1.

Τὸ Εἶναι καὶ τὸ Ἔχειν

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

(Μάρκ. 8, 34-9, 1)

Ἐκεῖνο ποὺ κυριολεκτικὰ μαστίζει τὸν ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι τὸ αἴσθημα τῆς ἀνασφάλειας καὶ ἀβεβαιότητας, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἐπαναστατικῆς προσπάθειας δηλ. τοῦ ἀνθρώπου νὰ γίνει αὐτὸς ὁ ἴδιος κυρίαρχος τοῦ ἑαυτοῦ του ξεθρονιάζοντας τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ δημιουργοῦ καὶ κυρίου του. Ἔτσι ὅμως δημιουργεῖται μέσα στὸν ἄνθρωπο ἕνα τεράστιο καὶ τρομακτικὸ κενό, τὸ ὁποῖο αἰσθανόμενος ὁ ἄνθρωπος, εἴτε συνειδητὰ εἴτε ἀσυνείδητα, καὶ τρομάζοντας μπροστὰ στὶς ἀβυσσαλέες διαστάσεις του, νομίζει ὅτι τὸ ἀντιμετωπίζει σωρεύοντας πολλά, ὑλικὰ ἀγαθά, ὥστε νὰ ἐξασφαλίσει σιγουριὰ μέσα στὸν κόσμο καὶ νὰ ἀποφύγει τὴν ἐνοχλητικὴ σκέψη τοῦ θανάτου.

Μὲ ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν πετυχαίνει ὁ ἄνθρωπος τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ ξεγελάσει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Γιατί ἡ φτώχεια ἡ πνευματικὴ δὲν κρύβεται οὔτε μὲ τὰ πιὸ φανταχτερὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ἡ ὕπαρξη προηγεῖται ἀξιολογικὰ τῶν διαφόρων ἀποκτημάτων της. Νὰ μία πολὺ σπουδαία ἀλήθεια ποὺ μᾶς θυμίζει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα (ποὺ διαβάζεται ἐπίσης καὶ τὴν Γ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν) ἰδιαίτερα μὲ τὴ φράση «τί γὰρ ὠφελήσει, ἄνθρωπον ἐὰν κερδίση τὸν κόσμον ὅλον καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;».

Ἡ «ψυχὴ» δηλώνει, σύμφωνα μὲ τὴ βιβλικὴ ὁρολογία, τὴ ζωή, τὸ εἶναι, καὶ «ὁ κόσμος ὅλος» τὸ ἔχειν. Ὅλο τὸ ἔχειν τοῦ κόσμου δὲν ἰσοσταθμίζει τὴ ζωὴ ἑνὸς καὶ μόνο ἀνθρώπου. Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου τὴ λησμονεῖ συχνὰ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ οἱ τεχνικὲς δυνατότητες, ἡ ἐπιστημονικὴ ἐξέλιξη καὶ ὁ μεγάλος πλοῦτος, τουλάχιστο σὲ ὁρισμένες περιοχὲς τοῦ πλανήτη μας, τὸν κάνουν νὰ συγκεντρώνει τὴν προσοχή του στὴν ἀπόκτηση ἀγαθῶν, στὰ βαρύγδουπα λόγια, στὶς ἠχηρὲς καὶ κούφιες ἐκφράσεις, μὲ μία λέξη στὸ ἔχειν, ποὺ γίνεται μὲ ζημία τοῦ εἶναι, τῆς ἀληθινῆς ὑπάρξεως.

Ἐπίσης, οἱ πράξεις βίας ποὺ ἀφθονοῦν στὴν ἐποχή μας σὲ ἐντυπωσιακὸ βαθμὸ εἶναι ἕνα σημάδι ποὺ δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ξέχασε τὸ πραγματικὸ εἶναι καὶ ἐνδιαφέρεται μόνο νὰ ἔχει, νὰ κατέχει ὅσο μπορεῖ περισσότερα πράγματα καὶ ὅσο γίνεται περισσότερους ἄλλους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τοὺς καταδυναστεύει ἢ καὶ νὰ τοὺς ἀφανίζει. Ὅσο ὅμως περισσότερο ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχει καὶ νὰ κατέχει, τόσο περισσότερο παύει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι, παύει νὰ εἶναι ὅπως τὸν ἔπλασε ὁ Θεός· ἀλλοτριώνεται, δηλ. ἀποξενώνεται ἀπὸ τὴν ἀληθινή του φύση, γίνεται ἄλλος ἄνθρωπος, ξένος πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν ὕψωσή του γιόρτασε ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἑβδομάδα ποὺ πέρασε, καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθανθεῖ τὴ φτώχεια του ποὺ δὲν τὴν σκεπάζει τὸ ἐντυπωσιακὸ ἔχειν καὶ νὰ αὐτοσυγκεντρωθεῖ στὸ εἶναι, στὴν ἀληθινή του ὕπαρξη. Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸν Σταυρὸ δὲν ἔχει ἀπολύτως τίποτε, εἶναι γυμνός· ἀκόμη καὶ ὁ ἱματισμὸς του γίνεται ἀντικείμενο κληρώσεως τῶν ρωμαίων στρατιωτῶν. Κι ὅμως τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς αὐτὴ ἀποκαλύπτεται τὸ εἶναι στὴν πιὸ σημαντική του ἐκδήλωση, στὴν προσφορὰ τῆς θυσίας καὶ τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Σταυρὸς εἶναι ἕνα διαρκὲς προσκλητήριο ἀγάπης πρὸς τὸν κάθε ἀνθρωπο· τοῦ ὑπενθυμΐζει τὴν ξεχασμένη ἀνθρωπιά, τὴν ἀληθινή του ὕπαρξη ποὺ εἶναι συνύπαρξη ἀγάπης μὲ τὸν διπλανό του καὶ ὄχι προσπάθεια ἐπιβολῆς του σ’ αὐτόν, καταδυναστεύσεως, βίας καὶ ἀφανισμοῦ του.

2.

Ὁμιλία τῆς Κυριακῆς μετά τὴν Ὕψωση

Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ

(Μαρκ. 8, 34 – 9, 1)

Ἡ χαρά γιά τήν εὕρεση τῆς δραχμῆς

Διαβάζομε στό εὐαγγέλιο τήν παραβολή:

Μιά νοικοκυρά ἔχασε ἕνα μικρό νόμισμα. Μιά δραχμή.

Καί κοπίαζε ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ, ψάχνοντας νά βρεῖ τήν δραχμή της. Τελικά τήν βρῆκε. Καί αἰσθάνθηκε τόσο μεγάλη χαρά, πού φώναξε τίς γειτόνισσες καί τίς φιλενάδες της νά χαροῦν, ἐπειδή βρῆκε τήν δραχμή της, πού εἶχε χάσει.

Τό γεγονός εἶναι λιγάκι ἀστεῖο, γιατί μιά δραχμή, δέν ἀξίζει τόν κόπο νά κοπιάζει κανείς μιά ὁλόκληρη μέρα καί νά ἀναστατώνεται τόσο πολύ. Ἀλλά ὁ Χριστός δέν θέλει νά μᾶς μιλήσει γιά τήν δραχμή, γιά τήν ἀξία τῆς δραχμῆς. Θέλει νά μᾶς μιλήσει γιά τήν ἀξία τῆς χαρᾶς, πού αἰσθάνθηκε ἡ γυναίκα αὐτή ὅταν βρῆκε τήν δραχμή της.

Ἀκόμη περισσότερο θέλει νά μᾶς δηλώσει κάτι ἄλλο ὁ Κύριος μας. Ἡ γυναίκα αὐτή εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐπουράνιου Πατέρα μας, ὁ ὁποῖος συνεχῶς, ὄχι μόνο μιά ἡμέρα, ψάχνει νά μᾶς βρεῖ. Ἡ δραχμή, δέν χάθηκε ἐπειδή τό ἤθελε ἡ ἴδια. Δέν ἔκανε καζούρα καί καψόνι στή γυναίκα πού τήν εἶχε, στό ἀφεντικό της. Χάθηκε κατά λάθος.

Ἐμεῖς χανόμαστε ἀπό τόν ἐπουράνιο Πατέρα, ἀπό τό σπίτι του, ἀπό τήν οἰκογένειά του, ἐπίτηδες· ἐπειδή τό θέλομε.

Μέ δική μας γνώμη καί μέ δική μας ἀπόφαση.

Καί περιγράφει ὁ Χριστός, πόση χαρά αἰσθάνεται ἡ γυναίκα ἐκείνη γιατί βρῆκε τήν δραχμή της. Πολύ μεγαλύτερη χαρά αἰσθάνεται ὁ Πατέρας μας ὁ ἐπουράνιος, ὅταν βρεῖ μιά «δραχμή» πού ἔχασε. Ὅταν ξαναγυρίσει κοντά του ἕνας ἄνθρωπος πού τοῦ εἶχε φύγει.

Ἡ ὄμορφη αὐτή παραβολή, δείχνει πολύ ἁδρά καί αἰσθητά πόσο ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μας, ὁ Θεός, ψάχνει νά μᾶς βρεῖ -ἄς τό προσέξομε- ὄχι θέλει νά γυρίσομε, ψάχνει νά μᾶς βρεῖ. Κάνει τά πάντα, κάνει ὅτι μπορεῖ γιά μᾶς βρεῖ, δηλαδή γιά νά μᾶς κάνει νά γυρίσομε κοντά του.

Καί ὅταν ἐμεῖς βρεθοῦμε κοντά του, αἰσθάνεται μιά ἀπέραντη χαρά, ἡ ὁποία εἶναι τό πολυτιμότερο στοιχεῖο στή ζωή του, γιατί εἶναι ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Πατέρας. Τόσο, ὥστε ὅλα ὅσα ἔκανε -καί δέν ἔκανε λίγα- ἀφοῦ «ἔδωκε ὑπέρ ἡμῶν τόν Υἱόν του», ὅλα τά θεωρεῖ μικρά μπροστά στό χαρούμενο γεγονός: στή χαρά πού παίρνει ὅταν μᾶς ξαναβρίσκει κοντά του.

Τό μεγαλύτερο καύχημα

Εἶπε ὁ Χριστός στό εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε: «Ὅποιος θέλει νά ρθεῖ κοντά μου, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι»

Σταυρός σημαίνει: Κόβω κάτι ἀπό τόν ἑαυτό μου.

Ὁ Χριστός ὅταν σταυρώθηκε, ἄφησε τή ζωή καί δέχθηκε τόν πόνο καί τήν ὀδύνη τοῦ Σταυροῦ. Τά δέχθηκε ὅμως, ὄχι γιά «τό τίποτε», ὄχι γιατί τοῦ ἄρεσαν, ἀλλά γιατί μέ αὐτά θά γινόταν κάτι τό πολύ σπουδαῖο. Τά δέχθηκε ἐξ αἰτίας τῆς ἀπέραντης καλωσύνης του. Γιά νά μπορέσει νά μᾶς βρεῖ καί νά μᾶς πάρει πάλι κοντά του.

Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἔλεγε, ὅτι καί ὁ Θεός Πατέρας καί ὁ Υἱός ἔχουν τόν Σταυρό καμάρι, καύχημα καί δόξα τους. Ὅπως ἄλλωστε πρέπει νά τόν ἔχει καί ὁ καθένας μας.

Ἄς φαντασθοῦμε ὅτι ἔχασε ἕνας πατέρας τό παιδί του. Τοῦ ξεστράτησε δηλαδή. Ἔφυγε μακρυά ἀπό τό σπίτι του. Καί προσπαθώντας νά τό ἐπαναφέρει, κάνει μερικές ἐνέργειες, τό βρίσκει, καί τό παιδί του ξαναγυρίζει σπίτι καί ἐνσωματώνεται ὅπως πρῶτα στήν οἰκογένειά του.

Αὐτό πού ἔκανε ὁ πατέρας, πού ξεκίνησε, τό ἀναζήτησε καί τό βρῆκε τό παιδί του, τό θεωρεῖ τήν μεγαλύτερη σοφία, τό μεγαλύτερο κατώρθωμα, τήν μεγαλύτερη τιμή καί δόξα γιά ὅλη του τή ζωή.

-Τί ἔκανες; Τόν ρωτοῦν οἱ φίλοι.

-Ἔκανα ἐκεῖνο καί ἐκεῖνο καί βρῆκα τό παιδί μου. Ξαναγύρισε κοντά μου.

Ἄν ἐμεῖς χαιρόμαστε, καί κάνομε τόσα γιά νά ξαναβροῦμε τόν χαμένο ἄνθρωπό μας…

Ἐμεῖς· γιά τούς ὁποίους λέγει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί τό καταλαβαίνομε καλά ὅτι εἴμαστε «πονηροί», παληάνθρωποι…

Καί ἔχομε τόσες κακίες… (Ἡ κατ’ ἐξοχήν κακία εἶναι ὅτι ἔχομε πρῶτα τόν ἑαυτό μας καί μετά τούς ἄλλους…)

Ἄν λοιπόν ἐμεῖς τρέχομε τόσο γιά τούς χαμένους…

Πόσο μᾶλλον ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μας, πού ὅλα τά κάνει γιά μᾶς καί γιά τήν σωτηρία μας.

Νά ἀξιοποιοῦμε τή ζωή μας

Μᾶς λέγει λοιπόν ὁ Χριστός, ὅτι ὅποιος θέλει νά δεῖ τήν δόξα του καί νά περπατήσει τόν δρόμο τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καί εὐτυχίας, ὀφείλει «νά πάρει τόν σταυρό του». Νά τόν ἀγαπάει τόν σταυρό του. Δηλαδή τίς θλίψεις πού θά συναντήσει στή ζωή του, ἐξ αἰτίας τῆς πίστης του στόν Χριστό. Γιατί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τόν Χριστό καί τήν ἀληθινή ζωή.

Ὅποιος θέλει, συνεχίζει ὁ Χριστός νά σώσει τή ζωή του, δηλαδή νά τήν κερδίσει, ὅπως τό ἐννοοῦν οἱ ἄνθρωποι πού σκέπτονται μέ κριτήρια κοσμικά, θά τήν καταστρέψει.

Πῶς νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ἀξιοποιοῦν τή ζωή τους πάνω στή γῆ;

Ἀπολαμβάνοντας ἐκεῖνα πού τούς προσφέρει ὁ ἁμαρτωλός κόσμος. Καλό φαγητό, ποτό, γλέντι, ἐντυπωσιακές ἐπιτυχίες… Ὅμως ὁ Χριστός μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὅποιος δένεται μέ αὐτά, θά τήν καταστρέψει τή ζωή του.

Καί ὅποιος προτιμήσει «ἕνεκεν τοῦ Χριστοῦ», γιά τόν Χριστό, ἐπειδή τό λέει τό Εὐαγγέλιο, «ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου», νά μήν κερδίσει τή ζωή του, μέ τό φρόνημα καί μέ τήν ἔννοια τοῦ κόσμου τούτου, αὐτός θά κερδίσει τήν αἰώνια ζωή. Δηλαδή θά ἀξιοποιήσει σωστά τή ζωή του.

Καί γιά νά μᾶς στηρίξει σ’ αὐτή τήν σκέψη προσθέτει ὁ Χριστός: «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδίσῃ τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθῇ τήν ψυχή του;» Τί ὠφελεῖται;

Τί κέρδος ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὄχι νά ψευτοχαρεῖ λίγο (γιατί αὐτό μᾶς προσφέρει τελικά ὁ κόσμος), μά ἔστω καί ὅλο τόν κόσμο νά τόν κερδίσει.

Ἄν εἶναι νά χάσει τήν αἰώνια ζωή, τί θά ὠφεληθεῖ;

Τί κέρδος ἔχει; Σέ λίγο θά τελειώσουν ὅλα.

Ὅμως, παρόλο πού εἶναι τόσο ὡραῖα, τόσο σοφά, τόσο λογικά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ (μποροῦσαν ἄλλωστε νά μήν εἶναι;) ἐμεῖς μερικές φορές, φεύγομε ἀπό κοντά του. Καί φεύγομε ὄχι κάνοντας ἕνα ἀπότομο ἅλμα, γιά νά πᾶμε μακρυά, ἀλλά φεύγομε χωρίς νά τό καταλάβομε.

Μά πῶς γίνεται αὐτό;

Κάποια στιγμή ἀρχίζεις καί λές:

-Δέν πειράζει ἐκεῖνο, δέν πειράζει τό ἄλλο, δέν χάθηκε ὁ κόσμος ἄν παραλείψω κάτι. Καί νομίζεις ὅτι ἔτσι γίνεται ἡ ζωή πιό εὐχάριστη.

-Τί δηλαδή; Νά σηκωθῶ νά πάω τό πρωί στήν Ἐκκλησία; Ὅλη τήν ἑβδομάδα πέθανα στή δουλειά καί στόν κόπο; Νά μήν κοιμηθῶ λίγο περισσότερο τήν Κυριακή; Ἔ, ἄς κοιμηθῶ. Προσεύχομαι καί στό σπίτι.

Πέρασε ἡ μέρα, καί αὔριο κάνεις μιά ἄλλη ὑποχώρηση μεγαλύτερη. Πᾶς λίγο παραπέρα στό κακό.

Καί τί γίνεται τότε; Βρίσκεις ὅτι ἔτσι περνᾶς πιό ὄμορφα. Ἀλλά στήν πραγματικότητα τί συμβαίνει;

Τά φύλλα πάνω στά δένδρα, ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα εἶναι καταπράσινα. Μαυρίλα φαίνονται. Μονοτονία. Ἔρχεται τό φθινόπωρο καί παίρνουν ὄμορφα χρώματα γίνονται κοκκινωπά, μετά κιτρινωπά (σάν χρυσάφι) κλπ. Ἀλλά δέν εἶναι γιά καλό.

Ἐνῶ τά καμαρώνουμε, «κοίταξε, κοίταξε χρώματα πάνω στό δένδρο», ἔχουν μπεῖ σέ πορεία θανάτου.

Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος. Ἀπό τήν στιγμή πού κόβει λίγο ἀπό ἐκεῖνα πού ἀποτελοῦν τήν χριστιανική πολιτεία, νομίζει πῶς ὀμόρφυνε τή ζωή του. Τήν ἔκανε πιό εὐχάριστη. Πιό ἤρεμη, πιό ἄνετη.

–Βρέ παιδάκι μου, ὅπως καί νά τό κάνεις εἶναι πληκτική ἡ Ἐκκλησία. Ὅλο τά ἴδια ἀκοῦμε. Μιά ζωή ὁλόκληρη. Δές καλύτερα τηλεόραση. Κάθε φορά, διαφορετική παράσταση καί διαφορετικά πράγματα. Ἀλλοιῶς αἰσθάνεσαι· ξεκουράζεσαι.

Ἕνα ἀλλοιώτικο καρκίνωμα

Βέβαια, βέβαια… Ξεκουράζεσαι…

Ἀλλά εἶπε ὁ Χριστός:

-Τί θά ὠφελήσει τόν ἄνθρωπο νά κερδίσει τόν κόσμο ὅλο καί ζημιωθεῖ τήν ψυχή του;

Γιατί νά πάρει τήν πορεία πρός τόν θάνατο;

Καί νά καταλήξει στό θάνατο κάνοντας συγκαταβάσεις, μικρές στήν ἀρχή, μεγαλύτερες ὕστερα; Πού ὅλο καί τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ;

Ἄς χρησιμοποιήσομε ἕνα παράδειγμα:

Νά ἕνα δένδρο ὡραῖο καί εὔρρωστο. Σέ κάποιο κλαρί του βλέπομε ἕναν ἄσχημο ρόζο. Ἀπό ἐκεῖ βγαίνουν κάτι παράξενα βλαστάρια, διαφορετικά ἀπό τά ὑπόλοιπα. Ξέρομε ὅτι ὁ ρόζος ἐκεῖνος εἶναι καρκίνωμα, καί τά παραμορφωμένα βλαστάρια εἶναι παράσιτα.

Τό κλαρί μέ τά παράσιτα, πού φύτρωσαν καί κόλλησαν ἐπάνω του, σιγά σιγά ξεραίνεται. Γιατί τοῦ παίρνουν ὅλη τήν ἰκμάδα.

Κάτι ἀνάλογο τό παθαίνουμε, ὅταν προτιμᾶμε ἄλλα πράγματα, ἔξω ἀπό τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νομίζοντάς τα καλύτερα. Τά ὁποῖα ὅμως σιγά-σιγά, μᾶς φθείρουν καί μᾶς ζημιώνουν.

Ὅλοι ἔχομε ἀναλάβει ἕναν πνευματικό ἀγώνα. Ἀλλά ὅλοι ἔχομε καί μιά ὀλιγοψυχία. Μικρότερη ἤ μεγαλύτερη. Καί σέ ὅλους μας, ἔρχονται οἱ λογισμοί: «Ἔ, δέν πειράζει. Μιά ὁλόκληρη ζωή εἴμαστε σωστοί. Δέν χάθηκε ὁ κόσμος καί νά κάνομε κάτι».

Νά προσέχομε αὐτούς τούς λογισμούς. Εἶναι ἐπικίνδυνοι.

Ἐλᾶτε παιδιά μου, κοντά μου

Ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός αἰσθάνεται μεγάλη χαρά ὅταν ἐπιστρέφομε κοντά του καί τόν ἀκολουθοῦμε.

Καί μᾶς καλεῖ μέ πολλούς τρόπους.

Μᾶς φωνάζει:

-Ἐλᾶτε, σᾶς περιμένω!

Μέ τήν καμπάνα, τόν Σταυρό, τό θυμίαμα, τίς εἰκόνες. Μέ ὅλα ὅσα βλέπομε στήν Ἐκκλησία καί συμβαίνουν στή ζωή μας. Ὅλα εἶναι φωνές τοῦ Θεοῦ πού μᾶς λένε: «Γυρίστε παιδιά μου, κοντά μου, γιά νά γεμίσει ἡ καρδιά μου χαρά». «Χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ, ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ ἀπομακρυσμένῳ μετανοοῦντι», ὅταν διορθώσει τό μυαλό του. Γιατί μέ τήν διόρθωση τοῦ μυαλοῦ ἐπιστρέφομε στόν Χριστό, καί μέ τό χαλάρωμα τοῦ μυαλοῦ φεύγομε ἀπό κοντά του.

Δέν φταίει τίποτε ἄλλο. Ἡ γνώμη καί τό μυαλό μας φταίει.

Ὁ Θεός εἶναι πολυεύσπλαγχνος, καί χαίρει περισσότερο ἀπό ὅλα ὅταν γυρίζομε κοντά του.

Τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅλη ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἡ πρόσκληση τοῦ Θεοῦ στά παιδιά του γιά μετάνοια καί ἐπιστροφή.

Κάθε συνάντηση μέ ἱερωμένο εἶναι πρόσκληση ἐπιστροφῆς στόν Χριστό, γιατί ὁ παπᾶς εἶναι ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ, μιλάει στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, εὐλογεῖ στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, προτρέπει, συμβουλεύει, ὑπενθυμίζει καί σιωπηλός ἀκόμη, μόνο τοῦ Χριστοῦ τό ἅγιο θέλημα.

Εἶναι καί αὐτός μιά φωνή τοῦ Χριστοῦ πού ἀκούγεται καθαρά, ἀπ’ ὅλους καί φωνάζει:

«Ἐλᾶτε παιδιά μου, κοντά μου». Ἀμήν.-

Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στίς Ἐκκλησιές στίς 21/9/2003

3.

Ὄχι ἐπανάσταση, ἀλλὰ ἀνάσταση

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Ἡ περασμένη Κυριακὴ ἦταν ἡ Κυριακὴ «πρὸ τῆς Ὑψώσεως», ἡ αὐριανὴ εἶναι ἡ Κυριακὴ «μετὰ τὴν Ὕψωσιν». Ἐκείνη ἦταν τὸ προανάκρουσμα τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Σταυροῦ, ἡ αὐριανὴ εἶναι ὁ ἀπόηχος τῆς ἑορτῆς ποὺ πέρασε. Ἡ ἑορτὴ τοῦ Σταυροῦ πέρασε κι ἡ Ἐκκλησία ἐξακολουθεῖ νὰ κάνει λόγο γιὰ τὸ Σταυρό· ὁ Ἀπόστολος καὶ τὸ Εὐαγγέλιο αὔριο καὶ πολλὰ τροπάρια ὑπόθεση ἔχουν τὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ ὅλη ἡ Ἐκκλησία κι ἡ θεία λατρεία κι ἡ πίστη μας κι ἡ ζωὴ μας εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου· ὁ Σταυρὸς κι ἡ Ἀνάσταση, ποὺ εἶναι οἱ δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου πράγματος, καθὼς τὸ ψάλλομε τὸ Μέγα Σάββατο· «Δόξα, Κύριε, τῷ Σταυρῷ σου καὶ τῇ Ἀναστάσει σου».

Υποβολή

Εἶναι μεγάλη μας τιμὴ ποὺ εἴμαστε χριστιανοί· μεγάλη μας τιμὴ καὶ μεγάλη μας εὐθύνη. Γιατί ὁ χριστιανὸς δὲν εἶναι μόνο ἕνα ὄνομα κι ἕνας τίτλος, ἀλλὰ εἶναι κι ἕνας σταυρὸς κι ἕνα χρέος. Ὄχι κάθε σταυρός, ἀλλὰ ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Γιατί οἱ ἄνθρωποι σηκώνουν πολλοὺς σταυροὺς καὶ γιὰ πολλὰ πράγματα στὸν κόσμο δίνουν τὴ ζωή τους, τάχα πὼς αὐτὸ εἶναι τὸ χρέος τους. Μὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε· «ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου». Αὐτὸ θὰ πεῖ πὼς ἕνα εἶναι τὸ χρέος, ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Χριστός· κι ἕνας εἶναι ὁ σταυρὸς ποὺ σώζει, ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου.

Θέλοντας οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ βρίσκοντας πὼς ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶναι βαρὺς κι ὁ λόγος του κι ἐκεῖνος σκληρός, φτιάχνουν καὶ φορτώνονται δικούς τους σταυροὺς καὶ δυσβάστακτα χρέη, κάτω ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀγκομαχοῦν καὶ πεθαίνουν. Μὰ ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ «χρηστὸς ζυγὸς» καὶ τὸ «ἐλαφρὸν φορτίον», καθὼς ὁ ἴδιος τὸ βεβαιώνει· καὶ οἱ ἐντολὲς του «βαρεῖαι οὐκ εἰσίν», καθὼς ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μαρτυρεῖ.

Ἐδῶ κρύβεται κάποιο μυστικὸ καὶ τὸ μυστικὸ εἶναι, καθὼς πάλι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μαρτυρεῖ, ὅτι «πᾶν τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾶ τὸν κόσμον». Αὐτὸ θὰ πεῖ πὼς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δυναμώνει τοὺς πιστοὺς γιὰ νὰ σηκώσουν τὸ Σταυρὸ καὶ νὰ τηρήσουν τὶς ἐντολές. Οἱ σταυρωτές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀγγάρεψαν τὸ Σίμωνα τὸν Κυρηναῖο «ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ»· τώρα ὁ Ἰησοῦς Χριστός, σὰν ἀντὶ γιὰ κεῖνο τὸ καλό τοῦ Σίμωνα, βοηθᾶ κάθε πιστό, γιὰ νὰ σήκωση τὸ σταυρό του.

Αὐτὸς ὁ σταυρὸς δὲν εἶναι ἕνας λόγος, ἕνα ἐξωτερικὸ σημάδι ἢ στολίδι τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ εἶναι ὅλη ἡ χριστιανικὴ πίστη. Γιατί Ἐκκλησία θὰ πεῖ σταυρὸς ἢ ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος πρὸς Κορινθίους, «Χριστὸς ἐσταυρωμένος». Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἐμπιστοσύνη μόνο στὰ μάτια τους, ἕνα τέτοιο κήρυγμα τὸ βλέπουν πὼς εἶναι σκάνδαλο. Κι ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν μόνο στὸ μυαλό τους καὶ στὴ λογικὴ τὸ θεωροῦν μωρία. Ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ ἀποστόλου Παύλου τέτοια στάση πῆραν πολλοὶ μπροστὰ στὸ Σταυρό. Μὰ ὁ Σταυρὸς εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς πίστεως, κι ὁ σταυρωμένος Χριστὸς εἶναι ἡ δύναμη κι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ· «Ἰουδαῖοι», γράφει ὁ Ἀπόστολος πρὸς Κορινθίους, «Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν». Δὲν ἔχομε κι ἐμεῖς νὰ ποῦμε περισσότερο γιὰ τὸ Σταυρὸ καὶ γιὰ τὸν ἐσταυρωμένο Χριστὸ παρὰ νὰ ἐπαναλάβουμε τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου, μεταφρασμένα στὴ γλώσσα μας. Οἱ Ἰουδαῖοι, λέγει, θέλουν θαύματα καὶ οἱ Ἕλληνες ζητοῦν σοφία, ὅμως ἐμεῖς κηρύττομε Χριστὸ σταυρωμένο. Αὐτὸ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους εἶναι σκάνδαλο καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες εἶναι μωρία, ἀλλὰ γιὰ κείνους ποὺ δέχονται τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐσταυρωμένος Χριστὸς εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τότε καὶ τώρα καὶ πάντα ὁ ἐσταυρωμένος Χριστὸς εἶναι τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας πρὸς ἕναν κόσμο, ποὺ δὲν βλέπει τίποτε παραπάνω ἀπ’ ὅ,τι βλέπουν τὰ μάτια καὶ δὲν πιστεύει τίποτε περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι χωράει τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Χριστὸς μίλησε καθαρὰ καὶ τὰ λόγια του αὐτὰ εἶναι ὅλο τὸ νόημα τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ κηρύγματος γιὰ τὸ σταυρό. Ὅποιος, λέγει, θέλει νὰ τὸν ἀκολουθήσει πρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του κι ὕστερα νὰ σηκώσει τὸ σταυρό του. Ἔτσι κι ὁ Χριστὸς ἀπαρνήθηκε τὸν ἑαυτό του καὶ σήκωσε τὸ σταυρό του· κι ὄχι μόνο τὸν σήκωσε, μὰ καὶ ἀνέβηκε σ’ αὐτὸν σὰν σὲ βασιλικὸ θρόνο καὶ πέθανε καρφωμένος ἐπάνω σ’ αὐτόν. Γιατί αὐτὸ εἶναι νὰ ἀπαρνηθεῖς τὸν ἑαυτό σου, νὰ μὴν ἔχεις δικό σου θέλημα, ἀλλὰ νὰ εἶσαι παραδομένος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· νὰ μὴ ζεῖς ἐσύ, ἀλλὰ νὰ ζεῖ μέσα σου ὁ Χριστός, καθὼς τὸ αἰσθανόταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ τὸ ἔγραφε πρὸς τοὺς χριστιανοὺς τῆς Γαλατίας «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Εἶμαι σταυρωμένος μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, καὶ δὲν ζῶ πιὰ ἐγώ, ἀλλὰ ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Αὐτὰ εἶναι λόγια μοναδικὰ καὶ ἀνεπανάληπτα· καὶ δὲν εἶναι λόγια, ἀλλὰ ἡ μαρτυρία ἑνὸς ἄνθρωπου, ποὺ ἔχει ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του καί, «δεδεμένος τῷ Πνεύματι», σηκώνει τὸ σταυρό του κι ἀκολουθεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Οἱ ἄνθρωποι στὸν καιρὸ μας αὐτὲς τὶς καταστάσεις κι αὐτὰ τὰ λόγια δὲν τὰ καταλαβαίνομε· κι ὄχι μόνο αὐτό, μὰ καὶ δὲν μποροῦμε καὶ δὲν θέλομε νὰ τὰ ἀκοῦμε. Δὲν μᾶς συγκινοῦν καὶ δὲν μᾶς ἐμπνέουν, καὶ τὰ θεωροῦμε ἀνάξια γιὰ νὰ τὰ προσέξουμε. Εἴμαστε οἱ ψυχικοὶ ἄνθρωποι, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφει ὁ Ἀπόστολος· «Ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι…». Ψυχικὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ζεῖ καὶ σκέφτεται χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ διανοητικὸς ἄνθρωπος ποὺ θεοποιεῖ τὴ σκέψη του, ὁ χωρὶς πνεῦμα Θεοῦ ἄνθρωπος, ποὺ ὅλα τὰ βλέπει καὶ τὰ κρίνει μὲ τὸ μέτρο τῆς φυσικῆς καὶ ὑλικῆς πραγματικότητας· γι’ αὐτὸν ὅ,τι λέγει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι μωρία, πράγματα ἀνάξια προσοχῆς.

«Χριστῷ συνεσταύρωμαι…» γράφει ὁ Ἀπόστολος· εἶμαι σταυρωμένος μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Καὶ τί εἶναι τάχα νὰ σταυρώσω τὸν ἑαυτό μου; Ὄχι σὲ ὁποιοδήποτε σταυρό, γιατί πολλοὺς σταυροὺς μποροῦν νὰ σηκώσουν οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ νὰ σηκώσω τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, νὰ σταυρωθῶ μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Αὐτὸ θὰ πεῖ νὰ καρφώσω μέσα μου καὶ νὰ ἀκινητοποιήσω κάθε ἁμαρτωλὴ ἐπιθυμία, νὰ νεκρώσω τὸ κοσμικὸ φρόνημα, νὰ πεθάνω ἐπάνω στὸ χρέος μου καὶ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως πέθανε ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸ Σταυρό, γιὰ νὰ ἀναστηθῶ μαζί του. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ, αὐτὸ θὰ πεῖ νὰ εἶναι κανεὶς χριστιανὸς κι ὄχι μόνο νὰ ἔχη τὸ ὄνομα, αὐτὸ θὰ πεῖ νὰ σηκώνει ὁ πιστὸς τὸ σταυρό του καὶ νὰ ἀκολουθεῖ τὸ Χριστό. Αὐτὸ τὸ «ἀκολουθείτω μοι»! ποὺ λέγει ὁ Χριστός, φανερώνει μιὰ πορεία διὰ βίου κι ἕναν ἀγώνα· σ’ αὐτὴ τὴν πορεία καὶ τὸν ἀγώνα ὁ πιστὸς πολλὲς φορὲς καὶ ἀποκάμνει καὶ πέφτει, καὶ φαίνεται πὼς ἡττᾶται, μὰ καὶ πάλι σηκώνεται καὶ «δι’ ὑπομονῆς τρέχει τὸν προκείμενον αὐτῷ ἀγῶνα, ἀφορῶν εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελείωτην Ἰησοῦν». Ὅταν καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ μία τέτοια συμπόρευση. ὁ Χριστὸς λέγει·«Ὅστις θέλει…», κι αὐτὸ εἶναι ἡ τρανὴ ἀπόδειξη πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ Χριστὸς καλεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἀφήνει τὸν καθένα ἐλεύθερο· ὅποιος θέλει τὸν ἀκολουθεῖ. Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ ὀπαδοὺς ποὺ θὰ εἶναι πολλοί, ἀλλὰ γιὰ πιστοὺς κι ἂς εἶναι καὶ λίγοι.

Ὅλος ὁ κόσμος μὲ τὶς σημαῖες του καὶ μὲ τὰ συνθήματά του. Κι ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴ δική της σημαία καὶ μὲ τὸ δικό της σύνθημα. Ὁ κόσμος μὲ σημαία τὸ μίσος καὶ μὲ σύνθημα τὸ δικαίωμα. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ Σταυρό, ποὺ εἶναι ἡ σημαία τῆς ἀγάπης καὶ μὲ σύνθημα τὸ χρέος. Ὁ κόσμος θὰ γκρεμίζει κι ἐμεῖς θὰ χτίζουμε, θὰ χτίζουμε τὸν ἑαυτὸ μας πρῶτα κι ὕστερα τὸν κόσμο. Γιατί ἀλλιῶς δὲν γίνεται νὰ ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου γκρεμισμένο καὶ νὰ ξεκινᾶς γιὰ νὰ φτιάξεις τὸν κόσμο. Χαρὰ σ’ ἐκείνους, ποὺ σηκώνουν μὲ συνέπεια τὸ Σταυρό τους, «ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου», καθὼς εἶπε ὁ Χριστός. Ὄχι ἐπανάσταση, ποὺ θὰ πεῖ νὰ πετάξουμε καὶ νὰ ξεφορτωθοῦμε τὸ σταυρό μας ἀλλὰ ἀνάσταση, ποὺ θὰ πεῖ νὰ πεθάνουμε ἐπάνω στὸ σταυρό μας καὶ στὸ χρέος μας. Ἀμήν.

4.

Ὁ Ἰησοῦς προλέγει τὸ πάθος Του (Μάρκ. 8,31-9,1)

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

(Ματθ. 16,21 — 28. Μάρκ. 8,31-9,1. Λουκ. 9,22—27)

Μέχρι τῆς ἡμέρας ταύτης οὐδὲν εἶχεν εἴπει ὁ Κύριος περὶ τοῦ πάθους Του. «Ἀπὸ τότε» ὅτε δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ὠμολογήθη ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ «ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ὅτι δεῖ αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα ἀπελθεῖν καὶ πολλὰ παθεῖν ἀπὸ τῶν Πρεσβυτέρων καὶ Ἀρχιερέων καὶ Γραμματέων καὶ ἀποκτανθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι». Ὁ Κύριος δηλαδὴ ἀπεδείκνυε διὰ τῶν προφητῶν τὸν τόπον ὅπου ἔμελλε νὰ θυσιασθῇ, τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου προσεφέροντο αἱ θυσίαι, τὸ ἀπαραίτητον τοῦ πάθους Του «δεῖ παθεῖν». Ὁ Χριστὸς ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ πάθῃ λόγῳ τῆς ἐχθρότητος τῶν ἀνθρώπων, τῆς μὴ ἀντιστάσεως του εἰς τὴν βίαν αὐτῶν καὶ τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ θάνατός Του ἀπετέλει τὸ κεντρικὸν σημεῖον ἐν τῇ Ἀπολυτρώσει. Καὶ τέλος προέλεγε τὴν τριήμερον ἀνάστασίν Του. «Καὶ παρρησίᾳ τὸν λόγον ἐλάλει» καθαρὰ καὶ μετὰ θάρρους δηλαδὴ ἐνώπιον τῶν μαθητῶν ἔλεγε ταῦτα, ἐνῷ μέχρι τώρα ὑπαινιγμοὺς μόνον ἔκαμε περὶ τοῦ πάθους Του. Ἰωὰν 2,19. 3,14—16. Ματθ. 9,15. Πρεσβύτεροι, ἀρχιερεῖς καὶ Γραμματεῖς ἦσαν τρεῖς τάξεις τοῦ Μεγ. Ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὸ πάθος. Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ Τὸν γνωρίσουν ὡς Μεσσίαν, Τὸν θανατώνουν ὡς κακοῦργον!

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος σκανδαλισθείς, διότι ὁ τόσον ἔνδοξος Χριστὸς θὰ πάθῃ πολλὰ καὶ θὰ ἀποθάνῃ «προσλαβόμενος Αὐτὸν» λαβών δηλαδὴ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὸ χέρι ἤ ἀπὸ τὸ ἔνδυμά Του κατὰ μέρος ἐκ σεβασμοῦ ἰδιαιτέρως «ἤρξατο ἐπιτιμᾶν Αὐτῷ λέγων˙ ἵλεώς σοι Κύριε˙ οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦτο». Ὁ Πέτρος δηλαδὴ ἐπιπλήττει τὸν Χριστόν, διότι εἶπεν, ὅτι θὰ πάθῃ καὶ πρέπει νὰ πάθῃ καὶ ταυτοχρόνως παρακαλεῖ τὸν Θεόν, ὅπως φανῇ ἵλεως, εὐμενὴς πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ μὴ ὑποστῇ τὸ πάθος τοῦτο. Ὁ Πέτρος σκανδαλισθείς γίνεται σκάνδαλον εἰς τὸν Χριστόν, διότι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον συνιστᾷ εἰς Αὐτὸν πράγματα ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ γίνουν, νὰ μὴ πάθῃ δηλαδὴ ὁ Χριστός. Ἀποτέλεσμα τούτου θὰ ἦτο νὰ μὴ ἀπολυτρωθῇ τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἡ συμβουλὴ ἑπομένως αὕτη τοῦ Πέτρου ἦτο σατανική.

Ἐπειδὴ ὅμως οἱ ὀλίγον ὄπισθεν τοῦ Κυρίου ἄλλοι μαθηταὶ ἤκουσαν τὴν σύστασιν ταύτην τοῦ Πέτρου, ὁ Κύριος «στραφείς καὶ ἰδὼν τοὺς μαθητάς αὐτοῦ ἐπετίμησε τῷ Πέτρῳ καὶ λέγει˙ ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ, σκάνδαλόν μου εἶ, ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων». Ὅπως ὁ Διάβολος πειράζων τὸν Ἰησοῦν ἐν ἐρήμῳ ὑπέδειξεν εὔκολον καὶ σύντομον ὁδὸν τῆς ζωῆς Του, τὴν ὁδὸν τῆς θαυματουργίας καὶ οὐχὶ τῆς ὑπομονῆς τῶν θλίψεων, ἵνα φανῇ, ὅτι εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὁμολογῶν Αὐτὸν υἱὸν Θεοῦ δὲν ἐπιθυμεῖ τὸ πάθος Του, εἶναι Σατανᾶς. Διά τοῦτο λέγει ὁ Χριστὸς πρὸς αὐτόν. Φύγε ἀπ’ ἐδῶ Σατανᾶ, ἐμπόδιον μοῦ ἔγινες, διότι δὲν φρονεῖς τὴν διὰ τοῦ πάθους Μου ἀπολύτρωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὴν ὁποίαν ὁ Πατὴρ ἀπεφάσισεν, ἀλλὰ ἀνθρωπίνως σκεπτόμενος θεωρεῖς τὸ πάθος καὶ τὴν θλίψιν ὡς μειωτικὰ Ἐμοῦ ὡς Μεσσίου ἐξ ἀδυναμίας ἀνθρωπίνης δῆθεν προερχόμενα. Οὕτω ἡ πέτρα ὁμολογίας ὁ Πέτρος γίνεται πέτρα σκανδάλου εἰς τὸν οἰκοδόμον Χριστόν! Πόση ἡ ἀδυναμία τοῦ Πέτρου ὡς ἀνθρώπου!

Ὁ Κύριος, ἵνα δώσῃ περισσότερον τόνον εἰς τὸ πάθος Του «προσκαλεσάμενος» τὸν εἰς ἀπόστασιν τινα εὑρισκόμενον λαὸν «σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ» λέγει: Ὄχι ἐγὼ μόνον πρέπει νὰ πάθω καὶ νὰ σταυρωθῷ, ἀλλὰ καὶ σεῖς. Καὶ συγκεκριμένως˙ «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ’ ἡμέραν καὶ ἀκολουθήτω μοι». Ἂν θέλετε δηλαδὴ νὰ εἶσθε μαθηταί Μου, πρέπει νὰ σηκώσητε ἕκαστος ἐξ ὑμῶν τὸν ἰδιαίτερόν του σταυρόν, καθημερινῶς θέτων εἰς ἐφαρμογὴν τὴν διδασκαλίαν Μου. Ἄρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἀπομάκρυνσις παντὸς τὸ ὁποῖον μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεόν. Σήκωμα τοῦ σταυροῦ μας εἶναι ὁ βαθμὸς τῆς ἀρνήσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας ἡ ὑπομονὴ δηλ. τῶν βασάνων μας μέχρι θανάτου. Ἀκολούθησις τοῦ Χριστοῦ εἶναι νὰ ὑποφέρωμεν καὶ ὑπομένωμεν ὄχι δι’ ἄλλην τινὰ αἰτίαν ὡς κακοποιοί, ἀλλὰ ὡς ἐνάρετοι ὅπως ὑπέφερε καὶ ὁ Χριστὸς βαδίζοντες εἰς τὰ ἴχνη Αὐτοῦ.

Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἀπάρνησις τῶν ἁμαρτωλῶν μας ὀρέξεων πίπτει πολὺ βαρεῖα εἰς τὴν ἀνθρώπινην φιλαυτίαν, ὁ Κύριος προβάλλει πρὸς ὑπερνίκησιν ταύτης τὸ μέλλον Δικαστήριον, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου θὰ κριθῶμεν. Φροντίζει μὲ τὸν φόβον ἐκείνου τοῦ Δικαστηρίου νὰ νικήσῃ τὸν ἐπίγειον φόβον καὶ λέγει: «ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν, ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν Ἐμοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου σώσει αὐτήν». Ἐνταῦθα ἡ λέξις ψυχὴ ἔχει δύο ἐννοίας. Σημαίνει τὴν ἐδῶ ζωὴν καὶ τὴν ἐκεῖ αἰωνιότητα. Ἑπομένως ὅποιος θελήσει ὑπακούων εἰς τὴν φιλαυτίαν του νὰ μὴ θυσιάσῃ τὴν ζωὴν του χάριν τῆς ἀληθείας, οὗτος «ἀπολέσει τὴν ψυχὴν» θὰ κατακριθῇ ὑπὸ τοῦ Θείου Δικαστηρίου καὶ θὰ χάσῃ τὴν ἐκεῖ αἰωνίαν μακαριότητα. Ὅποιος ὅμως θυσιάσει τὴν ζωὴν του χάριν τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου «οὗτος σώσει τὴν ψυχὴν αὐτοῦ» θὰ κερδίσῃ τὴν αἰωνίαν μακαριότητα.

Ὁ Κύριος συνεχίζων τὸν λόγον του, ὅτι πρέπει νὰ θυσιασθῶμεν ἐδῶ χάριν τῆς ἄλλης μακαριότητος, φέρει τὰς δύο ὑπάρξεις μας παροῦσαν καὶ μέλλουσαν καὶ λέγει: «τί γὰρ ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδίσῃ τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσας ἤ ζημιωθείς;» Τί σημασίαν δηλαδὴ ἔχει ἐὰν κερδίσωμεν ὄχι μόνον τὴν ζωὴν μας ἀποφεύγοντες τὸν μαρτυρικὸν θάνατον χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρον τὸν παρόντα κόσμον μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά του, κατακριθῶμεν ὅμως βάσει μικρᾶς ἤ μεγάλης ἁμαρτίας ὑπὸ τοῦ Θείου Δικαστηρίου; «ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» Ἡ αἰωνία ψυχὴ μας εἶναι ἀνωτέρα ὅλου τοῦ κόσμου, ὥστε οὐδὲν ἀντάλλαγμα αὐτῆς ὑπάρχει!

Ὁ Κύριος παρουσιάζει ἐν συνεχείᾳ τὸν φόβον ἤ τὴν λαμπρότητα τοῦ Δικαστηρίου ἐκείνου, ὅπου θὰ δικασθῇ τὸ πολυτιμότερον, τὸ ὁποῖον ἔχομεν, ἡ ψυχή μας, ἵνα νικήσῃ τὸν φόβον τοῦ ἐπιγείου μαρτυρικοῦ θανάτου καὶ λέγει: «ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ μὲ καὶ τοὺς ἐμούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων καὶ τότε ἀποδώσει ἐκάστῳ κατὰ τὴν πράξιν αὐτοῦ». Ὁ Κύριος ὀνομάζει τὴν γενεὰν ταύτην μοιχαλίδα, διότι ζῇ ἐν ἁμαρτίᾳ καὶ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ εὑρισκομένη ἔχει πάρει διαζύγιον ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὁ Χριστὸς θὰ ἐντραπῇ τότε ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θὰ Τὸν ἐντραποῦν ἐδῶ. Ἐκεῖνοι ὅμως οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ δειλιάσουν ἐδῶ, θὰ δοξασθοῦν ἐκεῖ. Ὅσος εἶναι ὁ τρόμος τῶν καταδικαζομένων, ἄλλη τόση θὰ εἶναι ἡ δόξα τῶν ἀμειβομένων ἐκεῖ, ὅπου ἕκαστος θὰ ἀμειφθῇ δικαίως.

Ὁ Κύριος περιγράφει ἐκτενέστερον τὸ Δικαστήριον ἐκεῖνο καὶ λέγει: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου, ἕως ἂν ἴδωσι τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει». Περὶ τίνος πρόκειται ἐνταῦθα; Ἰδού! Ἡ μέλλουσα κρίσις θὰ γίνῃ κατὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Ἡ ἐποχὴ ἐκείνη ὡς λίαν ἀπομεμακρυσμένη δὲν θὰ ἴδῃ οὐδένα ἐκ τῶν ζώντων τότε Ἀποστόλων. Ἀλλὰ ἡ Μεσσιανικὴ ἐποχὴ καὶ ἑπομένως καὶ τὸ Μεσσιανικὸν θεῖον Δικαστήριον ἐκτείνεται ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου μέχρι τέλους κόσμου. Δύο μεγάλαι δίκαι καὶ καταδίκαι θὰ λάβωσι χώραν κατὰ τὴν Μεσσιανικὴν ταύτην περίοδον. Ἡ μία ἀφορᾷ τὴν δίκην καὶ καταδίκην τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ κεῖται εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς Μεσσιανικῆς περιόδου ταύτης. Ἡ πρώτη εἶναι εἰκὼν τῆς δευτέρας. Ἡ πρώτη δίκη καὶ καταδίκη εἶναι ἡ καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἥτις ἔγινε τὸ 70 μ.Χ. Κατὰ τὴν καταστροφὴν ταύτην ἔζων τινὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ ἐκ τοῦ λαοῦ τοῦ παρευρισκομένου μετὰ τοῦ Ἰησοῦ. Κατὰ ταύτην ἦλθεν «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει», διότι ἐφάνη ἡ θαυματουργικὴ δύναμις τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Ἐκκλησίας καθ’ ὅσον ἡ μὲν Ἱερουσαλὴμ κατεστράφη τιμωρηθεῖσα, ἡ δὲ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐξηπλώθη εἰς ὁλόκληρον τὸν κόσμον. Μικρὰ εἶναι ἡ δύναμις αὕτη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ; Κάθε ἄλλο!

Ἰδοὺ τὸ τρομερὸν δικαστήριον, ἡ ἅλωσις τῆς Ἱερουσαλήμ! Ἑπομένως, λέγει ὁ Κύριος, νικήσατε τὸν φόβον τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου χάριν ἐμοῦ, μὲ τὸν φόβον τοῦ μέλλοντος τρομεροῦ δικαστηρίου, τὸ ὁποῖον θὰ γίνῃ πέραν τοῦ κόσμου τούτου καὶ τοῦ ὁποίου εἰκὼν εἶναι ἡ καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ, τῆς ὁποίας τινὲς ἐξ ὑμῶν τῶν Ἀποστόλων καὶ παρισταμένων θὰ γίνετε αὐτόπται μάρτυρες.

Θέμα: Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου καὶ ἡμῶν

Ἐνταῦθα ὁ λόγος εἶναι περὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡμῶν.

Καὶ Α. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Τρία πρόσωπα εἶναι σπουδαῖα ἐνταῦθα. Ὁ Χριστός, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καὶ ὁ Διάβολος. Ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Πέτρος εἶναι τὰ ἁγιώτερα πρόσωπα εἰς τὴν γῆν καὶ τὸν Οὐρανόν. Ὁ Διάβολος εἶναι τὸ βρωμερώτερον πρόσωπον ἐδῶ καὶ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον. Ὁ Χριστὸς ὀνομάζει τὸν Ἀπόστολον Πέτρον Διάβολον! Πόσον τρομερὸν εἶναι τὸ πρᾶγμα, ἂν σκεφθῶμεν, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὠνομάσθη διάβολος, διότι δὲν ἠθέλησε νὰ σταυρωθῇ ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἀγάπην του πρὸς Αὐτόν. Ὀνομάζει δὲ ὁ Χριστὸς τὸν Ἀπόστολον Πέτρον διάβολον, διότι εἶχε μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ σταυρωθῇ, ἵνα ἐξιλεώσῃ ἡμᾶς ἔναντι τοῦ Πατρὸς του διὰ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ. Ἐρωτᾶται ὅμως. Διατὶ ἔχει τόσην ἐπιθυμίαν νὰ σταυρωθῇ ὁ Χριστός, ὥστε ὀνομάζει τὸν Ἀπόστολον Πέτρον διάβολον καὶ δὲν συγχωρεῖ τὸ ἁμάρτημά μας διὰ λόγου, ἀλλὰ δὶ’ αἵματος σταυρικοῦ; Ἰδού! Μὲ τὸν σταυρικὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ φαίνονται δύο ἀντίθετα πράγματα τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.

Πρῶτον τοῦ Θεοῦ. Δία τοῦ σταυρικοῦ θανάτου φαίνονται ἡ αὐστηρότης τῆς θείας δικαιοσύνης καὶ ἡ θεία εὐσπλαγχνία. Ἡ Δικαιοσύνη του! Δὲν ἦτο ἄλλος καταλληλότερος τρόπος ἐκφράσεως τῆς θείας δικαιοσύνης ἐν τῇ ὑψίστῃ αὐστηρότητι παρὰ διὰ μίαν μόνην ἁμαρτίαν τῶν πρωτοπλάστων καὶ ἐκείνην πρὸ χιλιάδων ἐτῶν καὶ κατὰ πρώτην φορὰν γενομένην καὶ εἰς μορφὴν μικρᾶς βαρύτητος—βρῶσις ἀπηγορευμένου καρποῦ!—νὰ ὑποστῇ ὁ μονογενής Του Υἱὸς τὴν ἐσχάτην τῶν ποινῶν, τὸν θάνατον καὶ τοῦτον ἐν τῇ ἀτιμωτικῇ καὶ πολυωδύνῳ μορφῇ τοῦ σταυροῦ! Ἀλλὰ ταυτοχρόνως δὲν ὑπάρχει καλλίτερος τρόπος ἐκφράσεως τῆς θείας εὐσπλαγχνίας πρὸς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ τοῦ νὰ μὴ πάθῃ τίποτε ἀπὸ τὴν ποινὴν ταύτην ὁ ἁμαρτήσας ἄνθρωπος ἀλλὰ ὁ ἀναμάρτητος Ἰησοῦς, ἡμεῖς δὲ νὰ σωζώμεθα δωρεὰν οὐχὶ διὰ λόγου, ἀλλὰ διὰ τοῦ αἵματος τοῦ σταυρωθέντος Ἰησοῦ. Ὥστε μὲ τὸν σταυρικὸν θάνατον Του ὁ Χριστὸς ἔδειξε τὴν αὐστηρότητα τῆς θείας δικαιοσύνης κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν μεγάλην Του ἀγάπην πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς. Πόσον ἐπιτυχὴς καὶ ἀνάγλυφος εἶναι ὁ τραγικὸς συνδυασμὸς τῶν δύο ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνης καὶ ἀγάπης ἐν τῷ σταυρῷ!

Δεύτερον. Τοῦ ἀνθρώπου: Ὁ Σταυρὸς ὅμως τοῦ Κυρίου συνδυάζει καὶ ζυγίζει καὶ δύο ἄλλας ἀντιθέσεις, αἵτινες ὑπάρχουσιν εἰς τὸν ἄνθρωπον, τὴν βρωμιά του καὶ τὸ μεγαλεῖον του. Βρωμιὰ εἶναι αἱ ἁμαρτίαι του καὶ μεγαλεῖον του εἶναι ἡ ἀξία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Πόσον βαρεῖα εἶναι καὶ τί ζυγίζει ἡ ἁμαρτία, μία ζυγαριὰ μόνον ἠδύνατο νὰ τὰ ζυγίσῃ, ἕνας μεγάλος ζυγιστὴς ἠδύνατο νὰ κρατήσῃ εἰς τὸ χέρι του τὴν ζυγαριὰν αὐτὴν καὶ εἰδικὰ δράμια ἔπρεπε πρὸς τοῦτο νὰ εὑρεθῶσι. Καὶ αὐτὰ εἶναι: Ζυγὸς μὲν ὁ Σταυρός, ζυγιστὴς ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς καὶ δράμια τὸ αἷμα Του! Δὲν ὑπάρχει βαρύτερον πρᾶγμα ἀπὸ τὸν σταυρόν, δὲν ὑπάρχει δυνατώτερος ἀπὸ τὸν Θεόν. Δὲν ὑπάρχουν ἐλαφρότερα δράμια, ὥστε νὰ ζυγίζουν καὶ τὰ ἐλάχιστα βάρη, βαρύτερα δράμια, ὥστε νὰ ζυγίζουν μεγάλα βάρη ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ ἐζύγισαν τὴν μίαν, τὴν πρώτην τὴν πρὸ χιλιάδων ἐτῶν ἁμαρτίαν καὶ ἐχύθη τόσον καὶ τοιοῦτον αἷμα. Πόσον βαρεῖα εἶναι ἡ ἁμαρτία!

Ἀλλὰ ὁ σταυρὸς δηλοῖ καὶ τὴν ἀξίαν τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ἰδοὺ πῶς! Προκειμένου νὰ καθαρίσωμεν οἱονδήποτε ὕφασμα ἐξετάζομεν πόσον θὰ μᾶς στοιχίσουν τὰ καθαριστικά. Ἑπομένως ἀπὸ τὴν ἀξίαν τοῦ καθαριστικοῦ μέσου ἐξάγεται ἡ ἀξία τοῦ καθοριζομένου ὑφάσματος. Καὶ ἐδῶ καθαρτήριον μέσον εἶναι τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καθαριζόμενον πρᾶγμα ἡ ψυχή μας. Ἄπειρη εἶναι ἡ ἀξία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ; Ἄπειρη εἶναι καὶ ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς μας. Ὥστε ἰδοὺ ὁ σταυρὸς δεικνύει τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, τὴν ἀξίαν τοῦ ἀνθρώπου!

Ἑπομένως ὁ σταυρὸς δηλοῖ πόσον δίκαιος καὶ ἀγαθὸς εἶναι ὁ Θεός, πόσον βάρος ἔχει ἡ ἁμαρτία καὶ ἀξίαν ὁ ἄνθρωπος!

Β.Οἱ ἰδικοὶ μας σταυροί; Τὸ ἴδιον καὶ οὗτοι φανερώνουν: Τὴν ἀγάπην καὶ δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀξίαν καὶ τὴν βρωμιάν μας. Καὶ συγκεκριμένως. Ἔχεις κι σὺ τὰ σταυρουλάκια σου: Πτωχείαν, ἀσθένειαν, γείτονα κακόν, νοικάρην ὀχληρόν, ἀδελφὸν καὶ συγγενῇ ἰδιότροπον, ἄνδρα ἤ γυναῖκα τύραννον, φίλον συκοφάντην, συνάδελφον κουτσομπόλην ἤ ὑβριστὴν κ.λ.π. Μέσα εἰς αὐτὰ θὰ φανῇ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀξία σου καὶ ἡ βρωμιά σου. Πράγματι! Πότε ὁ Θεὸς θὰ δείξῃ τὴν ἀγάπην Του πρὸς ἐσέ; Ὅταν εἶσαι πτωχός, ἀσθενής, ὅταν ἔχῃς γείτονα ὀχληρόν, ὅταν ἀδικῆσαι ἀπὸ τὸν ἄνδρα σου, τὴν γυναῖκα σου, τὸν φίλον σου, τὸν συνάδελφόν σου. Ὅταν δὲν ἀδικῆσαι, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ἐκδηλωθῇ τόση ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Πότε σὺ χαϊδεύεις τὸ μάτι σου, τὸ χέρι σου, τὸ πόδι σου; Ὅταν ἔχῃ πληγὴν τινα. Πότε ἡ μητέρα φιλεῖ τὸ παιδί της καὶ ἐκδηλοῖ τὴν ἀγάπην της; Ὅταν ἀσθενῇ. Τὸ ἴδιον κάμνει καὶ ὁ Θεὸς πρὸς ἡμᾶς, ὅταν ὑποφέρωμεν.

Εἰς τοὺς σταυρούς μας δὲν φαίνεται μόνον ἡ ἀγάπη Τοῦ ἀλλὰ καὶ ἡ δικαιοσύνη Του. Πόσοι ἀπὸ τοὺς σταυροὺς αὐτοὺς εἶναι τιμωρία μας! Σὲ κουτσομπολεύει αὐτή, διότι καὶ σὺ κάποιον ἄλλον ἐκουτσομπόλευσες. Σὲ συκοφαντεῖ ἐκεῖνος, διότι καὶ σὺ εἰς κἄποιον λόγον συκοφαντίας ἐξετόξευσες,. Εἶσαι ἀσθενής; Ἀποκλείεται, ὥστε ἀπὸ τῶν πολλῶν σου ἁμαρτιῶν νὰ ἀσθενῇ τὸ σῶμα; Εἶσαι πτωχός; Ἀποκλείεται ἡ τεμπελιά, ἡ σπατάλη νὰ σὲ ἔφερον εἰς τὸ σημεῖον αὐτό; Εἶναι τύραννος ὁ ἄνδρας σου; Ποῦ ξέρω ἂν τὸν βασανίζῃς καὶ σὺ μὲ τοὺς ἰδικούς σου γυναικείους τρόπους; Εἶσαι ἐν τάξει εἰς αὐτὰ καὶ ἀδικεῖσαι; Αἴ, τότε θὰ ἐκδηλωθῇ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς σέ.

Ἀλλὰ εἰς τοὺς σταυροὺς αὐτοὺς φαίνεται ἡ βρωμιά μας καὶ ἡ ἀξία μας Ἐπάνω εἰς τὴν πίεσιν τῆς ἀδικίας, τῆς συκοφαντίας, τῆς πτωχείας, τῆς ἀσθενείας, θὰ ξεράσῃς ὅ,τι ἔχεις μέσα σου κατὰ τοῦ γείτονός σου, τοῦ ἰδιοκτήτου σου, τοῦ νοικάρη, τοῦ φίλου, τοῦ συναδέλφου σου, τῆς φίλης. Τότε θὰ δείξῃς καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς ψυχῆς σου διὰ τῆς ὑπομονῆς εἰς τὴν πτωχείαν καὶ νόσον, διὰ τῆς μεγαλοκαρδίας σου εἰς τοὺς συκοφάντας σου, διὰ τῆς σιωπῆς εἰς τὰς ἐξάψεις τοῦ θυμοῦ τοῦ ἀνδρός σου, διὰ τῆς συγγνώμης σου πρὸς τοὺς βλάψαντάς σε, γενικῶς διὰ τῆς προσπαθείας σου νὰ ῥίπτῃς νερὸ καὶ ὄχι λάδι στὴ φωτιά. Ἰδοὺ καὶ οἱ ἰδικοὶ μας σταυροί, καθρέπται τῆς ἀγάπης καὶ δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, τῆς βρωμιᾶς καὶ τοῦ μεγαλείου μας! Ἰδοὺ διατ’ ὁ Χριστὸς τόσον πολὺ ἐπεθύμει νὰ σταυρωθῇ, ὥστε νὰ εἴπῃ τὸν Πέτρον, ὅστις τοῦ συνέστησε νὰ μὴ σταυρωθῇ, Διάβολον. Ἰδοὺ διατὶ συνέστησεν, ὅτι πρέπει νὰ προσέχωμεν εἰς τοὺς σταυρούς μας, ὥστε νὰ ὑπομένωμεν αὐτούς.

Παράδειγμα σπουδαιότατον καὶ εἰκὼν φωτεινότατη, πόσον ἡ θλίψις ἐξαγνίζει τὸν ἄνθρωπον καὶ ἀναδεικνύει τὸν Θεόν, εἶναι ὄχι μόνον τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι διὰ τῶν βασάνων ἐξελαμπικαρίσθησαν ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν κατακλυσμόν. Κατὰ τὸν κατακλυσμὸν δηλαδὴ τοῦ Νῶε, ὅσον ὁ κατακλυσμὸς ἐμεγάλωνε, τόσον ἡ κιβωτὸς τῶν 8 δικαίων ψυχῶν ἀνυψοῦτο εἰς ὑψηλότερον ὕψος. Ὅσον περισσότεροι ἀσεβεῖς ἐπνίγοντο, τόσον ἡ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας τῶν δικαίων ἤγγιζε πρὸς τὸν Οὐρανόν. Τὸ γεγονὸς τοῦτο εἶναι ἐκφραστικωτάτη εἰκὼν τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀγάπης Του πρὸς τοὺς δικαίους καὶ δεῖγμα τῆς ἀνθρωπίνης βρωμιᾶς, ἀλλὰ καὶ ἀξίας, ἀφοῦ 8 ἄνθρωποι ἐσώθησαν μέσα εἰς τόσην κοσμοχαλασιά.

Μία ἀπορία. Εἶπεν ὁ Χριστὸς τὸν Ἀπόστολον Πέτρον Σατανᾶν. Ἑπομένως ἐπιτρέπεται καὶ ἡμεῖς νὰ εἴπωμεν τὸν ἄλλον Σατανᾶν ἤ νὰ διαβολοστείλωμεν ἄλλον ἄνθρωπον; Ἀπαντῶ. 1) Ὁ Χριστὸς θὰ στείλῃ εἰς τὸν Διάβολον κατὰ τὴν μεγάλην Κρίσιν, ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἰργάσθησαν αὐτὸν διὰ τοῦ «ὑπάγετε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἠτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ». Ἑπομένως ὁ Χριστὸς ἔχει δικαίωμα νὰ στείλῃ ἀνθρώπους, ὑπηρέτας τοῦ Σατανᾶ, εἰς τὸν Σατανᾶν, διότι ἡ παγγνωσία του γνωρίζει ἂν ὁ Α εἶναι διάβολος ἤ ἀξίζει νὰ πάῃ εἰς τὸν διάβολον, ἐνῷ ἡμεῖς οὔτε γνῶσιν οὔτε δικαίωμα ἔχομεν. 2) Ὁ Χριστὸς εἶπε τὸν Ἀπόστολον Πέτρον Σατανᾶν, διότι τοῦ εἶπε νὰ μὴ σταυρωθῇ. Σὺ ὅμως λέγεις τὸν ἄλλον Σατανᾶν, διότι σὲ σταυρώνει. Πόση διαφορά!

5.

Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωση τοῦ Σταυροῦ

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Τὴν ἡμέρα ποὺ θυμόμαστε τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ δίνουμε ἰδιαίτερη προσοχὴ σ’ ὅ,τι εἶναι ἡ Θεϊκὴ ἀγάπη. Τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο ποὺ θυσίασε τὸν Μονογενῆ του Υἱό, ὥστε κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ πρέπει νὰ λησμονηθεῖ καὶ ν’ ἀγνοηθεῖ.

Ἂν εἶναι ἀλήθεια αὐτό, πῶς θὰ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον; Ἂν ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς σημαίνει τόσα πολλὰ γιὰ τὸν Θεό, ἐὰν Ἐκεῖνος ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ θυσιάσει τὴν ζωή Του, ὁ θάνατός Του εἶναι εὐπρόσδεκτος- πῶς θὰ πρέπει λοιπὸν νὰ φερόμαστε στὸν πλησίον μας;

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἀγαπᾶμε ἐκ φύσεως, ποὺ μὲ τόσους πολλοὺς τρόπους μοιάζουν μὲ μᾶς στὸ μυαλό, τὸ συναίσθημα – ἀλλὰ εἶναι αὐτὸ ἀγάπη; Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶμε αὐτὸ τὸ πρόσωπο σὰν τὸ πιὸ πολύτιμο πρόσωπο στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ δικά μου, ἐπειδὴ λαχταρῶ νὰ εἶμαι μὲ τὸν Θεό, νὰ μοιράζομαι τὶς σκέψεις Του, τὴ στάση Του ἀπέναντι στὴ ζωή.

Καὶ πόσοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν ποὺ τοὺς φερόμαστε μὲ ἀδιαφορία, δὲν εὐχόμαστε κάτι κακὸ γι’ αὐτοὺς – δὲν ὑπάρχουν γιὰ μᾶς! Ἂς ρίξουμε μιὰ ματιὰ γύρω μας σὲ τούτη τὴ συνάθροιση καὶ γιὰ μῆνες ἂς ἀναρωτηθοῦμε: «τί σημαίνει αὐτὸ τὸ πρόσωπο γιὰ μένα;» – Τίποτα· ἁπλὰ κάποιος ποὺ παρευρίσκεται στὴν ἴδια ἐκκλησία, ποὺ πιστεύει στὸν ἴδιο Θεό, ποὺ λαμβάνει τὴν ἴδια κοινωνία- καὶ λησμονοῦμε ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ λαμβάνουν τὴν ἴδια κοινωνία, ἔχουν γίνει μέρος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ζεῖ μέσα τους, ὅτι θὰ πρέπει νὰ στραφοῦμε σ’ αὐτούς, νὰ τοὺς κοιτάξουμε, καὶ νὰ δοῦμε ὅτι ἀποτελοῦν ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μιὰ συνέχεια τῆς Ἐνσάρκωσης.

Ἂς θέσουμε στὸν ἑαυτὸ μας σοβαρὰ καὶ κρίσιμα ἐρωτήματα γιὰ τὸ πῶς φερόμαστε καὶ πῶς βλέπουμε τὸν διπλανό μας. Ἂς ἀφιερώσουμε ὅλη τὴν ἑβδομάδα γιὰ νὰ σκεφτοῦμε τὸ ἕνα πρόσωπο μετὰ τὸ ἄλλο καὶ ἂς ἀναρωτηθοῦμε: «ὑπάρχει ἀγάπη στὴν καρδιά μου; » Ὄχι μιὰ συναισθηματικὴ ἀγάπη, ἀλλὰ μιὰ ἀγάπη ποὺ μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ κάνει ἕναν ἄνθρωπο πολύτιμο, – πολύτιμο στὸ βαθμὸ ποὺ θὰ πρέπει νὰ εἶμαι προετοιμασμένος νὰ δώσω τὴν ζωή μου γι’αὐτὸ τὸ πρόσωπο. Καὶ ὅταν τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα προσέλθουμε στὸ μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, ἂς φέρουμε, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ ἐρώτημα: «Ὑπάρχει γιὰ μένα ὁ πλησίον; Τί σημαίνει γιὰ μένα; » Γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι τὰ πάντα· ἐὰν γιὰ μένα δὲν εἶναι τίποτα, ποιὰ εἶναι ἡ θέση μου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ἀμήν.

6.

Ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)

Κάποτε ὁ Χριστὸς ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιπλήξει κάποιον μαθητὴ του χαρακτηρίζοντάς τον «σατανᾶ». Τὴν πρωτάκουστη ἐπίπληξη δὲν τὴν ἔκανε στὸν Ἰούδα, ἀλλὰ στὸν μετέπειτα πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Πέτρο, ἐπειδὴ ὁ παρορμητικὸς μαθητὴς ἀντέδρασε ζωηρὰ ἀκούγοντας τὸν Χριστὸ νὰ προαναγγέλλει τὸ ἐπικείμενο Πάθος του. Ἐνῶ ὁ Πέτρος ἔντονα τὸν ἀπέτρεπε ἀπὸ τὸν θάνατο, ὁ Χριστὸς τὸν ἄφηνε ἄφωνο λέγοvτάς του: «Πήγαινε πίσω μου, σατανᾶ, γιατί δὲν φρονεῖς ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν στὸν Θεό, ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν στοὺς ἀνθρώπους» (Μάρκ. 8,33).

Πῶς φρονοῦμε τὰ τοῦ Θεοῦ;

Τί σημαίνει «φρονεῖν τὰ τοῦ Θεοῦ» τὸ ἐξηγεῖ συνεχίζοντας ὁ Χριστὸς στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ σήμερα, Κυριακὴ μετὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἴσως δὲν ὑπάρχει πιὸ κατάλληλη περικοπὴ γιὰ τὸ κλείσιμο τῆς ἑορτῆς. Ὁ Χριστὸς φρονώντας τὰ τοῦ Θεοῦ «οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν» (Ρωμ. 15,3), ἀλλὰ ὑπάκουσε στὸ θέλημα τοῦ Πατέρα του μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ.

Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει τὸ φρόνημα τοῦ Θεοῦ, μόνο ὅταν ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, σηκώνοντας μὲ αὐταπάρνηση τὸν δικό του σταυρὸ τῆς ὑπακοῆς στὸ θεῖο θέλημα. «Αὐταπάρνηση» σημαίνει ὅτι θυσιάζει τὴ δική του ἐγωκεντρικὴ θέληση καὶ ἀμφισβητεῖ τὴ δική του ἐγωιστικὴ κρίση καὶ φρόνηση. Στὴ θέση τους βάζει καὶ ἐμπιστεύεται ἀπόλυτα τὸ μόνο ἀληθινὰ φιλάνθρωπο θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ μόνη ἀληθινὰ φιλάνθρωπη σοφία του, ποὺ φανερώθηκαν μὲ τὴ σταυρική του θυσία. Ποιὸ ἄλλο μεγαλύτερο τεκμήριο ἀγάπης καὶ φάρμακο θεραπείας θὰ μποροῦσε νὰ περιμένει ὁ σακατεμένος ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ του ἄνθρωπος;

Ἡ σωτήρια θυσία

Χαρακτηριστικὴ περίπτωση τέτοιου «ἐπηρμένου» ἀνθρώπου εἶναι ὁ Καζαντζάκης. Στὸ βιβλίο του «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» περιγράφει μιὰ συνάντησή του μὲ ἀσκητὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος: «Γιὰ νὰ τὸν πειράξω», λέει ὁ συγγραφέας, «τοῦ εἶπα: Ἔχασες τὸ μυαλό σου, δυστυχισμένε. Κι ἐκεῖνος μοῦ εἶπε ἕνα λόγο καὶ μὲ ἀποστόμωσε: Ἔδωκα τὸ μυαλό μου καὶ πῆρα τὸν Θεό. Ἔδωκα μία κάλπικη πεντάρα κι ἀγόρασα τὸν παράδεισο. Καὶ νὰ σοῦ πῶ καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ ξέρεις: Ἕνας μεγάλος βασιλιάς, ὄμορφος καὶ γλεντζές, συνάντησε κάποτε ἕναν ἀσκητὴ καὶ τοῦ εἶπε μὲ συμπόνια: Μεγάλη ἡ θυσία ποὺ κάνεις! Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσένα ἡ θυσία σου εἶναι πιὸ μεγάλη, βασιλιά μου. Γιατί ἐγὼ ἀπαρνιέμαι τὰ φαινόμενα καὶ τὰ πρόσκαιρα, ἐνῶ ἐσὺ τὰ μόνιμα καὶ αἰώνια».

Ὁ σοφὸς ἀσκητὴς μὲ παραστατικὸ τρόπο ἐπανέλαβε στὸν Καζαντζάκη τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Ὅποιος θέλει δῆθεν νὰ σώσει καὶ νὰ χαρεῖ τὴ ζωὴ του ἐγωιστικά, θὰ τὴ χάσει· θὰ χάσει τὴν πραγματική της ὀμορφιὰ καὶ χαρά. Ὅποιος ὅμως θυσιάσει τὸ ἐγωιστικό του φρόνημα καὶ ἔτσι φαινομενικὰ χάσει τὴ ζωή του, ἐξαιτίας τῆς ὑπακοῆς του σὲ μένα καὶ στὸ εὐαγγέλιό μου, αὐτὸς οὐσιαστικὰ θὰ τὴν σώσει καὶ θὰ τὴν χαρεῖ». Μπορεῖ νὰ χάσει τὰ ἀπατηλὰ καὶ πρόσκαιρα τῆς «κατὰ σάρκα» ζωῆς, ἀλλὰ θὰ κερδίσει τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀναφαίρετα τῆς «κατὰ πνεῦμα» ζωῆς. «Κατὰ σάρκα» ζωὴ εἶναι ἡ ζωὴ ἡ ὑποδουλωμένη στὰ πάθη, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἔχθρα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἄρα σὲ ὁριστικὸ χωρισμὸ ἀπὸ Αὐτὸν καὶ σὲ θάνατο· ἐνῶ «κατὰ πνεῦμα» ζωὴ εἶναι ἡ γεμάτη εἰρήνη ἀληθινὴ ζωή, ἡ λουσμένη εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,21).

Τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ

Αὐτὴ ἡ «κατὰ πνεῦμα» ζωή, εἶναι ἡ -κατὰ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο- «ψυχή», γιὰ τὴν ὁποία τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ἀντάλλαγμα ὁ ἄνθρωπος, καὶ τὴν ὁποία, ἂν τὴν «ζημιωθεῖ» καὶ τὴν χάσει, ἔστω κι ἂν κερδίσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο, δὲν ἔχει τίποτε νὰ ὠφεληθεῖ. Καὶ φυσικὰ αὐτὴ ἡ «κατὰ πνεῦμα» ζωὴ δὲν εἶναι μία… ἄϋλη «πνευματικὴ» κατάσταση μετὰ θάνατον, ἀλλὰ τὴν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ καὶ τώρα μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του, «ψυχὴ τε καὶ σώματι», σηκώνοντας τὸν σταυρό του καὶ ἀκολουθώντας τὸν Χριστό.

Ἡ ἄρση τοῦ προσωπικοῦ μας σταυροῦ καὶ ἡ πορεία «ὀπίσω τοῦ Χριστοῦ» δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ἀτομικὲς θρησκευτικότητες ἢ ἰδιωτικὲς «θεολογίες». Εἶναι ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ. Εἶναι «λύχνος καιόμενος», ποὺ πρέπει νὰ τοποθετεῖται πάνω στὸν λυχνοστάτη, γιὰ νὰ λάμπει «πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ» (Ματθ. 5,15). «Σηκώνω τὸν σταυρό μου καὶ ἀκολουθῶ τὸν Χριστὸ» σημαίνει «δὲν ντρέπομαι γιὰ τὸ ὅτι ἔχω ὁδηγό μου τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο τῆς Δόξης». Ἀντίθετα, καυχιέμαι γιὰ τὸν Σταυρό του καὶ ὁμολογῶ σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μου ὅτι μόνο τηρώντας τὸ θέλημά του μπορῶ νὰ σωθῶ. Ἡ ἄρνηση αὐτῆς τῆς ὁμολογίας θὰ ἔχει καὶ ἐσχατολογικὲς διαστάσεις· διότι τότε καὶ ὁ Χριστός, «ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς Αὐτοῦ», θὰ ντραπεῖ νὰ μὲ ὁμολογήσει «δικό του» ἐνώπιον τοῦ Πατέρα του.

Ὁ Ἅγιος Προκόπιος, πρὶν γίνει χριστιανός, ὡς εἰδωλολάτρης ἀξιωματικὸς κυνηγοῦσε τοὺς χριστιανούς. Κάποια νύχτα, ὅμως, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀπάμεια τῆς Συρίας «σκόνταψε» μπροστὰ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ καταδίωκε, ὅπως κάποτε καὶ ὁ διώκτης Σαῦλος. Τοῦ φανερώθηκε ἕνας φωτεινὸς σταυρὸς καὶ ἄκουσε τὸν Χριστὸ νὰ τὸν καλεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Τότε, ἀφοῦ ἔφτιαξε πρῶτα σὰν ὁδοδείκτη τῆς ζωῆς του ἕνα ὁλόχρυσο σταυρό, ἄρχισε νὰ σηκώνει κάθε μέρα καὶ πιὸ συνειδητὰ τὸν προσωπικό του σταυρὸ μὲ τέτοια αὐταπάρνηση, ὥστε στὸ τέλος ἀξιώθηκε καὶ νὰ πεθάνει μαρτυρικὰ γιὰ τὸν Χριστό. Μὲ τὶς πρεσβεῖες του, σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ, «σῶσον ἡμᾶς».

7.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ ἀγαπήσαντός με (Γαλ. β΄16-20)

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)

Στοὺς Χαιρετισμοὺς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὀνομάζουμε τὸν Σταυρό, «τῶν Ἀποστόλων κοσμοκήρυκτον κλέος». Ἔστω κι ἂν ἕξι ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους σφράγισαν τὸ κήρυγμά τους μὲ σταυρικὸ θάνατο, αὐτὸς ποὺ περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἔκανε κοσμοκήρυκτη τὴ δόξα τοῦ Σταυροῦ εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ σήμερα, Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, δὲν κηρύττει ἁπλῶς μὲ λόγια τὴ σωτήρια δύναμη τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ καταθέτει τὴν προσωπική του ἐμπειρία «συσταύρωσης» μὲ τὸν ἐπ’ αὐτοῦ σταυροθέντα Χριστό.

Ὁ Νόμος, «παιδαγωγὸς εἰς Χριστὸν»

Σίγουρα δὲν ὑπῆρχε καλύτερος τρόπος, γιὰ νὰ ἀποστομώσει τοὺς ἐξ Ἰουδαίων χριστιανοὺς ποὺ ἐπέμεναν νὰ θεωροῦν ἀναγκαία γιὰ τὴ σωτηρία τὴν τήρηση τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ὁ πρώην «ἐχθρός τοῦ σταυροῦ» μὲ παρρησία πλέον ὁμολογεῖ: «Καίτοι εἴμαστε Ἰουδαῖοι, ἀφήσαμε τὸν νόμο καὶ πιστέψαμε στὸν Χριστό, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου· γιατί κανένας δὲν μπορεῖ νὰ δικαιωθεῖ ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου, ἀφοῦ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τηρήσει τὸν νόμο τέλεια». Καὶ μὲ τὸ χρυσὸ στόμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννη ἐξηγεῖ ὁ Ἀπόστολος: «Δὲν ἀφήσαμε τὸν νόμο ἐπειδὴ ἦταν πονηρός, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν ἀσθενής».

Ὁ μωσαϊκὸς νόμος σαφῶς εἶναι θεόπνευστος• εἶναι ὅμως «παιδαγωγὸς εἰς Χριστόν». Καὶ ὅταν ἀπὸ τὴ μία βαθμίδα παιδείας πᾶμε στὴν ἀνώτερη, κάποια μορφωτικὰ στοιχεῖα διατηροῦνται, κάποια τελειοποιοῦνται, ἐνῶ κάποια ἐγκαταλείπονται. Ἔτσι καὶ ἀπὸ τὸν Νόμο: α) διατηρήθηκε ἡ θεμελιώδης πίστη στὸν ἐξ ἀποκαλύψεως Θεὸ τῶν ἁγίων Πατριαρχῶν Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως ἐλάλησεν ἐν τοῖς προφήταις» γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ του· β) τελειοποιήθηκε καὶ συμπληρώθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὁ ἠθικὸς νόμος, δίνοντας τὸν ἑαυτὸ του ὑπόδειγμα «εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ»· καὶ γ) καταργήθηκαν οἱ τελετουργικὲς διατάξεις καὶ οἱ παντὸς εἴδους ἐξωτερικὲς θυσίες, ποὺ εἶχαν προτυπωτικὸ χαρακτήρα, ἀφοῦ ἡ πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ἱερωσύνης, ὁ Μέγας Ἀρχιερέας Χριστός, ἐφάπαξ «παρέδωκεν ἑαυτὸν θυσίαν τῷ Θεῷ» γενόμενος ὁ ἴδιος θύτης καὶ τέλειο θύμα.

«Δὲν ξαναχτίζω ὅ,τι γκρέμισα»

Ὅσοι λοιπὸν ἐπέμεναν ὅτι πρέπει νὰ τηροῦνται αὐτὲς οἱ διατάξεις ποὺ ὁ Χριστὸς κατήργησε μὲ τὴ θυσία του, καὶ ὅτι ὅσοι τὶς παραβαίνουν ἁμαρτάνουν, ὁδηγοῦσαν στὸ βλάσφημο συμπέρασμα ὅτι αἴτιος τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ Χριστός. «Ὁρᾶς τί κατασκευάζουσιν οἱ ἰουδαΐζοντες;» ρωτάει μὲ ἀποτροπιασμὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσουμε ὅτι αὐτὰ ἀφοροῦν μόνο ἐκεῖνες τὶς ἐποχές, μᾶς προσγειώνει μὲ τὰ λόγια: «Ὅλα αὐτὰ ὁ Παῦλος δὲν τὰ λέει μόνο γιὰ τοὺς Γαλάτες, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἴδια μ’ αὐτοὺς ἀρρώστια», ποὺ εἶναι ἡ ὑποκρισία· αὐτοὶ ἐξωτερικὰ φαίνονται δίκαιοι, ἐνῶ ἐσωτερικὰ εἶναι «μεστοὶ ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας». Καὶ φυσικὰ ἐξαιτίας τους «τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ βλασφημεῖται».

Παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἀχρησίας πλέον τῶν νομικῶν διατάξεων ἀποτελεῖ ἡ προτεινόμενη εἰκόνα τοῦ προσωρινοῦ παραπήγματος, ποὺ στήνεται σὲ οἰκόπεδο ὅπου πρόκειται νὰ ἀνεγερθεῖ μεγάλη οἰκοδομή· χρησιμεύει γιὰ πρόχειρη στέγαση ἐργαλείων καὶ ἐργατῶν καὶ βοηθάει πολὺ στὴν ἀνέγερση. Ὅταν ὅμως τελειώσει ἡ οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας, καταργήθηκε τὸ τυπικό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ εἶχε «στηθεῖ» γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ ἡ τέλεια λατρεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἰουδαΐζοντες ὅμως –οὔτε λίγο οὔτε πολὺ- ἤθελαν ὄχι μόνο νὰ ξαναχτίσουν τὸ «παράπηγμα» τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ νόμου, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ τοποθετήσουν στὴν ἴδια θέση μὲ τὴν Ἐκκλησία.

«Ζῶ συσταυρούμενος Χριστῷ»

Βέβαια τὸ «παράπηγμα» δὲν εἶναι μόνο ἄχρηστο· εἶναι καὶ «θανατηφόρο». Καὶ ἐξηγεῖ ὁ Παῦλος πάλι μὲ τὸ στόμα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Ὁ νόμος διατάζει νὰ ἐφαρμόζονται ὅλα ἀνεξαιρέτως ὅσα γράφτηκαν· καὶ τιμωρεῖ μὲ θάνατο ὅποιον δὲν τὰ τηρεῖ ὅλα. Ἄρα λοιπὸν κατὰ τὸν νόμο ἔχουμε πεθάνει, ἀφοῦ κανένας δὲν τὸν ἔχει τηρήσει πλήρως. Ὅπως, λοιπό, ἕνας νεκρὸς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπακούσει στὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου, ἔτσι δὲν μπορῶ κι ἐγὼ ποὺ εἶμαι νεκρὸς λόγω τῆς κατάρας του. Ἑπομένως, ὁ ἴδιος ὁ νόμος μᾶς κάνει νὰ μὴν τοῦ δίνουμε πλέον σημασία». Καὶ θὰ συνεχίσει ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος: «Ὅμως ἡ νέκρωση πού μοῦ χαρίζει ἡ συσταύρωσή μου μὲ τὸν Χριστὸ δὲν μυρίζει θάνατο· εἶναι ζωοποιός. Πεθαίνω ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ζῶ γιὰ τὸν Θεό. Τελικὰ δὲν ζῶ πλέον ἐγώ, ἀλλὰ ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός».

Τὰ συγκλονιστικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ Παύλου δὲν ἔχουν καμία σχέση οὔτε μὲ ἀνοησίες περὶ μετενσάρκωσης οὔτε μὲ δῆθεν «λυτρωτικὲς» ἑνώσεις μὲ κάποια ἀπρόσωπη «οὐσία», θεωρίες ποὺ τελικὰ καταργοῦν τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ὁ κάθε ἐν Χριστῷ «καινὸς» (καινούργιος) ἄνθρωπος ἀποτελεῖ τὴν τελειότερη πραγμάτωση τοῦ κάθε μοναδικοῦ καὶ ἀνεπανάληπτου προσώπου, τὸ ὁποῖο καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ ἀλλὰ καὶ στὴν ἔσχατη μακαριότητα δὲν χάνει τὴν ἑνότητα μὲ τὸ σῶμα του, ζώντας «ἐν σαρκί». Καὶ ὅλα αὐτὰ χάρη στὴν ἀγάπη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, ποὺ δὲν ἀγάπησε ἀόριστα τὴν ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ τὸν καθένα μας χωριστὰ καὶ ἔδωσε τὸν ἑαυτὸ του θυσία γιὰ τὸν καθένα μας.