξει τους αγρίως διωκόμενους Χριστιανούς. Το ίδιο έκαμε και όταν κινδύνευε η Εκκλησία από την φοβερή αίρεση του Αρείου. Κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια να στηρίξει τους Ορθοδόξους και να καταπολεμήσει την αίρεση, αν και ήταν εκατό χρονών. Η φήμη του έφτασε ως τη Βασιλεύουσα. Ο Μ. Κωνσταντίνος αλληλογραφούσε μαζί του και τον συμβουλεύονταν.

       Κοιμήθηκε ειρηνικά το 356 σε ηλικία 105 ετών. Η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Ιανουαρίου.

      Μα διασώθηκαν μια σειρά διδαχών του, οι οποίες εκφράζουν την γνήσια χριστιανική πνευματικότητα. Ο Μ. Αντώνιος υπήρξε ο πνευματικός καθοδηγητής του Μεγάλου Αθανασίου, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «Στύλος της Ορθοδοξίας». Κάθε φορά που αντιμετώπιζε δυσκολίες ή διωγμούς κατέφευγε στο ερημητήριο του Μ. Αντωνίου να πάρει δύναμη από αυτόν και συμβουλές για τον αγώνα του υπέρ της σώζουσα αλήθειας της Εκκλησίας. Ο Μ. Αντώνιος ενσαρκώνει την γνήσια χριστιανική μοναχική και ασκητική ζωή. 

2.

Ο Άγιος Γεώργιος εξ Ιωαννίνων ο Νεομάρτυρας γεννήθηκε το 1808 μ.Χ. στο χωριό Τζούρχλι (ή Τζούραλη) της επαρχίας Γρεβενών (σήμερα φέρει την ονομασία Άγιος Γεώργιος), από γονείς φτωχούς γεωργούς, τον Κωνσταντίνο και τη Βασίλω. Ο Γεώργιος, επειδή οι γονείς του ήταν φτωχοί, παρέμεινε αγράμματος. Ορφάνεψε σε παιδική ηλικία και πήγε στα Ιωάννινα, όπου έγινε Ιπποκόμος του Χατζή Αβδουλά, αξιωματικού του Ιμίν πασά, στον οποίο και παρέμεινε για οκτώ χρόνια.

Κατά τον Οκτώβριο του 1836 μ.Χ. συκοφαντήθηκε από εχθρούς του Τούρκους, ότι δήθεν, προηγουμένως εξισλαμίστηκε και κατόπιν επανήλθε στη χριστιανική θρησκεία. Μπροστά στον κριτή ο Άγιος Γεώργιος εξ Ιωαννίνων ο Νεομάρτυρας απολογήθηκε με θάρρος και απέδειξε ότι ποτέ δεν έγινε αρνησίθρησκος. Έτσι, αφού βρέθηκε και απερίτμητος τον άφησαν ελεύθερο.

Αργότερα πήρε σύζυγο ονόματι Ελένη και στις 30 Δεκεμβρίου του 1837 μ.Χ. γεννήθηκε το παιδί τους, που 8 μέρες μετά, στις 7 Ιανουαρίου, εορτή του Προδρόμου, βαπτίστηκε και, λόγω της ημέρας, έλαβε το όνομα Ιωάννης.

Στην συνέχεια, ο Γεώργιος, προσλήφθηκε Ιπποκόμος του μουσελίμη Φιλιατών και πήγε στην πόλη αυτή. Κατόπιν με άδεια του αφέντη του, ήλθε στα Ιωάννινα για δικές του υποθέσεις, όπου την 12η Ιανουαρίου 1838 μ.Χ., ημέρα Τετάρτη, κάποιος Οθωμανός τον συκοφάντησε ότι δήθεν ήταν προηγουμένως Τούρκος και ξανάγινε χριστιανός. Έτσι συνελήφθη, φυλακίστηκε και με τη βία οι Τούρκοι προσπαθούσαν να τον αλλαξοπιστήσουν. Ο Άγιος Γεώργιος εξ Ιωαννίνων ο Νεομάρτυρας όμως, παρέμεινε αμετάπειστος, ομολογώντας τον Χριστό. Μάταια λαός και κλήρος προσπαθούσαν να τον πείσουν να δραπετεύσει από τη φυλακή. Αυτός επέμενε να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Τρεις φορές που οδηγήθηκε στον κριτή, συνεχώς ομολογούσε την πίστη του.

Έτσι τη Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 1838 μ.Χ., ο Άγιος Γεώργιος εξ Ιωαννίνων ο Νεομάρτυρας απαγχονίστηκε στην αγορά. Τρεις ημέρες έμεινε κρεμασμένος στην αγχόνη και στο διάστημα αυτό κάθε βράδυ ένα ουράνιο φως έλαμπε στο κεφάλι του. Από την ώρα δε εκείνη ένας καταιγισμός θαυμάτων πλημμύρισε την πόλη. Πλήθος παραλύτων και πασχόντων από ποικίλες ασθένειες προστρέχοντας στον άγιο λάμβαναν τη θεραπεία τους. Ακόμη και «μια Τούρκα (Τουρκάλα) άρπαξε την κάλτσα από το πόδι του αγίου και έτρεξεν εις μίαν άρρωστη Τούρκα, ήτις εθεραπεύθη αμέσως». Γι’ αυτό και στις εικόνες ο άγιος εικονίζεται κρεμασμένος και φορώντας κάλτσα μόνο στο ένα πόδι, η πρώτη μάλιστα εικόνα του φιλοτεχνήθηκε 13 μόλις ημέρες μετά το μαρτύριό του. Έπειτα, το λείψανο του, δωρήθηκε από τον Μουσταφά πασά στον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Ιωακείμ και τάφηκε με τιμές δίπλα στο ιερό Βήμα του Μητροπολιτικού ναού του Αγίου Αθανασίου.

Την 26η Οκτωβρίου 1971 μ.Χ. έγινε η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του Αγίου, στο ναό που έφερε το όνομα του και κτίστηκε στον τόπο που πριν ήταν το σπίτι του. Ο Άγιος τιμάται και στην Κέρκυρα στην «Παναγία των ξένων», όπου εικονίζεται ως νεαρός φουστανελοφόρος.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον. Γιορτή Αγίου Γεωργίου εξ Ιωαννίνων του Νεομάρτυρα

Τὸν πανεύφημον Μάρτυν Χριστοῦ Γεώργιον, Ἰωαννίνων τὸ κλέος καὶ πολιοῦχον λαμπρόν, ἐν ᾠδαῖς πνευματικαῖς ἀνευφημήσωμεν· ὅτι ἐνήθλησε στερρῶς, καὶ κατήνεγκεν ἐχθρόν, τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει· καὶ νῦν ἀπαύστως πρεσβεύει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού:

     Οι χιλιάδες Νεομάρτυρες, οι οποίοι έδωσαν την ηρωική τους μαρτυρία στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, είναι ισάξιοι με τους Μάρτυρες της αρχαίας Εκκλησίας. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Γεώργιος ο εν Ιωαννίνοις.

      Γεννήθηκε στο χωριό Τσούρχλι των Γρεβενών, σημερινό «Άγιος Γεώργιος» στα 1808. Οι γονείς του, Κωνσταντίνος και Βασιλική, απλοϊκοί και φτωχοί γεωργοί, είχαν πίστη στο Θεό και βίωναν την Ορθοδοξία. Μεγάλωσαν και ανάθρεψαν το παιδί τους με ευσέβεια και προσήλωση στην σώζουσα πίστη της Ορθοδοξίας.

       Σε ηλικία 18 ετών έχασε τους αγαπημένους του γονείς και, για να ζήσει, κατέβηκε στα Ιωάννινα να εργαστεί. Προσλήφτηκε ως ιπποκόμος σε κάποιον Χατζή Αβδουλά, αξιωματικό του Εμίν Πασά,  εργαζόμενος για περίπου οκτώ χρόνια, δείχνοντας ασυνήθιστη τιμιότητα, ευγένεια και αφοσίωση, ώστε να τον εκτιμήσουν οι τούρκοι και να τον θεωρούν «δικό» τους. Μάλιστα τον αποκαλούσαν «Χασάν Αγά», ελπίζοντας ότι θα εξισλαμίζονταν.

        Στα 1836 ο Γεώργιος αρραβωνιάστηκε με μια ευσεβή Γιαννιώτισσα νέα, την Ελένη. Τότε ένας ραδιούργος χότζας της περιοχής θύμωσε, διότι είδε τον Γεώργιο να μην προτιμά και να καταφρονεί την θρησκεία του και έτρεξε αμέσως στις αρχές και τον συκοφάντησε, ότι δήθεν είχε ασπασθεί το Ισλάμ και κατόπιν επέστρεψε στην χριστιανική πίστη. Ας σημειωθεί, πως για την διδασκαλία του Κορανίου, αυτό ήταν ασυγχώρητο αμάρτημα και πως, αν δεν μεταστρέφονταν και πάλι στο Ισλάμ, έπρεπε να πεθάνει!

       Το έσυραν με βία στα ανακριτικά γραφεία και ώσπου να δικασθεί, τον έκλεισαν σε σκοτεινές και απάνθρωπες φυλακές. Ο Γεώργιος απολογήθηκε στο δικαστήριο με θάρρος, ότι κατάγεται από ευσεβή χριστιανική οικογένεια και πως ουδέποτε διανοήθηκε να αρνηθεί την πίστη του στο Χριστό. Για να αποδείξει την αθωότητά του και ζήτησε να εξετασθεί ότι δεν είχε κάνει περιτομή. Η εξέταση τον δικαίωσε και αφέθηκε ελεύθερος. Ο Γεώργιος και η Ελένη παντρεύτηκαν τον Αύγουστο ή τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς.

      Το 1837 προσλήφτηκε στη δούλεψη ενός άλλου τούρκου αξιωματούχου, του Μουσελίμη των Φιλιατών. Αλλά το Δεκέμβριο του ιδίου έτους γύρισε τα Ιωάννινα, διότι γέννησε η σύζυγός του ένα χαριτωμένο αγόρι και διότι ήθελε να παραστεί στη βάπτισή του, η οποία έγινε στις 12 Ιανουαρίου. Ο ίδιος χότζας, όταν έμαθε για τη βάπτιση του παιδιού του Γεωργίου, σκέφτηκε να επανέλθει στην συκοφαντία του, υποστηρίζοντας, πως ο Γεώργιος ευτελίζει την ισλαμική πίστη, διότι είχε όντως γίνει μουσουλμάνος και αλλαξοπίστησε για χάρη της χριστιανής Ελένης. Μάλιστα θεώρησε επιπρόσθετη προσβολή, τη βάπτιση του παιδιού του!

      Οι τουρκικές δικαστικές αρχές έδωσαν διαταγή να συλληφθεί και να οδηγηθεί στη φυλακή και να βασανιστεί, ώσπου να αρνηθεί την χριστιανική του πίστη και να τουρκέψει. Βασανιστές τον πίεζαν και τον κακοποιούσαν να υποκύψει, αλλά εκείνος έμεινε αμετάπειστος. Ομολογούσε, με όση δύναμη είχε, την πίστη του στο Χριστό και την Ορθοδοξία.

      Ο κλήρος και ο λαός των Ιωαννίνων, όταν έμαθαν για τη σύλληψή του, θορυβήθηκαν και έκαναν ό, τι μπορούσαν για να τον απελευθερώσουν. Μάταια εκλιπαρούσαν και προσπαθούσαν να πείσουν τις τουρκικές αρχές ότι ο Γεώργιος ήταν αθώος και ουδέποτε είχε εκφράσει την παραμικρή επιθυμία να γίνει μουσουλμάνος.

      Ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιωακείμ ο Χίος, αποφάσισε να πάει στο δικαστήριο, να καταθέσει υπέρ του Γεωργίου, το οποίο έγινε την επόμενη ημέρα.

Όμως τα επιχειρήματα και τις μαρτυρίες του Μητροπολίτη δεν έγιναν δεκτά από τους τούρκους δικαστές, οι οποίοι είχαν πάρει την απόφασή τους: ή να κάμουν το Γεώργιο να αλλαξοπιστήσει, ή να τον σκοτώσουν! Με διάφορες κολακείες, προσπαθούσαν να τον πείσουν, τάζοντάς του αξιώματα, τιμές και πλούτη. Εκείνος όμως έμεινε εδραίος στην πίστη του, ομολογώντας: «Είμαι Χριστιανός!». Κατόπιν άρχισαν οι απειλές, πως αν δεν ασπάζονταν το Ισλάμ θα τον βασάνιζαν φρικτά και θα τον θανάτωναν. Όμως ο Γεώργιος δεν υπέκυπτε, και φώναζε όσο δυνατότερα μπορούσε: «Είμαι Χριστιανός!».

        Όταν διαπίστωσαν το μάταιο των προσπαθειών τους, παρέδωσαν τον Μάρτυρα στους δημίους να τον βασανίσουν, όσο φρικτότερα μπορούσαν. Τον μαστίγωσαν άγρια και ανελέητα, γεμίζοντας το σώμα του με βαθιές πληγές, στις οποίες έριχναν καυτό λάδι και κερί. Του έχωσαν στα νύχια ακίδες από καλάμια. Τον πέταξαν στο πιο υγρό και σκοτεινό μέρος της φυλακής, τοποθετώντας μια τεράστια πέτρα στο στήθος του, την οποία μόλις σήκωναν είκοσι άνδρες! Ο Γεώργιος, υπόμεινε με ηρωισμό και καρτερία τα φρικτά βασανιστήρια, φωνάζοντας: «Είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να πεθάνω»!

        Το επόμενο Σάββατο τον οδήγησαν στον ανθύπατο Καχαγιάμπεη, ο οποίος, για τελευταία φορά τον ρώτησε αν θέλει να σώσει τη ζωή του, να αλλαξοπιστήσει. Ο Μάρτυρας ομολόγησε και πάλι την απόφασή του να πεθάνει ως Χριστιανός. Την Κυριακή οδηγήθηκε στον διοικητή Μουσταφά Πασά, ο οποίος έβγαλε διαταγή: θάνατος δι’ απαγχονισμού!

        Στις 17 Ιανουαρίου, ημέρα Δευτέρα, ανήμερα της εορτής του αγίου Αντωνίου, διάλεξαν οι αντίχριστοι για να τον εκτελέσουν. Το απαγχόνισαν, στην αγορά του Χάνδακος, κάτω από το μεγάλο φρούριο, ενώπιον μεγάλου πλήθους φωνασκούντων μουσουλμάνων, αφήνοντας κρεμασμένο το ιερό λείψανό του τρεις μέρες, ως τις 19 Ιανουαρίου. Το διάστημα αυτό συνέβηκαν θαυμαστά φαινόμενα. Το βράδυ της 17η Ιανουαρίου ένα λαμπρό φως από τον ουρανό κατέβηκε και στεφάνωσε τον Μάρτυρα. Το φως αυτό κατέβαινε κάθε βράδυ, όσο ήταν το τίμιο λείψανο κρεμασμένο. Κατόπιν προύχοντες των Ιωαννίνων το αγόρασαν αντί 300 γροσιών και το παρέδωσαν στον Μητροπολίτη Ιωακείμ, ο οποίος με τον Μητροπολίτη Άρτης, το ενταφίασαν στη δυτική πύλη του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Αθανασίου. Ακολούθησαν πάμπολλα θαύματα.

     Η ανακομιδή του έγινε στις 25 Οκτωβρίου 1971, όπου τοποθετήθηκε στον ομώνυμο ναό, στην πλατεία Πάργης. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Ιανουαρίου και είναι ο πολιούχος άγιος των Ιωαννίνων. 

3.

Ο Όσιος Αντώνιος ο νέος ο Θαυματουργός καταγόταν από ευσεβείς και πλούσιους γονείς και έζησε κατά τον 9ο μ.Χ. αιώνα. Νέος ακόμα, έγινε μοναχός στην σκήτη της Βέροιας, κοντά στην κοιλάδα του ποταμού Αλιάκμονα. Οι πνευματικοί του αγώνες κράτησαν είκοσι χρόνια στην σκήτη. Πνευματικά ώριμος, με την ευχή του ηγουμένου της Σκήτης, αποσύρθηκε σε σπήλαιο, όπου έζησε ακόμα πενήντα τέσσερα χρόνια ασκητικών γυμνασμάτων. Η Εκκλησία τιμώντας τον θεώρησε Μέγα και γι’ αυτό τον ονόμασε Νέο σε σχέση με τον παλαιότερο διδάσκαλο της ερήμου Άγιο Αντώνιο τον Μέγα. Ο Όσιος Αντώνιος κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία 94 ετών.

Μοναδικές απολαύσεις του ήταν η εγκράτεια και η εξαντλητική νηστεία, με την οποία κατανικούσε τα πάθη του σώματος. Έτρωγε μόνο μία φορά την εβδομάδα τα λίγα χόρτα που φύτρωναν γύρω από το σπήλαιό του, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό την υπερηφάνεια, με την οποία προσπαθούσε ο διάβολος να τον παρασύρει στην πτώση.

Προσπαθώντας λοιπόν ο πονηρός να πραγματοποιήσει τον στόχο του εμφανιζόταν στον όσιο πολλές φορές, άλλες φορές για να τον τρομάξει και να σταματήσει τους πνευματικούς του αγώνες και άλλοτε καλοπιάνοντάς τον και επαινώντας τον για να τον ρίξει στην υπερηφάνεια. Έτσι λοιπόν μία φορά, ο διάβολος εμφανίστηκε και πάλι κατά τη διάρκεια της νύκτας μέσα στο σπήλαιο που έμενε ο Όσιος Αντώνιος ο νέος ο Θαυματουργός, ως άγγελος φωτός επαινώντας τον για τις αρετές του. Έχοντας πείρα ο όσιος από τις πονηρίες του διαβόλου τον απέκρουσε για πολλοστή φορά, κι ενώ αυτός διαλυόταν με ισχυρό θόρυβο, θείο φως κάλυψε τον όσιο και πλημμύρισε το σπήλαιο. Η χάρη του Θεού σκέπασε από τότε τον εκλεκτό ασκητή και η φήμη του διαδόθηκε τόσο πολύ, ώστε πλήθη λαού προσέτρεχαν προς αυτόν για να απολαύσουν την ευλογία του.

Ο Όσιος Αντώνιος ο νέος ο Θαυματουργός όμως επιθυμούσε και επεδίωκε να απολαύσει την απόλυτη ησυχία, αυτή που ανεβάζει τον άνθρωπο προς τον Θεό. Θέλοντας, λοιπόν, να αποφύγει τους πολλούς επισκέπτες που του στερούσαν την γλυκύτητα της ησυχίας και της απρόσκοπτης αφοσιώσεως στον Θεό, εγκατέλειψε το σπήλαιό του και αποσύρθηκε σε έναν ερημικό τόπο κοντά στο ποτάμι. Εκεί ζούσε μέσα στις λόχμες υπομένοντας για χάρη του Θεού τον καύσωνα της ημέρας και το ψύχος της νύκτας.

Η ταλαιπωρία της μακροχρόνιας και αυστηρής ασκήσεως τον καταπόνησαν τόσο, ώστε αναγκάσθηκε να επιστρέψει στο σπήλαιο, στο οποίο είχε ζήσει τα πρώτα χρόνια, και εκεί δεχόταν μέχρι τα βαθιά του γηρατειά τις επισκέψεις των πιστών.

Όταν κατάλαβε ότι εγγίζει το τέλος του, λίγο πριν από την εορτή των Χριστουγέννων, παρακάλεσε τους ευσεβείς χριστιανούς που τον επισκέπτονταν να τον αφήσουν μόνο του και ειδοποίησε έναν ιερέα, για να του μεταδώσει τα άχραντα μυστήρια για τελευταία φορά ως εφόδιο Ζωής Αιωνίου.

Την πρώτη Ιανουαρίου ξάπλωσε στο έδαφος και αφού έψαλε επίκαιρους ύμνους, σταύρωσε τα χέρια του και παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.

Δεκαέξι ημέρες παρέμεινε ο όσιος νεκρός μέσα στο σπήλαιο και μία υπερφυσική λυχνία έκαιε πάνω από το λείψανό του, μέχρις ότου ένας πλούσιος Βεροιεύς ανέβηκε με μεγάλη συνοδεία στο βουνό, όπου ήταν το σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, για να κυνηγήσει. Οδηγούμενοι από τα γαυγίσματα των σκύλων και από ένα χέρι που φαινόταν επάνω από το σπήλαιο και τους καλούσε προς το μέρος του, ανακάλυψαν οι κυνηγοί τον όσιο πλημμυρισμένο από το θείο φως, αλώβητο και γεμάτο από ευωδία.

Κάποιοι από τους κυνηγούς ειδοποίησαν τότε τον αρχιερέα της πόλης, ο οποίος συγκέντρωσε κλήρο και λαό και με λαμπάδες και μύρα έφθασαν στο σπήλαιο. Επειδή υπήρχε διαφωνία για το που θα έπρεπε να ενταφιαστεί, το τίμιο λείψανό του το τοποθέτησαν πάνω σε ένα κάρο το οποίο το σέρνανε βόδια και το άφησαν ελεύθερο ώστε ο άγιος να αποφασίσει που θέλει να ενταφιαστεί.

Έτσι λοιπόν άρχισε το κάρο αυτό με το λείψανο του αγίου να περιδιαβαίνει τα πλησιόχωρα χωριά της Βέροιας (Κουλούρα, Διαβατός, Ραψομανίκη, Ξεχασμένη, Σταυρός) τα ονόματα των οποίων σχετίζονται με το πέρασμα του αγίου.

Το κάρο τελικά σταμάτησε στον προαύλιο χώρο του ιερού ναού Παναγίας Καμαριωτίσσης στην Βέροια, εκεί που βρισκόταν και η πατρική οικία του οσίου Αντωνίου (στην μουριά). Εκεί λοιπόν ο Όσιος Αντώνιος ο νέος ο Θαυματουργός ετάφη. Μετά την ανακομιδή του λειψάνου του, τοποθετήθηκε σε λάρνακα μέσα στον ιερό ναό Παναγίας Καμαριωτίσσης όπου άρχισε να τιμάται ο όσιος ως πολιούχος της Βέροιας. Κατά τα μέσα του 19ου μ.Χ. αιώνα στην θέση του ναού της Παναγίας Καμαριωτίσσης η ευσέβεια των Βεροιέων ανήγειρε τον περιφανή ναό του Οσίου Αντωνίου του Νέου.

Η μνήμη του εορτάζεται την 17η Ιανουαρίου και την 1η Αυγούστου.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως. Γιορτή Οσίου Αντωνίου του νέου του θαυματουργού

Μέγα καύχημα, καὶ πολιοῦχον, σὲ πλουτίσασα πόλις Βεροίας, θεοφόρε παμμάκαρ Ἀντώνιε, τῇ σῇ πρεσβείᾳ προστρέχει ἑκάστοτε, προσπτυσσομένη τὴν πάντιμον Κάραν σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.