1.

Δυο θαύματα πίστης

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου

Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ: Όταν επέστρεψε ο Κύριος στην Καπερναούμ, Τον υποδέχθηκαν πλήθη λαού, που ανυπομονούσε να Τον δει. Ανάμεσά τους, ο Ιάειρος, άρχοντας της Συναγωγής. Μόλις Τον είδε, έπεσε στα πόδια Του παρακαλώντας Τον να έλθει στο σπίτι του, γιατί η δωδεκάχρονη μοναχοκόρη του ήταν βαριά άρρωστη, ετοιμοθάνατη. Ο Κύριος σπλαχνίστηκε τον πατέρα κι αμέσως τον ακολούθησε. Στο δρόμο όμως τα πλήθη του λαού Τον πίεζαν ασφυκτικά. Κάποτε, έγινε κάτι που κανείς από τα πλήθη δεν το αντελήφθη. Μία γυναίκα που υπέφερε δώδεκα χρόνια από αιμορραγία, χωρίς να βρει πουθενά ίαση, πλησίασε τον Κύριο κρυφά από πίσω, μη θέλοντας να φανερώσει το νόσημά της, άγγιξε την άκρη του ενδύματός του Κυρίου ελπίζοντας στο θαύμα. Ντρεπόταν για την αρρώστια, επειδή ενόμιζε ότι είναι ακάθαρτη, σύμφωνα και με το νόμο της Π. Διαθήκης. Και πράγματι, αμέσως το θαύμα έγινε, σταμάτησε η αιμορραγία της! Τότε ο Κύριος άρχισε να ρωτά: Ποιος με άγγιξε; Κι επειδή κανείς δεν αποκρινόταν, είπαν οι μαθητές: “Διδάσκαλε, τόσα πλήθη λαού Σε έχουν περικυκλώσει και Σε πιέζουν, κι Εσύ ρωτάς: ποιος με άγγιξε;” Μα ο Κύριος επιμένει: “Κάποιος με άγγιξε. Αισθάνθηκα να βγαίνει από πάνω μου δύναμη θαυματουργική”. Τότε η γυναίκα, ήλθε τρέμοντας κι αφού έπεσε γονατιστή, ομολόγησε μπροστά σ’ όλους το θαύμα. Και ο Κύριος της είπε:” Κόρη μου, η πίστη σου σε έχει θεραπεύσει. Πήγαινε στο καλό”.

Η ΠΙΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ: Ο Κύριος ασφαλώς ήξερε ποιος Τον άγγιξε. Αλλά ήθελε να δείξει ότι δεν αγνοούσε το γεγονός κι ότι η γυναίκα αυτή δεν “υπέκλεψε” τη θεραπεία της, αλλά την έλαβε από την πανάγαθη θέλησή Του, επειδή εκείνη έδειξε μεγάλη πίστη. Αυτήν ακριβώς την πίστη της ήθελε να επιβραβεύσει, για να διδαχθεί το πλήθος και, πολύ περισσότερο, ο σκληρά δοκιμαζόμενος αρχισυνάγωγος. Ακόμη, έτσι ο Κύριος κάνει τη γυναίκα αυτή αιώνιο παράδειγμα πίστεως. Την ονομάζει «κόρη του», διότι με την πίστη αυτή η γυναίκα δεν βρήκε μόνο τη θεραπεία του σώματός της αλλά κυρίως τη σωτηρία της ψυχής της. Πίστεψε ολοκληρωτικά στον Κύριο και έγινε αγία της Εκκλησίας μας, η αγία Βερονίκη, και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή της διακήρυττε το θαύμα του Κυρίου. Και μας εμπνέει η αγία Βερονίκη να έχουμε κι εμείς την πίστη, τη βεβαιότητά της, ότι μόνο στον Χριστό μπορούμε να βρούμε λύτρωση και σωτηρία. Ακόμη κι όταν καταφεύγουμε στους γιατρούς, να έχουμε τη βεβαιότητα ότι ο Χριστός είναι ο μέγας ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας.

ΠΙΣΤΗ ΠΟΥ ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ: Καθώς ο Κύριος συνέχιζε την πορεία του, ήλθε κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου λέγοντάς του: “Η κόρη σου πέθανε· μην κουράζεις άλλο τον διδάσκαλο”. Τι θα ένιωσε τη φοβερή εκείνη ώρα ο δύστυχος πατέρας; Όμως ο Κύριος, ακόυγοντας την είδηση, του είπε: “Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί η κόρη σου”. Όταν έφθασε στο σπίτι του Ιαείρου, αντίκρισε ένα σπαρακτικό θέαμα. Έκλαιγαν όλοι χτυπώντας τα στήθη και τα κεφάλια τους για τη νεκρή. Όμως, Αυτός τότε τους είπε: “Μην κλαίτε· δεν πέθανε, αλλά κοιμάται”. Εκείνοι δυσπιστούσαν και τον περιγελούσαν. Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, άφησε να μείνουν στο δωμάτιο της νεκρής μόνο ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης και οι γονείς του παιδιού. Εκεί ο Κύριος έπιασε το χέρι του κοριτσιού και φώναξε: “Κόρη, σήκω επάνω!”. Η στιγμή συγκλονιστική: Το πρόσωπο της μικρής ροδίζει, τα ακίνητα πριν μάτια της ανοίγουν, η χλωμάδα του θανάτου σβήνει και το φως της ζωής επανέρχεται! Οι γονείς κοιτούν εκστατικοί, γεμάτοι ασυγκράτητη χαρά. Κι Εκείνος τους προστάζει να δώσουν στη μικρή φαγητό. Ακόμη τους είπε να μην πουν σε κανένα το γεγονός, διότι θα ερεθιζόταν ο φθόνος των εχθρών Του. Κι αυτό γιατί το θαύμα αυτό “φώναζε” ότι ο Κύριος δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, αλλά έχει τη δύναμη να νικά το θάνατο! Αυτή η πραγματικότητα δεν είναι λεπτομέρεια στην Πίστη μας αλλά η μεγαλύτερη αλήθεια. Ο Χριστός, κύριος της ζωής και του θανάτου, ανέστησε νεκρούς, αναστήθηκε και ο ίδιος, για να μας δείξει ότι είναι ο καθαιρέτης του Άδη, η ζωή των απάντων. Η πίστη αυτή πρέπει να κυριαρχεί διαρκώς στη σκέψη μας, να αλλάξει τη ζωή μας. «Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ηµέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει». Κι όμως, δεν τρέμουμε μπροστά στο θάνατο, δεν τον φοβόμαστε όπως όσοι ζουν χωρίς ελπίδα. Δεν είμαστε πλασμένοι για τα λίγα χρόνια της επίγειας ζωής μας. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος αλλά η αρχή μιας άλλης, ατελεύτητης ζωής. Η γήινη ζωή είναι ένα μικρό επεισόδιο, ή, καλύτερα, ένα σχολείο, μπροστά στην αιωνιότητα. Κάποτε θα αναστήσει ο Κύριος όλους μάς. Θα ακούσουμε τη φωνή του να μας καλεί και πάλι στη ζωή, στην αιώνια πια ζωή. Η ζωή μας νοηματοδοτείται μόνο επειδή υπάρχει ο Χριστός, που είναι «η ζωή και η ανάστασις». Συνεπώς, με την προοπτική της αιωνιότητας, ο πιστός δε φοβάται παρά μόνο το κακό, προσμένοντας και τη δική του ανάσταση.

Η ΙΣΧΥΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ: Αιτία της πραγμάτωσης των δύο αυτών θαυμάτων ήταν η θερμή πίστη, που επέδειξαν τόσο η αιμορραγούσα, όσο και ο πονεμένος πατέρας, επιβεβαιώνοντας την ευαγγελική ρήση, που λέγει: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται». Η αληθινή, η θερμή, η ζέουσα πίστη στο Θεό και το «γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι τον στέφανο της ζωής», καθιστά τον άνθρωπο ήρωα, ισχυρό, άγιο, ενάρετο, τέλειο και τον οδηγεί σε μεγάλα κατορθώματα και προπάντων στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα. Όμως η Χριστιανική πίστη δεν είναι μία απλή γνώση ή θεωρία, δεν είναι ένα σύστημα φιλοσοφικό, διατυπωμένο από ανθρώπους, αλλά είναι θεία δύναμη, είναι θάρρος και φλόγα που φωτίζει. Η πίστη, κατά τον Απ. Παύλο, είναι «ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Πίστη, δηλαδή, στον εν Τριάδι Θεό, στον Πατέρα, στο σαρκωμένο Λόγο και στο Άγιο Πνεύμα. Πιστεύουμε στη Μία, Αγία, Καθολική, Αποστολική Ορθόδοξο Εκκλησία. Ακόμη, η πίστη μας αυτή δεν είναι πείραμα, που μπορεί να γίνει στο επιστημονικό εργαστήριο και έτσι να αποκτήσουμε γνώση και εμπειρία των φαινομένων, που ακολουθούν. Δεν είναι επιστημονική μάθηση, δεν είναι ατομική ή υποκειμενική γνώμη. Η αληθινή πίστη είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Είναι η ακατάληπτη πνευματική ικανότητα να αντιλαμβάνεται ο νους τα ουράνια, εν Αγίω Πνεύματι. Το θέμα γνώσεως και πίστεως αποτελεί για πολλούς δίλημμα, το οποίο προβάλλει το επιχείρημα ότι όποιος πιστεύει, εγκαταλείπει τη γνώση(!). Υπάρχει επίσης, και η αντίληψη ότι η γνώση προπορεύεται της πίστεως, καθώς και η αντίθετη αντίληψη ότι η πίστη προπορεύεται της γνώσεως και αναζητεί τη λογική της, (ιερός Αυγουστίνος). Η απάντηση σε αυτό το δίλημμα είναι ότι εάν δεν γνωρίσεις, δεν μπορείς να αγαπήσεις. Δηλαδή, δεν μπορούμε να αγαπήσουμε κάτι, που δεν το γνωρίζουμε. Επομένως η σχέση που δημιουργούμε με ένα ον προϋποθέτει την αντικειμενική αναγνώριση αυτού του όντος. Αυτό στηρίζεται στην προϋπόθεση, ότι η γνώση είναι θέμα διανόησης, ενώ η αγάπη είναι θέμα συναισθήματος . Όμως δεν μπορεί να σταθεί αυτό, ως σωστό, ούτε επίσης να λέμε, ότι η γνώση προηγείται της αγάπης, αλλά ούτε, ότι η αγάπη προηγείται της γνώσεως. Δεν αγαπάμε για να γνωρίσουμε, διότι αυτά τα δύο ταυτίζονται. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για την πίστη. Η πίστη και η γνώση βασικά ταυτίζονται. Είναι το ίδιο πράγμα. Πίστη, λοιπόν, δεν είναι κάθε τι, που μας φανερώνεται, ως υποχρεωτική γνώση ή φύση των πραγμάτων, ούτε οτιδήποτε μας επιβάλλει, ως υποχρεωτική γνώση η εμπειρία και η ιστορία, αλλά αυτό που μας έρχεται, ως υπόσταση, από τα μέλλοντα, που δεν προέρχεται από την ιστορία και την εμπειρία, ή από τα μη βλεπόμενα. Αυτό σημαίνει ότι δεν προέρχεται η πίστη από τα ελεγχόμενα της φύσης μας και των αισθήσεών μας, γι’ αυτό και ερμηνεύεται, ως εμπιστοσύνη, που έχει κάποιος προς κάποιον άλλον. Αυτή όμως η εμπιστοσύνη δεν μπορεί να αποτελέσει τον ορισμό της πίστεως, διότι δεν στηρίζεται η πίστη στην εμπειρία των ήδη βεβαιωμένων πραγμάτων. Αλλά προέρχεται από τη στροφή προς τα πράγματα, τα οποία δεν ελέγχονται με τις αισθήσεις. Πίστη λοιπόν είναι να μη στηρίζεται η ασφάλειά μας, η υπόστασή μας, σε ό,τι ελέγχεται λογικά με τις αισθήσεις ή με την εμπειρία, διότι αυτό συνεπάγεται αναγκαστικότητα. Η πίστη στηρίζεται στην κατάσταση των ελπιζομένων και μη βλεπομένων, τα οποία καλούμαστε να τα αναγνωρίσουμε, ως όντα. Ο Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ, λέγει ότι η πίστη στο Θεό «δεν είναι το συμπέρασμα σε μια σειρά συλλογισμών ή η λύση σ’ ένα μαθηματικό πρόβλημα». Πίστη δεν σημαίνει απλά βαθιά πεποίθηση, αλλά υποδηλώνει κάτι πολύ βαθύτερο και αμεσότερο. Δεν είναι παθητική έννοια, αλλά κατεξοχήν ενεργητική. Δεν είναι στάση, αλλά «κίνηση». Είναι «γίγνεσθαι» που προϋποθέτει επαφή, αναφορά, εμπειρία προσωπικής αντάμωσης. Εκφράζεται δε καλύτερα, μέσω της αυτογνωσίας μας, στην κατάφαση της παρακλήσεως «βοήθει μοι τη απιστία”! Στην εποχή μας επικρατεί σύγχυση, ως προς το «είδος» της χριστιανικής μας πίστεως και τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της, που επηρεάζει και κατευθύνει ολόκληρη τη ζωή και πορεία του πιστού στην Εκκλησία. Γι’ αυτό εμείς ας αντιληφθούμε, ότι η χριστιανική πίστη βοήθησε τον άνθρωπο, ανύψωσε τον άνθρωπο, κατέλυσε τις κοινωνικές ανισότητες, καθιέρωσε την αρχή της φιλανθρωπίας, δημιούργησε τις μεγάλες και θεάρεστες πράξεις και εμφύτευσε στον άνθρωπο έργα αγάπης και φιλαλληλίας. Έτσι και εμείς, ας είμαστε, παρά τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, στερεοί και ακλόνητοι στην πίστη μας και ας μη μας κλονίζουν οι σειρήνες του κόσμου τούτου, ούτε να μας φοβίζουν οι διάφορες δοκιμασίες, αλλά αφού ειρηνεύουμε πρώτα τα του εαυτούς μας, να πράττουμε έργα αγάπης, δια να ακούσουμε και εμείς το: «μη φοβού, μόνον πίστευε, και σωθήσεται», που είπε στον πονεμένο πατέρα, καθώς και το, «η πίστις σου σέσωκέ σε πορεύου εις ειρήνην», είπε στην θεραπευμένη αιμορροούσα γυναίκα.

ΠΑΡΑΘΕΜΑ: Ο ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ: “Εάν κάποιος πρέπει να θρηνεί, αυτός είναι ο διάβολος. Εκείνος ας οδύρεται για το ότι οδεύουμε προς μεγαλύτερα αγαθά. Στην ιδικήν του πονηρίαν αρμόζουν αυτές οι γοερές κραυγές, όχι σ’ εσέ, που μέλλεις να στεφανωθείς και να εύρεις ανάπαυση. Ένα γαλήνιο λιμάνι είναι ο θάνατος. Παρατήρησε από πόσα κακά είναι γεμάτη η ζωή αυτή, σκέψου πόσες φορές την έχεις καταρασθεί. Και τα πράγματα προχωρούν προς το χειρότερο. Αλλά και απ’ αρχής δεν εκληρονόμησες μικρήν καταδίκη: «Εν λύπαις τέξη τέκνα», λέγει, και «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγεί τον άρτον σου», και «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Για τα εκεί όμως τίποτε παρόμοιον δεν έχει λεχθεί, αλλά το εντελώς αντίθετον, ότι «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός», και ότι «από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του Αβραάμ», του Ισαάκ και του Ιακώβ. Και ότι τα εκεί είναι νυμφών πνευματικός και χαρμόσυνες λαμπάδες και ταξίδι στον ουρανό. Γιατί κάνεις πολλούς να κατηγορούν τον Χριστόν ότι είναι αίτιος μεγάλων δεινών; Ή μάλλον γιατί μετά από αυτά προσκαλείς τους πτωχούς και παρακαλείς τους ιερείς να προσεύχονται; Για να εύρει ανάπαυσιν ο νεκρός, λέγεις, για να τον αντιμετωπίσει ο Δικαστής με ευσπλαχνία. Γι’ αυτά λοιπόν θρηνείς και μοιρολογείς; Άρα τον εαυτόν σου μάχεσαι και πολεμείς, προκαλώντας για σένα καταιγίδαν, ενώ εκείνος έχει προσαράξει σε λιμάνι. Και πώς να αντιδράσω, λέγει, έτσι είναι η φύσις. Δεν ευθύνεται όμως η φύσις ούτε αυτό είναι αναπόφευκτον, αλλά εμείς είμεθα που κάνουμε τα άνω κάτω, εκφυλιζόμεθα και προδίδουμε την ευγένεια των χριστιανών, και τους απίστους τους κάνουμε χειροτέρους. Πώς θα ομιλήσωμε στον άλλον περί αθανασίας; Πώς θα πείσωμε τον εθνικόν, όταν φοβούμεθα και φρίττωμε τον θάνατο περισσότερο από εκείνον; Και τί θα προτιμούσες γι’ αυτόν, να κληρονομήσει την περιουσία σου ή τους ουρανούς; Τί θα επιθυμούσες, να κληρονομήσει πράγματα που αφανίζονται, τα οποία μετά από λίγο θα τα άφηνε, ή τα μόνιμα και ακίνητα; Δεν τον έκαμες κληρονόμο σου, αλλά τον έκαμε ο Θεός ιδικόν του. Δεν έγινε συγκληρονόμος των αδελφών του, αλλά του Χριστού. Και σε ποίον θα αφήσωμε τα ενδύματα, σε ποίον τα οικήματα, σε ποίον τους δούλους και τους αγρούς; Πάλι σ’ αυτόν, και μάλιστα με περισσοτέραν ασφάλειαν από ό,τι αν ζούσε. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, για να του συγχωρηθούν οι αμαρτίες. Εάν δίκαιος, για να αυξηθεί ο μισθός και η ανταμοιβή του. Επιθυμείς όμως να τον ιδείς; Ζήσε την ιδίαν ζωή μ’ εκείνον, και γρήγορα θα απολαύσεις το ιερόν του πρόσωπο. Εάν όμως θέλεις τώρα να φιλοσοφήσεις, θα κερδίσεις δύο, τα μεγαλύτερα: και τον εαυτόν σου θα απαλλάξεις από αυτά τα δεινά, και με το πιο λαμπρό στεφάνι θα σε στεφανώσει ο Κύριος. Διότι και από την ελεημοσύνη και από τα άλλα, πολύ ανώτερον είναι το να υπομείνεις την συμφορά με πραότητα. Αναλογίσου ότι και ο Υιός του Θεού απέθανε. Εκείνος για σένα, και συ για τον εαυτόν σου. Και μολονότι είπε «ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον», και ελυπήθη, δεν απέφυγε όμως τον θάνατον, αλλά τον εβίωσε σε όλη του την τραγικότητα. Και δεν υπέμεινε έναν κοινόν θάνατον, αλλά τον χειρότερο. Και πριν τον θάνατο μαστιγώσεις, και πριν τις μαστιγώσεις ονειδισμούς και ειρωνείες και ύβρεις, για να σε μάθει να τα υπομένεις όλα γενναίως. Αφού όμως απέθανε και απέθεσε το σώμα, το έλαβε πάλι πιο ένδοξο, προσφέροντας έτσι σε σένα τις καλλίτερες ελπίδες. Εάν αυτά δεν είναι μύθος, τότε μη θρηνείς. Εάν τα θεωρείς αυτά αξιόπιστα, μη δακρύζεις. Εάν όμως δακρύζεις, πώς θα ημπορέσεις να πείσεις τον εθνικόν ότι πιστεύεις; Μη συλλογίζεσαι ότι πλέον δεν θα επανέλθει εδώ, αλλά ότι και όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας δεν θα παραμείνουν όπως είναι τώρα, αλλά θα μετασχηματισθούν. Διότι και ο ουρανός και η γη και η θάλασσα και τα πάντα θα αναμορφωθούν και τότε θα λάβεις το παιδί σου πίσω λαμπρότερο. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, ο θάνατος εσήμανε την παύση των έργων της κακίας. Διότι εάν ο Θεός εγνώριζε ότι θα παρουσίαζε μεταβολή, δεν θα τον έπαιρνε πριν μετανοήσει. Εάν όμως έφυγε δίκαιος από την ζωή, κατέχει τώρα τα αγαθά με ασφάλεια. Άρα είναι φανερόν ότι τα δάκρυά σου δεν μαρτυρούν φιλοστοργίαν, αλλά πάθος αλόγιστον. Επειδή αν αγαπούσες αυτόν που έφυγε, έπρεπε να χαίρεις και να ευφραίνεσαι που απηλλάγη από αυτήν την τρικυμία. Τί περισσότερον υπάρχει εδώ; Ειπέ μου, τι το νέο και ασύνηθες; Τα ίδια δεν βλέπουμε συνεχώς να επαναλαμβάνονται; Ημέρα και νύκτα, νύκτα και ημέρα. Χειμών και θέρος, θέρος και χειμών, και τίποτε περισσότερο. Και αυτά μεν είναι πάντοτε τα ίδια. Τα κακά όμως πάντοτε παράδοξα και ανανεωμένα. Με αυτά λοιπόν ήθελες να ταλαιπωρείται καθημερινώς μένοντας εδώ, να αρρωσταίνει, να πενθεί, να φοβείται, να τρέμει και, άλλα μεν από τα δεινά να τα υποφέρει, άλλα δε να φοβείται μήπως τα υποστεί; Ούτε βεβαίως ημπορείς να ισχυρισθείς ότι ταξιδεύοντας στο μέγα τούτο πέλαγος, ήταν δυνατόν να απαλλαγεί από την λύπη και τις μέριμνες και τα άλλα παρόμοια. Και εκτός αυτού συλλογίσου και το άλλο, ότι δεν τον εγέννησες αθάνατον. Και ότι αν δεν απέθαινε τώρα, θα το υφίστατο αυτό λίγο αργότερα. Αλλά δεν τον εχόρτασες; Θα τον απολαύσεις όμως εκεί οπωσδήποτε. Αλλά επιθυμείς να τον βλέπεις και εδώ; Και τι σε εμποδίζει; Έχεις και τώρα αυτήν την δυνατότητα, εάν νήφεις, διότι η ελπίς των μελλόντων είναι πιο φανερά από την όραση. Και αν ζούσε μέσα στα ανάκτορα, συ η ιδία η μητέρα του δεν θα ζητούσες να τον ιδείς, ακούγοντας ότι ευδοκιμεί. Τώρα όμως που τον βλέπεις να έχει αποδημήσει προς τα πολύ ανώτερα, μικροψυχείς για τον σύντομον αυτόν καιρό, και μάλιστα ενώ έχεις αντί εκείνου τον σύζυγό σου; Αλλά δεν έχεις άνδρα; Έχεις όμως παρηγορία τον «Πατέρα των ορφανών και κριτήν των χηρών». Άκου ότι και ο Παύλος αυτήν την χηρεία την μακαρίζει, λέγοντας: «Η δε όντως χήρα και μεμονωμένη ήλπισεν επί Κύριον». Πράγματι αυτή θα ευαρεστήσει περισσότερο τον Θεόν, δεδομένου ότι επέδειξε περισσοτέραν υπομονή. Μη θρηνείς λοιπόν γι’ αυτό το γεγονός, το οποίο θα γίνει αφορμή να στεφανωθείς, για το οποίο θα απαιτήσεις μισθόν. Απλώς επέστρεψες την παρακαταθήκην, εάν παρέδωσες αυτό που ο Θεός σου είχε εμπιστευθεί. Μη μεριμνάς πλέον, αφού εφύλαξες τον θησαυρό σε ασύλητο θησαυροφυλάκιο. Τώρα το παιδί έχει απαλλαγεί από κάθε είδους μεταβολήν. Εάν όμως ήταν εδώ, ίσως παρέμενεν ενάρετος, αλλά ίσως και όχι. Ή δεν βλέπεις πόσοι αποκηρύττουν τα παιδιά τους; Πόσοι αναγκάζονται να τα κρατούν κοντά τους αν και είναι χειρότερα από τα αποκηρυγμένα; Ας συλλογιζόμεθα όλα αυτά, και ας φιλοσοφούμε. Με τον τρόπον αυτόν, και τον νεκρό θα ευχαριστήσωμε, και από τους ανθρώπους θα απολαύσωμε πολλούς επαίνους, και από τον Θεόν θα λάβωμε τον μεγάλο μισθό της υπομονής, και θα γίνωμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών”.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Περιοδικό “Ο Σωτήρ”, τ.1988

Μητροπ.. Αντινόης Παντελεήμωνος: 7th Sunday of St Luke.

Λόγος του Αγίου Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, εις την ανάστασιν της θυγατρός του Ιαείρου και εις την αιμορροούσαν  Migne, PG τομ. 57, στ. 369.

Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Σούλου: «Η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην».

konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon

2.

Κυριακὴ Ζ΄ Λουκᾶ (Λουκ. η΄ 41-56)

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Γιὰ δυὸ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς λέγει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ ἕνα εἶναι ἡ θεραπεία μιᾶς γυναίκας ἀπὸ ἀρρώστια ποὺ τὴν βασάνιζε δώδεκα χρόνια. Τὸ ἄλλο εἶναι ἡ ἀνάσταση ἑνὸς κοριτσιοῦ. Καὶ τὰ δυὸ εἶναι θαύματα τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς ἔχει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τῆς θεϊκῆς του παντοδυναμίας.

Ἂς ἀκούσουμε στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα πῶς τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο μᾶς μιλάει γιὰ τὰ δυὸ ἐτοῦτα θαύματα.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἕνας ἄνθρωπος πλησίασε τὸν Ἰησοῦ· τὸν ἔλεγαν Ἰάειρο κι αὐτὸς ἦταν προϊστάμενος τῆς συναγωγῆς· ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μπῆ στὸ σπίτι του, γιατ’ εἶχε μία μοναχοκόρη ὡς δώδεκα χρονῶν κι αὐτὴ ἀπ’ ὥρα σὲ ὥρα ἦταν νὰ πεθάνη. Κι ἐκεῖ ποὺ πήγαινε ὁ Ἰησοῦς ὁ πολὺς κόσμος τὸν ἔπνιγαν. Καὶ μία γυναίκα, ποὺ εἶχε αἱμορραγία ἐδῶ καὶ δώδεκα χρόνια κι εἶχε ξοδέψει σὲ γιατροὺς ὅλο της τὸ βίο κι ἀπὸ κανένα δὲν εἶδε γιατρειά, πλησίασε ξωπίσω καὶ ἄγγιξε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμα τοῦ Ἰησοῦ κι ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Κι εἶπε ὁ Ἰησοῦς· ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Κι ἐνῶ ἀρνιοῦνταν ὅλοι, εἶπε ὁ Πέτρος κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν μαζί του. Κύριε, ὁ κόσμος σὲ σπρώχνουν καὶ πέφτουν ἐπάνω σου καὶ λές· ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Κι ὁ Ἰησοῦς εἶπε· κάποιος μὲ ἄγγιξε· γιατί ἐγὼ κατάλαβα πὼς βγῆκε δύναμη ἀπὸ πάνω μου. Κι ὅταν εἶδε ἡ γυναίκα πὼς δὲ μπόρεσε νὰ τοῦ κρυφτῆ, ἦλθε τρέμοντας, γονάτισε μπρός του καὶ τοῦ ξωμολογήθηκε μπροστὰ σ’ ὅλο τὸν κόσμο γιὰ τὴν αἰτία ποὺ τὸν ἄγγιξε καὶ πὼς γιατρεύτηκε ἀμέσως. Κι ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε· ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε, πήγαινε στὸ καλό. Ἐνῶ ἀκόμα μιλοῦσε, ἔρχεται κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυνάγωγου καὶ τοῦ λέγει· πέθανε ἡ θυγατέρα σου, μὴν ἐνοχλεῖς τὸ διδάσκαλο. Κι ὁ Ἰησοῦς ποὺ τὸ ἄκουσε ἀποκρίθηκε στὸν ἀρχισυνάγωγο καὶ τοῦ λέγει· μὴ φοβάσαι· μόνο νὰ πιστεύης καὶ θὰ σωθῆ. Κι ὅταν μπῆκε στὸ σπίτι δὲν ἀφῆκε νὰ μπῆ κανένας παρὰ μόνο ὁ Πέτρος κι ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης κι ὁ πατέρας τοῦ κοριτσιοῦ κι ἡ μητέρα. Ἔκλαιαν ὅλοι καὶ θρηνοῦσαν τὸ παιδί. Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε· Μὴν κλαῖτε· δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται. Καὶ τὸν γελοῦσαν, γιατ’ ἤξεραν πὼς πέθανε. Κι ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, κράτησε ἀπὸ τὸ χέρι τὸ κορίτσι, τοῦ μίλησε καὶ τοῦ εἶπε· παιδί μου, σηκώσου. Καὶ ξαναγύρισε τὸ πνεῦμα τοῦ παιδιοῦ κι ἀναστήθηκε ἀμέσως κι ὁ Ἰησοῦς διάταξε νὰ τοῦ δώσουν νὰ φάγη. Οἱ γονιοὶ του τὰ ‘χασαν· κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς παράγγειλε νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν ἐτοῦτο ποὺ γίνηκε.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶν’ ὁ γιατρός μας· ὁ μεγάλος καὶ πρῶτος μας γιατρός. Ἔχει δυὸ μοναδικὰ προσόντα ὁ γιατρὸς μας Ἰησοῦς Χριστός· πρῶτα μᾶς ἀγαπάει ὅσο δὲν τὸ βάζει ὁ νοῦς μας κι ὕστερα ἔχει δύναμη ποὺ νὰ μπορῆ τὰ πάντα. Γιατί τὰ θαύματα ποὺ βλέπουμε στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια κι ὅλα τὰ θαύματα ποὺ κάνει ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πράξεις μόνο τῆς παντοδυναμίας του, μὰ καὶ τῆς ἀγάπης του· πρῶτα τῆς ἀγάπης του κι ὕστερα τῆς παντοδυναμίας του.

Μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεὸς κι ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπάει γι’ αὐτὸ δείχνει τὴ δύναμή του στὸν κόσμο. Καὶ δὲν εἶν’ ἄλλο πράγμα, χριστιανοί μου, ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ μάλιστα στὴν ἀρρώστια. Εἶναι βέβαια καὶ ἡ Ἐπιστήμη. Ποιὸς τὸ λέει πὼς δὲν εἶναι ἡ Ἐπιστήμη; Μὰ ὁ καλύτερος ἐπιστήμονας γιατρός, ἂν δὲν ἀγαπάη τὸν ἄνθρωπο ποὺ ‘χει στὰ χέρια του, ἀλήμονο στὸν ἄρρωστο. Μὰ νὰ μὴ μᾶς περάση ἀπὸ τὸ νοῦ πὼς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι γιατρὸς ἐπιστήμονας. Ἡ Ἐπιστήμη εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Θεός. Οἱ θεραπεῖες ποὺ κάνει εἶναι θαύματα τῆς θεϊκῆς του δυνάμεως. Δὲν κάνει διάγνωση, δὲν γράφει συνταγές, δὲν ὁρίζει θεραπεία, μὰ δίνει δύναμη στὸν ἄρρωστο ἀπὸ τὴ δύναμή του· «ἐγὼ κατάλαβα πὼς βγῆκε δύναμη ἀπὸ πάνω μου», τὸν ἀκοῦμε νὰ λέγη σήμερα στὸ Εὐαγγέλιο.

Χριστιανέ μου, στὴν ἀρρώστια σου φώναξε τὸ γιατρό, ρώτησε τὴν Ἐπιστήμη, μὰ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ζήτησε τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Τοῦ Θεοῦ δῶρο σὲ μᾶς εἶναι καὶ ἡ Ἐπιστήμη, δικός του ἄνθρωπος εἶναι κι ὁ γιατρός· ὁ καλὸς γιατρός, ὄχι μόνο ποὺ ξέρει τὴν Ἐπιστήμη του, μὰ καὶ ποὺ ἀγαπάει τοὺς ἀνθρώπους.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δὲν εἶναι μόνο ὁ γιατρός μας, εἶναι κι ἡ ζωή μας. Καὶ πεθαμένοι νὰ ‘μαστε ἐκεῖνος μᾶς ἀνασταίνει, ὅπως τὸ εἴδαμε καὶ τοῦτο στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Κι ὁ νοῦς μας τώρα πάει στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἐκείνων ποὺ ἀνάστησε ὁ Χριστός, καθὼς μᾶς λένε τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια κι ἐκείνων ποὺ θ’ ἀναστήση στὴ δευτέρα παρουσία. Νὰ μὴν τρομάξη κανένας, ἂν ποῦμε πὼς ἐτοῦτο εἶναι τὸ λιγώτερο. Αὐτὲς εἶναι ἀναστάσεις τῶν σωμάτων· μὰ τὶς πνευματικὲς ἀναστάσεις ποιὸς τὶς βλέπει καὶ ποιὸς τὶς λογαριάζει; Ἤμαστε νεκροὶ ἀπὸ τὰ παραπτώματα καὶ μᾶς ἀνάστησε καὶ μᾶς ἔδωκε ζωὴ ὁ Χριστός, λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἐτούτη εἶναι ἡ ζωὴ κι ἐτούτη εἶναι ἡ ἀνάσταση, ὄχι μόνο ἡ σωματική, μὰ καὶ ἡ πνευματική· πρῶτα ἡ πνευματικὴ κι ὕστερα ἡ σωματική, γιατί ἡ ψυχὴ κινάει τὸ σῶμα, κι ἂν εἶναι πεθαμένη ἡ ψυχή, νεκρὸ εἶναι καὶ τὸ σῶμα κι ἂς φαίνεται πὼς ἔχει ὑγεία καὶ ζωή. Τρῶς ἐσὺ καὶ πίνεις καὶ κάνεις ὅ,τι σοῦ λένε οἱ ἐπιθυμίες σου, καὶ θαρρεῖς πὼς εἶσαι γερὸς καὶ ζωντανός, καὶ δὲν τὸ λογιάζεις πὼς ἡ ψυχή σου εἶναι πεθαμένη. Ποιὸς θὰ τῆς δώση ζωὴ καὶ ποιὸς θὰ τὴν ἀναστήση; Ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση. Ἂν μείνης ἔτσι μὲ πεθαμένη τὴν ψυχή σου κι ἔρθη ἡ μέρα νὰ πεθάνη καὶ τὸ σῶμα σου, θὰ πᾶς στὸν ἄλλον κόσμο πεθαμένος δυὸ φορές, καὶ στὴ δευτέρα παρουσία θ’ ἀναστηθῆς «εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» κι ὄχι «εἰς ἀνάστασιν ζωῆς». Ἡ ψυχή σου θὰ πάη τότε νὰ βρῆ τὸ σῶμα, ὄχι γιὰ νὰ ζήση, μὰ γιὰ νὰ κολαστῆ μαζί του.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἂν τύχη κι ἀρρωστήσουμε, ἔχουμε γιατρό μας τὸ Χριστό. Κι ἂν τύχη καὶ μᾶς εὕρη ὁ θάνατος, ἔχουμε ζωή μας τὸ Χριστό. Ἂς φοβούμαστε πιότερο νὰ μὴν ἀρρωστήση καὶ νὰ μὴν πεθάνη ἡ ψυχή μας. Κι ἂς φροντίζουμε, ὅταν φεύγουμε ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο, μετανοιωμένοι καὶ ξωμολογημένοι, νὰ ‘ναι ἡ ψυχὴ μας ζωντανή. Γιὰ νὰ βρίσκη ἐκεῖ ποὺ πάει ἀνάπαυση καὶ νὰ περιμένη ἀνάσταση ζωῆς. Ἀμήν.

3.

Ἕνα παράδοξο θαῦμα (Λουκ. η΄41-56)

Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

«Ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ»

Ἡ φιλάνθρωπη συμπεριφορὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ θαυμαστὰ ἔργα ποὺ ἐπιτελοῦσε γρήγορα διαδίδονταν στὸ λαό. Ὅταν π.χ. πῆγε στὸ τελωνεῖο τοῦ Ματθαίου καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἀκολουθήσει, τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση καὶ διαφημίσθηκε (Ματθ. 9,9). Ἐπίσης, ὅταν συγχώρησε τὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα λέγοντας «ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολὺ» (Λουκ. 7,47), δηλαδὴ «συγχωροῦνται οἱ πολλὲς ἁμαρτίες της, γιατί ἀγάπησε πολύ»· τὸ συμβὰν αὐτὸ προξένησε μεγάλη ἐντύπωση. Ἤ ἀκόμη ἡ πραγματικότητα πὼς ὁ Χριστὸς ποτὲ δὲν ἔδιωξε ἁμαρτωλὸ οὔτε μίλησε ἄσχημα σὲ κάποιον ποὺ Τοῦ ζήτησε βοήθεια, ἦταν κάτι ποὺ τὸ ἤξεραν πολλοί. Αὐτὰ τὰ εἶχε ἀκούσει καὶ μία γυναίκα ποὺ ἔπασχε δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια ἀπὸ μία ἀκατάσχετη αἱμορραγία. Ἐπειδὴ ὅμως φοβόταν νὰ πάει εὐθέως νὰ τὸ ζητήσει ἀπ’ τὸ Χριστό, πῆγε κρυφὰ καὶ ἀκούμπησε στὴν ἄκρη τοῦ ἱματίου Του κι ἔγινε καλά. Βγῆκε τότε δύναμη ἀπ’ τὸ Χριστὸ ποὺ τὴν θεράπευσε τελείως. Ἂς δοῦμε τὴν προσωπικότητα αὐτῆς τῆς γυναίκας.

Ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα

Ὁ Νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπαγόρευε στὶς γυναῖκες, ποὺ ἔπασχαν ἀπ’ τὰ γνωστὰ γυναικεῖα νοσήματα νὰ ἀναμειγνύονται μέσα στὸ πλῆθος καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὶς δημόσιες λατρεῖες τοῦ Ναοῦ ἢ τῆς Συναγωγῆς. Ἡ γυναίκα ἦταν γνωστὴ σ’ ὅλους πὼς ἔπασχε ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀρρώστια καὶ ὑπῆρχε κίνδυνος, ὅταν θὰ παρουσιαζόταν μπροστὰ στὸ Χριστό, οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ τὴν ἔδιωχναν σὰν μολυσμένη. Τὸ γεγονὸς τὸ ἤξερε κι αὐτή, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν κάλεσε τὸν Ἰησοῦ στὸ σπίτι της. Ἐφ’ ὅσον ἦταν «ἀκάθαρτη», κανεὶς δὲν ἔπρεπε νὰ τὴν πλησιάσει. Ἐπίσης ἡ αἱμορροοῦσα δὲ στάθηκε οὔτε καὶ μακριὰ γιὰ νὰ φωνάξει τὸ Χριστό, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός, «ἠσχύνετο δημοσιεῦσαι τοιοῦτον πάθος», δηλ. ντρεπόταν νὰ κάνει φανερὴ μιὰ τέτοια ἀρρώστια.

Ἡ πίστη τῆς αἱμορροούσας

Ἕνα ἄλλο σημεῖο τῆς προσωπικότητας τῆς γυναίκας ἦταν ἡ πίστη της. Ἐπειδὴ εἶχε μεγάλη πίστη, σκέφθηκε νὰ ἀκουμπήσει τὸ ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ γίνει καλά. Μπορεῖ τὰ ροῦχα τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶχαν χάρη ἐπάνω τους, ἐπειδὴ ἐρχόντουσαν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ ζωοποιὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, ὅμως χρειαζόταν ἡ πίστη τῆς γυναίκας, γιὰ νὰ μεταδώσουν αὐτὴ τὴν ἰαματικὴ ἐνέργεια. Ἂς θυμηθοῦμε τί ἔγινε κατὰ τὸν καιρὸ τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ. Οἱ στρατιῶτες ποὺ σταύρωσαν τὸν Κύριο, πῆραν τὰ ἱμάτια καὶ τὸ χιτώνα Του μὲ τὸ γνωστὸ σ’ ὅλους μας τρόπο. Ἐνῶ ἀκουμποῦσαν τὰ ροῦχα τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔνιωσαν τίποτε. Τοὺς ἔλειπε ἡ πίστη. Ἀντίθετα ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα μὲ τὴν πίστη της πῆρε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ τρόπος ποὺ σκέφτηκε, δηλαδὴ νὰ ἀκουμπήσει κρυφὰ τὰ ἱμάτια τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ γίνει καλά, μπορεῖ νὰ ἦταν μιὰ ἰδιότυπη πράξη, ἂς ποῦμε μιὰ ἀκατηγόρητη «κλοπὴ» τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ ἄξιζε. Ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεὺς γράφει γιὰ τὴν πράξη τῆς γυναίκας· «ἡ τῆς γυναικὸς ἐπαινουμένη κλοπή», δηλαδὴ κλοπὴ ποὺ ἐπαινεῖται καὶ δὲν καταδικάζεται. Στὸ σημεῖο αὐτὸ φαίνεται ἡ πίστη τῆς γυναίκας. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι γνωστό, θεραπεύτηκε πλήρως καὶ προσφωνήθηκε ἀπ’ τὸ Χριστὸ ὡς θυγατέρα Του· «θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (Λουκ. 8,48).

Ἡ πίστη δὲν εἶναι μαγικὸ γεγονὸς

Ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς διδάξει. Κατ’ ἀρχήν, τί ἐπεθύμησε; Νὰ ἀκουμπήσει τὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἴδιο νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς. Ἐὰν θέλουμε, μποροῦμε ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀκουμπήσουμε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλ’ ὁλόκληρο νὰ Τὸν τοποθετήσουμε μέσα μας. Μπροστά μας καὶ πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα εὑρίσκεται τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα ροῦχο, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ Δεσποτικὸ σῶμα. Ὁ καθένας μας ἔχει καὶ κάποια ἀσθένεια εἴτε ψυχικὴ εἴτε σωματική. Οἱ μώλωπες τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἐμφανεῖς στὴν ψυχή μας. Ἂς προσέλθουμε μὲ πίστη στὸ ἅγιο Ποτήριο. Ἐὰν τὸ ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ εἶχε τόση δύναμη, πολὺ περισσότερο τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Νὰ προσέλθουμε ὄχι ἁπλῶς σὰν νὰ πρόκειται γιὰ μία μαγικὴ τελετή, ἀλλὰ μὲ πίστη καὶ καθαρὴ συνείδηση· μὲ τὴν πεποίθηση πὼς τὰ πάντα μπορεῖ νὰ τὰ κατορθώσει ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Κανεὶς ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς θεραπεύσει τὶς ἀσθένειες ἢ νὰ μᾶς συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες παρὰ μόνον ὁ Χριστός. Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ σκοτώνει τοὺς «ἔνδον σκώληκας», γράφει ἕνας ἅγιος.

Ἂς ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς τὴν πίστη τῆς αἱμορροούσας, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ γιατρεύσουμε τὰ ποικίλα πάθη μας μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

4.

Ἡ ζωὴ μέσα ἀπὸ τὸν θάνατο (Λουκ. η΄41-56)

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

«Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». Ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τότε ἔτσι καὶ σήμερα, προκαλεῖ τὴ λογική μας καὶ θὰ μᾶς προσκαλεῖ πάντοτε νὰ ἀφεθοῦμε μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ παραδοθοῦμε μὲ ἐλπίδα στὴν πραγματικότητα τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. Θὰ μᾶς προσκαλεῖ, γιὰ νὰ δοῦμε μὲ τὴν πίστη τί κρύβεται στὸ σκοτεινὸ καθρέπτη τοῦ θανάτου. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ γεννηθεῖ ἕνας ἄνθρωπος δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἄλλη βεβαιότητα, παρὰ μόνο ὅτι κάποτε θὰ πεθάνει. Καὶ ὅμως, αὐτὴ ἡ βεβαιότητα παραμένει μιὰ ἄγνωστη ἐμπειρία. Κανεὶς δὲν ἔχει ἐμπειρία τοῦ θανάτου του. Κανεὶς δὲν «ἔζησε» τὸ βιολογικό του θάνατο, γιὰ νὰ μᾶς πεῖ τί σημαίνει αὐτό. Κανεὶς δὲν μᾶς εἶπε τί βιώνει, ὅταν εἶναι νεκρός. Βέβαια, ὁ Χριστὸς καὶ τὰ χαρισματικὰ μέλη τοῦ Σώματός Του, οἱ Ἅγιοί Του, φανέρωσαν τὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ζωῆς, τὴν πραγματικὴ καὶ ἄφθαρτη ζωὴ τῆς αἰωνιότητας μετὰ τὸ θάνατο.

Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα, λοιπόν, εἶναι πίστη καὶ ἀποκάλυψη, εἶναι μιὰ ἄλλη διάσταση ὕπαρξης καὶ ζωῆς, ἡ ὁποία, ὅμως, ἂς μὴν ξεχνᾶμε, ὑπερβαίνει πολὺ τὴ γήινη ἐμπειρία μας. Ἐδῶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὰ μοναδικὰ σημεῖα στήριξης τῆς ὕπαρξής μας, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὸ θαῦμα τῆς Ἀνάστασης καὶ ὑποδηλώνουν τὸ μυστήριο τῆς αἰωνιότητας. Χωρὶς αὐτά, καμία λογικὴ καὶ καμία ἐπιστήμη, καμία φιλοσοφία καὶ καμία γνώση, καμία δύναμη τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τοῦ κόσμου τούτου δὲν μπορεῖ νὰ φωτίσει τὰ σκοτάδια καὶ νὰ διαλύσει τὰ ἀδιέξοδά μας. Μόνο ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνεται πίστη τοῦ ἄνθρωπου εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ ὑπαρξιακό μας πρόβλημα. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μᾶς λέει ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον τέρμα, ἀλλὰ ἔγινε ἐν Χριστῷ πέρασμα καὶ μετάβαση στὴν αἰωνιότητα. Μοιάζει νὰ εἶναι μιὰ ἄλλου εἴδους γέννηση στὴν ὄντως ζωή.

Ἡ ζωὴ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ θάνατο

Ὁ θάνατος δὲν εἶναι κάτι ποὺ θὰ ἔλθει τὴν τελευταία μέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, ἀλλὰ κάτι ποὺ ἀντιμετωπίζουμε καθημερινά. Ὁ τρόπος ποὺ ζοῦμε ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βλέπουμε τὸ θάνατο. Ἡ σχέση μας μὲ τὸ θάνατο διαδραματίζει καθοριστικὸ ρόλο στὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας, σὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε κοσμοθεωρία, δηλαδὴ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιλαμβανόμαστε τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν Θεό, τὸν κόσμο καὶ τὴ ζωή. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ ὅτι ὁ θάνατος εἶναι διάλυση καὶ ἀποσύνθεση καὶ ἀφανισμός, τότε ὁδηγεῖται στὴν ἀπόγνωση καὶ τὸ κενό. Μέσα στὸν παραλογισμὸ ὅτι ζεῖ γιὰ νὰ πεθάνει, δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογή, παρὰ τὸ «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὑλιστής, ἰδιοτελὴς καὶ κυνικός, ὅπως ἐπιβεβαιώνει ἡ καθημερινή μας πείρα. Ἐδῶ ἡ πίστη εἶναι περιττὴ καὶ γραφική, ἐδῶ ἡ ἠθικὴ παραμερίζεται καὶ ἡ ἁμαρτία γελοιοποιεῖται. Ὁ χῶρος τοῦ πνεύματος μικραίνει ἐπικίνδυνα καὶ ἐξαφανίζεται. Τὸ σῶμα καὶ οἱ αἰσθήσεις, ἡ ὕλη καὶ οἱ ποικίλες ἀνάγκες της ἀπολυτοποιοῦνται. Τότε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βιαστεῖ, γιὰ νὰ προλάβει νὰ χαρεῖ τὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς. Ἡ ἀγωνία τοῦ τέλους ποὺ ἔρχεται καὶ διαλύει τὰ πάντα σκιάζει τὴν ὕπαρξή του. Καὶ μετὰ τὸ θάνατο, δὲν ὑπάρχει τίποτα. Αὐτὴ εἶναι ρίζα τοῦ μηδενισμοῦ σὲ ὅλη τὴ γυμνότητά του. Ὅμως, εὐτυχῶς γιὰ ἐμᾶς τοὺς πιστούς, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐκμηδένιση τοῦ θανάτου καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς πέρα ἀπὸ τὸν τάφο. Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς ὑποδεικνύει μιὰ ζωὴ μὲ νόημα καὶ πληρότητα, μᾶς ὑπόσχεται καὶ μᾶς ἐγγυᾶται τὸ «περισσόν τῆς ζωῆς», τὸ περίσσευμά της καὶ τὴ συνέχειά της στὴν αἰωνιότητα.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν εἶναι καταπίεση, γιὰ νὰ ὑποτιμήσουμε καὶ νὰ ἀρνηθοῦμε αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ θελήσουμε ἕναν ἄλλον, ποὺ δὲν γνωρίσαμε. Δὲν εἶναι μιζέρια καὶ περιφρόνηση κάθε ὀμορφιᾶς καὶ χαρᾶς, ὅπως συχνὰ τὴν παραμορφώνουμε. Εἶναι ἀγώνας γιὰ ἀλήθεια, πίστη, ἀγάπη καὶ ἐλπίδα. Εἶναι σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Μιὰ τέτοια ζωὴ ὑπερφαλαγγίζει τὸ φράγμα τοῦ θανάτου καί, τότε, ὄχι μόνο οἱ χαρὲς καὶ οἱ ὀμορφιὲς τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὲς οἱ λύπες καὶ τὰ δάκρυά της μεταμορφώνονται λυτρωτικά. Ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἔτσι βλέπουμε τὴ ζωὴ μποροῦμε ἐν Χριστῷ νὰ βιώσουμε τὸ θάνατο σὰν ὕπνο ποὺ θὰ μᾶς ξυπνήσει στὴν κοινὴ ἀνάσταση. Ἀμήν.

5.

Ἡ ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου (Λουκ. η΄41-56)

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀφορᾶ μόνο στὰ θαύματα καὶ στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Νομίζω ὅτι ἀφορᾶ στὴν ἐλπίδα πέρα ἀπὸ τὴν ἐλπίδα. Στὴν περίπτωση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου βλέπουμε ἕνα παιδὶ ἤδη νεκρό. Ὅλοι τὸ γνωρίζουν. Ὑπάρχει τέτοια βεβαιότητα ὥστε ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γίνεται Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, λέει: «Ὄχι! Αὐτὸ τὸ παιδὶ δὲν ἔχει πεθάνει, ἀλλὰ κοιμᾶται», ὅλοι τὸν ἀντικρούουν: «Ὄχι αὐτὸ τὸ παιδὶ ὄντως ἔχει πεθάνει». Καὶ τότε ὁ Χριστὸς μὲ ἕναν λόγο δύναμης, ἀλλὰ μὲ μιὰ πράξη ἀγάπης καλεῖ καὶ πάλι τὸ παιδὶ στὴν ἐπίγεια ζωή.

Δὲν εἶναι αὐτὸ -ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα ἀληθινὸ γεγονὸς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας μας -δὲν εἶναι ἐπίσης καὶ μία ἀλληγορία, καὶ μιὰ εἰκόνα ἀπὸ τόσες πολλὲς ἀνθρώπινες περιπτώσεις; Πόσο συχνὰ θὰ λέγαμε, «Δὲν ἔχει νόημα νὰ κάνουμε ὁτιδήποτε γι’ αὐτὸ τὸ πρόσωπο, αὐτὸ τὸ πρόσωπο ἔχει χαθεῖ ἔτσι κι ἀλλιῶς. Δὲν ὑπάρχει κάτι ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ κάνει κάποιος γιὰ νὰ σώσει μιὰ δεδομένη κατάσταση, αὐτὴ ἡ περίπτωση εἶναι πέρα ἀπὸ τὴν σωτηρία. Καὶ πρέπει νὰ θυμόμαστε τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν Πέτρο ὅταν ὁ τελευταῖος εἶπε: «Ποιὸς λοιπὸν μπορεῖ νὰ σωθεῖ;» Καὶ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε «Ὅ,τι εἶναι ἀδύνατο στὸν ἄνθρωπο, εἶναι δυνατὸ στὸν Θεό».

Ἡ ἐλπίδα πέρα ἀπὸ τὴν ἐλπίδα: Ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἔχουμε καλοὺς λόγους νὰ ἐλπίζουμε, ἀλλὰ ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ μᾶς διακατέχει μιὰ παθιασμένη βεβαιότητα ὅτι ὄχι μόνο ἡ θεϊκὴ ἀγάπη ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη μπορεῖ νὰ φέρει πίσω στὴ ζωὴ αὐτὸ ποὺ χάθηκε. Ἄνθρωποι ποὺ ἔπεσαν μέσα στὴ βαθύτερη ἐγκατάλειψη, ἄνθρωποι ποὺ μᾶς φαίνονται ἀπελπιστικὰ κακοὶ, ἂν συναντήσουν τὴν θυσιαστικὴ ἀγάπη- καὶ ἡ λέξη «θυσιαστικὴ» εἶναι ἀπαραίτητη- τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἴδια θυσιαστικὴ ἀγάπη μέσα μας, μπορεῖ αὐτοὶ νὰ λυτρωθοῦν.

Στὴν περίπτωση αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ, αὐτὸ ἔγινε ἀμέσως. Στὶς σχέσεις μεταξύ μας καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ πάρει χρόνια, χρόνια ὑπομονετικῆς ἀγάπης, χρόνια κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων θὰ δώσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, ἀλλὰ ἐπίσης θ’ ἀντέχουμε, θ’ ἀντέχουμε ἀτελείωτα, τὰ πιὸ ἀνυπόφορα πράγματα. Καὶ στὸ τέλος μπορεῖ νὰ ὑπάρξει λύτρωση. Μπορεῖ νὰ ὑπάρξει λύτρωση σ’ αὐτὴ τὴ γῆ, μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς προσώπου ποὺ θεωρεῖτο ἀπελπισμένο, πέρα ἀπὸ κάθε βοήθεια, καὶ ποὺ ἀρχίζει ν’ ἀλλάζει, καὶ τότε βλέπουμε ἕνα θαῦμα, καὶ εἴμαστε περιχαρεῖς καὶ ἡ ἐλπίδα γίνεται τέλεια καὶ πραγματική, καὶ ἡ χαρὰ γεμίζει τὴν καρδιά μας.

Ὡστόσο ὑπάρχει ἀκόμη ἕνας ἄλλος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὴ ἡ θυσιαστικὴ ἀγάπη μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπολύτρωση. Ἕνας δυτικὸς θεολόγος κατὰ τὴν περίοδο τοῦ τελευταίου πολέμου, ὅταν τὰ συναισθήματα ἦταν βαθιὰ καὶ ὁ πόνος ἔντονος, εἶπε ὅτι τὰ βάσανα εἶναι τὸ σημεῖο συνάντησης μεταξὺ κακοῦ καὶ ἀνθρωπότητας. Τὰ βάσανα προκαλοῦνται πάντοτε ἀπ’ τὸν ἀνθρώπινο παράγοντα ἀκόμα κι ἂν ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας φεύγει μακριὰ ἀπ’ αὐτὰ καὶ δὲν τὰ ξαλαφρώνει. Καὶ τὰ βάσανα πάντοτε τεμαχίζουν τὴν ψυχὴ ἢ τὸ σῶμα τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ ὅταν συμβαίνει, τὸ θύμα χρειάζεται τὴν θεϊκὴ ἀγάπη γιὰ νὰ συγχωρήσει, καὶ μέσα ἀπὸ τὴ συγχώρηση νὰ ξεκάνει τὸ κακό, καὶ νὰ λυτρώσει ἐκείνους ποὺ ἔχουν κάνει κακό.

Ἂς στρέψουμε τὴ σκέψη μας σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Αὐτὴ ἡ σκέψη δὲν μοῦ ἦρθε ἀπ’ τὸ νοῦ, ἀλλὰ στ’ ἀλήθεια οὔτε μέσα ἀπ’ τὴ ζωή μου ποὺ πάντοτε ὑπῆρξε πολὺ εὔκολη γιὰ μένα ὥστε νὰ μπορῶ νὰ μιλῶ κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. Ὅμως μετὰ τὸν πόλεμο βρέθηκε ἕνα ἔγγραφο σ’ ἕνα ἀπ’ τὰ στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γράφτηκε πάνω σ’ ἕνα σκισμένο κομμάτι τυλιγμένου χαρτιοῦ ἀπὸ ἕναν ἄντρα ποὺ πέθανε σ’ αὐτὸ τὸ στρατόπεδο. Καὶ ἡ οὐσία αὐτοῦ τοῦ μηνύματος ἦταν μιὰ προσευχὴ στὴν ὁποία ἔλεγε, “Κύριε, ὅταν θὰ ἔλθεις ὡς Κριτὴς ἐπὶ τῆς γῆς, μὴν καταδικάσεις τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς ἔχουν κάνει τόσο ἀπάνθρωπα πράγματα. Μὴν τοὺς τιμωρήσεις γιὰ τὴ σκληρότητά τους καὶ γιὰ τὰ βάσανα ποὺ μᾶς προκάλεσαν, γιὰ τὴ βία τους καὶ τὴν ἀπόγνωσή μας, ἀλλὰ παρατήρησε τὸν καρπὸ ποὺ γεννήθηκε μέσα στὴν ὑπομονή, στὴν ταπείνωση, στὴν καρτερία, στὴ συγχώρηση, στὴν πίστη, στὴν ἀλληλεγγύη. Καὶ ἂς μετρήσουν αὐτοὶ οἱ καρποὶ γιὰ τὴν σωτηρία τους. Μὴν ἐπιτρέψεις ἡ μνήμη μας νὰ εἶναι τρόμος γι’ αὐτοὺς στὴν αἰωνιότητα, ἀλλὰ ἂς εἶναι σωτηρία γι’ αὐτούς”.

Αὐτὴ εἶναι ἐπίσης ἡ ἐλπίδα πέρα ἀπὸ τὴν ἐλπίδα. Καὶ συνδέεται γιὰ μένα μὲ αὐτὴ τὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν ἁμαρτωλή, λανθασμένη, τυφλὴ ἀντίληψη ποὺ ἐκφράζεται ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους στὸ σπίτι (τῆς κόρης τοῦ Ἰάειρου). Αὐτοὶ κοροϊδεύουν τὸ Χριστό, ἐπειδὴ ξέρουν ὅτι τὸ παιδὶ εἶναι νεκρό, ἡ ἐλπίδα εἶναι περιττή, πνιγμένη στὴν ἀπόγνωση – καὶ ἡ νίκη τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους ποὺ φαίνεται σ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἀλλὰ ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξαπλωθεῖ μὲ τόσους διαφορετικοὺς τρόπους στὶς προσωπικές μας ζωὲς σὲ ἁπλούστατο ἐπίπεδο, καὶ στὶς πιὸ ἡρωικὲς ζωὲς ἀκόμη.

Ἂς τὸ ἀναλογιστοῦμε λοιπόν, καὶ ἂς ἐπιλέξουμε τὴν ἐλπίδα πέρα ἀπὸ τὴν ἐλπίδα, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη ποὺ κατακτᾶ. Ἀμήν.

6.

Ἡ ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰάειρου

Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)

1. Φορτώνεις τόν πόνο σου στόν Χριστό;

Σήμερα τό Εὐαγγέλιο μᾶς μίλησε γιά δύο πονεμένους ἀνθρώπους. Ἔχει λοιπόν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, γιατί ὅλοι μας στή ζωή μας εἴμαστε ἀρκετά πονεμένοι. Ὁ ἕνας γιατί ὁ θάνατος πῆρε προσφιλή του πόσωπα. Ὁ ἄλλος γιατί μιά ἀρρώστια ἀνίατη κάνει νά ὑποφέρει αὐτός ἤ κάποιος δικός του. Καταλαβαίνουμε τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ἐπειδή καί ἐμεῖς ἔχουμε πονέσει καί γι’ αὐτό τούς κατανοοῦμε.

Οἱ δυό πονεμένοι ἄνθρωποι τοῦ Εὐαγγελίου πλησίασαν τόν Χριστό καί βρῆκαν κοντά του ἔλεος καί βοήθεια. Ἄς δοῦμε καί ἐμεῖς τί πρέπει νά κάνουμε γιά νά ἀφήσουμε τά προβλήματά μας καί τόν πόνο μας ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Στά χέρια του, στά πόδια του, στήν καρδιά του, γιά νά μᾶς ἐλεήσει καί νά μᾶς ἀντιμετωπίσει κατά τήν εὐσπλαγχνία του.

Λέγει τό Εὐαγγέλιο ὅτι πῆγε στόν Χριστό ἕνας μεγάλος ἄρχοντας, ἀρχισυνάγωγος. Ὀνομαζόταν Ἰάειρος. Τοῦ εἶπε:

-Κύριε, ἡ κοπέλλα μου, δώδεκα χρονῶν κοριτσάκι εἶναι ἄρρωστο καί πεθαίνει. Ἔλα στό σπίτι μου, νά κάνεις κάτι νά τήν θεραπεύσεις.

Καί ὁ Χριστός μέ τήν καλωσύνη του, ἀπάντησε:

-Ἔρχομαι. Πᾶμε.

Πρῶτο δίδαγμα. Τί μεγάλο πράγμα εἶναι νά ἐπικαλεῖται κανείς τήν βοήθεια, τό ἔλεος, τήν συμπαράσταση τοῦ Χριστοῦ. Νά ψάχνει νά τόν βρεῖ ἐκεῖ πού εἶναι. Νά τοῦ μιλήσει. Νά τοῦ πεῖ τόν πόνο του. Νά τόν παρακαλέσει. Εἶναι ἡ πιό σωστή σχέση πού μπορεῖ νά δημιουργήσει ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό. Ἐρώτημα:

-Ἐσύ ἀδελφέ μου, ψάχνεις νά τόν βρεῖς τόν Χριστό; Τόν κυνηγᾶς, τόν ἔχεις πάρει ἀπό πίσω; Τοῦ μιλᾶς; Τοῦ ἐκθέτεις τόν πόνο σου; Περιμένεις κάτι;

2. Κράτα γερά τήν πίστη

Ὁ Χριστός ἀπάντησε στόν ἀρχισυνάγωγο: «Πᾶμε». Καί πῆραν τόν δρόμο γιά τό σπίτι του. Ἐκεῖ πού πήγαιναν, μαζεύτηκε τριγύρω κόσμος πολύς καί τόν συνέθλιβαν. Ἔπεφταν πάνω του καί τόν στρίμωγναν. Ὅπως τυχαίνει καμιά φορά νά περπατᾶμε στό δρόμο καί νά εἶναι τόσος κόσμος πού νά μᾶς στριμώγνουν, νά μήν μποροῦμε νά ἀναπνεύσομε.

Ἀνάμεσα στό πλῆθος, ἦταν μιά γυναίκα ἄρρωστη. Ἔπασχε δώδεκα χρόνια ἀπό ἀσθένεια ἀνίατη. Εἶχε καταδαπανήσει τά πάντα στούς γιατρούς, δέν τῆς εἶχε μείνει τίποτε, ἐκτός ἀπό τήν ἀρρώστια της. Καί ἀκούγοντας καί ξέροντας γιά τόν Χριστό, τί εἶναι καί τί ἔκανε, ἔκανε τήν σκέψη: «Αὐτοῦ, ἀρκεῖ νά πάω νά πιάσω τό ροῦχο του, ἴσα νά τό ψηλαφήσω, νά ἀκουμπήσουν τά δάχτυλά μου πάνω στό ροῦχο του καί θά γίνω καλά. Γιατί τί νά τοῦ πῶ; Πῶς νά τό πῶ μπροστά στόν κόσμο αὐτό πού μοῦ συμβαίνει;».

Πῆγε λοιπόν ἡ γυναίκα αὐτή πίσω ἀπό τόν Χριστό καί ἀκούμπησε τό ροῦχο του στήν ἄκρη. Καί ἀκουμπώντας τό ροῦχο του κατάλαβε ὅτι κάτι σταμάτησε. Ὅτι ἔφυγε ἀπό πάνω της ἡ ἀρρώστια. Ἀπό ποῦ τό κατάλαβε; Ἀφοῦ ἔτρεχε τό αἷμα συνεχῶς καί πονοῦσε. Καί τώρα σταμάτησε τό αἷμα καί ἔπαυσε νά πονάει.

Ἀλλά ἐνῶ αὐτή αἰσθανόταν μεγάλη χαρά πού ἔγινε καλά, ἄκουσε τόν Χριστό νά φωνάζει:

-Κάποιος μέ ἀκούμπησε. Κάποιος μέ ἀκούμπησε.

Τοῦ λέει ὁ Πέτρος:

-Χριστέ μου, τί λόγια εἶναι αὐτά; Ὁ κόσμος πέφτει ἐπάνω σου, καί λέμε νά σέ γλυτώσουμε, νά μήν σέ λειώσουν. «Συνθλίβουσί σε». Λές καί εἴμαστε σέ λιοτριβιό. Πού βάζουν τίς ἐληές καί τίς κάνουν λειώμα. Ἔτσι προσπαθοῦμε νά σέ προστατεύσουμε, νά μήν σέ λειώσουν. Καί λές ἐσύ, κάποιος μ’ ἀκούμπησε; Εἶπε ὁ Χριστός:

-Κάποιος μέ ἀκούμπησε. Διαφορετικά μέ ἀκούμπησε. Ἠθελημένα καί μέ σκοπιμότητα μέ ἀκούμπησε.

Κατάλαβε ἡ γυναίκα. Καί ἦλθε μπροστά καί στάθηκε γονατιστή στά πόδια του ἡ αἱμορροοῦσα. Δώδεκα χρόνια αἱμορροοῦσα πού δαπάνησε ὅλα της τά ὑπάρχοντα στούς γιατρούς, χωρίς νά ὠφεληθεῖ καθόλου. Ἦλθε ἔπεσε μπροστά του γονατιστή καί τοῦ εἶπε ὅλη τήν ἀλήθεια. Τότε ὁ Χριστός τῆς εἶπε:

-Θάρσει, ἔχε θάρρος. Μή φοβᾶσαι. Ἡ πίστη σου σέσωκέ σε.

Τί σημαίνουν αὐτά τά λόγια; Σημαίνουν· «καλά περπατᾶς παιδί μου, στό δρόμο τοῦ Θεοῦ εἶσαι. Κράτα γερά τήν πίστη αὐτή πού ἔχεις καί θά φτάσεις στήν αἰώνια ζωή. Ὄχι ἁπλῶς στήν ὑγεία σου».

3. Παχειά λόγια εἶναι ἡ πίστη;

Ἐρώτημα τώρα γιά μᾶς. Πόσα ἔχουμε ἀκούσει γιά τό Χριστό; Σίγουρα περισσότερα ἀπ’ ὅσα εἶχε ἀκούσει ἐκείνη. Καί ξέρουμε ὅτι εἶναι ὁ Θεός τῆς δόξης. Ξέρουμε ὅτι μία σταγόνα ἀπό τό αἷμα του, ἀρκεῖ γιά νά μᾶς καθαρίσει ἀπό κάθε ἁμαρτία. Ξέρουμε ὅτι εἶναι ὁ Παντοδύναμος Θεός. Λοιπόν; Κάθε πόσο πρέπει νά τοῦ πιάνουμε τό ροῦχο, νά τόν ἀγγίζουμε; Ἠθελημένα, μέ ἐλπίδα;

Ποῦ θά πᾶμε νά τόν βροῦμε, γιά νά τόν ἀγγίξουμε;

Ἐδῶ στήν Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία βρίσκεται ὁ Χριστός καί δῶ μέσα μᾶς προσφέρει τό σῶμα του καί τό αἷμα του. Τί λένε οἱ ἱερεῖς; «Κύριε, σέ παρακαλοῦμε, καταξίωσε, καταδέξου, σύ νά κοινωνήσεις ἐμᾶς τούς παπᾶδες. Ἐσύ μόνος σου. Μέ τά δικά σου χέρια. Καί νά μᾶς ἀφήσεις μετά ἐμᾶς, μέ τά δικά μας χέρια νά μεταδώσουμε στόν κόσμο, στό λαό σου, στά παιδιά σου, τό σῶμα σου καί τό αἷμα σου. Γιά τήν σωτηρία ὅλων».

Κάποια φορά ἦταν ἕνας ἄρρωστος ἄνθρωπος, σύρος ἀξιωματοῦχος, πού λεγόταν Νεεμάν. Αὐτός λοιπόν πῆγε στόν προφήτη Ἐλισαῖο καί τόν παρακάλεσε νά τόν κάνει καλά. Νά κάνει κάτι μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Νά τόν κάνει καλά, ἀφοῦ ἀνθρώπινα δέν γινόταν τίποτε. Ὁ Ἐλισαῖος τοῦ εἶπε:

-Πήγαινε καί πλύσου ἑπτά φορές στόν Ἰορδάνη, καί θά γίνεις καλά.

Ἔκανε ὁ Νεεμάν τήν σκέψη: «Καί γιατί νά πάω στόν Ἰορδάνη; Δέν βρίσκω δά καθαρότερο νερό πουθενά; Τά δικά μας ποτάμια, στόν τόπο μου, εἶναι πολύ καλύτερα». Καί ἤθελε νά φύγει ἀγανακτισμένος ἐναντίον τοῦ προφήτη Ἐλισαίου. Πόσες φορές καί ἐμεῖς δέν παθαίνουμε κάτι τό ἀνάλογο; Μᾶς λέει ὁ παπᾶς κάτι γιά τό καλό μας. Γιά τήν σωτηρία μας, γιά τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς μας. Καί τί λέμε; «Μά τί βρῆκε ὁ παπᾶς νά μοῦ πεῖ νά κάνω. Σπουδαῖο πράγμα. Μήπως δέν τό ἤξερα;» Καί θέλουμε νά κάνουμε τό δικό μας.

Λέει στό Νεεμάν ἕνας δοῦλος του, ἕνας ὑπηρέτης του:

-Ἄρχοντά μου, ἄν ὁ προφήτης σοῦ ἔλεγε κάτι μεγάλο πού σέ κατέπλησσε, σοῦ ἔκανε ἐντύπωση, θά τό ἔκανες;

-Ὁπωσδήποτε, λέει ἐκεῖνος.

–Καλά καί ἐπειδή σου εἶπε μία ἁπλή κουβέντα, σοῦ πέφτει λίγη; Ἄλλαξε ἡ οὐσία ὅτι εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ καί προφήτης;

Λόγια ἐντυπωσιακά ψάχνουμε νά βροῦμε στόν Χριστό καί στή θρησκεία; Ἤ τή ζωή τήν ἀληθινή· ἀπό τήν χάρη του καί ἀπό τό ἔλεός του;

Ὅποιος ἔχει μυαλό, μυαλό κατά Θεόν, τοποθετεῖται ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ ὅπως ἐκείνη ἡ αἱμορροοῦσα, πού εἶπε: «πάω νά ἀκουμπήσω τήν ἀκρούλα ἀπό τό ροῦχο του καί ἀρκεῖ». Καί κάνει καί αὐτός τό ἴδιο.

Πῶς τό κάνει;

Λέει:

-Ξύπνησα τό πρωί. Τί εἶναι τό χρέος μου; Νά μιλήσω στό Θεό. «Δόξα σοι Χριστέ μου, πού μέ ἐλέησες καί σηκώθηκα καλά. Καί τώρα νά σέ δοξολογήσω». Ἤ, «Κυριακή σήμερα, ἔχουμε Ἐκκλησία. Πάω καί ἐγώ νά σέ δοξολογήσω, νά ἁπλώσω τό χέρι μου νά σοῦ ἀνάψω ἕνα κεράκι. Νά ἁπλώσω τήν καρδιά μου νά σοῦ πῶ τόν πόνο μου καί νά σέ παρακαλέσω νά ρθεῖς κοντά μου. Νά μέ ἐλεήσεις καί νά μέ βοηθήσεις».

Ἄλλο παράδειγμα. Βρῆκε μιά μέρα ὁ Χριστός ἕναν ἐκ γενετῆς τυφλό. Καί τί ἔκανε; Ἔσκυψε κάτω, ἔφτειαξε λίγη λάσπη καί τοῦ τήν ἔβαλε στά μάτια. Μετά τοῦ λέει:

-Καί τώρα πήγαινε πλύσου στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ.

Ἄν ἔλεγε ὁ στραβός:

-Ἔ, καλά. Λίγο νεράκι χρειάζεται. Γιατί νά πάω τόσο δρόμο μέχρι τήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, γιά νά πλύνω τήν λάσπη ἀπό τά μάτια μου;

Ἄραγε θά γινόταν καλά; Ὄχι! Γιατί δέν θά γινόταν καλά; Γιατί ἔβγαλε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ σκάρτο. Ἐλλειπή. Ὅτι λέει καί μερικά πράγματα περιττά. Καί ἀνόητα. Τό μεγάλο λάθος μας εἶναι, ὅταν ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά βροῦμε τό δίκιο καί τό σωστό μέ τά δικά μας μάτια καί τό δικό μας μυαλό καλύτερα ἀπό ἐκεῖνο πού μᾶς λέει ὁ Θεός. Αὐτό εἶναι τό μεγάλο μας λάθος.

Μίλησε ὁ Θεός; Θεοῦ λόγια εἶναι. Πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι. Γιατί; Γιατί εἶναι ἡ σοφία ἡ ἀληθινή, ἡ δύναμη ἡ ἀληθινή καί ἡ καλωσύνη γιά μᾶς ἡ ἀπέραντη.

4. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Νά ἡ οὐσία

Συνέχισαν τόν δρόμο τους ὁ Χριστός μέ τόν ἀρχισυνάγωγο καί νά ἔρχονται ἄνθρωποι τοῦ ἀρχισυναγώγου καί λένε:

-Μήν ταλαιπωρεῖς τόν διδάσκαλο. Τό κορίτσι πέθανε. Καί ἀφοῦ πέθανε, δέν γίνεται πιά τίποτε.

Τί θά περίμενε κανείς ἐκείνη τήν στιγμή; Νά πεῖ ὁ ἀρχισυνάγωγος:

-Λυποῦμαι Χριστέ μου. Εὐχαριστῶ πού ἦλθες μέχρι ἐδῶ, ἐγώ τώρα τρέχω γιατί ἔχω κηδεία. Ἄντε, καλά νά εἶσαι.

Τοῦ λέει ὁ Χριστός:

-Μή φοβᾶσαι. Μόνο πίστευε. Καί θά σωθεῖ τό κορίτσι. Δέν πέθανε, κοιμᾶται. Καί συνέχισε τόν δρόμο.

Πῆγαν στό σπίτι καί βρῆκαν μαζεμένο ὅλο τό χωριό νά κλαῖνε.

Λέει ὁ Χριστός:

-Μήν κλαῖτε, δέν πέθανε.

Καί ἄρχισαν νά γελᾶνε εἰς βάρος του· οἱ ἄνθρωποι. «Καταγέλων αὐτοῦ». Γιατί τό ξέρανε. Τό παιδί εἶχε πεθάνει.

Ἀλλά ὁ Χριστός δέν ἔδωσε σημασία. Πῆρε τόν πατέρα, τήν μητέρα καί τούς τρεῖς ἀποστόλους Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη, μπῆκαν στόν τόπο πού ἦταν τό φέρετρο, καί ἔβγαλε τόν κόσμο ἔξω. Ἔπειτα, ἔπιασε τό κορίτσι ἀπό τό χεράκι καί τοῦ εἶπε:

-Κορίτσι μου, σήκω.

Τό τράβηξε ἀπό τό χεράκι καί ἡ νεκρή κοπέλλα σηκώθηκε. Γιατί; Γιατί ὁ Χριστός εἶναι Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Τί λέμε στά μνημόσυνα; «Ὁ καί νεκρῶν καί ζώντων τήν ἐξουσίαν ἔχων, ὡς ἀθάνατος Βασιλεύς καί ἀναστάς ἐκ νεκρῶν».

Τό θαῦμα πού ἔκανε τότε ὁ Χριστός, δείχνει ὅτι καί τούς δούλους τοῦ Θεοῦ πού τελοῦμε τά μνημόσυνά τους, ἔχει τήν δύναμη νά τούς ἀναστήσει. Καί θά τούς ἀναστήσει τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας Παρουσίας, πού θά μαζευτοῦμε ὅλοι μαζί στή Βασιλεία του. Αὐτό ἔχει τήν μεγαλύτερη σημασία. Σημασία δέν ἔχει τό «ἐδῶ καί τώρα», «τώρα τό θέλω». Ἀλλά ἡ οὐσία πού εἶναι τό «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν».

Καί ἐπειδή περιμένομε τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν γι’ αὐτό σ’ ὁλόκληρη τή ζωή μας παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς ἐλεήσει.

Εἶναι μεγάλο πράγμα νά μᾶς κάνει καλά ἀπό μία ἀρρώστια τοῦ σώματος. Εἶναι ὅμως πολύ μεγαλύτερο νά μᾶς κάνει καλά ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς ψυχῆς μας. Νά μᾶς θεραπεύει ἀπό τήν ἁμαρτία μέ τήν ἐξομολόγηση καί μέ τήν Θεία Κοινωνία.

Εἶναι ἐντελῶς ἀνόητο, νά μήν πηγαίνει κανείς στό γιατρό, ὅταν εἶναι ἄρρωστος. Καί νά μένει στό σπίτι του νά ἀργοπεθαίνει, ἐνῶ μποροῦσε νά γίνει εὔκολα καλά.

Κατά τόν ἴδιο τρόπο εἶναι πολύ πιό ἀνόητος ὁ ἄνθρωπος πού διαπιστώνει ὅτι ἔχει αἰτίες (καί ποιός δέν ἔχει;) νά χάσει τήν αἰώνια ζωή, ἐξ’ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του καί δέν πηγαίνει στήν Ἐκκλησία νά παρακαλέσει τόν Θεό. Καί δέν πηγαίνει στόν παπᾶ νά ἐξομολογηθεῖ καί δέν πηγαίνει νά κοινωνήσει.

5. Γιατί ἀφήνεις τήν πίστη σου νά βουλιάζει;

Δύο μεγάλα θαύματα ἔκανε ὁ Χριστός, γιά νά μᾶς τονίσει τό ἴδιο πράγμα. Δώδεκα χρόνια ἄρρωστη μία γυναίκα, ἔγινε καλά. Σωματικά καί ψυχικά. Δώδεκα χρονῶν τό μικρό παιδί πού πέθανε καί τό ἀνάστησε ὁ Χριστός. Τίποτε δέν εἶναι δύσκολο καί ἀδύνατον γι’ αὐτόν. Τό ἐρώτημα εἶναι: Ἐσύ ἀδελφέ, καλλιεργεῖς τόν ἑαυτό σου νά πιστεύεις στόν Χριστό; Καλλιεργεῖς τόν ἑαυτό σου νά ἔχεις ἀπέραντη ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό; Βαθειά πίστη στόν Χριστό;

Εἶπε ὁ Χριστός στήν αἱμορροοῦσα:

-Ἡ πίστη σου σέσωκέ σε. Μπράβο γιά τήν πίστη σου. Κράτα την ἔτσι καί προχώρα.

Πῶς θά προχωρήσουμε ἐμεῖς;

Ἐγώ δέν ἔχω τόση πίστη, θά πεῖ ὁ καθένας μας. Τί νά κάνουμε; Ἄς θυμηθοῦμε ἕνα ἄλλο θαῦμα. Ὁ Χριστός περπατᾶ πάνω στά κύματα, μία μέρα πού εἶχε φουρτούνα. Μέσα στό καραβάκι, ἦταν οἱ ἀπόστολοι. Τόν βλέπουν. Βλέπει ὁ Πέτρος τόν Χριστό νά περπατάει στά κύματα καί τοῦ λέει:

-Κύριε, σύ εἶσαι; Πές νά κατεβῶ καί ἐγώ καί νά περπατήσω πάνω στά κύματα. Μέ τήν δική σου δύναμη καί μέ τό δικό σου θέλημα.

Τοῦ εἶπε ὁ Χριστός:

-Κατέβα παιδί μου καί περπᾶτα.

Κατέβηκε ὁ Πέτρος καί περπατοῦσε πάνω στά κύματα. Ἀλλά μιά στιγμή εἶδε ὅτι τά κύματα ἦταν πιό μεγάλα ἀπό ὅτι τά ὑπολόγιζε καί φοβήθηκε. Ξέχασε πόσο μεγάλος ἦταν ὁ Χριστός καί ἔβαλε στό νοῦ του πόσο μεγάλα ἦταν τά κύματα. Καί κείνη τήν στιγμή ἄρχισε νά βουλιάζει. Ἅπλωσε τό χέρι του ὁ Πανάγαθος Κύριος τόν ἔπιασε καί τοῦ εἶπε:

-Γιατί δίστασες ὀλιγόπιστε; Γιατί ἄφησες τήν πίστη σου νά πάει πρός τά κάτω; Νά βουλιάξει;

Ἡ πίστη του βούλιαξε ἐκείνη τήν στιγμή, ὄχι ὁ ἴδιος. Ἐκεῖνον τόν ἔπιασε ὁ Χριστός. Ἡ πίστη του βούλιαξε. Γιατί ἀφήνεις τήν πίστη σου νά βουλιάζει; Κράτα τήν πίστη σου γερά. Καί ἀνέβαζέ την λίγο παραπάνω. Κάνε την λίγο πιό δυνατή. Πῶς τήν κάνουμε τήν πίστη μας πιό δυνατή; Νά ποῦμε τόν ἁπλούστερο τρόπο;

Νά πῶ τήν Κυριακή τό πρωί: «Κυριακή σήμερα. Πάω στήν Ἐκκλησία. Μά εἶμαι κουρασμένος. Θά μέ ξεκουράσει ὁ Θεός. Θά μέ ξεκουράσει ὁ Χριστός μέ τήν δύναμή του». Τό λέμε;

Δεύτερον: «Εἶναι Παρασκευή σήμερα. Καί εἶμαι πεινασμένος καί διψασμένος. Ἔ, δέν χάθηκε ὁ κόσμος. Θά φάω λίγο ἀρτύσιμο φαγητό».

Γιατί δέν λές καλύτερα, ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι πιό δυνατό, καί θά σέ κρατήσει πιό γερά ἀπ’ ὅτι πέντε θερμίδες ἀπό ἕνα κοματάκι τυρί; Καί ἀπό κανά μεζεδάκι καί ἀπό λίγο λαδάκι καί ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο; Κάνε μιά τέτοια κουβέντα στόν ἑαυτό σου.

Τρίτον: Ἦλθε ἡ ὥρα γιά προσευχή καί σύ λές: «Νά ἀρχίσω τώρα προσευχή; Κουρασμένος εἶμαι. Ἄς κάνω στά γρήγορα ἕνα Σταυρό καί ξέμπλεξα».

Ψιλικατζῆς ἔγινες! Τόσο δειλός εἶσαι καί φοβᾶσαι; Κάνε ἕνα προσκύνημα στό Θεό τῆς δόξης. Βάλε τό κεφάλι σου λιγάκι κάτω στή γῆ καί παρακάλεσέ τον: «Ἔλα Χριστέ μου, ἀδύναμος εἶμαι, ταπεινός εἶμαι, μικρός εἶμαι. Τό ξέρω ἐγώ πόσο μικρός εἶμαι. Προσπαθῶ νά καταλάβω πόσο μεγάλος εἶσαι σύ. Βοήθα με. Κράτα με. Φώτισέ με. Δυνάμωσέ με Θεέ μου».

Πῶς θά τόν παρακαλέσεις ἄν δέν κουραστεῖς λίγο; Καί πῶς θά ρθεῖ κοντά σου, ἄν δέν τόν παρακαλέσεις, μέ θέρμη, μέ καρδιά, δείχνοντάς του ὅτι τόν ἔχεις Πατέρα, θησαυρό.

Ἄς παρακολουθήσουμε αὐτά τά μηνύματα καί τά νοήματα πού μέσα ἀπό τό ἅγιο Εὐαγγέλιό του, μᾶς δίδει ὁ Κύριος γιά τήν σωτηρία μας. Ἀμήν.-

διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στό Μεγαδένδρο τίς 9/11/2003