1.

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

Ἕνα θαῦμα μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Στὴ λίμνη τῆς Γενησσαρὲτ ὁ Χριστὸς προσκαλεῖ τοὺς ἁπλοϊκοὺς ψαράδες στὸ ὑψηλὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Κάνει ἕνα θαῦμα χωρὶς νὰ τὸ περιμένουν καί ἔτσι πιάνουν στὰ δίχτυα τους «πλῆθος ἰχθύων πολὺ» τόσο πολὺ ὥστε τοὺς κυρίευσε θαυμασμὸς καὶ φόβος «θάμβος περιέσχε ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων». Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀπευθύνεται ἐπιβλητικὸς πρὸς τὸν Πέτρο. «Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσει ζωγρῶν» Μὴ φοβᾶσαι· ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς δὲν θὰ ψαρεύεις ψάρια ἀλλὰ θὰ κερδίζεις ἀνθρώπους γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. M’αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς ἀνοίγει σήμερα στὸ βαθύτερο πνευματικὸ μήνυμα αὐτοῦ τοῦ θαύματος ποὺ ἀσφαλῶς δὲν ἔγινε γιὰ νὰ προκαλέσει κατάπληξη, ἀπορία καὶ θαυμασμὸ ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς φανερώσει τὴν δύναμη καὶ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὸ ἔργο τῶν Ἀποστόλων.

Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ποὺ διέδωσαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ κηρύττει μέχρι σήμερα ἡ Ἐκκλησία στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης δὲν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινο ἀλλὰ θεϊκὸ στὸ ὁποῖο κάθε «κεκλημένος» Ἀπόστολος, ὁμολογητής, εὐαγγελιστής, κήρυκας, ἱεραπόστολος καὶ ἁπλὸς πιστὸς εἶναι «μέσο» τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνα ὄργανο τῆς Θείας Πρόνοιας μέσα στὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Γι’ αὐτὸ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «μυστηριωδῶς καὶ πολυτρόπως» ἑλκύει τοὺς ἀνθρώπους καὶ καρποφορεῖ μυστικὰ στὶς ψυχές τους.

Ὅλοι πρέπει νὰ ἔχουμε βαθιὰ συνείδηση ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι «ὁ ἐν ἠμῖν ἐνεργῶν» μέσα ἀπὸ τὴν δική μας ἀνθρώπινη ἀδυναμία τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων μας. Ἄλλωστε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει «τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἶνα κατασχύνει τὰ ἰσχυρὰ» φανερώνοντας μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅτι, μέσα ἀπὸ τὴν δική μας ἀδυναμία καὶ μικρότητα τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι σταθερὰ δεδομένα. Αὐτὴ ἡ δύναμη ἔκανε τοὺς ψαράδες νὰ ἀφήσουν τὰ πάντα καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸ Χριστό.«Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμο ἡ πἰστις ἡμῶν».

Σήμερα γινόμαστε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ μάρτυρες τῆς συγκλονιστικῆς αὐτῆς ἀλήθειας. Λαοὶ καὶ πολιτισμοὶ ἦρθαν καὶ πέρασαν. Πολιτικές ἰδεολογίες καὶ οἰκονομικοκοινωνικὰ συστήματα κατέρρευσαν σὰν χάρτινοι πύργοι. Ἰσχυροὶ τῆς γῆς καὶ κράτη ἔσβησαν καὶ ἐξαφανίσθηκαν ἀπὸ τὸν παγκόσμιο χάρτη, ἐνῷ ἐκεῖνο ποὺ παραμένει δύο χιλιάδες χρόνια τώρα εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γιατί «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Μέσα στὰ σκοτάδια, τὴν ἀκαταστασία καὶ τὴν χαώδη σύγχυση τῶν ταραγμένων καιρῶν μας, ἡ Ἐκκλησία ὡς μυστήριο τῆς σωτηρίας μας, δηλαδή τῆς παρουσίας καὶ τῆς ἐνέργειας τοῦ Χριστοῦ μαζί μας μέσα στοὺς αἰῶνες, ποτισμένη μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων καὶ διακηρυγμένη μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων θὰ εἶναι πάντοτε ἀπόδειξη τῆς σοφίας καὶ τῆς δύναμης τοῦ Θεοῦ, καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μιὰ ἀλήθεια τὴν ὁποία δυστυχῶς οἱ ἄδιάφοροι ἀγνοοῦν, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς πολλὲς φορὲς ξεχνᾶμε, ὅταν κάθε φορά ἀπὸ ὀλιγοπιστία καὶ φόβο ἀγωνιζόμαστε καὶ ἀγωνιοῦμε μήπως χαθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Μήπως διαλυθεῖ εἴτε ἀπὸ τὰ σφάλματα καὶ τὶς παραλείψεις μας εἴτε ἀπὸ τὶς ὀργανωμένες ἐπιθέσεις ἐναντίον Της ἀπὸ τὶς ἀντίθετες δυνάμεις τοῦ «σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου».

Ὁ ὁλονύκτιος καὶ ἐξαντλητικὸς ἀλλὰ δυστυχῶς μάταιος καὶ ἄκαρπος ἀγῶνας τῶν ψαράδων τῆς λίμνης τῆς Γεννησαρὲτ ἀποκαλύπτει τὴν κραυγαλέα ἀδυναμία νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος αὐτὸς μόνος του, στηριζόμενος στὰ δικὰ του ἀνθρώπινα μέσα. Ἀλλὰ καὶ ἡ προτίμηση τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἁλιεῖς δηλαδὴ σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους νὰ συνεργασθεῖ μαζί τους σ ἕνα τέτοιο ἱερὸ ἔργο ἀποδεικνύει τὴν δύναμη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν μποροῦν νὰ χρεωθοῦν τὸ μέγεθος τοῦ ἔργου ποὺ ἔγινε καθὼς οἱ ἴδιοι δὲν μετροῦσαν κοινωνικά.

Μόνο μὲ τὴν θαυμαστὴ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ἱστορία καὶ τὴν προσωπική μας ζωὴ μπορεῖ νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ μεταμορφωθεῖ ὁ κόσμος, μιὰ πραγματικότητα ποὺ ζοῦμε στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας γιατί μακριὰ καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν χαρισματικὸ χῶρο της κάθε ἐλπίδα γιὰ ἀληθινὴ ἀλλαγὴ καὶ εὐτυχία παραμένει μιὰ οὐτοπία καὶ ἀπάτη. «Ἀπὸ τοῦ νῦν ἔση ζωγρῶν» εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἐπιτυχία τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καρπὸς τῆς χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ καλεῖ ὅλους ἐμᾶς γιὰ νὰ μᾶς κάνει Σῶμα Χριστοῦ και κληρονόμους τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν.

2.

Ἡ ἁλίευση τῶν ψυχῶν

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)

Κάποιοι ψαράδες χρειάστηκε κάποτε νὰ μεταφέρουν τὸν ἅγιο Διονύσιο μαζὶ μὲ ἄλλους κληρικοὺς σὲ νησάκι ποὺ βρίσκεται βόρεια τῆς Ζακύνθου. Ἐπειδὴ ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὰ δίχτυα τους εἶχαν μείνει ἄδεια, τὸ ἀπέδωσαν -ὅπως δυστυχῶς συνηθίζουν πολλοὶ κατ’ ὄνομα «χριστιανοί» μας- στὴν παρουσία τῶν ἱερωμένων καὶ ἄρχισαν νὰ μεμψιμοιροῦν ἐναντίον τους. Τότε ὁ Ἅγιος μακροθυμώντας, ἀφοῦ εὐλόγησε τὰ δίχτυα τοuς, τοὺς εἶπε νὰ τὰ ρίξουν σὲ σημεῖο ὅπου ποτὲ πρὶν δὲν εἶχαν πιάσει τίποτε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κινδυνέψουν τὰ δίχτυά τους νὰ σχιστοῦν ἀπὸ τὰ πολλὰ ψάρια.

Ποῦ καὶ πότε μᾶς συναντᾶ;

Οἱ ἐπίσης ἀπογοητευμένοι ψαράδες, ποὺ συνάντησε ὁ Χριστὸς στὴ λίμνη Γεννησαρὲτ μετὰ ἀπὸ μία νύχτα μὲ ἄδεια δίχτυα, ὄχι μόνο δὲν ἦταν προληπτικοὶ ἀπέναντι σὲ ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πρόθυμα τοῦ παραχώρησαν τὴ βάρκα τοuς, γιὰ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ μιλήσει στὸ μαζεμένο πλῆθος. Καὶ ὁ Χριστός, κατὰ τὸν ἅγιο Θεοφύλακτο, τοὺς «πλήρωσε» μὲ τὸ παραπάνω γιὰ τὴ μικρὴ ἐξυπηρέτηση: ὄχι ἁπλῶς τοὺς χάρισε τόσο πλῆθος ψαριῶν, ὥστε νὰ κινδυνέψουν νὰ βυθιστοῦν οἱ βάρκες τους, ἀλλὰ τοὺς ἔκανε τὴν ὑψηλὴ κλήση νὰ ἀλλάξουν ἀντικείμενο ἁλιείας καὶ ἀντὶ γιὰ ψάρια νὰ «ψαρεύουν» ἀνθρώπους.

Τὸ πολὺ λιτὸ σκηνικό τῆς κλήσης τῶν πρώτων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται νὰ μᾶς συναντήσει, χωρὶς νὰ ἀπαιτεῖ ἐξωτερικὲς πολυτέλειες. Δὲν ἐπιθυμεῖ οὔτε ἐξέδρες μὲ δάφνες καὶ φοίνικες, οὔτε φιλαρμονικὲς καὶ μεγάφωνα. Μᾶς συναντάει ἀθόρυβα στὴν καθημερινότητά μας, στὴν ὥρα τοῦ μόχθου καὶ τοῦ ἱδρώτα μας γιὰ τὸν ἐπιούσιο. Καὶ μέσα σ’ αὐτὴ τὴν καθημερινότητα ἀγωνιᾶ νὰ δεῖ ἂν ἀληθινὰ τὸν περιμένουμε κι ἐμεῖς. Περιμένει νὰ δεῖ ἂν ἔχουμε τὴν -κατὰ τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη- στοιχειώδη «ἐπιτηδειότητα φωτοληψίας», γιὰ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουμε.

Ἡ ὑψηλὴ κλήση

Οἱ ψαράδες τῆς Ζακύνθου πιθανὸν δὲν εἶχαν τέτοιες προσδοκίες μέσα στὴ φτώχεια τους· φτώχεια τῆς καρδιᾶς μᾶλλον παρὰ τῆς τσέπης τους. Κατὰ τὸν π. Ἀλέξανδρο Σμέμαν, αἰσθάνονταν πρὸς τοὺς κληρικούς, «ὅ,τι καὶ πρoς τὰ νεκροταφεῖα: Εἶναι ἱερά, βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ προκαλοῦν φόβο»· σαφῶς καὶ κακοτυχίες. Ἀντίθετα, oι ψαράδες τῆς Γεννησαρέτ, πρὶν συναντήσουν τὸν Χριστό, εἶχαν συνεχῆ ἔγνοια τους πότε θὰ ἔρθει, ποιὸς θὰ εἶναι καὶ πῶς θὰ τὸν ἀναγνωρίσουν. Γι’ αὐτὸ εἶχαν γίνει πιστοὶ μαθητὲς τοῦ Προδρόμου του, ἁγίου Ἰωάννη. Ἔτσι, ὅταν τὸν κατάλαβαν ἀπὸ τὸ θαῦμα ποὺ ἐπιτέλεσε, ἔστω κι ἂν τὸ φῶς του τοὺς ἀποκάλυψε ἐντονότερα τὴν ἁμαρτωλότητα τoυς -ὅπως ἰδιαίτερα φάνηκε ἀπὸ τὴν ἀντίδραση τοῦ Πέτρου-, ὄχι μόνο δὲν τὸν ἀποστράφηκαν, ἀλλὰ «ἀφέντες πάντα» (ὅλα τὰ ἄφησαν), ἀνταποκρίθηκαν πρόθυμα στὸ κάλεσμά του καὶ τὸν ἀκολούθησαν.

Μὲ αὐτὰ «τὰ ἁλιευτικὰ ἐπιτηδεύματα ὁ Χριστὸς ἁλίευσε τοὺς πρώτους μαθητές του», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, δείχνοντας ὅτι «ἡ κτίση ὑπακούει στὰ θεοπρεπέστατα νεύματά του». Αὐτὸ ὅμως ἰσχύει ἀπροϋπόθετα μόνο γιὰ τὴν ἄλογη κτίση. Ἡ λογικὴ κτίση, τὰ λογικὰ «ψάρια» ποὺ καλοῦνται νὰ ψαρέψουν oἱ ἁλιευθέντες ἀπὸ τὸν Χριστὸ ψαράδες, δὲν εἶναι δεδομένο ὅτι θὰ ὑπάκουνε σ’ αὐτούς. Ἂν «τοῦ ψαρᾶ τὸ πιάτο λίγες φορὲς εἶναι γεμάτο», μᾶλλον πιὸ σπάνια oἱ ἁλιεῖς ἀνθρώπων θὰ βλέπουν «ψάρια» στὰ δίχτυά τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦμα, ὥστε -κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο- νὰ τοὺς ἐνθαρρύνει ὅτι «πάντῃ τε καὶ πάvτως» δὲν θὰ εἶναι «ἄμισθος ὁ πόνος αὐτῶν οὔτε ἄκαρπος ἡ σπουδή», ὅταν θὰ ρίχνουν τὰ δίχτυα «τῆς εὐαγγελικῆς μυσταγωγίας».

Ἄλογοι καὶ λογικοὶ «ἰχθύες»

Ἡ ὑπακοὴ τῶν λογικῶν «ἰχθύων» δὲν εἶναι δεδομένη γιὰ δύο κυρίως λόγους: Ἀφενὸς ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τους· μία ἐλευθέρια ποὺ συχνὰ τὴν ἀχρηστεύει τὸ βόλεμά τους στὸν βυθὸ τῆς πλάνης. Καὶ ἀφετέρου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἱκανότητα τῶν «ἁλιέων» νὰ πείθουν τoὺς ἀλιευόμενους ὅτι δὲν θὰ καταλήξουν σὲ τηγάνι, ἀλλὰ σὲ «ὕδωρ ἁλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον». Σίγουρα δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο, «ἰχθύες» ποὺ ἔχουν συνηθίσει τὸ σκοτάδι τοῦ βυθοῦ νὰ πιστέψουν στὸ Φῶς τῆς αἰώvιας ζωῆς. Ἀκόμη καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ δεινοῦ «ἁλιέως» ἀποστόλου Παύλου εἶχε ἀπογοητευτικὰ ἀποτελέσματα στὴν Ἀθήνα: «οἱ μὲν ἐχλεύαζον· οἱ δὲ εἶπον, ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου» (Πράξ. 17,32).

Φυσικὰ καὶ σήμερα τὶς ἴδιες -ἂν ὄχι μεγαλύτερες- ἀπογοητεύσεις δοκιμάζουν οἱ «ἁλιεῖς» τῆς Ἐκκλησίας. Πολὺ εὔστοχα τὸ εἶπε ὁ voμπελίστας πoιητὴς Ἔλιοτ: «Γιατί οἱ ἄνθρωποι τὴν Ἐκκλησία θὰ ἀγαποῦσαν; Toύς μιλάει γιὰ ζωὴ καὶ γιὰ θάνατο, πράγματα ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ ξεχνοῦσαν». Ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι αὐτὰ τὰ πράγματα παραλίγο νὰ ξεχάσουν καὶ οἱ πρῶτοι «ἁλιεῖς» τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἡ πίστη τους δοκιμάστηκε σκληρὰ μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη. Τότε οἱ μαθητές, ὅπως ὑπέροχα τὸ περιγράφει τὸ ἑωθινὸ δοξαστικό, γεμάτοι ἀθυμία καὶ ἀπογοήτευση ἀπὸ τὸν χωρισμὸ τοῦ Χριστοῦ ξαναγύρισαν στὴν παλιά τους τέχνη· «καὶ πάλιν πλοῖα καὶ δίκτυα καὶ ἄγρα οὐδαμοῦ». Ὁ Χριστὸς ὅμως ἐμφανίστηκε· καὶ ὄχι μόνο τοὺς βεβαίωσε γιὰ τὴν Ἀνάστασή του, ἀλλὰ μὲ μία δεύτερη θαυμαστὴ ἁλιεία τοὺς χάρισε «δεῖπνον ξένον», ξαναθυμίζοντας τὴν κλήση τους νὰ γίνουν «ἁλιεῖς ἀνθρώπων».

Ἐμεῖς, ὡς λογικοὶ «ἰχθύες», ἂς μὴν τοὺς ἀπογοητεύουμε ξαναγυρίζοντας στοὺς βυθοὺς τῶν παθῶν μας, ἀλλὰ ἂς τοὺς καλοῦμε μὲ τὰ λόγια τοῦ ὑμνωδοῦ: «Οἱ τοὺς βροτοὺς σαγηvεύσαvτες τῇ τοῦ Λόγου σαγήνῃ ἐκ βυθοῦ ἀγνωσίας, κἀμὲ διασώσατε κλυδωνιζόμενον καὶ βεβυθισμένον ἀμέτροις πταίσμασι».

3.

Τὸ θεῖο προσκλητήριο

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

Οἱ εὐαγγελικὲς περικοπὲς ποὺ ὅρισε ἡ Ἐκκλησία μας νὰ διαβάζονται στὴ θεία Λειτουργία ἀπὸ τὰ τέλη Σεπτεμβρίου, καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴ δεύτερη Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μέχρι τὰ Χριστούγεννα, εἶναι παρμένες ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ. Ἡ πρώτη αὐτῆς τῆς σειρᾶς περιέχει τὴν κλήση τῶν πρώτων τεσσάρων μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ στὸ ἀποστολικὸ ἔργο, τοῦ Πέτρου, Ἀνδρέα, Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ διηγοῦνται ὅλοι οἱ εὐαγγελιστές. Ὁ Λουκᾶς ἀφηγεῖται συγχρόνως καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ ψάρεμα ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς παραπάνω μαθητὲς κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Ἰησοῦ, ψάρεμα τὸ ὁποῖο προκάλεσε «θάμβος» στὸν Πέτρο καὶ τοὺς συντρόφους του καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν παράκληση – ὁμολογία: «Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλὸς εἰμι, Κύριε».

Ἐὰν διηγοῦνται οἱ ἱεροὶ εὐαγγελιστὲς τὸ προσκλητήριο ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Χριστὸς στοὺς τέσσερις ψαράδες νὰ γίνουν μαθητές του, δὲν εἶναι γιατί ἐνδιαφέρονται νὰ μᾶς περιγράψουν σὰν ἱστορικοὶ τὸ ξεκίνημα τοῦ Μεσσία στὸ ἐπὶ γῆς ἔργο του καὶ τὴ στρατολόγηση τῶν συνεργατῶν του – ἀλλὰ γιατί στὸν τρόπο ποὺ δέχτηκαν οἱ τέσσερις ψαράδες τὴν πρόσκληση καὶ ἀνταποκρίθηκαν ἀμέσως σ’ αὐτὴν βλέπουν τὸ τυπικὸ παράδειγμα καὶ πρότυπο γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ δέχεται ὁ ἄνθρωπος τὸ θεῖο κάλεσμα. Μὲ αὐτὸ τὸ πρίσμα βλέποντας τὴ διήγησή μας μποροῦμε νὰ σταματήσουμε στὰ ἀκόλουθα σημεῖα.

Πρῶτα-πρῶτα πρέπει νὰ προσέξουμε ὅτι τὸ προσκλητήριο ἀπευθύνεται στοὺς τέσσερις ὑποψηφίους ἀποστόλους τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ αὐτοὶ βρίσκονταν στὶς ἐργασίες τους. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ σκέψη ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὴ ζωὴ γιὰ νὰ τὸν συναντήσει ὁ Θεός. Τέτοια φυγὴ διδάσκουν ὁρισμένα φιλοσοφικὰ συστήματα ποὺ εἶναι διαποτισμένα μὲ τὴν ἀντίληψη ὅτι ὁ κόσμος καὶ ἡ ὕλη εἶναι ἐκ φύσεως κακὰ στοιχεῖα καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ βρεῖ τὴ σωτηρία του πρέπει νὰ φύγει μακριὰ ἀπ’ αὐτά. Κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή, ὁ κόσμος παρ’ ὅλη τὴ φθορὰ καὶ τὴν πτώση του στὸ κακὸ καὶ στὴν ἁμαρτία εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ· κι ὁ Θεὸς μὲ δική του πρωτοβουλία συναντᾶ τὸν ἄνθρωπο μέσα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, μέσα στὴν κοινωνία, μέσα στὴν ἐργασία γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει τὴ σωτηρία.

Τὸ προσκλητήριο γιὰ ἄλλους ἤδη σήμανε, γιὰ ἄλλους θὰ σημάνει ὁπωσδήποτε κάποτε: Θὰ εἶναι ἕνα συναρπαστικὸ κήρυγμα; Θὰ εἶναι ἕνα συγκλονιστικὸ βίωμα; Θὰ εἶναι μία ξαφνικὴ ἀφύπνιση ἀπὸ τὸ λήθαργο τῆς ἀδιαφορίας; Θὰ εἶναι ἡ πρόσκληση τοῦ ἱερέα; Θὰ εἶναι κάτι ἄλλο; Ὁ Θεὸς γνωρίζει πολλοὺς τρόπους γιὰ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ πλάσμα του καὶ νὰ τὸ σώζει. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος νὰ βρεῖ τὸν Θεό, ἀλλὰ εἶναι ἡ φανέρωση τῶν ἐνεργειῶν ποὺ κάνει ὁ Θεὸς μέσα στὴν ἱστορία γιὰ νὰ συναντήσει καὶ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ ποὺ ἡ σπουδαιότερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ σάρκωση, ἡ σταύρωση καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Ἕνα δεύτερο σημεῖο ποὺ θέλει νὰ τονίσει ἡ διήγηση εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ προθυμία ὑπακοῆς στὰ λόγια του. Ἀποτέλεσμα τῆς ἐμπιστοσύνης καὶ προθυμίας τῶν τεσσάρων προσώπων τῆς διηγήσεώς μας ὑπῆρξε ἡ θαυματουργικὴ ἁλιεία. Τὸ θαῦμα βέβαια αὐτὸ δὲν τὸ κάνει ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσει τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους στὴ λίμνη Γεννησαρέτ, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξει προκαταβολικὰ πόσους καρποὺς θὰ ἀποφέρει ἡ ὑπακοή τους στὸ πρόσταγμά του καὶ ἡ ὁλοπρόθυμη ἀφοσίωσή τους σ’ αὐτό. Πραγματικά, ἡ ἁλιεία τῆς οἰκουμένης ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἀργότερα δὲν ὑπῆρξε λιγότερο ἐκπληκτικὴ καὶ θαυματουργική. Γιατί δὲν κοπίασαν μόνοι τους ἀλλὰ μὲ συμπαραστάτη τὸν Χριστὸ καὶ καθοδηγητὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἕνα τρίτο σημεῖο ποὺ δὲν πρέπει νὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς μας εἶναι ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου ὅτι εἶναι «ἀνὴρ ἁμαρτωλός». Τὸ θάμβος τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ θαύματός του τὸν ὁδηγεῖ στὴ συναίσθηση τῆς μηδαμινότητας καὶ τῆς γύμνιας του. Νὰ τὸ πρῶτο βῆμα γι’ νὰ συναντήσει κανεὶς τὸν Θεό. Ἡ ὑψηλὴ ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἡ οἴηση, δημιουργεῖ ἕνα τεῖχος ποὺ ἐμποδίζει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἀγγίσει. Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας κάνει πιὸ ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη τῆς παρουσίας καὶ ἐνέργειας τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ.

Ἕνα μήνυμα ἀφυπνίσεως μᾶς ἀπευθύνει ἡ σημερινὴ διήγηση. Νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας, νὰ δεχτοῦμε μὲ ἐμπιστοσύνη τὸ θεῖο κάλεσμα, νὰ ἀκολουθήσουμε ἀμέσως τὸν Χριστό, ὁπουδήποτε κι ἂν βρισκόμαστε, μέσα στὴ ζωή, μέσα στὴν ἐκτέλεση τοῦ καθήκοντος καὶ τῆς ἐργασίας μας. Καὶ τὸ θαῦμα θὰ ἀκολουθήσει ἀμέσως· ἂς μὴν περιμένουμε νὰ προηγηθεῖ γιὰ νὰ πεισθοῦμε.

4.

Η θαυμαστή αλιεία [Λουκ. ε΄ 1-11]

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

ΠΙΣΤΗ, ΥΠΑΚΟΗ, ΚΑΠΟΦΟΡΙΑ: Ο Κύριος, στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, ζήτησε από τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτυα τους, διότι μέσα από το θαύμα που θα ακολουθούσε ήθελε να διδάξει μεγάλες αλήθειες σ΄αυτούς, που σε λίγο θα καλούσε να σαγηνεύουν στα πνευματικά τους δίχτυα την οικουμένη. Το θαύμα, τύπος της πνευματικής αλιείας τους, έπρεπε να το θυμούνται οι Απόστολοι όταν, αργότερα, στο έργο τους θα συναντούσαν δυσκολίες και απογοητεύσεις, συναισθανόμενοι ότι στην πνευματική τους διακονία άδεια θα ήταν τα δίχτυα χωρίς την ευλογία Του, γεμάτα όταν τα ευλογούσε ο Χριστός. Έπρεπε ακόμη να καταλάβουν οι μαθητές ότι για καρποφορία έργων, θα έπρεπε να έχουν υπακοή στα προστάγματα του Κυρίου. Και να μην υπολογίζουν κόπο και θυσίες. Η περικοπή αποτελεί ακόμη υπόδειγμα πίστης απέναντι στο Χριστό. Πίστη δεν είναι απλά μια παραδοχή ύπαρξης του Θεού. Τέτοια πίστη έχουν και οι δαίμονες. Πίστη είναι η εμπιστοσύνη στον Άγιο Τριαδικό Θεό η οποία ενεργοποιεί τον άνθρωπο αναλόγως [Α. Νικόλαος Βελιμίροβιτς]. ‘Ετσι, η ζωσα πίστη οδηγεί στα ανάλογα έργα, που συνδέονται άμεσα με την υπακοή του ανθρώπου στο θείο θέλημα. Τέτοια εμπιστοσύνη και υπακοή έδειξε ο Πέτρος στον Κύριο, απαντώντας Του: “επειδή το λες εσύ, θα ρίξω το δίχτυ”. Έτσι έγινε η θαυμαστή αλιεία και αξιώθηκε ο Πέτρος να ακούσει το “από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών”, που δείχνει ότι ο Κύριος τον εμπιστεύτηκε καθιστώντας τον μαθητή και Απόστολό Του! Η εμπιστοσύνη είναι άνοιγμα της ψυχής για να εισρεύσει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, η “νεύσις” που λέει ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, το “ναι” του ανθρώπου στο Θεό, που οδηγεί στη θέωση. Όμως χρειάζεται διάκριση για να δούμε σε ποιον κάνουμε υπακοή. Διότι υπακοή που μας απομακρύνει από Εκείνον, είναι κακή υπακοή. Κακή υπακοή έκανε η Εύα στο διάβολο και ο Αδάμ στην Εύα και επήλθε η πτώση και ο θάνατος! Τετοια υπακοή κάνουν ακόμη πλανεμένοι και αιρετικοί σε “φωτισμένους” αρχηγούς και μένουν έξω του “νυμφώνος”. Συνεπώς, μακάριος ο ευρών απλανή οδηγό, άνθρωπο πνευματικό, που πρώτα “θεραπεύτηκε ο ίδιος από τα πάθη, βρίσκεται στη θέωση ή τουλάχιστον στην κατάσταση του φωτισμού, έχει την αδιάλειπτη καρδιακή προσευχή και έχει πάνω του αισθητή την παρουσία του Αγίου Πνεύματος” [Νικόλαος Βελιμίροβιτς]. Σε τέτοιο πνευματικό, φίλο του Κυρίου, αν κανεί υπακοή, και δι’ αυτού στο Θεό, θα δει θαυμαστά στη ζωή του, και προπάντων το θαύμα της θεραπείας της ύπαρξής του, την κάθαρση, δηλαδή, το φωτισμό και τη θέωση, το “καθ’ ομοίωσιν”, τελικό, εφικτό στόχο ζωής του ανθρώπου. Χωρίς πίστη, ο άνθρωπος μένει μόνος, έρμαιο περιστάσεων και πειρασμών, ενώ δεν έχει πυξίδα-προσαντολισμό στη ζωή του, μα ούτε και άγκυρα-στήριγμα. Πίστη είναι η βεβαιότητα ότι ο Χριστός είναι ο Θεάνθρωπος Σωτήρας μας, ο φίλος και αδελφός μας. Χωρίς πάλι απλότητα καρδιάς ούτε η πίστη μπορεί να εδραιωθεί ούτε το θαύμα στη ζωή μας να γίνει. Αν αμφιβάλλουμε και διερωτόμαστε για τα μυστήρια του Θεού, αν προσπαθούμε με δικά μας μέτρα να κρίνουμε το θέλημά Του, αν αμφιβάλλουμε ότι είναι δίπλα μας και ότι μπορεί να πραγματοποιήσει το θαύμα στη ζωή μας, τότε τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Η πίστη οδηγεί στην υπακοή στο θέλημα του Θεού, γιατί τότε γίνεται με προθυμία, χωρίς καταναγκασμό και φόβο, αλλά με ζέση ψυχής, χαρά, αγωνιστική διάθεση.

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ: Όταν είδε ο Πέτρος το πρωτοφανές πλήθος ψαριών, αντί να πανηγυρίσει, παρακάλεσε τον Κύριο να φύγει από το πλοίο του. Ο άδολος ψαράς νιώθει συγκλονισμό. Κατάλαβε μέσα στην ευλογία του θαύματος ότι έχει μπροστά του ένα μοναδικό διδάσκαλο που έχει θεία δύναμη. Αισθανόμενος το μεγαλείο Του δεν αντέχει να ατενίσει το θεϊκό Του πρόσωπο, αλλά πέφτει συντετριμμένος και Τον προσκυνά. Αισθάνεται ανάξιος της παρουσίας Του, αισθάνεται την αγιότητά Του και τη δική του μικρότητα και αμαρτωλότητα. Είναι βίωμα που το νιώθουν οι πιστοί σε στιγμές που αισθανόνται το Θεό ολοζώντανο στη ζωή τους και αφυπνίζεται η συναίσθηση της αμαρτωλότητας. Συνέχει τότε φόβος Θεού. Φοβάται ο πιστός την παρουσία του Θεού, αλλά ταυτόχρονα την ποθεί. Αισθάνεται πόσο αμαρτωλός είναι και ότι δεν αξίζει τις ευλογίες του Κυρίου. Όμως όσο αναγνωρίζουμε την αμαρτωλότητά μας, τόσο ελκύουμε το έλεος και την αγάπη Του. Την αίσθηση της αμαρτωλότητας ο Κύριος την εκτιμά περισσότερο από τους τυπικούς ύμνους δοξολογίας κι ευχαριστίας. Η αυτογνωσία οδηγεί στη μετάνοια, η μετάνοια οδηγεί στο Χριστό κι ο Χριστός πραγματοποιεί την αναγέννηση. Το περιστατικό συγκλόνισε τον Σίμωνα. Όταν άκουγε το σοφό δάσκαλο να διδάσκει, τον ονόμασε «Διδάσκαλο». Τώρα όμως που είδε το θαυμαστό έργο Του, τον ομολόγησε «Κύριο». Πόσο πιο δυνατά μιλάνε τα έργα από τα λόγια!

ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ: Οι μελλοντικοί Μαθητές εγκατέλειψαν τα πλοιάρια. Ας τα παίρναν άλλοι κι ας τα έκαναν ό,τι ήθελαν! Ο Πέτρος άφησε σπίτι και σύζυγο. Ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης άφησαν σπίτι και πατέρα. Κι όλοι Τον ακολούθησαν. Εκείνος που στολίζει τα κρίνα του αγρού και τα κάνει πιο θαυμαστά κι από το βασιλιά Σολομώντα, ο ίδιος θα φροντίσει και για το δικό τους ντύσιμο. Η τροφή και το ντύσιμο είναι οι ελάχιστες φροντίδες. Ο Κύριος τους καλεί στο μέγιστο: στη βασιλεία του Θεού. Όταν μπορεί να τους δώσει το μέγιστο, είναι δυνατό να μην μπορέσει να τους δώσει το ελάχιστο; Ο, Απόστολος πια, Πέτρος έγραψε αργότερα: «πάσαν την μέριμναν υμών επιρρίψαντες επ’ αυτόν, ότι αυτώ μέλλει περί υμών» (Α Πέτρ. ε’ 7).

ΠΑΡΑΒΟΛΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Το περιστατικό έχει και βαθύτερο νόημα. Το πλοίο σημαίνει το σώμα. Τα σχισμένα δίχτυα σημαίνουν το παλιό πνεύμα του ανθρώπου. Τα βάθη της θάλασσας σημαίνουν το βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Όταν ο Κύριος κατοικεί σ’ έναν ταπεινό άνθρωπο, τότε εκείνος απομακρύνεται από την ακτή του υλικού κόσμου και πηγαίνει στα πνευματικά βάθη. Εκεί ο Κύριος του αποκαλύπτει τα πλούτη των δωρεών Του, για τις οποίες αγωνιζόταν μάταια. Οι δωρεές είναι τόσο μεγάλες, ώστε το παλιό πνεύμα δεν τις αντέχει και σχίζεται, όπως τα δίχτυα. Έτσι, ο έχων αγαθή προαίρεση άνθρωπος, όταν προχωρεί στα βαθιά, εγκαταλείπει το σώμα με τα πάθη του και κάθε κοσμικό δεσμό. Εγκαταλείπει όχι μόνο το σώμα και τους δεσμούς του, αλλά και το παλιό πνεύμα με όλες τις ιδέες του. Και τότε ακολουθεί Εκείνον που ντύνει όσους καλεί με το νέο ένδυμα της σωτηρίας.

“ΜΗ ΦΟΒΟΥ. ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΣΗ ΖΩΓΡΩΝ”: Η φράση του Κυρίου σημαίνει πως απόστολοι, επίσκοποι, απλοί κληρικοί, όλοι οι χριστιανοί, που ο Θεός τους προίκισε με χαρίσματά Του, πρέπει να εργαστούν με αγάπη για να ψαρέψουν, να σώσουν, όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούν, με τη βοήθεια των χαρισμάτων τους. Κανένας όμως δεν πρέπει να υπερηφανευτεί για τα χαρίσματα του Θεού ή να τα κρύψει από τους ανθρώπους και να τα θάψει. Άρα το «μη φοβού» προς τον Πέτρο ισχύει για τον κάθε πνευματικό ηγούμενο και κατ’ επέκταση τον κάθε ηγέτη ενός λαού, που χρειάζεται φροντίδα και προστασία από εχθρικές πνευματικές ή κοσμικές δυνάμεις. Στο ιστορικό γίγνεσθαι, υπήρξαν φωτισμένοι άνθρωποι που προσπάθησαν να ηγηθούν επωφελώς, υπέρ του λαού τους. Ανάμεσά τους καταγράφονται μάρτυρες και ήρωες. Σήμερα όμως; Ο Χριστός θυσιάστηκε για τη σωτηρία µας και μας ζητά να κάνουµε αγώνα, για τον εαυτό µας. Να απαλλαγούµε από πάθη και ατέλειες κι όχι να διαδίδουµε το όνοµά Του ιδιοτελώς. Πιστοί αγωνιζόµενοι τον καλό αγώνα, µε πνευματικότητα, δοξάζοντες τον Κύριο, από τον οποίο ζητούμε να φωτίζει τους πνευματικούς και πολιτικούς μας ηγέτες.

ΕΠΑΝΑΓΑΓΕ ΕΙΣ ΤΟ ΒΑΘΟΣ: Αυτό συνέστησε ο Ιησούς στον Πέτρο και επαναλαμβάνει σε μας. Ο Πέτρος υπάκουσε και έσωσε, εκτός από τον εαυτό του την ανθρωπότητα. «Επανάγαγε εις βάθος» μας προτρέπει σήμερα ο Ιησούς. Να προχωρήσουμε στο βάθος της διδασκαλίας Του. Εκεί στο βάθος θα δούμε καθαρά την παρουσία και την ευλογία Του. Εκεί στο «βάθος» της αυτογνωσίας θα διακρίνουμε δυνατότητες και αδυναμίες μας. Όταν επιτρέψουμε να δράσει η θεία χάρη τότε το αποτέλεσμα θα είναι θαυμαστό. Ας αποδεχτούμε τη συγκατάβαση του Θεού. Ας υποκλιθούμε στη χάρη Του, όπως σήμερα οι Απόστολοι. Ιδιαίτερα όμως ας τους μιμηθούμε στην απόφαση που πήραν: «αφέντες άπαντα, ηκολούθησαν αυτώ». Ας βιαστούμε να μιμηθούμε την υπακοή τους. Η νύχτα της επίγειας διαδρομής τελειώνει, οι κόποι της νύχτας μάταιοι, τα δίχτυα μας άδεια, οι καρδιές μας έμπλεες κακότητας, οι ψυχές μας κενές, στερούμενες την παραμυθία του Θεού.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon

5.

Τὸ κόστος τῆς καταλλαγῆς (Β΄Κορ στ΄1-10)

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)

Ὅταν διαταραχθοῦν οἱ σχέσεις μας μὲ κάποιον ἀπὸ δική του ὑπαιτιότητα, εἶναι ἴσως δικαιολογημένο νὰ δυσφοροῦμε μὲ ὁποιονδήποτε ἔλθει καὶ μᾶς προτρέψει νὰ κάνουμε ἐμεῖς τὸ πρῶτο βῆμα συμφιλίωσης. Ὅταν ὅμως τὸ φταίξιμο εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου δικό μας, θὰ ἔπρεπε ἀπὸ μόνοι μας, χωρὶς νὰ περιμένουμε καμιὰ παρακίνηση καὶ χωρὶς καμιὰ ἀναβολή, νὰ σπεύδουμε νὰ ζητᾶμε συγγνώμη. Θὰ ἦταν, ἑπομένως, μεγάλη ντροπὴ γιὰ ἐμᾶς τὸ νὰ ἀναγκάζεται τὸ πρόσωπο ποὺ πληγώσαμε νὰ βάζει μεσολαβητὲς γιὰ νὰ τὰ βροῦμε. Πολὺ περισσότερο θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς συγκινεῖ τὸ νὰ ἔρχεται ὁ ἴδιος καὶ νὰ μᾶς παρακαλεῖ γι’ αὐτό.

«Μὴ εἰς κενὸν δέξασθε τὴν χάριν»

Ἂν αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τὶς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων σχέσεις, πόσο θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς συγκλονίζει ἡ πρωτοβουλία τοῦ Θεοῦ νὰ «καταλλαγοῦμε» μαζί του, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ διάρρηξη τῶν σχέσεών μας ὀφείλεται ἀποκλειστικὰ σὲ μας· στὶς δικές μας ἁμαρτίες. «Δὲν ἔγινε ὁ Θεὸς ἐχθρός μας» θὰ πεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσοστομος· «ἐμεῖς γίναμε ἐχθροί του μὲ τὴν ἀποστασία μας· Θεὸς γὰρ οὐδέποτε ἐχθραίνει».

Στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀφοῦ μᾶς ἔχει ἤδη μιλήσει γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Θεὸς νὰ τοῦ ἀναθέσει «τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς», ξανατονίζει ὅτι εἶναι συνεργὸς τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτὸ τὸ σωτήριο ἔργο τῆς συμφιλίωσής μας μὲ Αὐτόν. Καὶ μιμούμενος τὴν ταπείνωση καὶ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ καταδέχεται νὰ μᾶς παρακαλεῖ καὶ νὰ μᾶς προτρέπει σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο, ἐπαναλαμβάνει γιὰ τρίτη φορὰ τὴ λέξη «παρακαλοῦμεν», παρακινώντας μας κι αὐτὸς νὰ μὴν περιφρονήσουμε αὐτὴ τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιὰ μία ὄντως δωρεὰν συμφιλίωση· ἐμεῖς δὲν θυσιάζουμε κάτι. Σὲ Ἐκεῖνον ὅμως κόστισε τὸν θάνατό του πάνω στὸν Σταυρό. Ὁ Ἀναμάρτητος δέχθηκε νὰ πεθάνει ὡς κατάδικος, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε καὶ νὰ σωθοῦμε ἐμείς· γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ξαναγίνουμε παιδιά του καὶ «φίλοι» του (Ἰωάν. 15,14).

Κι ὅμως, παρ’ ὅλο ποὺ μὲ τὴ δική του θυσία μᾶς χάρισε τὸ ἀνεκτίμητο δῶρο τῆς σωτηρίας μας, ἐμεῖς ἀμελοῦμε νὰ τὸ ἀξιοποιήσουμε. Κορυφαῖο παράδειγμα πρὸς ἀποφυγή, ποὺ δέχθηκε «εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ», ἀποτελεῖ ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος ἀπὸ φίλος ἔγινε ὄχι ἁπλῶς ἐχθρός, ἀλλὰ «δοῦλος τοῦ ἐχθροῦ». Μία πόρνη «ἠλευθεροῦτο (ἀπὸ τὴν κόλαση τῶν παθῶν της), καὶ αὐτὸς δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ», λέει ἕνα τροπάριο τῆς Μεγάλης Τετάρτης· «ἡ ἁμαρτωλὸς ἔχαιρε κενοῦσα τὸ πολύτιμον μύρον, ὁ δὲ μαθητὴς ἔσπευδε πωλῆσαι τὸν ἀτίμητον. Δεινὸν ἡ ραθυμία».

Ὄχι ἀναβολὲς καὶ σκάνδαλα

Αὐτὴ ἡ φοβερὴ ραθυμία, ποὺ ὁδήγησε ἕναν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ στὴν αἰώνια ἀπώλεια, ἔχει -κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο- τὴν ἀρχή της στὴν ἀναβολή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος μᾶς θυμίζει τὸ τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα: «Ἰδοὺ τώρα εἶναι καιρὸς εὐπρόσδεκτος καὶ καταλληλος· ἰδοὺ τώρα εἶναι ἡμέρα σωτηρίας». Δικαιολογημένα θὰ ρωτήσει καὶ ὁ ἐχθρός τῆς ἀναβολῆς καὶ ἀκάματος ἐργάτης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ Μέγας Βασίλειος: «Ποιὸς παραμένοντας ἀργὸς στὸ σπίτι του ἢ κοιμώμενος κατὰ τὸν καιρὸ τῆς σπορᾶς γέμισε τὴν ἀγκαλιά του μὲ τὰ σπαρτά, ὅταν ἦλθε ὁ θερισμός; Ποιὸς τρύγησε ἀμπέλι ποὺ δὲν φύτεψε καὶ δὲν κουράστηκε νὰ καλλιεργεῖ ὁ ἴδιος;».

Δὲν περιορίζεται ὅμως ὁ Ἀπόστολος σὲ παρακλήσεις καὶ συστάσεις πρὸς τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἐπαγρυπνεῖ καὶ ἐλέγχει καὶ τὸν ἑαυτό του νὰ μὴ δώσει τὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ σκανδάλου, γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθεῖ στὸ ἐλάχιστο ἡ διακονία τῆς καταλλαγῆς, ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ ἀνέθεσε. Οἱ ψευδάδελφοι καὶ οἱ ψευδαπόστολοι καιροφυλακτοῦσαν νὰ βροῦν κάτι γιὰ νὰ τὸν κατηγορήσουν καὶ νὰ κλονίσουν τὸ κύρος του ὡς Ἀποστόλου. Ἐνθυμοῦνταν πάντοτε ὅτι ὁ Παῦλος «ἐδίωξεν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ», κάτι τὸ ὁποῖο ὅμως καὶ ὁ ἴδιος ὁμολογοῦσε μὲ συντριβή, ἔχοντας γράψει στὴν προηγούμενη ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους ὅτι «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι Ἀπόστολος». Ἀλλά, ἔστω κι ἂν θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ του «ἔκτρωμα», δὲν ξεχνοῦσε τὸν συγκλονιστικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς «τὸν κυνήγησε» γιὰ νὰ συμφιλιωθοῦν στὸν δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκό.

Χαρὰ διὰ τοῦ σταυροῦ

Ἂν λοιπὸν ὁ Χριστὸς «ὁ καταλλάσσων Ἑαυτῷ τὸν κόσμον» ὑπέμεινε γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ θάνατο Σταυρικό, δὲν θὰ μποροῦσε ὁ Πρωτοκορυφαῖος διάκονος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου νὰ διάγει «ἐν ἀναπαύσει καὶ πλατυσμῷ»· ὁ Διδάσκαλος εἶχε προειδοποιήσει τοὺς μαθητές του: «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν». Καὶ στὴ σημερινὴ περικοπὴ βρίσκει τὴν εὐκαιρία πάλι ὁ Ἀπόστολος, χωρὶς καμιὰ κενοδοξία ἢ διάθεση αὐτοπροβολῆς, νὰ ἀναφερθεῖ ὄχι μόνο σὲ «οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκεν» (Β’ Τιμ. 3,11), ἀλλὰ καὶ στοὺς κόπους, στὶς νηστεῖες, στὶς ἀγρυπνίες, στὴ μακροθυμία καὶ στὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη του πρὸς ὅλους· καὶ φυσικὰ πρὸς ἐκείνους, ποὺ -ἀμφισβητώντας τον- τὸν ἀναγκάζουν νὰ κάνει αὐτὴ τὴν ἀνεπιθύμητη σ’ αὐτὸν «περιαυτολογία».

6.

Διαλεκτική τῆς χριστιανικῆς ζωῆς (Β΄Κορ. 6,1-10)

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

Β΄ Κορ 6, 1-10

Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς προέρχεται ἀπό τή Β΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ Ἀπ.Παύλου καί ἀναφέρεται ἀφενός μέν στή διαλεκτική ἀντίθεση μεταξύ φαινομένων καί πραγματικότητας τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί ἀφετέρου στή σωτηριολογική ἀξία τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς. Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα σέ μετάφραση εἶναι τό ἑξῆς:

«Ἀδελφοί, συνεργάτες τοῦ Θεοῦ καθώς εἴμαστε, σᾶς παρακαλοῦμε νά μήν ἀφήσετε νά πάει χαμένη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού δεχτήκατε, γιατί ἡ Γραφή λέει: Στόν καιρό τῆς χάρης σέ ἄκουσα, καί τήν ἡμέρα τῆς σωτηρίας σέ βοήθησα. Νά, τώρα εἶναι ὁ καιρός τῆς χάρης, τώρα εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας. Κανένα πρόσκομμα δέν φέρνουμε σέ κανένα, γιά νά μή δυσφημηθεῖ τό ἔργο μας. Ἀντίθετα, μέ κάθε τρόπο συσταίνουμε τόν ἑαυτό μας ὡς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ: μέ τή μεγάλη ὑπομονή μας, μέ τίς θλίψεις, μέ τίς δυσχέρειες, τίς στενοχώριες, τίς κακοποιήσεις, τίς φυλακίσεις, τίς ἐναντίον μας ἐξεγέρσεις, τίς ταλαιπωρίες, τίς ἀγρύπνιες, τήν πείνα. Συσταίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τήν ἐντιμότητα, τή γνώση τῆς ἀλήθειας, τήν ἀνεκτικότητα, τήν καλοσύνη, τή φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη, μέ τό κήρυγμα γιά τήν ἀλήθεια, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, μέ τά ὅπλα τῆς σωτηρίας τά ἐπιθετικά καί τά ἀμυντικά. Δοκιμάζουμε δόξα καί ἀτίμωση, δυσφήμηση καί ἔπαινο. Μᾶς θεωροῦν λαοπλάνους, καί ὅμως λέμε τήν ἀλήθεια· μᾶς ἀγνοοῦν καί ὅμως γινόμαστε γνωστοί· φτάνουμε στόν θάνατο, καί νά πού ζοῦμε· μᾶς βασανίζουν, ἀλλά δέν πεθαίνουμε· μᾶς προξενοῦν στενοχώριες κι ὅμως πάντοτε χαιρόμαστε· εἴμαστε φτωχοί, κάνουμε ὅμως πολλούς νά πλουτίσουν· τίποτα δέν ἔχουμε καί τά πάντα κατέχουμε» (Β΄ Κορ 6,1-10).

I

Θά σταματήσουμε πρῶτα στήν πτυχή τῶν ἀντιθέσεων πού ἰσχύουν γιά τή ζωή τῶν ἀποστόλων καί κατ’ ἐπέκταση γιά τή ζωή τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Τή ζωή αὐτή χαρακτηρίζει μία διαλεκτική ἀντίθεση ἀνάμεσα σ’ αὐτό πού νομίζουν οἱ πολλοί καί σ’ αὐτό πού ἀποτελεῖ τήν ἐσωτερική πραγματικότητα καί τό προσωπικό βίωμα τοῦ ἀποστόλου ἀλλά καί τοῦ πιστοῦ. Τό «ὡς ἀποθνήσκοντες καί ἰδού ζῶμεν» (φτάνουμε στόν θάνατο, καί νά πού ζοῦμε) δείχνει ἀπό τή μία μεριά τή σχέση τοῦ χριστιανοῦ μέ τή ζωή τοῦ κόσμου καί ἀπό τήν ἄλλη τή συμμετοχή του σέ μία ἄλλη ποιότητα ζωῆς. Ἡ ἀπονέκρωση τῶν ἐγωϊστικῶν ἐπιθυμιῶν, ἡ παραίτηση ἀπό αὐτονόητα δικαιώματα, ἡ ἀπαγκίστρωση ἀπό ὑλικά συμφέροντα μπορεῖ νά παρουσιάζουν τόν χριστιανό σάν νεκρό ἔναντι τοῦ κόσμου, ἀλλά ἡ νέκρωση αὐτή δέν εἶναι παρά ἐξωτερική. Μέσα ἀπό αὐτή τή νέκρωση προβάλλει μία ζωή πού τροφοδοτεῖται ἀπό τό λόγο καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μία δύναμη ζωῆς πού κάνει τόν χριστιανό νά ἀντιμετωπίζει «στενοχώριες» ἀλλά νά μή καταβάλλεται, νά λυπᾶται γιά ὅσα δυσάρεστα συμβαίνουν μέσα στόν κόσμο ἀλλά καί νά χαίρει γιατί γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός εἶναι Κύριος τῆς ἱστορίας πού ἔχει τόν τελευταῖο λόγο, νά εἶναι φτωχός ἀπό ὑλικά ἀγαθά ἀλλά συγχρόνως νά κάνει πλούσιους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός του μέ τήν ἀγάπη του, μέ τή ζωή του, μέ τή θυσία του. Τέλος ἡ δύναμη τῆς ζωῆς πού σφύζει μέσα του τόν κάνει, ἐνῶ δέν ἔχει φαινομενικά τίποτε, στήν οὐσία «νά κατέχει τά πάντα». Στά πάντα πρέπει νά ἐννοήσουμε τόν ἀπέραντο πλοῦτο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς βασιλείας τῆς ἀγάπης.

Γιά τόν χριστιανό ὅμως πού διαβάζοντας τά παραπάνω διαπιστώνει ὅτι δέν διαθέτει τά περιγραφόμενα χαρακτηριστικά, ὁ Παῦλος δέν ἀπευθύνει ἀπειλές θείας τιμωρίας ἀλλά μήνυμα ἀφυπνίσεως καί προσκλητήριο μετανοίας. Αὐτή ἡ σκέψη μᾶς ὁδηγεῖ στό δεύτερο σημεῖο πού θέλουμε νά ὑπογραμμίσουμε στήν ἀποστολική περικοπή.

II

Στήν ἀρχή τῆς περικοπῆς ὁ Παῦλος παραθέτει μία φράση ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα καί τήν σχολιάζει: «ἡ Γραφή λέει. Στόν καιρό τῆς χάρης σέ ἄκουσα, καί τήν ἡμέρα τῆς σωτηρίας σέ βοήθησα. Νά, τώρα εἶναι ὁ καιρός τῆς χάρης, τώρα εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας». Στή φράση τοῦ προφήτη καί στό σχόλιο τοῦ Ἀποστόλου προβάλλεται ἡ θετική ἀξιολόγηση τοῦ χρόνου ἀπό χριστιανικῆς πλευρᾶς.

Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά τή ζωή μας νά γνωρίζουμε μέ ποιά βαθύτερη σωτηριολογική σπουδαιότητα εἶναι φορτισμένη ἡ κάθε χρονική στιγμή καί ποιές ἐπιπτώσεις μπορεῖ νά ἔχει ἡ ἀνέμελη σπατάλη τοῦ χρόνου. Πολλές φορές ὁρισμένοι χριστιανοί, ἐπηρεασμένοι ἀπό κάποια φιλοσοφική ἀντίληψη ἀρνητικῆς ἀξιολόγησης τοῦ χρόνου, δείχνουν νά περιφρονοῦν τόν χρόνο, ἔχοντας στραμμένα τά βλέμματά τους πρός τήν αἰωνιότητα. Ξεχνοῦν ὅμως ὅτι ἡ αἰωνιότητα κερδίζεται ἤ χάνεται ἀπό τόν τρόπο πού χρησιμοποιεῖ κανείς τόν χρόνο του, τήν κάθε ἀνεπανάληπτη στιγμή τῆς ζωῆς του, τήν κάθε μικρή καί ἀσήμαντη χρονική μονάδα πού φεύγει μέ ἀσύλληπτη ταχύτητα, γιά νά μεταβληθεῖ σέ παρελθόν, τό ὁποῖο δέν βρίσκεται πλέον ὑπό τόν ἔλεγχό μας, ἀλλ’ ἀπεναντίας μᾶς ἐλέγχει καί μᾶς κυβερνᾶ διά μέσου τῆς μνήμης μας.

Ὁ χρόνος εἶναι τό πεδίο τῆς ζωῆς καί δράσης τοῦ ἀνθρώπου, καί κάθε προσπάθεια φυγῆς ἀπό τόν χρόνο εἶναι τελείως ἀντίθετη μέ τόν Χριστιανισμό, ὁ ὁποῖος ἔχει σάν κεντρικό πυρήνα τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν χρόνο καί τή συγκεκριμένη ἱστορική στιγμή. Γι’αὐτό καί τό χριστιανικό μήνυμα δέν εἶναι ἡ ἀπάθεια καί ἀταραξία γιά τόν χρόνο πού περνᾶ ἀλλά τό πάθος γιά τή σωτηριολογική ἐκμετάλλευση τοῦ χρόνου. Ἡ σωτηρία, κατά τή διδασκαλία τοῦ Ἀπ. Παύλου, εἶναι βέβαια δῶρο τοῦ Θεοῦ ἀλλά δῶρο πού ὁ ἄνθρωπος τό δέχεται καί προσπαθεῖ νά τό διατηρήσει μέσα στόν χρόνο τῆς ζωῆς του. Ἡ σωτηρία δέν εἶναι κάποια ἀσαφής μελλοντική ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ ἀλλά μία νέα ζωή πού ἀρχίζει ἀπό τώρα, ἀπό τή στιγμή πού λέγει κανείς τό Ναί στή θεία δωρεά.

Ἡ κάθε στιγμή πού περνάει γρήγορα καί χάνεται μέσα στό παρελθόν εἶναι ἀποφασιστική, γιατί μπορεῖ νά ὁδηγήσει εἴτε στή λύτρωση εἴτε στόν χαμό. Γεννιέται ὅμως ἐδῶ τό ἐρώτημα: Δέν ἔχει ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος τή δυνατότητα νά ἀναθεωρήσει ἕνα προηγούμενο χρονικό διάστημα τῆς ζωῆς του ποὺ χάθηκε ἄκαρπο; Ἡ ἀπάντηση τῆς Ἁγίας γραφῆς εἶναι σαφής: Ὁ ἄνθρωπος εἶναι βέβαια δεσμευμένος καί περιορισμένος στά ἀσφυκτικά πλαίσια τοῦ χρόνου, συγχρόνως ὅμως εἶναι καί ἐλεύθερος ἔναντι τοῦ χρόνου. Καί ἡ ἐλευθερία του αὐτή φαίνεται ἀπό τό ὅτι ἔχει τή δυνατότητα νά ἀναθεωρεῖ προηγούμενες ἀπερίσκεπτες καί ἀρνητικές πράξεις του καί νά ξαναρχίζει μία καινούργια δημιουργική ζωή. Εἶναι αὐτό πού ἡ Ἐκκλησία μας ὀνομάζει μυστήριο τῆς μετανοίας, δηλαδή ἡ δυνατότητα νά ξανακερδίσει κανείς τόν χαμένο χρόνο τοῦ παρελθόντος καί νά δημιουργήσει τίς προϋποθέσεις γιά ἕνα πιό ἐλπιδοφόρο μέλλον.

Ὁ φόβος γιά τό ἐπερχόμενο μέλλον ἁπαλύνεται καί γίνεται αὐτό τό μέλλον μία εὐχάριστη προσμονή, ὅταν κανείς χρησιμοποιεῖ δημιουργικά τό παρόν ἤ μετανοεῖ γιά τό χαμένο παρελθόν του. Ἀρκεῖ νά καταλάβει καλά ὅτι ἡ κάθε χρονική στιγμή εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πού τό χάσιμό της μπορεῖ νά τοῦ στοιχίσει ἀκριβά γιά τό μέλλον του. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ «χαμένου χρόνου» πού ἀπασχολεῖ ὁρισμένους φιλοσόφους μπορεῖ νά βρεῖ τήν ἀπάντηση στή δυνατότητα ἐπανεύρεσης τοῦ χαμένου χρόνου πού προτείνει ἡ Ἐκκλησία.

7.

Κυριακὴ Δεκάτη Ἕκτη (Β΄ Κορινθ. στ΄1-10)

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα εἶναι, καθὼς καὶ τὸ ἀκούσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο, περικοπὴ ἀπὸ τὴ δεύτερη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὅπως κι ἄλλη φορὰ τὸ εἴπαμε, ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου εἶναι πάντα πυκνὸς καὶ τὸ ὕφος του σ\’ ἐτούτη τὴν ἐπιστολὴ παρὰ στὶς ἄλλες εἶναι περισσότερο προσωπικό, γι\’ αὐτὸ καὶ δύσκολα μποροῦμε νὰ παρακολουθήσουμε τὴ συνέχεια τοῦ λόγου καὶ νὰ βαθύνουμε στὰ νοήματά του. Ἂς προσπαθήσουμε ὅμως καὶ τώρα νὰ ἀποδώσουμε ὅσο μᾶς εἶναι δυνατὸ πιὸ πιστὰ καὶ πιὸ ζωντανὰ στὴ γλώσσα μας τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ κείμενο.

Ἀδελφοί, ἐπειδὴ ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι συνεργοῦμε στὴ σωτηρία σας, γι\’ αὐτὸ καὶ παρακαλοῦμε νὰ μὴν πάη ἄδικα σὲ σᾶς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ δεχθήκατε. Λέγει δὲ ἡ Γραφὴ· «Στὸν καιρὸ τὸν κατάλληλο ἔσκυψα καὶ σὲ ἄκουσα καὶ στὴν ἡμέρα ποὺ ἦταν γιὰ νὰ σωθῆς σὲ βοήθησα». Νά, τώρα εἶναι αὐτὸς ὁ κατάλληλος καιρός· νά, τώρα εἶναι αὐτὴ ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας. Συνεργοῦμε λοιπὸν καὶ παρακαλοῦμε, καὶ νὰ πῶς. Δὲν δίνομε σὲ κανέναν τὴν παραμικρὴ ἀφορμή, γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθῆ τὸ ἔργο τοῦ κηρύγματος, ἀλλὰ σὲ ὅλα παρουσιάζουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ἀποδείχνουμε πὼς εἴμαστε ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, μὲ πολλὴ ὑπομονή, μὲ στερήσεις, μὲ στενοχώριες, μὲ ξύλο, μὲ φυλακές, μὲ μετακινήσεις ἐδῶ ἐκεῖ χωρὶς σταμάτημα, μὲ κόπους, μὲ ἀγρυπνίες, μὲ πείνα, μὲ ἁγνότητα, μὲ φρόνηση, μὲ μακροθυμία, μὲ καλωσύνη, μὲ πνεῦμα ἅγιο, μὲ ἀγάπη ἀνυπόκριτη, μὲ τὸ λόγο τῆς ἀλήθειας, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ ὅπλα τῆς δικαιοσύνης τὰ δεξιὰ καὶ τὰ ἀριστερά, μὲ δόξα καὶ μὲ ἀτιμία, μὲ κακὴ καὶ μὲ καλὴ φήμη· σὰν ἀπατεῶνες καὶ σὰν εἰλικρινεῖς, σὰν τελείως ἄγνωστοι καὶ σὰν πολὺ γνωστοί, σὰν καὶ νὰ πεθαίνουμε κι ὅμως νὰ ποὺ ἐμεῖς βρισκόμαστε στὴ ζωὴ· σὰν καὶ νὰ πνιγώμαστε στὴ λύπη, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε πάντα γεμάτοι χαρά· σὰν φτωχοί, ἐνῶ ἀπὸ μᾶς πολλοὶ γίνονται πλούσιοι· σὰν καὶ νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα, ἐνῶ ἐμεῖς κατέχουμε τὰ πάντα.

Μιλάει λοιπὸν σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ μακάριος Παῦλος γιὰ τὸ ἔργο καὶ γιὰ τὴ θέση τῶν Ἀποστόλων στὸν κόσμο. Γιὰ ἕνα ἔργο, ποὺ σὰν αὐτὸ μεγάλο δὲν εἶν\’ ἄλλο. Τί παραπάνω ἀπὸ τὸ νὰ εἶσαι συνεργάτης τοῦ Θεοῦ στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων; Καὶ γιὰ μία θέση, ποὺ σὰν αὐτὴ πιὸ δύσκολη δὲν εἶν\’ ἄλλη. Ποιὸς ἀντέχει σ\’ ὅλες τὶς δυσκολίες καὶ ποιὸς νικάει ὅλα τὰ ἐμπόδια, ὅπου γι\’ αὐτὰ μιλάει σήμερα καὶ γράφει ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ; Δὲν πρόκειται βέβαια γιὰ σωματικὴ ἀντοχή, γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ λιγώτερο καὶ τὸ τελευταῖο, ὅπου δὲν τὸ ἔχουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ ὅπου περισσότερο ἀπ\’ ὅλους δὲν τὸ εἶχε ὁ ἅγιος Παῦλος. Πρόκειται γιὰ εὐψυχία, γιὰ συνείδηση χρέους, γιὰ συναίσθηση εὐθύνης, γιὰ πνεῦμα αὐταπαρνήσεως καὶ θυσίας, γιὰ πίστη στὸ Χριστὸ καὶ στὴν Ἀνάσταση. Χωρὶς αὐτὲς τὶς ἐσωτερικὲς δυνάμεις Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ καὶ ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας δὲν γίνεται. Κι ὅλες αὐτὲς πάλι δὲν εἶναι ἀνθρώπινες δυνάμεις, μὰ εἶναι καρποφορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν ἀγρὸ τῆς ἀνθρώπινης προαιρέσεως. Οἱ Ἅγιοι δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅ,τι λέμε δυνατοὶ ἄνθρωποι, μὰ εἶναι πήλινα σκεύη τοῦ δυνατοῦ Θεοῦ. Μελετώντας τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ κείμενο, ξαναθυμώμαστε τὶς ἀφορμὲς ποὺ εἶχε ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ γράφη ἔτσι στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, καθὼς τὸ ξέρουμε ἀπὸ τὶς δύο ἐπιστολὲς πρὸς Κορινθίους ποὺ ἔχουμε στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἐπειδὴ βέβαια ὁ Ἀπόστολος, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ θεόπνευστοι συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δὲν ἔγραφε γιὰ νὰ γράψη, μὰ γιατί κάποια σπουδαῖα ζητήματα ἀπασχολοῦσαν τὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ. Γιατί δὲν ἔφθαναν οἱ κόποι γιὰ νὰ ἱδρυθῆ μόνο μία Ἐκκλησία, ἦταν ἀνάγκη καὶ νὰ ὀργανωθῆ καὶ χρειαζότανε πολλὴ φροντίδα, γιὰ νὰ μποῦν σὲ σειρὰ καὶ τάξη ἐκκλησιαστικὴ ἄνθρωποι ποὺ ἔφερναν μαζί τους πολλὲς κακὲς συνήθειες ἀπὸ τὴν προηγούμενη ζωή τους καὶ ποὺ πρὶν ἀπ\’ ὅλα εἶχαν τὴν κακὴ παράδοση τοῦ κομματισμοῦ καὶ ἦσαν καὶ τώρα χωρισμένοι σὲ φατρίες, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ φθάνουν μερικοὶ νὰ μὴν ἀναγνωρίζουνε τὸν Παῦλο γιὰ ἀληθινὸ Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ.

Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ στηρίξη τὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα, ἀναγκαζότανε νὰ παρακαλῆ καὶ νὰ ἀπολογῆται, καὶ πάσχιζε μὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς δώση νὰ καταλάβουν ποιὸ εἶναι τὸ γνήσιο χριστιανικὸ πνεῦμα, ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τῶν ἀληθινῶν Ἀποστόλων καὶ ποιὰ εἶναι ἡ θέση τους στὸν κόσμο, καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν χριστιανῶν γενικά. Γιατί καὶ σὲ κεῖνο τὸν καιρὸ καὶ πάντα οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους προσέχουνε καὶ θαυμάζουν ὅ,τι βλέπουν στὴν ἐπιφάνεια, καὶ δὲν ἔχουν τὴ δύναμη, γιατί τοὺς λείπει ἡ διάθεση, νὰ βαθύνουνε στὴν οὐσία καὶ στὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων. Ἔρχονται ὕστερα οἱ δημαγωγοί, εἴτε πολιτικοὶ εἴτε ἐκκλησιαστικοὶ εἶναι αὐτοί, καὶ τοὺς κερδίζουν μὲ φανταχτεροὺς τρόπους καὶ μὲ παχιὰ λόγια, κι αὐτοὶ τότε ἀφήνουνε τοὺς γνήσιους ἀποστόλους, παρατοῦνε τοὺς πραγματικοὺς ποιμένας, διώχνουνε τοὺς ἀληθινοὺς ἡγέτες καὶ τρέχουνε πίσω ἀπὸ κείνους ποὺ καπηλεύουνε κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο· τὴν ἐλευθερία, τὴ δικαιοσύνη, τὴν εἰρήνη, τὴν πίστη κι ὅλα τὰ ἰδανικά.

Οἱ ἀληθινοὶ τότε ἀπόστολοι καὶ ποιμένες τοῦ λαοῦ βρίσκονται σὲ δύσκολη θέση, γιατί αὐτοὶ δὲν ξέρουν καὶ δὲν θέλουνε νὰ χρησιμοποιήσουν τὰ μέσα τῶν δημαγωγῶν. Τότε λοιπὸν ὁπλίζονται μὲ πολλὴ πίστη καὶ μὲ μεγάλη ὑπομονὴ καὶ παρακαλοῦν. Αὐτὸ τὸ «παρακαλοῦμεν», ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι πιὸ ἀνδρεῖο καὶ πιὸ δυνατὸ ἀπ\’ ὅλες τὶς διαταγὲς καὶ τοὺς δικτατορικοὺς ἐξαναγκασμούς, εἴτε τῶν καισάρων εἴτε τοῦ ὄχλου. Γιατί δὲν εἶναι μόνο οἱ καίσαρες ποὺ ἐξαναγκάζουν δικτατορικά τοὺς λαούς, εἶναι καὶ οἱ λαοί, ποὺ ὅταν μεταπέσουν σὲ ὄχλους, ἐπιβάλλουνε τοὺς δικτατορικοὺς των ἐξαναγκασμούς.

Μὰ δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια, ἱερώτερη ἀποστολὴ καὶ μεγαλύτερη ἐξουσία καὶ δύναμη παρὰ νὰ συνεργάζεσαι μὲ τὸ Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, κι ὅταν πολλοὶ γύρω τοὺς ἐξαπατοῦν, ἐσὺ νὰ τοὺς παρακαλῆς γιὰ νὰ καταλάβουν τὸ ἀληθινό τους συμφέρον. Ἐδῶ πιὰ δὲν σοῦ χρειάζονται τὰ ὑλικὰ καὶ ἐγκόσμια μέσα, ὅπου μ\’ αὐτὰ ἐπιβάλλονται τὰ ἐγκόσμια καθεστῶτα, γιατί ἔχεις βοηθὸ καὶ συνεργό σου τὸ Θεὸ καὶ γιατί δὲν πᾶς νὰ ἐπιβληθῆς, μὰ νὰ ἔχης τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεση τῶν ἀνθρώπων.

Ὅμως, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, oἱ ἀληθινοὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ γνήσιοι ποιμένες, ὄχι μόνο παρακαλοῦν μὰ καὶ ἀπολογοῦνται. Χαρὰ τους τὸ ἔχουν νὰ βρεθοῦνε στὴν ἀνάγκη ν\’ ἀπολογηθοῦν, ἂν καὶ ὅ,τι ἔχουν γιὰ νὰ ποῦν τὸ λένε μὲ πολὺν κόπο. Μία ἀπολογία τοῦ Ἀποστόλου εἶναι καὶ ἡ σημερινὴ περικοπὴ στὴ συνέχεια της μετὰ ἀπὸ τὰ πρῶτα λόγια. Καὶ βλέπουμε σὲ τούτη τὴν ἀπολογία τί, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ ἀληθινοὶ ἀπόστολοι καὶ πῶς φαίνονται στὰ μάτια τοῦ κόσμου. Αὐτὸς ὁ κόσμος, καὶ τότε ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος καὶ τώρα, δὲν εἶναι μόνο οἱ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἄνθρωποι, οἱ ἐθνικοὶ καὶ οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἀντίχριστοι. Εἶναι πολλὲς φορὲς καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μπήκανε στὴν ἱερὴ μάνδρα τοῦ Χριστοῦ καὶ κουβαλᾶνε μαζί τους πολλὲς κακίες τοῦ ἔξω κόσμου καὶ δὲν κατάλαβαν ἀκόμα τί πνεῦμα καὶ τί νοοτροπία πρέπει νὰ \’χουν οἱ χριστιανοί. Οἱ ἔξω στ\’ ἀλήθεια ποτὲ δὲν βλάφτουν, γιατί ὅσο αὐτοὶ διώκουνε τόσο καὶ δοξάζεται ἡ Ἐκκλησία. Μὰ οἱ μέσα κάνουν πάντα μεγάλη ζημία καὶ καταστροφή, γιατί γίνονται αἰτία νὰ διχάζεται καὶ νὰ διαιρῆται ἡ Ἐκκλησία, ὅταν φθάνουν ν\’ ἀρνιοῦνται τὴ θέση καὶ τὴν πνευματικὴ ἐξουσία τῶν ποιμένων. Τότε ὅλα γίνονται ἀνωκάτω, χάνεται ἡ τάξη, ἡ πειθαρχία καὶ ἡ ἑνότητα καὶ διαλύεται ἡ Ἐκκλησία. Τότε γιὰ τοὺς ἀληθινοὺς ποιμένας δὲν μένει ἄλλο παρὰ νὰ παρακαλοῦν καὶ νὰ ἀπολογοῦνται, καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη γλώσσα ἀπὸ τούτη ποὺ μιλάει σήμερα ὁ Ἀπόστολος, καὶ ποὺ μακάρι νὰ ἦταν στὴν εὐχάριστη θέση νὰ τὴν μιλᾶνε πάντα ὅλοι οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ἴδια παρρησία καὶ μὲ τὰ ἴσα δικαιώματα ποὺ τὴν μιλοῦσε ὁ μακάριος Παῦλος. Ὁ ἀληθινὸς ποιμένας, ποὺ καὶ τὴν ἀποστολὴ του ξέρει καὶ τὸ ἔργο του ἀγαπᾶ, ποὺ καὶ τὶς εὐθύνες του αἰσθάνεται καὶ τὸ λαὸ πονάει, ποὺ καὶ γιὰ τὰ δικά του ἁμαρτήματα κλαίει καὶ γιὰ τοῦ λαοῦ τὰ ἁγνοήματα λυπᾶται, ὁ ἀληθινὸς λοιπὸν ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἴδια γλώσσα ἔχει νὰ μιλήση καὶ σήμερα πρὸς τοὺς ἐσωτερικὰ ἀπειθάρχητους κι ἐξωτερικὰ σκαιοὺς ἀνθρώπους, παίρνοντας τὰ λόγια του ἀπὸ τὴ γραφὴ τοῦ Ἀποστόλου.

Ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, ξέρω τί σοῦ λένε ἐκεῖνοι ποὺ σὲ ξεσηκώνουν, ὅποιοι κι ἂν εἶναι αὐτοὶ κι ὅποια μέσα κι ἂν χρησιμοποιοῦν. Σὲ ὅσα σοῦ λένε ἐκεῖνοι ἐγὼ ἕνα ἔχω νὰ σοῦ πῶ, πὼς ἂν καὶ ἀνάξιος, εἶμαι συνεργάτης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία σου, καὶ στοὺς τρόπους ποὺ χρησιμοποιοῦν ἐκεῖνοι, ἐγὼ ἕναν τρόπο ἔχω· νὰ σὲ παρακαλῶ. Ἐσὺ μὲ βρίζεις καὶ μὲ λοιδορεῖς· ἐγὼ σὲ παρακαλῶ. Ἐσὺ μὲ κατηγορεῖς καὶ μὲ δυσφημεῖς· ἐγὼ σὲ παρακαλῶ. Ἐσύ μοῦ ἀρνιέσαι πὼς εἶμαι πατέρας σου· ἐγὼ σὲ ξέρω γιὰ παιδί μου καὶ σὲ παρακαλῶ. Ἐσὺ ξυπάζεσαι ἀπὸ τὸ θόρυβο καὶ τὶς φωνὲς ἐκείνων ποὺ γαυριοῦν καὶ λαλοῦν ὑπέρογκα, ἐγὼ φοβοῦμαι καὶ σὲ παρακαλῶ. Σὲ παρακαλῶ γιὰ τὴ σωτηρία σου, ποὺ εἶναι καὶ σωτηρία μου, γιατί ἐγὼ ἐλπίζω πὼς ὅταν ἐσὺ σωθῆς, μαζί σου σώζομαι κι ἐγώ, γιατί δὲν θ\’ ἀρνηθῆ τὸ ἔλεός του ὁ Θεὸς καὶ σὲ μένα τὸν ταπεινὸ κι ἁμαρτωλὸ συνεργάτη του.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Σὰν ἀλλιώτικο ἀκούγεται τὸ σημερινό μας κήρυγμα. Ἀσυνήθιστα καὶ λίγο σκληρὰ εἶναι τὰ λόγια μου σήμερα. Σκληρὰ περισσότερο γιὰ μένα καὶ λιγώτερο γιὰ σᾶς. Μὰ ἐγὼ κρίνω πὼς καὶ τὸ ἀποστολικὸ κείμενο καὶ ἡ κρισιμότητα τῶν καιρῶν ἔτσι μοῦ ἐπιβάλλουν νὰ σᾶς μιλήσω. Ἐδῶ ποὺ ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας ἔφθασαν τὰ πράγματα καὶ στὸν τόπο μας καὶ στὴν Ἐκκλησία μας, δὲν ξέρω τί ἐγὼ πρέπει νὰ σᾶς πῶ καὶ τί ἐσεῖς πρέπει νὰ περιμένετε ν\’ ἀκούσετε ἀπὸ μένα. Τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας μιὰ γλώσσα ξέρει, τὴ γλώσσα τῆς ἀλήθειας· κι εἶναι ἀνάγκη πάντα, μὰ πιὸ πολὺ σήμερα, ν\’ ἀκούγεται ἡ ἀλήθεια. Μὰ ὄχι βέβαια ὅπως τὸ κάνουν κάποιοι πού, ὅταν φωνάζουν καὶ γκρεμίζουν, θαρροῦνε πὼς λένε τὴν ἀλήθεια. Γιατί ὁ λόγος ποὺ γκρεμίζει δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια, ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι λόγος παρακλήσεως καὶ οἰκοδομῆς. Στὸν καιρὸ μας κάμποσοι ποὺ τὸ ἔκαμαν δουλειά τους νὰ φωνάζουν, θέλουνε νὰ περάσουν γιὰ ἄνθρωποι πνευματικοί, ὅμως λαλοῦνε ὑπέρογκα καὶ ἄμετρα καὶ ἀντίθετα ἀπ\’ ὅ,τι μιλάει ὁ Ἀπόστολος σήμερα. Μὰ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, καθὼς τὸ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, εἶναι ἄνθρωπος διακρίσεως. Ὅποιος λοιπὸν φωνάζει χωρὶς διάκριση, δὲν μιλάει τὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σὰν γλώσσα τῆς ἀλήθειας, εἶναι γλώσσα διακρίσεως. Ἂν εἶναι νὰ φωνάξω καὶ νὰ ἐλέγξω τὰ βάζω πρῶτα μὲ τὸν ἑαυτό μου κι ἐλέγχω τὴ συνείδησή μου· κι ἂν εἶναι νὰ σᾶς πῶ δύο λόγια, φροντίζω αὐτὰ νὰ εἶναι λόγια οἰκοδομῆς.

Παρακαλῶ λοιπόν, χριστιανοί μου, παρακαλῶ κι ἐγὼ μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ σήμερα· κρατῆστε καὶ θυμώσαστε ἐτοῦτα τὰ λόγιά μου καὶ ἔχετε τὴν εὐλογία καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.