του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου .

 

ΓΕΝΙΚΑ: Ο Όσιος Νήφων, o νέος κοινοβιάρχης, συνέβαλε στην ανάπτυξη του μοναχισμού με την ίδρυση ησυχαστηρίων και μοναστηριών σε νησιά του Αιγαίου, αγωνιζόμενος μαζί και με τους άλλους κολλυβάδες πατέρες για τη διάσωση του ορθοδόξου φρονήματος, την πνευματική αναγέννηση του λαού και την επιστροφή στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση.

ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ: Γεννήθηκε το 1736 στη Χίο. Νήπιο ακόμη, έχασε τους γονείς του από επιδημία πανούκλας. Την ανατροφή του ανέλαβε μια θεία του και όταν έγινε έφηβος αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Όμως, το συνταρακτικό γεγονός της δολοφονίας ενός φίλου του από κάποιο γενίτσαρο, τον γεμίσε με θλίψη και απόγνωση. Μετά από αυτό αναχώρησε για το Άγιο όρος, πρώτα στην Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας και έπειτα στη Σκήτη του Παντοκράτορα (Καψάλα), όπου εκάρη μοναχός και αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας, ενώ, κατά τον Παπαδιαμάντη, ασκήτεψε έπειτα στη σκήτη Αγίου Βασιλείου. Ο Νήφων, ενώ ουδέποτε φοίτησε σε σχολείο, κατανοούσε την Αγία Γραφή και τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, ενώ ευλαβείτο ιδιαίτερα την Θεοτόκο. Όμως εξαιτίας της ταραχώδους περιόδου του πνευματικού κινήματος των Κολλυβάδων1 ο Νήφων συνταράχθηκε από την όξυνση των προβλημάτων, που είχαν προκύψει και οδηγήσει σε θλιβερά επεισόδια. Έτισ, αποφάσισε να εγκαταλείψει το Άγιο Όρος, στο οποίο είχε γνώρισε και τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο (1721 -1813), λαμπρό εκπρόσωπο του λεγομένου κολλυβαδικού κινήματος.

ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ: Ο Νήφων αναγκάστηκε να καταφύγει σε διάφορα νησιά του Αιγαίου. Αφού πρώτα επισκέφθηκε τη Χίο, κατευθύνθηκε μαζί με άλλους συμμοναστές στη Σάμο, όπου έμειναν λίγους μήνες στην εγκαταλελλειμένη Μονή της Α. Κυριακής. Από τη Σάμο ο Όσιος μαζί με τους ιερομονάχους Γρηγόριο Νισύριο, Αθανάσιο εξ Αρμενίας και Αρσένιο Μωραΐτη φτάνουν στη Νάξο, όπου διέμειναν στο μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης. Εκεί γνωρίστηκαν με τον Νικόλαο Καλιβούρτζη, τον μετέπειτα μεγάλο φιλοκαλικό πατέρα και διδάσκαλο, Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο οποίος, χάρη σ’ αυτούς, αποφάσισε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο στον Άθωνα. Έπειτα μετέβησαν στην ιερή νήσο, Πάτμο, όπου γνωρίστηκαν με τον ιεράρχη της Κορίνθου, Άγιο Μακάριο Νοταρά (1731-1805). Στη συνέχεια ο Όσιος Νήφων μαζί με τον Γρηγόριο επισκέφθηκει τους Λειψούς, όπου στο Ρωμάνι έκτισε το εκκλησάκι –ησυχαστήριο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Από εκεί ο Όσιος αναγκάστηκε από τις πειρατικές επιδρομές να φύγει σύντομα και να μεταβεί στους γειτονικούς Φούρνους Ικαρίας (1775), όπου οικοδόμησε ναϋδριο προς τιμήν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και πάλι. Το ίδιο έτος ξεκίνησε και η ανέγερση της ιεράς μονής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και στον Άγιο Κήρυκο Ικαρίας. Σημαντική ήταν και η συμβολή του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά, που έμεινε μαζί με τον Νήφωνα για αρκετό διάστημα. Σήμερα σώζονται ερείπια από το κελλί, στο οποίο διέμενε, καθώς και το ανεγερθέν παρεκκλήσιο επ’ ονόματι του Αγίου Μακαρίου μετά την κοίμησή του, 17/4/1805. Η Μονή του Ευαγγελισμού Ικαρίας υπήρξε το πνευματικό καταφύγιο των θεοφόρων κολλυβάδων ασκητών και κατέστη ένα υποδειγματικό κοινόβιο, αφού επί των ημερών του Οσίου Νήφωνος ο αριθμός των μοναχών έφθασε τους εικοσιπέντε. Πλήθος κόσμου κατέφθανε στο μοναστήρι για να καθοδηγηθεί πνευματικά από το διακριτικό και διορατικό Γέροντα Νήφωνα, που αναδείχθηκε οδηγός των ασκητών, και κατέστησε το μοναστήρι κέντρο παιδείας και πνευματικής άσκησης για υποψήφιους κληρικούς.

ΣΤΗ ΣΚΙΑΘΟ: Το 1778 ο σκιαθίτης απόφοιτος της Πατμιάδας, Γρηγόριος Χατζησταμάτης πληροφορήθηκε για τον ενάρετο Γέροντα Νήφωνα και το περίφημο μοναστήρι του Ευαγγελισμού στην Ικαρία και αποφάσισε να εγκαταλείψει την Πάτμο, όπου βρισκόταν, και να καταφύγει στην κολλυβαδική μονή. Εκεί εκάρη μοναχός και πρότεινε στον Νήφωνα να φύγουν από την Ικαρία και να εγκατασταθούν στη Σκιάθο, όπου ο πατέρας του Γρηγορίου διέθετε κτηματική περιουσία. Έτσι το 1794 έφθασαν στη Σκιάθο, όπου ανήγειραν ιερά μονή επ’ ονόματι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Το 1797 η νέα αυτή μονή κατέστη πατριαρχικό σταυροπήγιο. Το επόμενο έτος ο παπά-Γρηγόρης Χατζησταμάτης δώρισε την πατρική του περιουσία στο μοναστήρι. Το σκιαθίτικο μοναστήρι αναδείχθηκε πνευματικό κέντρο και καταφύγιο για τους κατοίκους του νησιού στη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας. Τον Σεπτέμβριο του 1807 έφτασαν εκεί καταδιωκόμενοι από Τούρκους 1.400 κλεφταρματολοί από όλη την Ελλάδα. Στη μεγάλη αυτή σύναξη των καπεταναίων και αγωνιστών ο Γέροντας Νήφων ευλόγησε την πρώτη ελληνική σημαία, η οποία στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1823) ορίστηκε ως ο επίσημος τύπος της σημαίας του έθνους μας.

ΣΤΙΣ ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΜΟΝΕΣ: Τον Δεκέμβριο του 1809, προαισθανόμενος το επίγειο τέλος του, κάλεσε έξι υποτακτικούς του και τους όρισε να πάνε στην Ικαρία για να ανακαινίσουν το ιστορικό μοναστήρι, που τόσο αγάπησε και στο οποίο σκόπευε να αφήσει την τελευταία του πνοή. Όμως, δεν πρόλαβε. Την 28η Δεκεμβρίου 1809 ο Όσιος Νήφων εγκατέλειψε την επίγεια ζωή λαμβάνοντας τον στέφανο της δόξης από τον Κύριο. Ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο της μονής του Ευαγγελισμού της Σκιάθου και όλοι οι συμμοναστές του Οσίου έγιναν μάρτυρες του πρώτου θαύματος: ένας μοναχός, για πολλά χρόνια παράλυτος, θεραπεύτηκε, αφού ασπάσθηκε με ευλάβεια το τίμιο σκήνωμα του μακαριστού Γέροντος. Το 1812 πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Οσίου, τα οποία εξέπεμψαν άρρητη ευωδία, γεγονός που αποτέλεσε ένδειξη και πιστοποίηση της αγιότητος και θαυματουργικότητός του. Ο Όσιος Νήφων υπήρξε εκ των κορυφαίων του κολλυβαδικού κινήματος, που στις μέρες μας καθίσταται επίκαιρο όσο ποτέ. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του συγχρόνου μας Μωυσή του Αγιορείτη: «Το κολλυβαδικό κίνημα καθίσταται λίαν επίκαιρο, όταν ξανά θέλουν πολλοί να προσφέρουν μέσα στην Εκκλησία άνεση δίχως άσκηση, χαρά δίχως αγώνα, ευφροσύνη δίχως χαρμολύπη, καινοτομίες δίχως γνώση της αυστηρής ακρίβειας της αγιοπατερικής και ευαγγελικής Παραδόσεως».

 

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com

 

  1. 1. Βασική αιτία της διένεξης ήταν η άρνηση των κολλυβάδων πατέρων να τελέσουν μνημόσυνα την Κυριακή, η οποία είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου μας. Μάλιστα το 1772 οι κολλυβάδες συνέταξαν αναφορά προς την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, την οποία μαζί και με την ομολογία πίστεως απέστειλαν στην Κωνσταντινούπολη με τον μοναχό Νήφωνα. Ο Πατριάρχης Θεοδόσιος Β΄ εξέδωσε συνοδική απόφαση, με την οποία δικαίωνε και τις δύο (;) αντιμαχόμενες πλευρές.