1.

Ἡ οὐράνια πατρίδα (Ἑβρ. ια΄9-10, 32-40)

Γεμάτη ὀνόματα ἡ σημερινὴ Κυριακή, αὐτὴ ποὺ προηγεῖται τῶν Χριστουγέννων. Τόσο στὸ ἀποστολικό, ἰδίως ὅμως, στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα παρατίθεται πλῆθος ὀνομάτων ἀνθρώπων ποὺ προηγήθηκαν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ παρὰ τὴν ποικιλία τῆς πορείας τῆς ζωῆς τοῦ καθενός, χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν κοινὴ συνισταμένη τῆς ἀναμονῆς τοῦ Σωτῆρα καὶ Λυτρωτῆ καὶ Εὐεργέτη τῆς ἀνθρωπότητας. Κι αὐτὴ ἡ προσδοκία ὅλων, εἶχε κοινὸ ἔδαφος ἐπάνω στὸ ὁποῖο ἀναπτυσσόταν, τὴν πίστη!

Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ τὴ λέξη «πίστη» ξεκινᾶ καὶ τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, διασαλπίζovτας αὐτὸ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ κυριαρχεῖ στὴν πορεία μας πρὸς τὰ Χριστούγεννα. Καὶ τοῦτο διότι χωρὶς πίστη δὲν συναντᾶς τὸν Χριστό, δὲν γιορτάζεις Χριστούγεννα! Εἶναι ἔντεχνος ὁ πόλεμος καὶ λεπτὴ ἡ μεθοδεία τοῦ διαβόλου, σὲ κάθε γιορτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ἰδίως ὅμως στὰ Χριστούγεννα, ὅποτε προβάλλονται μύρια ὅσα ἄλλα, ὄχι ὅμως, ἡ ἑορτὴ καὶ τὸ πνευματικό της περιεχόμενο. Ἔτσι, κυρίαρχο εἶναι τὸ ἐμπορικὸ στίγμα τῶν ἡμερῶν, ἡ καταναλωτικὴ προοπτική, ἡ μεθοδικὴ καλλιέργεια συναισθημάτων, ὀ,τιδήποτε μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει «νὰ περάσουμε τὶς γιορτὲς ὄμορφα», χωρὶς ἀναφορὰ στὸν ἀνατέλλοντα ἥλιο τῆς δικαιοσύνης καὶ τὴν κοσμοσωτήρια διάσταση τοῦ ἐρχομοῦ του.

Ἡ πίστη τοῦ Ἀβραὰμ

Γιατί ξεκινᾶ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα μὲ ἀναφορὰ στὴν πίστη τοῦ Ἀβραάμ; Γιὰ νὰ ἀναδείξει ὄχι τόσο τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως, τὸ τί πίστευε, ἀλλὰ τὴν ποιότητα τῆς πίστεώς του, τὸ πῶς πίστευε! Καὶ ὁ Ἀβραάμ, μὲ τὸν τρόπο ποὺ πίστευε καθίσταται μοναδικὸ παράδειγμα γιὰ τὴν ἐποχή μας. Πῶς πίστευε ὁ Ἀβραάμ; Πίστευε μὲ τρόπο αὐτοθυσιαστικὸ καὶ γιὰ τοῦτο ὁλόψυχο καὶ ὁλοκληρωτικό. Ἀπόδειξη, ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του. Σὲ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ εὐρύτερη οἰκογένεια ἔπαιζε πρωταρχικὸ ρόλο γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἀτόμου, ὁ Ἀβραὰμ ὑπακούοντας στὸν Θεὸ βγῆκε ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς πατρίδας του καὶ τὴν ἐγγύηση τῆς πατριᾶς του «μὴ ἐπιστάμεvoς ποὺ ἔρχεται», χωρὶς νὰ ξέρει ποὺ τὸν ὁδηγεῖ ὁ Θεός! Τοῦ ἀρκοῦσε ὅτι Αὐτὸς προπορευόταν!

Ἀλλὰ κι ὅταν ὁ Θεὸς τὸν ὁδήγησε στὴ γῆ ποὺ ὀνομαζόταν «τῆς ἐπαγγελίας», πάλι κατοίκησε ἐκεῖ «ὡς ἀλλοτρίαν», σὰν νὰ ἦταν ξένη ἡ γῆ αὐτὴ γι’ αὐτὸν καὶ ἀνασφαλής, παρὰ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ! Κι ὅτι τὴν αἰσθανόταν ξένη αὐτὴ τὴ γῆ δὲν τὸ ἀποδεικνύει μόνο τὸ ὅτι κατοίκησε ἐκεῖ σὲ σκηνές. Τὸ πιστοποιεῖ καὶ αὐτὸ ποὺ καταγράφεται στὸ Βιβλίο τῆς Γενέσεως ὅτι δηλαδή, ὅταν πέθανε ἡ γυναίκα του Σάρρα, ἀπευθύνθηκε πρὸς πρὸς τοὺς ἰδιοκτῆτες τῆς γῆς Χετταίους καὶ τοὺς εἶπε: «Πάρoικoς καὶ παρεπίδημoς ἐγὼ εἰμι μεθ’ ὑμῶν· δότε οὖν μοι κτῆσιν τάφου μεθ’ ὑμῶν καὶ θάψω τὸν νεκρόν μου» (Γεν. 23,4). Ἐκεῖνος ποὺ ἔλαβε τὴν ὑπόσχεση «τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας», δὲν εἶχε στὴ γῆ αὐτὴ οὔτε δύο μέτρα ἰδιοκτησία γιὰ νὰ θάψει τὴ νεκρὴ σύζυγό του!

«Ἐξεδέχετο…»

Γιατί αἰσθάνεται καὶ συμπεριφέρεται ἔτσι ὁ Ἀβραάμ; Γιατί εἶχε ἐπίγνωση ὅτι «ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας» δὲν ὁρίζεται χωροχρονικά! Ὦ «γῆ τῆς ἐπαγγελίας» ὁ Ἀβραὰμ κατανοοῦσε τὸν τόπο ἀπὸ ὅπου ἡ ἀμυαλιὰ τοῦ Ἀδὰμ μᾶς ἐξόρισε. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος τονίζει ὅτι ὁ Ἀβραὰμ «ἐξεδέχετο τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιoυργὸς ὁ Θεός». Ὁ Ἀβραὰμ ζοῦσε στὴν προοπτικὴ τῆς οὐράνιας πατρίδας, τῆς ὄντως πόλεως τοῦ Θεοῦ, ἐκείνης ποὺ εἶχε ἀσάλευτα θεμέλια, ὄχι μὲ ὅρους στατικοὺς μηχανικῆς καὶ ἀρχιτεκτονικῆς, ἀλλὰ μὲ ὅρoυς θεϊκούς, ὡς γνήσιο κατασκεύασμα τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια τῆς πόλης ἐκείνης ποὺ δὲν ἐξαρτᾶ τὴν ὕπαρξή της ἀπὸ φθαρτὰ καὶ μεταβαλλόμενα, ὅπως ὁ πλοῦτος ἢ ἡ δύναμη, ἄλλα στηρίζεται ἀκλόνητα στὸν αἰώνιο Θεό!

Δὲν συμβιβαζόταν ὁ Ἀβραὰμ μὲ τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ πρόσκαιρα, ὅταν μποροῦσε νὰ διεκδικήσει τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ αἰώνια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ συγκεκριμένος τρόπος πίστεως προβάλλεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἐκκλησία μας σήμερα, γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν ὄvτως προοπτική τῆς ἐπερχόμεvης ἑορτῆς. Δὲν μποροῦμε νὰ γιορτάζουμε Χριστούγεννα συμβιβαζόμενοι στὴν κοσμική, ἐγκοσμιοκρατικὴ προοπτική τοῦ ἑορτασμοῦ. Ἀδικοῦμε τὰ Χριστούγεννα ὅταν τὰ γιορτάζουμε ἔτσι, στηρίζοντας τὴν ὅποια χαρὰ στὰ λαμπιόνια τῆς γιορτῆς, τὰ ὁποῖα καθὼς θὰ ξηλώvovται μετὰ τὸ τέλoς, θὰ ξηλώvoυv μαζὶ καὶ τὴν ὅποια χαρά, περιβάλλοντας τὴ γιορτὴ μὲ λησμοσύνη, γιὰ νὰ ξεχαστεῖ μαζὶ μὲ τόσες ἄλλες γιoρτές…

Ἡ Ἐκκλησία ἐπιμένει νὰ δίνει στὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων τὴν πνευματικὴ διάσταση ποὺ τῆς ἁρμόζει, καθὼς μὲ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἀκοῦμε ἔντονη τὴν πρόσκληση: «Χριστὸς ἐξ οὐρανοῦ, ἀπαντήσατε. Χριστὸς ἐπὶ γής, ὑψώθητε»! Ἐπιβεβαιώνεται ἡ προοπτική τοῦ οὐρανοῦ. Παύει ἡ κυριαρχία τῆς γῆς. Δικαιώνονται ὅσοι, μέσα ἀπὸ πολυποίκιλες ἱστορικὲς συγκυρίες, κράτησαν ἄσβεστη τὴ φλόγα τῆς πίστεως στὴν οὐράνια πατρίδα ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Δημιουργὸς Θεός, γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαταστήσει αἰωνίας.

’Ἀδελφοί, πάντα, ἀλλὰ εἰδικὰ σήμερα, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τὴν προσδοκία τῆς αἰώνιας πατρίδας, ὡς τρόπο ζωῆς καὶ ἐγγύηση γνήσιας πίστεως. Ἂς μὴ μᾶς ἐγκλωβίζουν τὰ σχήματα τοῦ παρόντος κόσμου, ἀλλὰ ὡς πάροικοι καὶ παρεπίδημοι νὰ πορευόμαστε στὴ γῆ αὐτή, μὲ ἐπίγνωσή του ὅτι ὁ τρόπος ποὺ θὰ διαχειριστοῦμε τὸν χρόνο τῆς ἐδῶ ζωῆς μας, οἱ προτεραιότητες ποὺ θὰ τὴ χαρακτηρίσουν, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπιλογὲς ποὺ θὰ κάνουμε, εἶναι τὰ κριτήρια γιὰ τὴν ἀπονομὴ τῆς ὑπηκοότητας τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

2.

 Ὁ δίκαιος ὡς παράνομος

Καθώς μπαίνουμε στήν τελική εὐθεία γιά τή Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν, τά Χριστούγεννα, ἡ Ἐκκλησία μέ τό ἴδιο πάντα εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα μᾶς προετοιμάζει γιά τήν πανηγυρική καί συνάμα ταπεινή εἴσοδο τοῦ Βασιλέως τῆς Δόξης στό ἱστορικό προσκήνιο. Καί ἐνῶ ἑτοιμαζόμαστε γιά τίς δοξολογίες τῶν ἀγγέλων, τήν ὁμολογία τῶν ποιμένων, τήν προσκύνηση τῶν μάγων, τόν ἀστέρα, τό σπήλαιο, τή φάτνη, ἔρχεται μία σειρά ὀνομάτων, πού δέν εἶναι ἱστορικά πλήρης, μιᾶς πού δέν ξεκινᾶ ἀπό τόν Ἀδάμ, ἀλλά ἀπό τόν Ἀβραάμ, γιά νά ἀναδείξει τό δικαίωμα τοῦ Χριστοῦ να προσδιορίζεται κατά τά κριτήρια τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ ὡς ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Βεβαίως, αὐτό ὀφείλεται στήν πρόθεση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου νά ἀπευθύνει τό Εὐαγγέλιό του κατ’ ἀρχήν στούς ὁμοεθνεῖς του καί κατόπιν στήν οἰκουμένη καί ἑπομένως, ἔπρεπε νά πείσει γιά τήν καταγωγή τοῦ Χριστοῦ «ἐξ οἴκου καί πατριᾶς Δαβίδ».

Ἡ παράθεση ὅμως τοῦ καταλόγου τόσων ὀνομάτων, δέν ἱκανοποιεῖ μόνον τήν ἱστορικά περιορισμένη στοχοθεσία τοῦ Ματθαίου. Κατορθώνει συνάμα ν’ ἀναδείξει μιά σειρά κατά σάρκα προγονῶν τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ μέν νά σχετίζονται μεταξύ τους μέ συγγένεια, ἀποτελοῦν ὅμως ταυτόχρονα ἕνα ἑτερόκλητο σύνολο, στό ὁποῖο καθρεπτίζεται ἡ παθογένεια ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Καί τοῦτο διότι τά παρατιθέμενα ὀνόματα ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ μας δέν ἦταν ἅγιοι, καί πολλοί ἀπό αὐτούς δέν θά μποροῦσαν νά χαρακτηριστοῦν ἔστω καλοί ἄνθρωποι. Ἡ ἁμαρτία, τήν ὁποία ἔρχεται νά καταργήσει ὁ «Σωτήρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν», φαίνεται νά ἔχει κατακλύσει τον κόσμο τόσο, ὥστε να κατακυριεύει ἀκόμη καί τό γενεαλογικό δέντρο τοῦ ἀναιρέτη της.

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ

Δέν μποροῦμε στόν περιορισμένο χῶρο τοῦ κηρύγματος, ν’ ἀναπτύξουμε ὅσα πρέπει, σέ σχέση μέ τό ἀναφερόμενο ὄνομα. Κάτι τέτοιο θά ἰσοδυναμοῦσε μέ ἀντιγραφή ἐκτεταμένων ἀποσπασμάτων ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Μᾶς βοηθᾶ ὅμως, νά συνειδητοποιήσουμε τό πόσο δίκιο ἔχουν οἱ ἑρμηνευτές ὅταν τονίζουν ὅτι ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή εἶναι ἡ γέφυρα πού συνδέει Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, ἀναδεικνύοντας τή συνέχεια τῆς ἱερῆς ἱστορίας καί ὑπογραμμίζοντας τόν μυστικό τρόπο πού δρᾶ ὁ Ἅγιος Θεός, ὥστε νά ἐνεργοποιήσει τά γεγονότα τῆς Θείας Οἰκονομίας γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου.

Ὀφείλουμε, ὡστόσο, νά σταθοῦμε μέ ἰδιαίτερο σεβασμό σέ ἕνα πρόσωπο, τό ὁποῖο ἀνήκει μέν στόν κόσμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δέν ἀναφέρεται ὅμως σέ αὐτή. Συνάμα, μνημονεύεται στήν Καινή Διαθήκη ἐπιδεικνύοντας ἦθος ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, τέτοιο πού τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἀναδεικνύει σέ μεγάλους Πατέρες καί Ὁσίους τῆς πίστης μας. Ὁ λόγος γιά τόν Ἰωσήφ, τόν μνήστορα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται ἀπό τόν Ματθαῖο γιά νά κατοχυρωθεῖ τό ἐξ ἀρρενογονίας δικαίωμα τοῦ Κύριου νά θεωρεῖται ἀπόγονός του Δαβίδ. Παράλληλα, περιγράφεται καί ὁ πειρασμός τόν ὁποῖο ἀντιμετώπισε μόλις κατάλαβε ὅτι ἡ Θεοτόκος «εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα», χωρίς νά μπορεῖ κατ’ ἀρχήν νά κατανοήσει τό «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου».

Ὁ Ματθαῖος περιγράφοντας τή σκηνή μέ πολύ σεβασμό, ἀναφέρει ὅτι μετά τόν ἀρραβώνα, γιά λόγους προστασίας, τῆς Μαρίας μέ τόν πολύ μεγαλύτερο στήν ἡλικία Ἰωσήφ, πρίν συγκατοικήσουν ὡς σύζυγοι διαπιστώθηκε ἡ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἐγκυμοσύνη τῆς Θεοτόκου. Τό πρῶτο τό ὁποῖο συνάγεται ἀπό τήν περιγραφή εἶναι ἡ ἀπόλυτη σιωπή τῆς Παναγίας μας. Δέν προσπαθεῖ νά δικαιολογηθεῖ, δέν προσπαθεῖ νά ἐξηγήσει, δέν φαίνεται ν’ ἀντδρᾶ σέ ὅ,τι συμβαίνει γύρω της καί τήν ἀφορᾶ. Ἀποδεικνύεται ἔτσι ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη της στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, στά χεριά τοῦ ὁποίου ἐπαφίεται γιά νά δώσει λύση.

Ἡ «ἀνεκτικότητα» τοῦ Ἰωσήφ

Πῶς ἀντιδρᾶ ὁ Ἰωσήφ; Τό λιγότερο πού θά μποροῦσε νά εἰπωθεῖ εἶναι ψύχραιμα καί συνετά, ἄν ὄχι καί ἅγια. Δέν δημοσιοποιεῖ τό γεγονός. Δέν κατευθύνεται πρός τούς Ἱερεῖς τοῦ Ναοῦ γιά νά ζητήσει τόν λόγο πού τόν ἀρραβώνιασαν μέ μία κοπέλα ἤδη ἔγκυο. Ἀναδεικνύοντας τόν χαρακτηρισμό πού τοῦ ἀποδόθηκε ὡς προστάτης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, σκέπτεται πῶς αὐτή δέν θά ὑποστεῖ συνέπειες θανάσιμες ἤ ἐξευτελιστικές, χωρίς νά σκέπτεται τόν ἑαυτό του ἤ νά ἐγκλωβίζεται στή θεώρηση ὅτι προσεβλήθηκε.

Μάλιστα ὁ Ματθαῖος γράφει χαρακτηριστικά: «Ἰωσήφ (…) δίκαιος ὤν καί μή θέλων αὐτήν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν». Ὁ Ἰωσήφ προσδιορίζεται ὡς δίκαιος τήν ἴδια στιγμή πού ἐμφανίζεται νά μεθοδεύει τήν παρανομία. Κατά τόν Μωσαϊκό Νόμο (Λευιτ. 20, 10), ἡ ποινή γιά τή μοιχεία ἦταν ὁ θάνατος μέ λιθοβολισμό, ὥστε νά ἐπιτυγχάνεται καί ἡ διαπόμπευση. Βεβαίως, μετά τή ρωμαϊκή κατάκτηση, ἐπειδή οἱ Ρωμαῖοι διεκδικοῦσαν γιά τούς ἑαυτούς τους τό δικαίωμα ἐπιβολῆς θανατικῆς ποινῆς, ἡ μωσαϊκη διατάξη ἔτεινε νά περιοριστεῖ ὡς πρός τήν ἀφαίρεση ζωῆς, ὄχι ὅμως ὡς πρός τή διαπόμπευση. Καί ὁ Ἰωσήφ χαρακτηρίζεται ὡς δίκαιος τή στιγμή πού σκέφτεται πῶς δέν θά ἐφαρμόσει τόν Νόμο.

Γιατί αὐτό; Μά γιά νά δηλωθεῖ εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ὅτι ὁ Μωσαϊκός Νόμος δέν ἦταν τό πλῆρες καί ἀποκεκαλυμμένο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μιά συνθήκη πού σκοπό εἶχε νά συγκρατήσει τά πράγματα μέχρι νά ἐμφανιστεῖ ὁ Λυτρωτής τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Δέν ἦταν αὐτό πού ἤθελε ὁ Θεός, ἀλλά αὐτό πού ἄντεχε ὁ ἀμαυρωμένος ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπος. Ἦταν αὐτό πού συγκρατοῦσε τόν σκληρόκαρδο ἄνθρωπο μέχρι νά ὡριμάσει, γιά νά μπορέσει νά δεχθεῖ αὐτό πού ἤθελε ὁ Θεός. Κι αὐτό πού ἤθελε ὁ Θεός εἶναι αὐτό πού βλέπουμε νά βλαστάνει στήν καρδιά τοῦ Ἰωσήφ, ὡς ἀπόδειξη τῆς ὡριμότητας τῆς ἀνθρωπότητας νά δεχθεῖ κάτι ἀνώτερο καί τέλειο. Ἕνα συνδυασμό ἀνεκτικότητας, ἐπιείκειας, ἀγάπης, καλοσύνης, ὡς ἀπόδειξη τῶν ὅσων ὁ Θεός καί ἡ ζωή κοντά του καλλιεργοῦν ὡς βιώματα ἀλήθειας στούς δικούς του ἀνθρώπους. Ὁ Ἰωσήφ ξεπερνᾶ τή νομιμότητα γιά νά φθάσει στήν ἀγάπη. Μπολιάζει τό δίκαιο μέ τό καλό καί τό ἐπιεικές γιά νά πραγματώσει στή ζωή του τήν ἀλήθεια ὅτι «δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται» (Α’ Τίμ. 1,9), μιᾶς πού ἡ μόνη δέσμευση πού πλέον κυριαρχεῖ εἶναι ἡ ἀγάπη.