(Απόσπασμα από το βιβλίο της Μαρίας Παστουρματζή με τίτλο: “Αγάπησέ με”, εμπνευσμένο από τον βίο του “Αγίου των λεπρών” στη Σπιναλόγκα, π.Χρύσανθου Κατσουλογιαννάκη, του ιερέα που κοινωνούσε για πολλά χρόνια τους λεπρούς και δεν αρρώστησε ποτέ!)

Η Λειτουργία έφτανε στην ιερή κορύφωση της προσφοράς τού σφαγιαζόμενου Αμνού. Το σώμα του ιερέα σκίρτησε με αγωνία ακόμα πιο βαθιά. Βρισιές κι ανόσια ακούσματα θα βεβήλωναν κείνη την ώρα τη φρικτή και άγια.

«Τά σά ἐκ τῶν σῶν» ψέλλισε με χείλη που τρεμούλιαζαν και γονάτισε μπρος στην Αγία Τράπεζα. Άξαφνα μια κραυγή αλλιώτικη μαχαίρωσε όλες τις βέβηλες φωνές.

Ήτανε ένα ουρλιαχτό σπαρακτικό, μακρόσυρτο που ξεπετάχτηκε από τα τζάμια του νοσοκομείου απέναντι. Μέσα του σπαρταρούσανε θαρρείς όλα τα δάκρυα του ανθρώπου από τη μέρα που περπάτησε στη γη. Τα χάχανα και οι βρισιές βουβάθηκαν μεμιάς, τα επιπόλαια τραγούδια κοκκαλώσανε.

Μονάχα εκείνο το βασανισμένο ουρλιαχτό συνέχιζε, δυνάμωνε, κομμάτιαζε τους ουρανούς, ορμούσε μέσα στον ναό, πλανιότανε πάνω απ’ το λογχισμένο Σώμα του Αμνού στο ιερό δισκάριο.

Κόμποι ιδρώτα στάλαζαν στο μέτωπο του παπα-Χρύσανθου. «Καί ποίησον τόν μέν Ἄρτον τοῦτον τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ Σου. Ἀμήν», ψιθύριζε αρθρώνοντας αργά τις λέξεις του που σκεπάζονταν απ’ το πονεμένο ουρλιαχτό.

Ο πόνος του ανθρώπου ακούμπαγε ζεστός πάνω στο πληγωμένο Σώμα του θεού που είχε λογχίσει ο λειτουργός με δέος και ευλάβεια. για μια στιγμή του φάνηκε πως ο Αμνός γινόταν όλος μια πληγή –έπαιρνε πάνω Του ο θεός του κόσμου την πληγή– άνθρωπος και θεός πονούσανε μαζί κι εκείνος χάιδευε με αγωνία και τους δυο πασχίζοντας να ακουμπήσει την οδύνη του ανθρώπου στη θυσία του θεού. «Σέ ὑμνοῦμεν, Σέ εὐλογοῦμεν, Σοί εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καί δεόμεθά Σου ὁ θεός ἡμῶν», έψαλλε κατανυκτικά ο Μάρκος έξω απ’ το Ιερό.

Έκανε το σταυρό του και σηκώθηκε απ’ τα γόνατα.

Ένιωθε ένα οξύμωρο ανακάτεμα οδύνης και γαλήνης μέσα του. Εκείνη η θεία Λειτουργία, η πρώτη στο νησί των ζωντανών νεκρών θα τον σημάδευε ανεξίτηλα σαν ένα βίωμα ανείπωτο.

Μονάχα εκείνο το γλυκό, παράξενο τουρτούρισμα του πόνου και της ηδονής θα τον βεβαίωνε πως ο θεός ήταν εκεί. Άπλωνε απ’ τον σταυρό τα ματωμένα χέρια Του, για να σφογγίσει τον ιδρώτα του σ’ αυτή τη σπαραγμένη γη. Σήκωσε ευγνώμονα τα μάτια του ψηλά.

«Κύριε! Ἰησοῦ μου!», ψέλλισε. δεσμίδες φως λευκόχρυσο τυλίγανε τα ξύλα του σταυρού. Πέφτανε απαλά σαν ένα αχειροποίητο χρυσό μανδήλιο πάνω στο δισκοπότηρο. «Κύριε, Ἰησοῦ μου!», επανέλαβε με ζεστό πόθο στη φωνή.

Άξαφνα θαρρείς απάντηση σ’ εκείνη την καρδόβγαλτη ικεσία του ακούστηκε το τρίξιμο της πόρτας του ναού και μια ανθρώπινη σκιά γλίστρησε μέσα του. γύρισε αυθόρμητα να δει.

Μέσα στο μισοσκόταδο γνώρισε την κουτσουρεμένη σιλουέττα που τον υποδέχθηκε εχθές στον κόσμο του νησιού.

Έσερνε το βασανισμένο σώμα του ώς τη μαρμάρινη κολώνα πίσω απ’ τα στασίδια για να στηριχθεί. Ο παπα-Χρύσανθος σήκωσε αργά το χέρι του και τον ευλόγησε.

Μέσα του ήξερε ότι εκείνη η ψυχή θα ήταν σύμμαχος στον αλγεινό αγώνα του.

Η Λειτουργία τώρα συνεχιζόταν πιο εύκολα.

Οι ευχές ανέβαιναν λευτερωμένες απ’ το βάρος της ψυχής ώς την υπέρτατη κορύφωση της προσφοράς του Μυστηρίου στους πιστούς. Με χέρια που όπως πάντοτε τρέμαν απ’ την ευλάβεια, πήρε το δισκοπότηρο.

«Μετά φόβου θεοῦ πίστεως και ἀγάπης προσέλθετε», κάλεσε τους ελάχιστους πιστούς και κοίταξε δεξιά. Ο Μάρκος που ως εκείνη τη στιγμή καθότανε κουλουριασμένος στο στασίδι του με το κεφάλι του χωμένο ανάμεσα στις χούφτες του τινάχτηκε όρθιος. Ζύγωνε με διστακτικά, μισοσκιαγμένα βήματα το Άγιο Ποτήριο.

Είχε σταυρώσει τα μικρά του χέρια στην καρδιά και όλο του το κορμί τουρτούριζε αναστατωμένα από τον πόθο και το φόβο του. Έτσι λεπρός, με την καρδιά φουρτουνιασμένη από τα δάκρυα, ένιωθε ακόμα πιο ανάξιος αλλά και πιο αναγκεμένος να ενωθεί με τον θεό.

Σαν σίμωσε, άγγιξε με τις άκρες των δακτύλων του το Ιερό Μανδήλιο. Μια σύσπαση, κάτι που έμοιαζε μακάριο και ευδαιμονικό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλια του. Τα αγαθά του μάτια βυθιστήκαν με λαχτάρα μες σε ̓κείνα του πατέρα του. Δάκρυα σπαρταρούσανε στις άκρες τους.

Ο ιερέας ανατρίχιασε. Πρώτη φορά διάβαζε τόση ευγνωμοσύνη μες σε μάτια ανθρώπινα την ώρα που τους κοινωνούσε τον θεό. Εκείνη η στιγμή τον σύντριβε κάτω απ’ το βάρος της μεγαλωσύνης της. Πρώτη φορά αγάπησε τόσο πολύ το ράσο του που ̓χε μισθώσει τη ζωή του στην ανάγκη του θεού.

«Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ θεοῦ Μάρκος», είπε σιγά και η φωνή του ράγισε, για να συνεχιστεί στο καρ- διακό της δοξολόγημα στον θρόνο του θεού.

Ήταν ο μόνος που κοινώνησε. Έρριξε μια κλεφτή ματιά στον Ρεμουνδάκη όμως εκείνος έμεινε ασάλευτος με το κεφάλι του σκυμμένο σταθερά στη γη.

Σαν άκουσε το καταληκτικό «Χριστός ἀνέστη» σύρθηκε αθόρυβα έξω απ’ τον ναό. Έμεινε μόνος με τον Μάρκο να διαβάσει την Ευχαριστία και να κάμει την κατάλυση. Ώρα πολλή ξεχάστηκε στην προσευχή μπροστά στην Πρόθεση.

Εκείνη η θεία Λειτουργία, οδυνηρή και τόσο διαφορετική απ’ όσες είχε κάνει ώς τώρα στη μονή αλλοίωνε την ύπαρξη του ολόκληρη. Σαν βγήκε απ’ τον ναό όλος ο κόσμος του φαινότανε αλλιώτικος, λουσμένος μυστηριακά και υπερκόσμια στο φως.

Ακόμα και οι σιλουέττες των λεπρών που ̓τανε μαζεμένοι εδώ κι εκεί του μοιάζαν τυλιγμένες σ’ ένα διάφανο καθάριο φως που μεταμόρφωνε τον τρόμο της ασχήμιας τους.

Τους χαιρέτησε ευγενικά με ένα κούνημα του κεφαλιού και κατευθύνθηκε στην προκυμαία αμίλητος. Εκείνοι τον κοιτάζανε περίεργα σαν να ΄χε έρθει από άλλη γη.

«Φεύγεις, παπά;», ρώτησε κάποιος σπάζοντας την παράξενη σιωπή.

«Ναι», έγνεψε.

Ήταν η ώρα του να φύγει πια, να επιστρέψει στη μονή όπως του ̓χε ζητήσει ο ηγούμενος διονύσιος. «θα ̓ρθω την άλλη Κυριακή να λειτουργήσουμε ξανά», είπε, επίμονα μιλώντας στον πληθυντικό.

Ο Μάρκος τον συνόδεψε ώς κάτω στο λιμάνι κλαίγοντας. Μπήκε στη βάρκα που περίμενε.

«Την άλλη Κυριακή», είπε παρηγορητικά και σήκωσε το χέρι του σ’ αποχαιρετισμό.

Η Σπιναλόγκα έφευγε μακριά.

«Την άλλη Κυριακή», είπε ξανά μα ήξερε πως η ψυχή του είχε μείνει εκεί, γονατιστή στο Ιερό του Αη-Παντελεήμονα να περιμένει το πρωί της άλλης Κυριακής.

………………………………………………………………………………

«Ένα θαύμα, Κύριε!», εκλιπαρούσε μ’ ολονύκτια δάκρυα στο κελάκι του μπροστά στα ξύλα του σταυρού. Ήτανε στη μονή μα η καρδιά του περπατούσε στα ανηφορικά δρομάκια του νησιού, αντίκρυζε τα παγωμένα ή απελπισμένα πρόσωπα, έμπαινε στην εκκλησία και τη φαντάζονταν κατάμεστη.

«Ένα δικό Σου θαύμα, Κύριε, να γεμίσει τον ναό, να γεμίσει τις ψυχές τους με Εσένα Κύριε!», παρακαλούσε με τα χέρια ανοικτά πάλι και πάλι και ξανά.

Έτσι ξάγρυπνος με το κορμί του ακόμα πιο λιγοστεμένο απ’ τις νηστείες και τα δάκρυα έφυγε για τη Σπιναλόγκα τ’ άλλο Σάββατο.

Εκείνη τον περίμενε με ηλεκτρισμένη ένταση. Μια νευρικότητα αμήχανη έκανε τους Σπιναλογκίτες να κοιτάζουν κάθε τόσο προς τη θάλασσα.

Μα εκείνοι που τον πρόσμεναν μ’ αδημονία μεγαλύτερη ήτανε δύο με συναισθήματα ολότελα αντίθετα: ο Μάρκος που ̓χε καθηλωθεί στον μόλο απ’ το πρωί και ο Ανδρέας που ένας βασανισμένος παιδεμός τού τυραννούσε όλη τη βδομάδα το μυαλό. γύριζε σαν τη σβούρα μες στον καφενέ με τα χέρια του δεμένα πίσω και το κεφάλι του σκυμμένο καταγής.

Τα μάτια του βουλιάζαν εφιαλτικά στις κόχες τους κι οι αναρίθμητες γραμμές που του τσαλάκωναν το πρόσωπο δείχνανε την αντάρα της ψυχής. «Τι έπαθε αυτός;», μουρμούριζαν κι έδειχναν με το δάχτυλο. «Από την ώρα που άκουσε για τον παπά ζουρλάθηκε».

Έσπευσε πρώτος να υποδεχθεί τον παπα-Χρύσανθο, όταν η βάρκα επιτέλους ζύγωσε στο μόλο του νησιού.

«Ήρθες, παπά;», χαιρέτησε απότομα.

«Ήρθα, παιδάκι μου. Αύριο είναι πάλι Κυριακή». «Εγώ θα ̓ρθω στη Λειτουργία σου, παπά, μα θέλω πρώτα να μου πεις αν έκανες κατάλυση».

«Έκανα παιδί μου! Βέβαια έκανα!», απάντησε ο παπα-Χρύσανθος και η καρδιά του σφίχτηκε.

«Πρόσεχε παπά! Φυρί-φυρί το πας! θα το φας μόνος το κεφάλι σου!», είπε ο Ανδρέας και στραβομουτσούνιασε. «Εδώ είναι λέπρα! δεν είναι αστεία πράματα!», συνέχισε δείχνοντας επιδεικτικά τις κόκκινες πληγές στο χέρι του. «Μην κάμεις τέτοια κουζουλά!».

Ο παπα-Χρύσανθος τινάχτηκε σαν να τον χτύπησαν με βούρδουλα.

«Για το θεό, παιδάκι μου! Τι λες! Βγάλε τούτες τις σκέψεις μεσ’ απ’ το κεφάλι σου! Τα Άγια δε μολύνονται!», αναφώνησε.

«Είσαι άνθρωπος, παπά μου. θα φοβάσαι. δεν μπορεί!», επέμεινε ερεθισμένα ο Ανδρέας.

«Φοβάμαι. Είμαι άνθρωπος. Μα ̓δώ δεν έχω λόγο να φοβάμαι τίποτα. Τα Άγια δε μολύνονται! Είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. γίνεται ν’ αρρωστήσει ο θεός;», είπε κοιτώντας τον λεπρό κατάματα.

Ο Ανδρέας δεν απάντησε. Έτρεμε ολάκερος. Τα χείλια του συσπώντανε ανίκανα ν’ αρθρώσουν ο,τιδήποτε.

«Άκου να δεις παπά μου!», φώναξε βρίσκοντας γρήγορα την αυτοκυριαρχία του.

«Εγώ θέλω να δω! θέλω να δω να πίνεις τη Μεταλαβιά απ’ τη λαβίδα που ̓χεις δώσεις στον λεπρό.

Κι άμα το δω και δω πως δεν αρρώστησες, σου υπόσχομαι: θα έρχομαι στη Λειτουργία σου! θ’ ανοίγω πρώτος τον ναό και θα τον κλείνω ο ίδιος μου! Μόνο να δω!», κατέληξε σφίγγοντας τις γροθιές του στους μηρούς. Οι μύες του προσώπου του τεντώθηκαν.

«Να δεις, παιδάκι μου», απάντησε με πόνο ο παπα-Χρύσανθος. «Αφού το θες τόσο πολύ, να δεις», έκαμε ήρεμα και ανηφόρισε στον Αη-Παντελεήμονα για τον εσπερινό.

«Ζουρλάθηκες μωρέ; Τι έκαμες;», ρώτησε ο Επαμεινώνδας σαν απομακρύνθηκε.

Μα ο Ανδρέας δεν απάντησε. Μήτε και κανείς άλλος είπε τίποτα. Μέσα τους θέλαν όλοι αυτό που ζήτησε ο ιταμός λεπρός: να δουν.

Τ’ άλλο πρωί βρήκε αρκετούς να ̓χουνε μαζευτεί έξω απ’ την εκκλησιά.

Ο Ανδρέας έκανε φοβισμένα ένα βήμα πίσω σαν τον κοίταξε. Μα ο παπα-Χρύσανθος του άπλωσε το χέρι του.

«Έλα παιδάκι μου. Είπες πως θες να δεις».

«Ναι», έγνεψε. Ένας φόβος φαινόταν πως του μούδιαζε τα μέλη του μα η πεθυμιά να δει έκαιγε ανυποχώρητη. Πίσω του κοντοστάθηκε ένας άντρας μεγαλόσωμος. Ήταν αυτός με τα κοκκινισμένα μάτια.

«Εγώ, παπά μου, είμαι ο γιώργης», κόμπιασε.

«Είπα να έρθω στη εκκλησιά έτσι για το καλό», μουρμούρισε μα τα χαμηλωμένα μάτια του προδίδαν ολοφάνερα το ψέμα του.

«Κι εγώ, πατέρα Χρύσανθε», πετάχτηκε ο θωμάς που θαρρείς ήταν μια σκιά κάπου κρυμμένη πίσω τους.

Μα πριν προλάβει να του απαντήσει ο παπα-Χρύσανθος ο Γιώργης του ̓ριξε μια άγρια, φαρμακερή ματιά. Ο θωμάς λούφαξε σαν τρομαγμένο ελάφι και απομακρύνθηκε.

Μπήκανε στον ναό οι τρεις, ο Μάρκος, ο Ανδρέας και ο Γιώργης πίσω από τον ιερέα του θεού. Εκείνος έβαλε «Εὐλογητός».

Σε λίγο ήρθαν, όπως το περίμενε, ο Ρεμουνδάκης και πέντε-έξι μαυροφορεμένες που τα πρόσωπά τους κρύβονταν μες στις κατεβασμένες μπόλιες τους.

Ο Μάρκος έψελνε όπως ήξερε τον Όρθρο μα κανένας δεν τον άκουγε. Ο γιώργης κοίταζε αόριστα μπροστά.

Τα χείλια του σουφρώνανε με δυσαρέσκεια, σαν να ̓βλεπε ακόμα μπρος του τον θωμά που ήταν ολοφάνερο ότι του προκαλούσε απέχθεια.

Δίπλα του ο Ανδρέας καθισμένος στο στασίδι ακριβώς απέναντι απ’ την πρόθεση έμενε ασάλευτος σαν απολίθωμα.

Μόνο τα δάχτυλά του τρέμαν νευρικά πάνω στα γόνατα και το αναστατωμένο πρόσωπο το χαρακώνανε μικροί- μικροί σπασμοί σαν άνθρωπος που πόναγε και προσπαθούσε να συγκρατηθεί.

Στο μεταξύ ένα ανθρώπινο μουρμουρητό ολοένα και δυνάμωνε έξω απ’ τον ναό, σαν να ̓χαν μαζευτεί πολλοί και κρυφομίλαγαν. Ο παπα-Χρύσανθος κοίταξε αυθόρμητα προς το μικρό παράθυρο που έβλεπε στο Ιερό πάνω απ’ την Πρόθεση.

Κολλημένο στο τζάμι σαν χαλκομανία γνώρισε το μικρό πρόσωπο του άντρα που ο Γιώργης αποσβόλωσε.

Γύρω του στριμώχνονταν πέντε-έξι άλλα πρόσωπα παλεύοντας να δουν. Τέντωναν τους λαιμούς τους, ένας πίσω απ’ τον άλλον, και βαστιόντανε με κόπο από τις σιδερένιες βέργες που πλαισίωναν το λιγοστό παράθυρο.

Ο ιερέας ανατρίχιασε. Είχανε σκαρφαλώσει εκεί να δούνε την κατάλυση. Μια σουβλιά του πέρασε το στήθος του.

Έστρεψε τη ματιά του στον σταυρό: «Συγχώρεσέ τους, Κύριε! Συγχώρα τους! Κύριε, μή στήσῃς αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν ταύτην!», προσευχήθηκε με δύναμη. Το αίμα του μηρμύγκιαζε, οι αρθρώσεις τσούζανε.

Ύστερα ένας λογισμός παρηγορητικός σαν αύρα ανακουφιστική του πράυνε τα σπλάγχνα του: «Ίσως αυτό είναι το θαύμα που ζητούσα, Κύριε· το αιώνιο θαύμα της θυσίας Σου στο Ιερό θυσιαστήριο· να το κοιτάξουν, να πειστούν σαν τον Θωμά που Σε ψηλάφησε ύστερα απ’ την Ανάσταση».

Ξεκίνησε τη θεία Λειτουργία μ’ ένα λυγμό φυλακισμένο στην καρδιά. Κάθε «Κύριε ἐλέησον» πετάγονταν σαν σπαραγμός από τα σπλάγχνα του. Σαν έφτασε η ώρα της αναφοράς η πονεμένη του καρδιά έτσουξε ακόμα πιο πολύ. γονάτισε με άπειρη ευλάβεια μπροστά στην Αγία Τράπεζα.

Το μέτωπό του ακούμπησε επάνω της. Τα χέρια του ευλογήσανε τον Άρτο στο δισκάριο: «Καί ποίησον τόν μέν Ἄρτον τοῦτον Τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ Σου. Ἀμήν».

Οι λέξεις πέφτανε μία-μία, βαριές και επιβλητικές στην ησυχία του ναού. «Τό δέ ἐν τῷ Ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον Αἷμα τοῦ Χριστοῦ Σου. Ἀμήν».

Η φωνή του, εκείνη η μειλίχια, απαλή φωνή τώρα σιγούρευε με δύναμη γινόταν επιβλητική, προστακτική με όλη την πεποίθηση της αυθεντίας που δεν ξέρει αντίρρηση. «Μεταβαλών τῷ Πνεύματι Σου τῷ Ἁγίῳ. Ἀμήν. Ἀμήν. Ἀμήν», είπε τρίτη φορά πιο δυνατά και σώπασε.

Το σώμα του έσκυψε στη γη. Τα κεντημένα άμφια που σκέπαζαν τις πλάτες του ανασηκώνονταν απ’ τους πνιχτούς λυγμούς.

Ο ιερέας έκλαιγε. Έκλαιγε από πόθο, από πόνο, από παράπονο που δοκιμάζαν έτσι τον θεό που θυσιαζόταν. Για μερικές στιγμές μόνο οι υπόκωφοι λυγμοί του ακούγονταν στον ναό.

Οι λεπροί πάγωσαν. Ο Ανδρέας έτρεμε πλέον ανεξέλεγκτα σαν να τον βασανίζανε σπασμοί. Τύλιξε τα χέρια του γύρω απ’ τους ώμους. Κρύωνε.

Κοιτούσε εκστατικά με μάτια πέτρινα τα σκεπασμένα Τίμια δώρα στην Αγία Τράπεζα κι η αγωνία της ψυχής του χυνόταν υγρά ρυάκια στους κροτάφους του.

Έμεινε όρθιος, τρεμάμενος μέχρι την ώρα της Μεταλαβιάς. Σαν ζύγωσε ο Μάρκος το Άγιο Ποτήριο, τα μάγουλά του χλώμιασαν σαν να τραβούσαν ξαφνικά όλο το αίμα από τη σάρκα του.

Έκανε αυθόρμητα μια κίνηση μπροστά μα ύστερα καθηλώθηκε ξανά στη θέση του.

«Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ θεοῦ Μάρκος», έλε- γε αργά και κατανυκτικά ὁ παπα-Χρύσανθος και ένιωθε δεκάδες μάτια ανθρώπινα, διεσταλμένα από την ένταση, να κυνηγούνε λαίμαργα την ιερή λαβίδα που άγγιζε τα χείλη του λεπρού.

Συνέχισε τη Λειτουργία όσο μπορούσε πιο ατάραχα και έκαμε απόλυση.

Μία σιγή εκκρηκτική, γεμάτη προσμονή, έπεσε στον ναό. Η αγωνία κορυφώνονταν. Πήγε να τους μοιράσει το αντίδωρο μα δεν κουνήθηκε κανείς. Μόνο κοιτούσανε ακίνητοι σαν πέτρινοι.

Ένιωθε ̓κείνα τα δεκάδες μάτια να ανοίγουνε τεράστια επάνω του, να του ξεκοκκαλίζουνε το πρόσωπο.

Κοίταξε με οδύνη τον σταυρό «Συγχώρεσέ τους Κύριε», δεήθηκε ξανά. Ο Ρεμουνδάκης βγήκε απ’ τον ναό. Ο ιερέας κατευθύνθηκε στην Πρόθεση. Η μικρή πόρτα έμεινε ανοιχτή…

Ο Μιχαήλ, ο αρχάγγελος, απέσυρε την πύρινη απαγορευτική ρομφαία του υποταγμένος στην υπέρλογη μακροθυμία ενός θεού που ανέχτηκε να Τον ετάζουν στα πραιτώρια. Ο παπα-Χρύσανθος σήκωσε το Άγιο Ποτήριο με τη λαβίδα ώς τα χείλη του.

Δε σάλευε κανείς. Περίπου δεν ανέπνεε. Μόνο κοιτούσανε περίτρομοι με μάτια που κοντεύανε να πεταχτούν από τις κόγχες τους.

Ο Ανδρέας πέτρωσε. Κανένα νεύρο, κανένας μυς δε σάλευε στο πρόσωπο λες κι είχε φορεμένη μία μάσκα κολλημένη στο πετσί.

Μόνο τα χείλια του συσπώνταν ακανόνιστα σαν να παλεύαν κάτι να αρθρώσουνε όση ώρα ο λειτουργός κλαίγοντας ασταμάτητα, έτρωγε κι έπινε γουλιά-γουλιά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.

Ο παπα-Χρύσανθος τελείωσε. Έμεινε όρθιος, λαμπαδιαστός στην Πρόθεση, απέναντι από την αγιογραφημένη Άκρα Ταπείνωση του αιώνιου Νυμφίου του να δέεται.

Μα οι λεπροί καθίσανε. Μια παραλυμένη κούραση ξέδενε πλέον τους αρμούς στα τεντωμένα τους κορμιά.

Τα πρόσωπα στο τζάμι αποχωρούσανε. Ό,τι είχαν δει ήταν βαρύ, πολύ βαρύ κι άλλο δεν άντεχαν.

Και μόνο τώρα που συνέρχονταν από το δέος και την έκπληξη νιώσαν τον φόβο για ό,τι έκαναν· έναν φόβο παγερό, δεμένο με ενοχή να τους δαγκώνει την ψυχή.

Κοίταξαν τον Ανδρέα, τον πρωταίτιο εκείνης της προπέτειας. Όμως αυτός δεν κοίταζε κανέναν τους. Μονάχα τον πατέρα Χρύσανθο με μάτια αλλοιωμένα που γυαλίζανε.

«Τι έκαμες μωρέ;», μουρμούρισε μεσ’ απ’ τα δόντια του ο Γιώργης που δε βάσταξε.

Μα ο άλλος δεν απάντησε.

«Τι έκαμες; Τι σου ̓φταιξε ο άνθρωπος;», ρώτησε πάλι ερεθισμένα ο γιώργης.

Τα χείλια του Ανδρέα σάλεψαν.

«Δε θα πάθει τίποτα!», απάντησε και η φωνή σιγούρευε. «Τίποτα!», επανέλαβε και δάκρυα, χοντρά μεγάλα δάκρυα σαν πάγος που τον λιώνει η ζέστα του φωτός γλιστρήσανε στο πρόσωπο.

Άφησε το κορμί να σωριαστεί στο λιγοστό στασίδι του. Ο παπα-Χρύσανθος γύρισε και τον κοίταξε. Για μια στιγμή τα μάτια τους σταυρώσανε…

Καί ἐξελθών ἔξω ὁ… Ἀνδρέας ἔκλαυσε πικρῶς!…

Ο π. Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης υπήρξε ο τελευταίος ιερέας της Σπιναλόγκας. Γεννήθηκε το 1893 και εκάρη μοναχός το 1911 στην Ι. Μ. Τοπλού Σητείας.

Αργότερα πήγε στην Ι. Μ. Φανερωμένης Ιεράπετρας. Από εκεί έφυγε για τη Σπιναλόγκα εθελοντικά το 1947, όπου και διακόνησε το νησί μέχρι το κλείσιμο του λεπροκομείου το 1957.

Παρέμεινε στη Σπιναλόγκα μόνος του για μια πενταετία για να φροντίζει τους τάφους των λεπρών και να τελεί τρισάγιο. Επέστρεψε στη Ι. Μ. Τοπλού για λόγους υγείας.

Κοιμήθηκε το 1972. Είχε δικαίως τη φήμη αγίου.

Ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, ο επανομαζόμενος και «αρχάγγελος της Σπιναλόγκας», είναι το δεύτερο υπαρκτό πρόσωπο του μυθιστορήματος.

Mέσα από τη μυθοπλασία, η Μαρία Παστουρματζή ζωντανεύει τα ατελείωτα «πάθια» και τους «καημούς» των κατοίκων της Σπιναλόγκας και ζωγραφίζει τη μόνη δύναμη που νικά τον ανθρώπινο πόνο: την Αγάπη που ανεβαίνει ως τον σταυρό.

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εν Πλω σε όλα τα βιβλιοπωλεία.

Μαρία Παστουρματζή

“ΑΓΑΠΗΣΕ ΜΕ”