1.

Ἡ δύναμη τῆς πίστεως «Ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι»

Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Ἰωὴλ

 

Μιὰ συγκινητικὴ ἱστορία μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ἕνας Ρωμαῖος ἀξιωματικὸς ἦλθε νὰ παρακαλέσει τὸν Κύριο νὰ θεραπεύσει τὸ δοῦλο του, «ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος›› (Ματθ. 8,6). Εἶναι ἀξιόλογος καὶ θαυμαστὸς ὁ διάλογος ποὺ διαμείφθηκε μεταξύ τοῦ ἑκατοντάρχου καὶ τοῦ Ἰησοῦ. Ἂς δοῦμε πιὸ ἀναλυτικάτα στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ θαύματος.

Τὸ πρόσωπο τοῦ ἑκατοντάρχου

Ὁ ἑκατόνταρχος προκειμένου νὰ πλησιάσει τὸ Χριστὸ κατ’ ἀρχὴν ἔστειλε ἄλλους· «ἀπέστειλεν πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων» (Λουκ. 7,3). Μετὰ ἀφοῦ ἄνοιξε κάπως τὸ δρόμο γιὰ νὰ πλησιάσει τὸν Ἰησοῦ, πῆγε καὶ ὁ ἴδιος προσωπικὰ νὰ Τὸν συναντήσει (Ματθ. 8,5). Αὐτὸ δείχνει πὼς εἶχε πάρει στὰ σοβαρὰ τὴν ὑπόθεση τῆς θεραπείας τοῦ δούλου του. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ πὼς δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ κάποιο συγγενή του, ἀλλὰ γιὰ τὸ δοῦλο του. Εἶναι δὲ γνωστὸ πόση μηδαμινὴ ἀξία εἶχαν οἱ δοῦλοι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ὁ Ρωμαῖος ἀξιωματικὸς εἶχε βαθιὰ πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴν τὴν πίστη ἤθελε νὰ ἀποκαλύψει ὁ Θεάνθρωπος. Χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήσει ὁ ἑκατόνταρχος, ὁ Χριστὸς ζήτησε νὰ πάει στὸ σπίτι του. Ὁ Ζιγαβηνὸς σημειώνει πὼς ὁ Κύριος «ἠθέλησε τὴν πολλὴν αὐτοῦ πίστιν ἐκκαλυφθῆναι καὶ τοῖς ἀκολουθοῦσι», δηλ. ἤθελε τὴν πολλή του πίστη νὰ τὴν ἀποκαλύψει καὶ στοὺς μαθητὲς ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν. Δὲ θαύμασε μόνο τὴν πίστη του ὁ Κύριος, ἀλλὰ τὴν πρόβαλλε γιὰ νὰ τὸν μιμηθοῦν κι ἄλλοι. Ἤθελε ἀκόμη ὁ Κύριος νὰ ταπεινώσει καὶ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἀλαζονευόντουσαν πὼς κατάγονται ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ἐνῶ παράλληλα ἤθελε νὰ δώσει θάρρος στοὺς ἐθνικοὺς γιὰ νὰ Τὸν πλησιάσουν καὶ νὰ σωθοῦν. Ἐπίσης ἡ παρατήρηση τοῦ ἀξιωματικοῦ πὼς μπορεῖ νὰ κάνει τὸ δοῦλο του καλὰ χωρὶς νὰ πάει στὴν οἰκία του δείχνει τὴν μεγάλη του ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου, καὶ ὅπως λέγει ἕνας ἀρχαῖος συγγραφεύς, «καὶ ζωῆς καὶ θανάτου εἶχεν ὁ ἑκατόνταρχος τὸν Ἰησοῦν ἐξουσιαστήν».

Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Χριστοῦ

Παντοῦ ὁ Κύριος ἀκολουθοῦσε τὴν προαίρεση τῶν αἰτουμένων ἀπ’ Ἐκεῖνον κάτι. Μέσα στὰ κείμενα τῶν Εὐαγγελίων δὲν Τὸν βλέπουμε νὰ πίκρανε ποτὲ ἄνθρωπο. Ὅποιος πλησίαζε τὸν Ἰησοῦ, πάντοτε ἔφευγε ὠφελημένος. Ἀρκετὲς φορὲς πραγματοποιοῦσε καὶ τὶς ἁπλὲς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων ποὺ πήγαιναν κοντά Του, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν. Π.χ. ἤθελε ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα νὰ πιάσει τὸ ροῦχο Του καὶ νὰ γίνει καλά. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς ἔδωσε τὴ θεραπεία της. Στὴν περίπτωση τοῦ ἑκατοντάρχου ὅμως ξεπέρασε κάθε ὅριο φιλανθρωπίας. Ὄχι μόνον ἤθελε νὰ τὸν θεραπεύσει, ἀλλὰ προθυμοποιήθηκε νὰ πάει καὶ καὶ στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὸν ἄρρωστο δοῦλο. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκανε γιὰ νὰ φανεῖ ἡ πίστη κι ἡ ἀρετὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ Τοῦ ζητοῦσαν κάτι. Ἐδῶ γιὰ νὰ λάμψει ἡ πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου. Ὁ Χριστὸς εἶναι εὐμήχανος καὶ ἔχει ποκίλα φάρμακα γιὰ τὴ σωτηρία μας. Πράγματι μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀξιωματικοῦ εἶδε νὰ ὑπάρχει ὁ πλοῦτος τῆς πίστεως, γι’ αὐτὸ καὶ συγκατέβη καὶ ταπεινώθηκε ὁ Κύριος καὶ εἶπε πὼς ἐπιθυμεῖ νὰ πάει στὸ σπίτι του νὰ δεῖ κι ἀπὸ κοντὰ τὸν ἄρρωστο δοῦλο.

 

Ἡ δύναμη τῆς πίστεως

Ὁ πιστὸς χριστιανὸς εἶναι βέβαιος πὼς καὶ τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο στὸν πνευματικό του ἀγώνα θὰ ἐξαφανισθεῖ, ἐφ’ ὅσον ἔχει σύμμαχο τὸ Θεό. Ὁ πιστὸς χριστιανὸς δὲν εἶναι εὐκολόπιστος, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἄπιστος. Εἶναι πιστός. Ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καὶ οἱ λοιπὲς ἀρετὲς εἶναι βιώματα ἀσυγκρίτως ἀνωτέρα ἀπὸ τὰ θαύματα. Ἡ πίστη δὲν εἶναι πολυπραγμοσύνη. Ὁ ἴδιος ὁ Λυτρωτὴς Κύριος μᾶς διαβεβαίωσε «ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτω μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν» (Ματθ. 17,20). Ἡ πίστη καὶ βουνὰ μετακινεῖ ἀκόμη καὶ μπροστά της ἐξαφανίζονται ὅλα τὰ ἐμπόδια. Ὁ πιστὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς πιστός, ἀλλὰ βεβαιόπιστος, δηλ. ἔχει ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὴν πορεία τῆς ζωῆς του. Ὅλα τὰ ἀναθέτει σ’ Αὐτόν. Τὸ δικό μας χρέος εἶναι νὰ ἔχουμε πίστη ζωντανή, χωρὶς ἀμφιβολίες, γεμάτη ἀπὸ βεβαιότητα γιὰ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει ποτὲ σ’ ὅλα τὰ συμβάντα τῆς ζωῆς μας.

2.

Κυριακή Δ Ματθαίου Πίστη, ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀπουσία της

 

Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μόνο σὲ δυὸ περιπτώσεις τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς θαύμασε γιὰ κάτι. Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις πρόκειται γιὰ τὴν πίστη. Γιὰ τὴν ἀξιοθαύμαστη δύναμή της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν τραγικὴ ἀπουσία της. Στὴν πρώτη περίπτωση ἀνήκει τὸ ἐπεισόδιο τοῦ ἑκατόνταρχου τῆς Καπερναούμ, ποὺ περιγράφει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή: «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε».

 

Ἡ δύναμη τῆς «πίστεως»

Ὁ Ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος, μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ἐνδιαφέρεται ὄχι γιὰ κάποιον συγγενῆ του, ἀλλὰ ἱκετεύει τὸν Χριστὸ γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ παράλυτου ὑπηρέτη του. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ξένος καὶ ἄσχετος μὲ τὴν πίστη καὶ τὶς παραδόσεις τῶν Ἰουδαίων. Δὲν γνωρίζει τὸν Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες. Ἀλλὰ ἀγαπᾶ τὸν συνάνθρωπο, τὸν ὑπηρέτη του, καὶ ἔτσι συναντᾶ τὸν Χριστό. Ξεπερνᾶ ὅλους τοὺς περιορισμοὺς καὶ τὴν ἀρνητικὴ ἐπίδραση τοῦ περιβάλλοντός του. Ἀνοίγεται ὁλόκληρος στὸν Χριστό. Παραδίνει τὸν ἑαυτό του στὴν ἀγάπη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἀναγνωρίζει στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἕναν Κύριο καὶ λυτρωτή. Ὁ ἑκατόνταρχος ἀγνοοῦσε αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς γνωρίζουμε γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ὅμως, Τὸν ἐμπιστεύθηκε πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσο τὸν ἐμπιστευόμαστε ἐμεῖς.

 

Αὐτὴ ἡ δυνατὴ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου γίνεται μία ὁρμητικὴ κίνηση τῆς ὅλης ὕπαρξής του πρὸς τὸν Χριστό. Μεταφράζεται στὴν πράξη σὲ βεβαιότητα, ποὺ δὲν ἀμφιβάλλει γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ ἄρρωστου ὑπηρέτη. Ἁπλὰ ταπεινώνεται, περιμένει καὶ ἐξαρτᾶ τὰ πάντα ἀπὸ ἕναν καὶ μόνο λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ἀλλὰ μόνο εἰπὲ λόγῳ». Ἐδῶ ἡ πίστη δὲν εἶναι ἔκρηξη ἑνὸς πρόχειρου συναισθηματισμοῦ. Δὲν εἶναι μία θεωρητικὴ πεποίθηση δίπλα στὶς τόσες ἄλλες πεποιθήσεις καὶ ἰδεολογίες. Ἡ ζωντανὴ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου γίνεται τὸ μέτρο ποὺ ζυγίζει, κρίνει καὶ ἀξιολογεῖ ὄχι μόνο τὴν πίστη τῶν Ἰσραηλιτῶν τῆς ἐποχῆς του -«ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον», σᾶς βεβαιώνω ὅτι οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἰσραηλίτες δὲν βρῆκα τόση πίστη- ἀλλὰ καὶ τὴν πίστη ὅλων τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἐποχῶν.

Ἡ ἀπουσία τῆς ζωντανῆς πίστεως

Τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, ὅπως καὶ ὅλα τὰ θαύματα ποὺ περιγράφονται στὴν Καινὴ Διαθήκη, εἶναι καρπὸς τῆς πίστεως καὶ ὄχι αἰτία της. Γιατί ἡ πίστη ὁδηγεῖ στὸ θαῦμα, ὄχι τὸ θαῦμα στὴν πίστη, ὅπως μᾶς λέει ξεκάθαρα ὁ Χριστὸς στὴ συναγωγὴ τῆς Ναζαρέτ. Ἐκεῖ οἱ συμπατριῶτες Του δὲν δέχονται τὸν Ἴδιο καὶ τὸ κήρυγμά Του: «καὶ οὐκ ἠδύνατο ἐκεῖ ποιῆσαι οὐδεμίαν δύναμιν […] καὶ ἐθαύμαζε διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν» (Μκ. 6,5-6), καὶ δὲν μποροῦσε ἐκεῖ νὰ κάνει κανένα θαῦμα […] καὶ ἔμεινε κατάπληκτος ἀπὸ τὴν ἀπιστία τους.

 

Εἶναι ἡ δεύτερη φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς θαυμάζει, αὐτὴ τὴ φορὰ ὄχι τὴν πίστη, ἀλλὰ τὴν ἀπουσία της. Καὶ ὅμως, οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρὲτ εἶχαν ὀρθὴ πίστη καὶ τελετουργικὸ σύμφωνο μὲ τὶς πατρικὲς παραδόσεις. Ἀλλὰ αὐτὸ ἂν καὶ εἶναι ἀπαραίτητο δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Ὅταν ἡ ὀρθὴ πίστη εἶναι στείρα καὶ ἡ «ὀρθοδοξία» μας νεκρὴ καὶ κλειστὴ στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, τότε δὲν μᾶς ὠφελεῖ. Τότε λειτουργεῖ μέσα μας ὅπως ἡ ἀπιστία. Ἡ ἀπιστία, ποὺ θέλει νὰ γίνει πίστη μόνο ὅταν δεῖ, ὅταν ἀγγίξει, ὅταν μετρήσει καὶ ὅταν ἀναλύσει καὶ ἐξηγήσει τὰ πράγματα καὶ τὰ θαύματα, εἶναι τραγική. Σκλαβώνει τὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος καὶ τὴν ὑποτάσσει στὴ φυλακὴ τῆς λογικῆς καὶ τῶν αἰσθήσεων. Κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, γιὰ νὰ κάνει θαύματα. Ὅμως ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ τοὺς τόπους ἐπιμένουν νὰ λένε ὅτι βλέπουν τὸν Θεὸ καὶ τὰ θαύματά Του, ὄχι, βέβαια, μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος, ἀλλὰ τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος ξεπέφτει, ὅταν ἔχει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι, γιὰ νὰ πιστέψει, πρέπει νὰ μάθει νὰ ἐξηγεῖ, νὰ μετρᾶ, καὶ νὰ ἀναλύει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ.

 

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ διεισδύει στὰ μύχια του ἑαυτοῦ μας, στὸ βαθύτερο εἶναι τῆς ὕπαρξής μας. Ἐκεῖ βλέπει τί ἔχουμε μέσα μας. Βρίσκει, ἄραγε, σὲ ἐμᾶς τὴν πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου ἤ τὴν ἀπιστία τῶν κατοίκων τῆς Ναζαρέτ; θαυμάζει γιὰ τὴν πίστη μας ἤ γιὰ τὴν ἀπιστία μας; Μᾶς βρίσκει φυλακισμένους στὴ λογική μας ἤ παραδομένους στὴν ἀγάπη τῆς παρουσίας Του; Ἡ ἀπάντηση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν καθένα μας, ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ ἀπὸ τὸν ἀγώνα του. Ἀμήν

3.

Κυριακή Δ Ματθαίου Ἡ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου

Anthony Bloom

 

Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 

Πόσο μεγάλη πρέπει νά ἦταν ἡ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου πού ἦρθε στόν Κύριο ζητώντας του νά θεραπεύσει τόν ὑπηρέτη του πού ἀγαποῦσε, πού τοῦ ἦταν πιστός. Ἄκουσε τόν Χριστό νά λέει: « Θά ἔρθω νά κάμω ἕνα θαῦμα στό σπίτι σου», καί θά μποροῦσε νά ἀπαντήσει, « Μήν ἔλθεις, ἕνας λόγος Σου εἶναι ἀρκετός γιά νά ἀποκατασταθεῖ ἡ ὑγειά τοῦ ὑπηρέτη μου!».

Αὐτό εἶναι ἕνα γεγονός ἀπό τήν ζωή τοῦ Κυρίου· ἕνα γεγονός πού ἄγγιξε ὄχι μόνο τόν Ἑκατόνταρχο, ὄχι μόνο τόν ὑπηρέτη του, ἀλλά κάθε μέλος τοῦ σπιτιοῦ. Ἦλθε χωρίς τόν Χριστό, καί ὁ ὑπηρέτης θεραπεύτηκε.

Ποιός ἀπό ἐμᾶς μπροστά σ’ ἕνα τρομερό, ἀγωνιώδη πόνο, μπορεῖ νά στραφεῖ πρός τόν Κύριο, νά παρουσιάσει τό αἴτημά του, νά Τοῦ ζητήσει ἔλεος καί νά ἐκδηλώσει τή δύναμή Του, καί ὅταν μᾶς λέει, ὅταν πληροφορεῖ τήν καρδιά μας, «Θά ἔλθω, θά κάνω σ’ ἐσένα αὐτό τό θαῦμα» – ποιός ἀπό ἐμᾶς θά εἶχε τό θάρρος νά πεῖ, «Ὄχι, Κύριε! Ἀρκεῖ ὁ λόγος Σου!»…

Ἔχουμε τό Εὐαγγέλιο, ἔχουμε τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων πού πολλοί ἔκτισαν μιὰ ζωή ἁγιότητος, ἀπό ἕνα λόγο τοῦ Εὐαγγελίου πού πῆραν σοβαρά καί στόν ὁποῖο ἀφιέρωσαν ὅλη τους τήν ἐνέργεια, ὅλη τους τήν ζωή. Ἔχουμε τό Εὐαγγέλιο, ἕναν λόγο, ἐκεῖνον τόν λόγο πού μπορεῖ νά θεραπεύσει μιά ζωή, πού μπορεῖ νά μεταμορφώσει ἀνθρώπους, σχέσεις, ψυχές καί ζωές. Ποιός ἀπό ἐμᾶς εἶπε ποτέ στόν Κύριο, «Τό Εὐαγγέλιο μοῦ εἶναι ἀρκετό»; Καί πόσο συχνά στρεφόμαστε στόν Κύριο γιά νά ποῦμε «Ναί, Κύριε – Τό διάβασα ὅλο τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά ἔλα ἐσύ ὁ ἴδιος, μίλησέ μου, πές μου ἕναν λόγο πού δέν εἶναι γραμμένος, πές ἕναν λόγο πού θά διαπεράσει τήν ζωή μου, τήν καρδιά μου σάν τή φωτιά καί τό σίδερο! Μίλησε, πάλι καί πάλι, Κύριε!»…Καί ἔτσι παραβλέπουμε ὅλο τό Εὐαγγέλιο, τό μήνυμα τοῦ Θεοῦ, τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, ὅ,τι βλέπουμε στούς Ἀποστόλους, καί στούς μετέπειτα Ἁγίους, ἐπειδή θέλουμε μιὰ νέα ἀποκάλυψη, ἕναν νέο λόγο.

 

Καί θυμάστε ἐπίσης, πώς, ὅταν ὁ Χριστός ἔδωσε τήν ἐντολή στούς μαθητές νά ρίξουν τό δίχτυ τους στήν θάλασσα καί αὐτό τό δίχτυ ἔφερε πλῆθος ἀπό ψάρια, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, κατάλαβε ξαφνικά ποιός ἦταν ὁ Κύριος. Τά εἶχε ἀκούσει ὅλα, τήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, ἦταν ἀπό τήν ἀρχή μέ τόν Κύριο – καί ἀμυδρά μόνο εἶχε καταλάβει ποιός ἦταν. Ἐκείνη τήν στιγμή συνειδητοποίησε ποιός ἦταν στήν βάρκα του καί εἶπε, «Κύριε, φύγε ἀπό τήν βάρκα! Εἶμαι ἁμαρτωλός, εἶμαι ἀνάξιος τῆς παρουσίας Σου! »

 

Καί πάλι, ποιός ἀπό ἐμᾶς, σέ στιγμές πού ὁ Κύριος ἦρθε κοντά μας, σκέφτηκε νά πεῖ τέτοια λόγια, ἔχοντας ἀντιληφθεῖ, ἐξαιτίας τῆς ἁγιότητας τοῦ Χριστοῦ, τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, πόσο δέν ἀξίζουμε τήν ζωή Του, τό θάνατό Του, τήν κάθοδό Του στήν κόλαση, τό κατώτερο σημεῖο τοῦ κακοῦ. Καί αὐτή ἡ κόλαση δέν εἶναι μοναχά μία εἰκόνα· δέν ὑπάρχει μέσα μας ; Δέν ὑπάρχει μέσα μας ἕνα σκοτάδι, πού χρειάζεται κάτι παραπάνω ἀπό φώτιση – τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, τόν Θεό, τό φῶς τοῦ κόσμου.

 

Ἄς σκεφτοῦμε αὐτό πού ἀκοῦμε. Μόλις ἐπέστρεψα ἀπό τή Ρωσσία, καί κάθε πού ἔρχομαι, ἔχω ἕνα δέος γιά ὅ,τι εἶδα ἐκεῖ. Ὄχι ἀπό τίς σπουδαῖες λειτουργίες, ἀλλά ἀπό τούς ἀνθρώπους πού γιά περισσότερο ἀπό μισό αἰώνα, ἔφεραν τό βάρος τοῦ Σταυροῦ, καί πόσο τρομερό – πῶς ἐμπνέει – πόσο ταπεινωτικό εἶναι γιά κάποιον νά πρέπει νά μιλήσει σέ ἀνθρώπους πού ἡ ζωή τους εἶναι ἕνα κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἐνῶ ἡ δική μας εἶναι ντροπή τοῦ Χριστοῦ. Ναί, εἶναι αὐτό πού λέει τό Εὐαγγέλιο ὅτι ἀπό τούς λόγους μας θά κριθοῦμε, θά σωθοῦμε ἤ θά καταδικαστοῦμε. Πόσο τρομαχτικό εἶναι νά πρέπει νά ποῦμε λόγους ἀληθείας ἀπό καθῆκον, ἀπό ἀνάγκη καί νά γνωρίζουμε ὅτι κάθε λόγος μᾶς καταδικάζει.

 

Καί ἔτσι ὅταν ἕνας ἱερέας ἐξέρχεται στό Ἅγιο Βῆμα, κάνει τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μπαίνοντας κάτω ἀπό τήν προστασία τοῦ Ἐσταυρωμένου, τοῦ θανάτου, τήν θυσιαστική ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ – προσευχηθεῖτε γι’ αὐτόν πού πρόκειται νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο, ἴσως τό κήρυγμα αὐτό νά τόν κρίνει καί νά τόν καταδικάσει– καί γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σας. Καί τότε, ἴσως αὐτή ἡ προσευχή νά στηρίξει τόν ἱεροκήρυκα καί λέγοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μέ τήν βοήθεια τῆς Θ. Χάριτος, ἴσως νά δυναμώσει τή ζωή σας καί σᾶς βοηθήσει νά φθάσετε τόν Χριστό, ὄχι ἐκεῖνον: νά συνειδητοποιήσετε ξαφνικά ὅτι ὁ ἱεροκήρυκας δέν ὑπάρχει – ὑπάρχει μόνο ἕνα μήνυμα. Θυμηθεῖτε! Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής δέν ὀνομάστηκε κήρυκας τοῦ Θείου Λόγου· λέγεται γι’ αὐτόν ὅτι ἦταν «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Δέν ἦταν ἄνθρωπος, ἀλλά μήνυμα. Λάβετε τό μήνυμα, μήν σταθεῖτε στόν ταχυδρόμο, καί λάβετε τό μήνυμα καθώς τό περιγράφει ὁ Χριστός, ὅπως ἡ γῆ ἡ καλή πού θάβει μέσα της τόν σπόρο, τόν τρέφει καί φέρνει καρπούς, καρπούς ζωῆς: ὄχι καρπούς συναισθημάτων, σκέψεων, ἀλλά μιὰ ζωή πού εἶναι αὐτή τοῦ Θεοῦ, σαρκωμένη, ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ σέ μᾶς. Ἀμήν.

4.

 Κυριακή Δ Ματθαίου Θέλεις νὰ σὲ θαυμάσει;

 

Σέ κάθε θαῦμα τοῦ Χριστοῦ θαυμάζομε τήν δύναμή Του καί τήν ἀγάπη Του πρός ἐμᾶς. Καί Τόν δοξάζομε. Σέ μερικά θαύματά Του ὅμως, βλέπομε καί τόν Χριστό νά θαυμάζει μερικούς ἀνθρώπους. Καί νά τούς δοξάζει.

Ἕνα τέτοιο περιστατικό εἶναι καί τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου (Ματθ. 8, 5-14). Ἕνας ρωμαῖος ἀξιωματικός, ἄνθρωπος πού δέν ἦταν κἄν Ἰσραηλίτης, ζητάει ἀπό τόν Χριστό νά θεραπεύσει τόν κατάκοιτο δοῦλο του. Καί ὅταν ὁ Χριστός δέχεται νά πάει στόν σπίτι του, γιά νά τόν θεραπεύσει, ὁ ἀξιωματικός τοῦ ἀπαντάει: «Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος νά μπεῖς κάτω ἀπό τήν στέγη τοῦ σπιτιοῦ μου. Πές μόνο ἕνα λόγο καί θά θεραπευθῆ ὁ δοῦλος μου. Φτάνει ἡ ἐντολή σου. Καί ἐγώ ἔχω στρατιῶτες ὑπό τήν ἐξουσία μου. Καί ὅταν λέω σέ κάποιον «ἔλα», αὐτός ὑπακούει καί ἔρχεται· καί ὅταν λέω στόν ἄλλον «κάνε αὐτό», αὐτός ὑπακούει καί τό κάνει»!

Τότε ὁ Χριστός θαύμασε τήν μεγάλη πίστη του. Καί εἶπε πρός αὐτούς πού Τόν ἀκολουθοῦσαν: «Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι τόση πίστη, οὔτε ἀνάμεσα στούς Ἰσραηλίτες δέν βρῆκα».

* * *

Δέν εἶναι μικρό πρᾶγμα νά θαυμάζει ὁ Χριστός ἕναν ἄνθρωπο! Ὑπάρχει ἆραγε μεγαλύτερη δόξα; Μεγαλύτερη τιμή; Ὁ Θεός νά θαυμάζει ἕναν ἄνθρωπο! Νά τόν δοξάζει!

 

Καί ὁ Θεός δέν δοξάζει τόν ἄνθρωπο γιά τά χαρίσματα, πού τοῦ ἔχει δώσει. Τόν θαυμάζει καί τόν δοξάζει γιά τίς ἀρετές του· πού γιά νά τίς ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος ἔβαλε καί ὁ ἴδιος τό δικό του χεράκι· τήν δική του προσπάθεια· τόν δικό του ἀγῶνα. Γιά τόν Θεό, ἡ ὀμορφιά τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔγκειται στά ὡραῖα μάτια καί στό παλληκαρίσιο ἀνάστημα. Ὁ Θεός δέν τιμάει καί δέν θαυμάζει σέ μᾶς τά δικά του δῶρα. Ὁ Θεός πάνω ἀπό ὅλα τιμάει καί θαυμάζει σέ μᾶς, τόν δικό μας ΚΟΠΟ καί τήν δική μας φιλότιμη ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ, νά καλλιεργήσωμε – ὅσο μποροῦμε περισσότερο – τά χαρίσματα πού μᾶς ἔδωσε.

 

Καί ὁ ρωμαῖος ἑκατόνταρχος, εἶναι φανερό, ὅτι εἶχε δουλέψει πάνω στόν ἑαυτό του μέ καθαρή συνείδηση. Δέν «καβάλησε τό καλάμι» ἐξ αἰτίας τοῦ ἀξιώματός του. Ἐγνώριζε καί ἀνεγνώριζε τήν ἀδυναμία του καί τίς ἀτέλειές του. Καί αὐτή ἡ αὐτογνωσία του τόν ἔκανε ταπεινό καί προσγειωμένο.

 

Γι’ αὐτό, βλέποντας τό μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, δέν αἰσθάνθηκε τόν ἑαυτό του ἄξιο νά Τόν δεχθῆ οὔτε κάτω ἀπό τήν στέγη τοῦ σπιτιοῦ του!

* * *

Μπορεῖ ποτέ νά ἔχει «ταπείνωση» καί «αὐτογνωσία» ὁ ἄνθρωπος, πού

 

  • ΑΠΑΙΤΕΙ ἀπό τόν Θεό – θέτοντάς Του μάλιστα καί χρονικές προθεσμίες – νά τοῦ φανερώσει ἤ νά τοῦ δώσει πράγματα: ὑγεία, ζωή, εὐτυχία, δουλειά!…

 

  • δέχεται τυχόν ὁράματά του ἤ «ἀποκαλύψεις», μέ σιγουριά ὅτι προέρχονται ἀπό τόν Θεό;

 

  • ζητεῖ ἀπό τόν Θεό σημεῖα καί θαύματα, θεωρώντας τόν Θεό ὑποχρεωμένο νά τοῦ κάμει ὅ,τι Τοῦ ζητάει;

 

Οἱ ἅγιοι, ποτέ δέν θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους ἄξιο, νά λάβουν ἀπό τόν Θεό χαρίσματα. Τό μόνο πού Τοῦ ζητοῦσαν μέ ἐπιμονή καί ὑπομονή στήν προσευχή τους, ἦταν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τήν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τους. Τήν λύτρωσή τους ἀπό τήν αἰωνία κόλαση τοῦ χωρισμοῦ τους ἀπό τό Φῶς τοῦ Προσώπου Του.

 

Καί ὅταν κάποτε ὁ Θεός τούς ἔδινε κάποιο ἰδιαίτερο χάρισμά Του, πολλοί Τόν παρακαλοῦσαν νά τούς τό πάρει πίσω, φοβούμενοι τήν ἔπαρση καί τήν ὑπερηφάνεια.

 

Τό μεγαλύτερο, λοιπόν, χάρισμα πού θά ἦταν καλό νά ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό, εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ταπείνωση ἐκείνου τοῦ ἑκατοντάρχου. Εἶναι ὁ μόνος σίγουρος τρόπος γιά νά «χωρέσει» ὁ Χριστός κάτω ἀπό τήν στέγη τῆς ψυχῆς μας.

5.

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Πίστεως αναβάσει

«Αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον»

Βαθύτερα μηνύματα πνευματικής ζωής απορρέουν μέσα από τη συζήτηση του Χριστού με τον εκατόνταρχο. Στη βαθύτερη διάστασή τους καλείται ο άνθρωπος να εντρυφήσει προκειμένου να αναδειχθεί σε ύπαρξη με βαθύτερο περιεχόμενο. Ειδικότερα, κρίνεται ως υποδειγματική η συναίσθηση της αναξιότητας που εκφράζει η ομολογία του ρωμαίου αξιωματικού: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου». Βέβαια, αυτή ακριβώς η συναίσθηση δεν είναι άσχετη με την πίστη που εκδηλώνει όταν λέει με νόημα στον Κύριο:

 

«Πες μόνο ένα λόγο και θα γίνει καλά ο δούλος μου».

Φαίνεται ξεκάθαρα ότι το ταπεινό φρόνημα ήταν οδηγός ζωής για τον εκατόνταρχο και αυτό παρά την υψηλή κοινωνική θέση που απολάμβανε. Αυτό, λοιπόν, το φρόνημα κατέστησε ικανό τον εκατόνταρχο να διακρίνει τη θεότητα του Κυρίου και να αφήσει τον εαυτό του να εισέλθει στο χώρο της σώζουσας θαυματουργίας του.

Από μια άλλη θέαση των πραγμάτων φαίνεται εντονότατο το άνοιγμα του μηνύματος της σωτηρίας σε όλους τους ανθρώπους, σε όποιο χώρο κι αν αυτοί βρίσκονται και όποια θέση κατέχουν. Αναδεικνύεται σ’ αυτή την προοπτική η οικουμενικότητα της εν Χριστώ ελπίδας και ζωής. Το ότι ο εκατόνταρχος δεν ήταν Ιουδαίος, καθόλου δεν τον εμπόδισε ν’ ανοίξει τις διόδους της καρδιάς του για να φιλοξενήσει σ’ ένα κατάλυμα της τον Σωτήρα Χριστό.

Ο εκατόνταρχος, σύμφωνα με την ευαγγελική διήγηση, ομολογεί την πίστη του στον Χριστό πριν ακόμα ο Κύριος θεραπεύσει το άρρωστο παιδί του. Το γεγονός έδωσε αφορμή στον Κύριο να επαινέσει δημοσίως την πίστη του και να την προβάλει ως υπόδειγμα για όλους: «Σας διαβεβαιώνω πως τόση πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δεν βρήκα. Και σας λέω πως θα έλθουν πολλοί από ανατολή και δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο τραπέζι της Βασιλείας των Ουρανών, ενώ οι κληρονόμοι της Βασιλείας θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι…».

Ο μεγάλος πειρασμός

Είναι θλιβερή η διαπίστωση ότι πολλές φορές εμείς οι άνθρωποι προσπαθούμε να θεωρούμε τον εαυτό μας μεγάλο και ανώτερο από τους άλλους. Διακατεχόμαστε από έπαρση και εγωισμό. Ζούμε σε φάσεις ψευδαισθήσεων και σ’ αυτές τις συχνότητες απορρίπτουμε ως κατώτερους τους γύρω μας. Πρόκειται για μια αρρωστημένη νοοτροπία που χαρακτήριζε έντονα την περίπτωση των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Την εκδήλωναν απροκάλυπτα και αδίστακτα όταν έβλεπαν τον Χριστό να θεραπεύει, να συνομιλεί με θεωρούμενους αμαρτωλούς και αλλοεθνείς. Η άγνοια του γεγονότος ότι ο Χριστός ήλθε για να καλέσει όλους τους ανθρώπους εις σωτηρία, ανεξαρτήτως εθνικότητας, κοινωνικής τάξης και άλλων διακρίσεων που τόσο πολύ λειτουργούν διαχωριστικά και διασπαστικά στην κοινωνία προσώπων που επαγγέλλεται η Εκκλησία, είναι κάτι το φοβερό. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι ο ιουδαϊκός λαός  είναι ο πρώτος που δεν πίστεψε στο μυστήριο της καθολικότητας της σωτηρίας που χαρίζει η Θεανθρώπινη παρουσία του Κυρίου. Ο Χριστός  όταν  οι Ιουδαίοι του είπαν ότι είναι απόγονοι του Αβραάμ, εκείνος απάντησε με νόημα: «Γνωρίζω ότι είσαστε απόγονοι του Αβραάμ κι όμως γυρεύετε να με σκοτώσετε» (Ιω. 8,37).

Η πρόσληψη των εθνών

Η πίστη που προκάλεσε τον θαυμασμό του Χριστού δεν ήταν βέβαια εκείνη που εκδήλωσε κάποιος από τους μαθητές του, ούτε καν κάποιου συμπατριώτη του Ιουδαίου, αλλά η πίστη ενός ειδωλολάτρη, ενός Ρωμαίου αξιωματικού. Ο Χριστός ανοίγεται στα έθνη και αποστέλλει προς αυτά τους μαθητές του για να κηρύξουν το ευαγγέλιο της  Βασιλείας, να βαπτίσουν αυτά στο όνομα της Τριαδικής Θεότητας και να θεραπεύσουν κάθε ασθένεια του λαού του Θεού. Γι’ αυτό, άλλωστε, η Εκκλησία επιτελεί το ιεραποστολικό της έργο σε λαούς που βρίσκονται «εν γη ερήμω, εν δίψει καύματος, εν γη ανύδρω», για να είναι όλα τα έθνη εμπιστευμένα στον Χριστό.

Η καθολικότητα, ως αποδοχή των πάντων εν Χριστώ, αποτελεί για τους Χριστιανούς τη μεγαλειώδη διάσταση της οικουμενικότητας. Μέσα στην Εκκλησία οι πιστοί αισθάνονται ότι κατέχουν τα πάντα. Είναι ταυτόχρονα εκείνοι που αισθάνονται ότι δεν έχουν τίποτε, γιατί ουσιαστικά η καθολικότητα εκφράζεται ως το μοίρασμα του πνευματικού πολιτισμού και με άλλους ανθρώπους. Αυτό συνιστά μια ισχυρή βάση του ταπεινού φρονήματος αλλά και της λεπτότητας και της τρυφερότητας της καρδιάς. Η Εκκλησία που γνωρίζει ότι κατέχει τα πάντα ως προσφορά της αγάπης του Χριστού, αναγνωρίζει ταυτόχρονα τον εαυτό της ως τον απόλυτα φτωχό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη ζωή και στις διαπροσωπικέ σχέσεις.

Η προέκταση του μυστηρίου του Χριστού στη ζωή της Εκκλησίας συνεπάγεται όχι μόνο την πρόσληψη των εθνών στην πραγματικότητά της με σεβασμό και αποδοχή της πολιτιστικής τους ταυτότητας, αλλά και την υπέρβασή τους στη λειτουργία του ενιαίου εκκλησιαστικού σώματος της οικουμένης. Η αλήθεια αυτή καθιστά την Εκκλησία ικανή να συμβάλλει ουσιαστικά στην πραγματικότητα του κόσμου και στη λειτουργική πληρότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος σήμερα εμφανίζεται φοβερά χρεοκοπημένος. Στις δύσκολες εποχές που ζούμε, η δυνατότητα διακονίας στη βάση της προσφοράς και της θυσίας, αποτελεί ένα ανεκπλήρωτο ζητούμενο.

Αγαπητοί αδελφοί, μηνύματα ταπείνωσης, πίστης, αποδοχής, ελπίδας και αγάπης, μεταγγίζει στις καρδιές μας η σημερινή ευαγγελική περικοπή. Ας ανοίξουμε σ’ αυτές κάποιες χαραμάδες για να καρποφορήσει ο σπόρος των μηνυμάτων αυτών και ν’ αποδώσει εύχυμους πνευματικούς καρπούς. Η ερημία της σημερινής εποχής και του τρόπου ζωής του σύγχρονου ανθρώπου, τούς έχει απόλυτη ανάγκη. Ειδικότερα, η  ταπείνωση και η πίστη, όπως μάς διδάσκει το παράδειγμα του Ρωμαίου εκατόνταρχου ας εμφιλοχωρήσουν και στις δικές μας υπάρξεις προκειμένου να καταξιωθούν να ακούσουν από τον Κύριο: «Αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Αμήν.

 

Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.

6.

 ΚΥΡΙΑΚΗ Δ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (κατά Ματθαίον η΄ 5 – 13) “Η θεραπεία του δούλου του εκατόνταρχου” “Κύριε, ουκ ειμί ικανός, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης…”

 

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΥΡΙΑΚΗ Δ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. η΄ 5-13)    Τις Κυριακές μας, εμείς οι χριστιανοί, τις αφιερώνουμε στην δόξα του Θεού, και μάλιστα εορτάζουμε την Ανάσταση του Υιού Του και ιδρυτή της Εκκλησίας Του, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Έτσι με χαρά και ανυπομονησία περιμένουμε την ημέρα αυτή και όταν σημάνουν οι καμπάνες της εκκλησιάς στην Ενορίας μας τρέχουμε να προσευχηθούμε σε Αυτόν και να τον ευχαριστήσουμε για όσα μας προσφέρει καθημερινά στην ζωή μας και να συμμετάσχουμε ενεργά στην Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία της Κυριακής που γίνεται με σκοπό την επιτέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας και της Κοινωνίας μας με τον Χριστό μέσω του κοινού Αγίου Ποτηρίου και της Θείας Μετάληψης.

 

Ό τρόπος λατρείας μας στον Θεό είναι κοινός και συγκεκριμένος και έχει καθοριστεί από μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, με την Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αλλά και αυτήν του Μεγάλου Βασιλείου, όπου μέρος αυτών των Ακολουθίων είναι και  η ανάγνωση του Ευαγγελίου της ημέρας κατά την τάξη του Τυπικού της Εκκλησίας μας, που εκφωνείτε εμελλώς από τον Ιερέα ή τον Διάκονο περίπου στο μέσον της Θείας Λειτουργίας, μια στιγμή σημαντική και ιερή αφού ακούγονται τα λόγια του Χριστού μας κατά την τριετή διδασκαλία Του, όπως ακριβώς μας τα μεταφέρουν οι μαθητές Του και ευαγγελιστές, Ματθαίος, Ιωάννης, Μάρκος και Λουκάς.

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΥΡΙΑΚΗ Δ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. η΄ 5-13)   Την συγκεκριμένη Κυριακή, 28η Ιουνίου 2015, την τέταρτη από την περίοδο των εβδομάδων του Ματθαίου, η ευαγγελική περικοπή που θα ακουστεί στις εκκλησιές όλης της οικουμένης, όπου χτυπά η καρδιά των ορθοδόξων χριστιανών, είναι από το όγδοο κεφάλαιο και μάλιστα οι στίχοι 5-13, που αναφέρονται σε ένα ακόμα θαύμα του Χριστού, στην θεραπεία του υπηρέτη ενός πιστού εκατόνταρχου, όπου στον διάλογο του με το διδάσκαλο Ιησού εμπεριέχεται όλη η θεολογία της Εκκλησίας μας.

Η συναίσθηση της αναξιότητας του εκατόνταρχου και κατ’ επέκταση η ταπείνωσή του, είναι στοιχεία από τα οποία θα μπορούσαμε ν’ αντλήσουμε ένα ισχυρό μήνυμα για την πορεία που ακολουθούμε στη ζωή μας. “ Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχθώ στο σπίτι μου, πες όμως μόνο ένα λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου”. Συγκλονίζουν πράγματι τα λόγια αυτά γιατί σηματοδοτούν μια στάση, την οποία δύσκολα ο άνθρωπος και ιδιαίτερα ο σημερινός, υιοθετεί. Είναι η περίπτωση που αποτολμά ο άνθρωπος με ένα ιερό «θράσος», αν μπορούσαμε να το ονομάσουμε έτσι, να γκρεμίσει τα διαχωριστικά τείχη που συνήθως ανεγείρει, τα οποία αφήνουν τον εαυτό του σε μια παγερή απόσταση από το Θεό και το συνάνθρωπο. Είναι η κατάσταση εκείνη που καρπώνεται τη συναίσθηση της δικής του αδυναμίας και κάνει τη μεγάλη κίνηση, να ζητήσει τη βοήθεια του Θεού, τον οποίο μπορεί

να πλησιάζει πλέον με πίστη και ελπίδα.

Μια τραγικότητα που βιώνει ο σημερινός άνθρωπος είναι ότι πολλές φορές ακολουθεί το δικό του εγωιστικό δρόμο, εκείνο της αυτοθεοποίησης. Απομακρύνεται από την αγάπη του Θεού τρέφοντας την ψευδαίσθηση ότι με αυτό τον τρόπο είναι δυνατό να επιτύχει στη ζωή του. Επιχειρεί με τις δικές του και μόνο δυνάμεις να τα καταφέρει και να ζήσει μια ζωή ιδανική για αυτόν, ανάγοντας μέσα στο μυατον εαυτό σε πλάσμα θεϊκό και παντοδύναμο. Εκείνο όμως που συνεχώς δοκιμάζει είναι η απογοήτευση και η αγωνία. Και αυτό γιατί αρνείται την παρουσία του Κυρίου στη ζωή του, ο Οποίος είναι ο μόνος που μπορεί να μας προσφέρει θεραπεία σε κάθε μας ασθένεια και βοήθεια σε κάθε μας περίσταση.

Όταν ο Χριστός μπήκε στην Καπερναούμ, ο εκατόνταρχος τον πλησίασε και τον παρακάλεσε για ένα δούλο του. Τον παρακάλεσε συγκεκριμένα να θεραπεύσει τον παράλυτο υπηρέτη του. Η καρδιά του Ρωμαίου στρατιωτικού δεν αντέχει να τον βλέπει να υποφέρει στο κρεβάτι του πόνου. Αυτό το γεγονός, για όσους γνωρίζουν έστω και λίγο ιστορία, γίνεται σε μια εποχή που οι Ρωμαίοι, θεωρούσαν τους δούλους τους, περίπου σαν αντικείμενα, και υποδηλώνει πως ο εκατόνταρχος παρά τη θέση και το αξίωμα του, θεωρεί το δούλο του σπιτιού του σαν δικό του παιδί. Ταπεινώνεται μπροστά στο Χριστό και ζητά το έλεος του. Παρακαλεί να τον θεραπεύσει και ο Κύριος ανταποκρίνεται αμέσως.

Ο εκατόνταρχος μπροστά στην προθυμία του Χριστού να έλθει στο σπίτι του για να θεραπεύσει τον άρρωστο δούλο του, αισθάνεται τη δική του αναξιότητα και ομολογεί “Κύριε, ουκ ειμί ικανός, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης”. Συνεχίζοντας, εκφράζει δημόσια την πίστη του στην Θεότητα του Χριστού, λέγοντας: “Μόνον ειπέ λόγον και ιαθήσεται ο παις μου”. Σαν Θεός που είσαι πες ένα λόγο. Αυτός και μόνον αρκεί για να θεραπευθεί ο δούλος μου.

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΥΡΙΑΚΗ Δ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. η΄ 5-13)     Είναι πράγματι αξιοθαύμαστη και η ταπείνωση του εκατόνταρχου, αλλά και η μεγάλη πίστη που επέδειξε. Ένας πολύ αρμονικός συνδυασμός αρετών που ανεβάζει τον άνθρωπο σε δυσθεώρητα πνευματικά ύψη και τον καταξιώνει σαν εικόνα του Θεού στην πιο αυθεντική της μορφή. Φανταστείτε την εικόνα: Ένας σπουδαίος Ρωμαίος ειδωλολάτρης γονατιστός μπροστά στον Ιησού, να δείχνει αγάπη σε έναν συνάνθρωπο του και μάλιστα δούλο του, να κραυγάζει ομολογώντας την Θεότητα Του, να εκμυστηρεύεται την πίστη του σε Αυτόν και τέλος με απόλυτη ταπείνωση να του ζητά το θαύμα και φυσικά αυτό να του δίδετε ως αντίδωρο της πίστης του.

Αγαπητοί αναγνώστες της ιστοσελίδας του Ιερού Ναού μας, των Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, των Ανθοκήπων της Νέας Ευκαρπίας στην δυτική Θεσσαλονίκη, ιδιαίτερα στην εποχή μας σήμερα που μαστίζεται από τόσα πάθη και που ο εγωϊσμός και η υπερηφάνεια, αλλά πολλές φορές και η απιστία εμφωλεύουν στις καρδιές των ανθρώπων, ο εκατόνταρχος της διήγησής μας έρχεται να αλλάξει τα πάντα και να φωτίσει με τον διάλογο του με τον Χριστό μας, έναν άλλο δρόμο ζωής, να μας διδάξει μια άλλη κοσμοθεωρία, πιο ανθρώπινη, πιο ασφαλή, πιο όμορφη, αλλά το κυριότερο, και πιο αποτελεσματική. Εκείνην που περνά μέσα από τη συναίσθηση της αναξιότητάς μας και οδηγεί στην ταπείνωση για να μπορούμε να επιζητούμε το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού. Είναι ένας δρόμος μέσα από τον οποίο προβάλλεται η πίστη, η οποία εκφράζεται ως απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θεό, που είναι και η μόνη ελπίδα και σωτηρία μας.

Αγάπη, πίστη και ταπείνωση…

…οι αρετές που οδηγούν στο Θαύμα!!!

Καλή και ευλογημένη Κυριακή

7.

Κυριακή Δ΄ Ματθαίου – Η θεραπεία του δούλου του εκατόνταρχου

  1. Μὲ ταπεινὸ φρόνημα

Μετὰ τὴν «ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία» ὁ Κύριος κατέβηκε στὴν Καπερναούμ. Ἐκεῖ Τὸν πλησίασε ἕνας ἀξιωματικὸς τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ἑκατόνταρχος. Ἤθελε νὰ ζητήσει μία χάρη, ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὸν δοῦλο του ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει βαριά. Τὸν εἶχε σὰν παιδί του καὶ δὲν ἄντεχε ἡ σπλαχνική του καρδιὰ νὰ τὸν βλέπει νὰ ὑποφέρει. Γι’ αὐτὸ κι ἔτρεξε νὰ παρακαλέσει τὸν Κύριο:

 

─Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος καὶ παράλυτος στὸ σπίτι καὶ βασανίζεται ἀπὸ τρομεροὺς πόνους, εἶπε.

─Θὰ ἔλθω ἐγὼ στὸ σπίτι σου καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω, ἀποκρίθηκε ὁ Κύριος.

Ξαφνιάστηκε ὁ ἑκατόνταρχος. Τέτοια ἀνταπόκριση δὲν τὴν περίμενε. Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Χριστός, ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ, νὰ εἰσέλθει στὸ σπίτι ἑνὸς εἰδωλολάτρη; Μὲ συστολὴ καὶ δέος ἐξέφρασε τὸν δισταγμό του:    ─Κύριε, «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς»· δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ εἰσέλθεις κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ μου. Πὲς ἐδῶ αὐτὸ ποὺ θέλεις μόνο μ’ ἕναν ἁπλὸ λόγο, καὶ θὰ γιατρευθεῖ ὁ δοῦλος μου. Τὸ πιστεύω ἀκράδαντα! Ἀφοῦ ἐγὼ ποὺ εἶμαι ἄνθρωπος κάτω ἀπὸ ἐξουσία καὶ παίρνω διαταγὲς ἀπὸ ἀνωτέρους, ἔχω στὶς διαταγές μου στρατιῶτες καὶ λέω σ’ ἕνα στρατιώτη «πήγαινε», καὶ πηγαίνει. Καὶ σ’ ἄλλον λέω, «ἔλα», κι ἔρχεται. Καὶ στὸ δοῦλο μου λέω, «κάνε αὐτό», καὶ τὸ ἐκτελεῖ. Πό­σο μᾶλλον θὰ ἐκτελεσθεῖ ὁ δικός σου λόγος, ἀφοῦ ἐσὺ δὲν εἶσαι κάτω ἀπὸ τὶς διαταγὲς κανενός!

 

Ἐντυπωσιακὴ ἡ πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου. Συγκλονιστικὴ καὶ ἡ ταπείνωσή του. «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ἔλθεις στὸ σπίτι μου», εἶπε. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τὸ σπίτι του θὰ ἦταν κάποιο πλούσιο ἀρχοντικό, κάποιο ἐπίσημο καὶ περιποιημένο οἰκοδόμημα. Κι ὅμως, ὁ ἑκατόνταρχος θεωρεῖ ὅτι ἀκόμη καὶ τὸ πλούσιο σπίτι του ἦταν εὐτελὲς γιὰ ἕναν τόσο σπουδαῖο Ἐπισκέπτη. Τί μεγαλεῖο ψυχῆς κρύβεται σὲ αὐτὸ τὸ ταπεινὸ φρόνημα! Ἂν καὶ ὑψηλόβαθμος ἀξιωματικός, ἡ ψυχὴ του παραμένει ξένη πρὸς τὴν ἔπαρση καὶ τὴν ἀλαζονεία. Ἂν καὶ διαθέτει ἐξουσία καὶ ἀνθρώπους ποὺ ὑποτάσσονται στὶς διαταγές του, ὁ ἴδιος αἰσθάνεται τὴ μικρότητά του καὶ ὑποτάσσεται στὸ μεγαλεῖο τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ.

Ἄραγε ἐμεῖς ἔχουμε τέτοια ­συναίσθηση τῆς ἀναξιότητάς μας; Μήπως προσευχόμαστε μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὑποχρεωμένος ἕνεκα τῆς δῆθεν καλῆς μας διαγωγῆς νὰ μᾶς δώσει αὐτὰ ποὺ Τοῦ ζητοῦμε; Μήπως θεωροῦμε ἀκόμη καὶ τὸ Μυστήριο τῶν Μυστηρίων, τὴ θεία ­Κοινωνία, ὡς κεκτημένο δικαίωμα; Ἂς μὴν ­ξεθαρρεύουμε μπροστὰ στὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς προσκαλεῖ στὴ μυστικὴ αὐτὴ ἕνωση. Ἡ δική μας ἀνταπόκριση στὴν πρόσ­κληση αὐτὴ ἂς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ λόγος τοῦ ἑκατοντάρχου, ὅπως τὸν μεταφέρει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ μία ἀπὸ τὶς Εὐχὲς πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας: «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς». Αὐτὸ τὸ ταπεινὸ φρόνημα καλούμαστε νὰ καλλιεργήσουμε. Εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἑλκύσουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τὸν ἑκατόνταρχο ποὺ ἀπέσπασε τὸν ἔπαινο τοῦ Κυρίου καὶ τὴ θετικὴ ἀπάντηση στὸ αἴτημά του.

  1. Δικαίωμα εἰσόδου στὸν Παράδεισο

Ὅταν ὁ Κύριος ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ ἑκατοντάρχου, ἐξέφρασε δημοσίως τὸν θαυμασμό Του λέγοντας: Ἀλη­­θινὰ σᾶς λέω, τόσο μεγάλη πίστη δὲν βρῆκα οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἰσραηλίτες, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ἀπευθυνόμενος στὸν ­ἑκατόνταρχο, εἶπε: Πήγαινε στὸ σπίτι σου, κι ἂς γίνει σὲ σένα ἀκριβῶς ὅπως τὸ πίστεψες. Καὶ πρά­γματι, ἐκείνη τὴ στιγμὴ θεραπεύθηκε ὁ δοῦλος του.

Ὡστόσο ὁ Κύριος προέβη καὶ σὲ μία ἐκπληκτικὴ ἀποκάλυψη: Σᾶς διαβεβαιώνω, εἶπε, ὅτι πολλοὶ σὰν τὸν ἐκα­τόν­ταρχο θὰ ἔλθουν ἀπὸ Ἀνατολὴ καὶ Δύση καὶ θὰ καθίσουν μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ στὸ εὐφρόσυνο δεῖπνο τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀντίθετα, «οἱ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον»· οἱ Ἑβραῖοι πού, σύμφωνα μὲ τὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, εἶναι κληρονόμοι τῆς βασιλείας, θὰ ρι­χθοῦν στὸ σκοτάδι ἔξω ἀπ’ αὐτήν. Ἐκεῖ θὰ κλαῖνε καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια τους.

Ποιὸς μποροῦσε νὰ τὸ φανταστεῖ; Οἱ κατὰ νόμον κληρονόμοι νὰ κινδυνεύουν νὰ βρεθοῦν ἐκτός τῆς βασιλείας, καὶ οἱ ξένοι ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο νὰ καταλαμβάνουν τὶς πιὸ τιμητικὲς θέσεις! Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς χριστιανούς.

Δικαίωμα εἰσόδου στὸν Παράδεισο δὲν ἀποκτᾶ κανεὶς μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἢ διακονεῖ στὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἢ ἐπειδὴ τηρεῖ τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προειδοποίησε ὅτι τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως πολλοὶ θὰ διαμαρτυρηθοῦν λέγοντας: «Κύριε, δὲν κηρύξαμε στὸ ὄνομά σου, δὲν κάναμε τόσα θαυμαστὰ ἔργα;…». Ἀλλὰ ὁ δίκαιος Κριτὴς θὰ τοὺς ἀπομακρύνει, ἐφόσον ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπετέλεσαν χωρὶς τὸ πνεῦμα τῆς εὐαγγελικῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως.

Ἂς μάθουμε λοιπὸν νὰ μὴν ­κρίνουμε καν­ένα, διότι μόνο ὁ Κύριος γνωρίζει ποιὸς θὰ ἀξιωθεῖ νὰ εἰσέλθει στὴ Βασιλεία Του. Ἐμεῖς ἂς παραμένουμε ταπεινοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι δοῦλοι Του, γιὰ νὰ γίνουμε δεκτικοὶ τοῦ ἐλέους Του.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

8.

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

῾οὐδέ ἐν τῷ ᾽Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον᾽ (Ματθ. 8, 10)

 

α. Στό γνωστό περιστατικό τῆς θεραπείας τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου μᾶς παραπέμπει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Δ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου, κατά τό ὁποῖο ὁ Κύριος ῾ἐντυπωσιασμένος᾽ ἀπό τήν πίστη ἑνός ἑκατοντάρχου, ἑνός δηλαδή εἰδωλολάτρη στήν οὐσία, τόν ἐπαινεῖ γι᾽ αὐτήν καί ἀνταποκρίνεται στό αἴτημά του: ῾ὡς ἐπίστευσας, γενηθήτω σοι᾽. Ἡ προσέγγιση τῆς πίστης αὐτῆς τοῦ ρωμαίου ἀξιωματούχου λειτουργεῖ καί ἐδῶ – γιά νά χρησιμοποιήσουμε ἕνα σύγχρονο ψυχολογικό ὅρο – ἀρχετυπικά.

 

 

β. 1. ῎Εχει ἐπισημανθεῖ ὅτι δύο φορές ὁ Κύριος ἐπαίνεσε τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων σ᾽ ᾽Εκεῖνον ὡς τή φανέρωση τοῦ Θεοῦ: στήν περίπτωση τῆς Χαναναίας γυναίκας, πού παρακαλοῦσε τόν Κύριο γιά τή δαιμονισμένη κόρη της, καί στήν περίπτωση τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, δηλαδή στίς περιπτώσεις δύο θεωρουμένων εἰδωλολατρῶν. ᾽Ενῶ κανονικά θά ἔπρεπε στούς ῾υἱούς τῆς βασιλείας᾽, τούς ᾽Ισραηλίτες, νά ὑπάρχει ἡ πίστη αὐτή, διότι ἡ πίστη στόν Θεό εἶναι τό χαρακτηριστικό τοῦ λαοῦ πού ἐπιλέχθηκε ἀπό Αὐτόν πρός σωτηρία τοῦ κόσμου, τοῦτο δέν συμβαίνει. Τό ἀντίθετο μάλιστα. Τό σύνηθες δυστυχῶς στόν λαό αὐτό τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ ἀπιστία καί ἡ σκληροκαρδία, καταστάσεις πού ἔλεγχαν διαρκῶς οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπό τόν Θεό προφῆτες, ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ πίστη εἶναι ἕνα λουλούδι, πού φυτρώνει ὄχι ἐκεῖ, πού νομικά, θά ἔλεγε κανείς, ὑπάρχει τό ἔδαφός της, στά πλαίσια δηλαδή ἑνός συγκεκριμένου λαοῦ, ἀλλά ἐκεῖ πού ὑπάρχει ῾καρδιά᾽, δηλαδή καλή διάθεση καί ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, ἄρα ὁπουδήποτε στόν κόσμο καί σ᾽ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο.

 

  1. Ἡ ἐπαινουμένη ἀπό τόν Κύριο μεγάλη πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου, ὅπως καί ἡ ἀνάλογη βεβαίως τῆς Χαναναίας, δέν ἐξαντλεῖται σέ μία ἀποδοχή ἁπλῶς τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἑνός δασκάλου καί καθοδηγητῆ κι οὔτε ἀκόμη καί  ὡς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ σέ ἕνα νοησιαρχικό καί ἰδεολογικό ἐπίπεδο. Διότι ῾καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσι᾽ (ἅγιος ᾽Ιάκωβος), ὅπως καί ῾οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀλλ᾽ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς᾽ (ὁ Κύριος). ᾽Εκεῖνο πού γίνεται ἀποδεκτό ὡς πίστη εἶναι αὐτό πού  ἐνεργοποιεῖ τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου.  Αὐτό μέ ἄλλα λόγια πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά φεύγει ἀπό τήν ῾ἡσυχία᾽ του καί τήν ἄνεση τῶν παθῶν του καί νά στρέφεται μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἀλλάζοντας ἑπομένως τρόπο ζωῆς. Αὐτή ἡ πίστη, πού χαρακτηρίζεται μεγάλη, ῾συγκινεῖ᾽ τόν Χριστό καί Τόν κάνει νά ἀνταποκρίνεται ὁλοπρόθυμα καί ἄμεσα: ῾ἐγώ ἐλθών θεραπεύσω αὐτόν᾽. Καί ναί μέν δέν ἐπῆγε τελικῶς ὁ ῎Ιδιος, ἀλλά ἡ ἀπάντησή Του ὁδήγησε στό ἴδιο ἀποτέλεσμα: ῾ὡς ἐπίστευσας, γενηθήτω σοι᾽. ῎Ετσι ἡ μεγάλη πίστη εἶναι ἐκείνη πού γίνεται θεραπευτική ἐνέργεια γιά τόν ἄνθρωπο καί τούς οἰκείους του.

 

  1. Ποιά τά γνωρίσματα τῆς μεγάλης πίστης, ὅπως αὐτά φαίνονται στήν παραπάνω περίπτωση;

(1) ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό καί τά λόγια Του, ὅτι δηλαδή εἶναι ᾽Εκεῖνος στόν Ὁποῖο φανερώνεται ὁ Θεός, ᾽Εκεῖνος στόν Ὁποῖο ὑπάρχει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς ἡ μεγάλη πίστη ὑπερβαίνει ὁποιαδήποτε ἀμφιβολία καί δυσπιστία, πού κάνει τόν ἄνθρωπο δίψυχο καί ἄρα ἀνίκανο νά δεχθεῖ στήν ὕπαρξή του τόν Θεό. Ἡ μεγάλη πίστη εἶναι αὐτή στήν ὁποία μᾶς προσανατολίζει διαρκῶς καί ἡ ᾽Εκκλησία μας, μέ τήν προτροπή ῾ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα᾽. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στίς περιπτώσεις δύσπιστης προσέγγισης στό πρόσωπό Του, ὅπως γιά παράδειγμα τοῦ ἀρχισυναγώγου, μέ τό: ῾εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν᾽, προέτρεπε στήν ὑπέρβαση καί στήν ἐμπιστοσύνη σ᾽ Ἐκεῖνον, ἄν ἤθελε κανείς νά δεῖ αἰσθητά στή ζωή του τήν ἐνέργεια τῆς χάριτός Του: ῾εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι᾽.

(2) ἡ ταπείνωση ὡς συναίσθηση τῆς μικρότητας καί τῆς ἀνεπάρκειας  τοῦ ἀνθρώπου. Συγκινεῖ πράγματι ἡ περίπτωση τοῦ ρωμαίου αὐτοῦ, πού ῾ἐκτός᾽ ἀκόμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εὑρισκόμενος, ἄν θά μποροῦσε νά τό πεῖ κανείς, ἀφοῦ ῾τό Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ᾽, παρουσιάζει μία ταπείνωση, τήν ὁποία ἐπισημαίνουμε μόνο στούς βίους τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας. ῾Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός, ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς᾽. Καί ξέρουμε ὅτι χωρίς τήν ταπείνωση οὐσιαστικά πίστη στόν Θεό δέν ὑφίσταται. Ποῦ νά σταθεῖ ὁ Θεός, ἄν τό ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει γεμίσει τήν καρδιά του καί τόν κάνει νά ἐπιζητεῖ μόνον τήν ἀνθρώπινη δόξα; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πάλι μᾶς ἀπεκάλυψε ὅτι ῾πῶς δύνασθε πιστεῦσαι, δόξαν παρ᾽ ἀλλήλων λαμβάνοντες καί τήν δόξαν τήν παρά τοῦ μόνου Θεοῦ οὐκ ἐπιζητοῦντες;᾽

(3) τό ἐνδιαφέρον γιά τόν συνάνθρωπο, ἐν προκειμένῳ ἕναν δοῦλο. Ὁ Κύριος – δέν βλασφημοῦμε, ἄν λίγο Τόν ἑρμηνεύσουμε – πρέπει νά συγκινήθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἀγωνία τοῦ ἀξιωματικοῦ γιά τόν δοῦλο του, γιατί ῾θύμιζε᾽ σ᾽ἕνα βαθμό τή δική Του ἐνέργεια σωτηρίας γιά τόν ἄνθρωπο: ῾Αὐτός Θεός ὤν ἐπτώχευσεν, ἵνα ἡμεῖς τῇ αὐτοῦ πτωχείᾳ πλουτήσωμεν᾽. Ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ῾κλίνει οὐρανούς᾽ καί κατέρχεται πρός τόν ῾κατώτερο᾽ ἄνθρωπο. Προφανῶς, ἡ ἀγάπη αὐτή τοῦ ἑκατοντάρχου στόν δοῦλο του ῾λυγίζει᾽ τήν ἀπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας.

 

γ. ᾽Εμπιστοσύνη στόν Χριστό, ταπείνωση, ἐνδιαφέρον γιά τούς ἄλλους. Τά κύρια γνωρίσματα τῆς μεγάλης πίστης, πού ἐνεργοποιοῦν τή σώζουσα καί θεραπευτική ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ. Μήπως καί στή δική μας δύσκολη καί δεινῶς βασανιζόμενη ἐποχή, μέ συμπτώματα πνευματικῆς καί ἠθικῆς παραλυσίας, ἡ λύση θά ἔρθει ὄχι ἀπό τίς συμμαχίες καί τά προγράμματα τῶν ῾ἄσπονδων᾽ φίλων μας, Εὐρωπαίων ἤ μή, ἀλλά ἀπό τήν ἐπιθυμία καί τήν προσπάθειά μας νά ἀποκτήσουμε τή μεγάλη πίστη πού ἐπαινεῖ ὁ Χριστός; Ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας μας αὐτό τουλάχιστον ἀποδεικνύει. Ὅταν πολλοί ἅγιοι βεβαιώνουν ὅτι ὁ κόσμος μας στέκεται ἀκόμη, γιατί ὑπάρχουν ἐκεῖνοι πού προσεύχονται καί ζοῦν κατά Θεόν, τότε γιατί νά πιστεύσουμε ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ἀποτελεσματική λύση; Ποιός πιά ῾φυσιολογικός᾽ ἄνθρωπος, μέ λίγη γνώση τῆς ἱστορίας καί λίγη πίστη στόν Θεό,  μπορεῖ νά ἔχει ἐμπιστοσύνη στά ἀνθρώπινα σχέδια; Μήπως δέν ἰσχύει πάντοτε αὐτό πού λέει τό γνωμικό: ῾ἐκεῖ πού σχεδιάζουν οἱ ἄνθρωποι, γελάει ὁ Θεός;᾽

παπα Γιώργης Δορμπαράκης

9.

Νυνί δέ ἐλευθερωθέντες ἀπό τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δέ τῷ Θεῷ ἔχετε τόν καρπόν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τό δέ τέλος ζωήν αἰώνιον᾽ (Ρωμ. 6, 22)

 

α. ῾Ο ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας σέ ἀντιπαράθεση πρός τόν ἄνθρωπο τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί οἱ συνέπειες τῶν ἐπιλογῶν τοῦ καθενός εἶναι τό κεντρικό θέμα τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς Κυριακῆς Δ´ Ματθαίου ἀπό τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μέ ξεκάθαρο τρόπο ὁ ἀπόστολος ἀναφέρει ὅτι ἡ ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας μπορεῖ νά συνιστᾶ ἐλευθερία ἀπό τόν Θεό καί τό ἅγιο θέλημά Του, συνιστᾶ ὅμως ὑποδούλωση στά πάθη μέ ἀποτέλεσμα τόν θάνατο. ῾Ψωνίζεις θάνατο μέ τήν ἁμαρτία᾽ κατά τήν διατύπωσή του.

῾Η ἐπιλογή ὅμως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀπόφαση νά εἶναι κανείς δοῦλος τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ στήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη τῆς ἁμαρτίας, φέρνει τόν ἁγιασμό του, ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἤδη ἀπό τώρα τήν αἰώνια ζωή πού ἔφερε ὁ Χριστός. ᾽Ελευθερία ἀπό τήν ἁμαρτία ὡς ὑποδούλωση στόν Θεό, ἁγιασμός, αἰώνια ζωή: ἡ καταγραφή τῆς πορείας τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου.

 

β. 1. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐπανειλημμένως ὁ ἀπόστολος στίς ἐπιστολές του τονίζει τήν ὀδυνηρή καί τραγική γιά τόν ἄνθρωπο κατάληξη τῆς ἁμαρτίας: τόν ἴδιο τόν θάνατο. ῞Ο,τι ἡ Γένεση, τό πρῶτο βιβλίο τῆς ῾Αγίας Γραφῆς ἤδη ἀπό τά πρῶτα κεφάλαιά της, καταγράφει ὡς δραματική πορεία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, κατά τήν ὁποία ἡ ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας ὁδήγησε στόν πνευματικό θάνατο πρῶτα, δηλαδή τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό, καί τήν συνέπειά του ἔπειτα, τόν σωματικό θάνατο, τό ἴδιο ἀναφέρει καί ὁ ἀπόστολος. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἠθικολογικά: ἀπλῶς ὡς μία ἀπόκλιση τοῦ ἀνθρώπου ἤ ὡς μία παράβαση ἑνός καθήκοντος, συνεπῶς δέν ἀλλοιώνει κάτι ἀπό τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια ἐπιφανειακή κατανόησή της μπορεῖ νά γίνεται ἀποδεκτή ἀπό τούς ἑτεροδόξους, δέν συνιστᾶ ὅμως τήν ἀποκαλυμμένη πραγματικότητα, ἀλλ᾽ οὔτε καί τήν ἐμπειρία τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς. Κι ἡ πραγματικότητα κι ἡ ἐμπειρία εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία ζεῖ κάθε φορά πού τήν πραγματοποιεῖ τόν ἴδιο τόν θάνατό του, ἤ μέ ἄλλη διατύπωση: κάθε φορά πού ἁμαρτάνει ὑποδουλώνεται ὅλο καί περισσότερο στά πάθη του καί τόν ὑποκινοῦντα αὐτά πονηρό διάβολο, γενόμενος ἔτσι κι αὐτός σατανάς, ἀντικείμενος δηλαδή στόν Θεό, εἰσπράττοντας τά ἀνάλογα ἐπίχειρα: τήν θλίψη καί τήν στενοχώρια καί τό ἄγχος.  ῾ᾯ τις ἤττηται, τούτῳ καί δεδούλωται᾽: σέ ὅ,τι κανείς ἔχει νικηθεῖ, σ᾽ αὐτό καί ἔχει ὑποδουλωθεῖ, κατά τήν ἄλλη γνωστή φράση τῆς Γραφῆς. ῞Οπως καί: ῾θλίψις καί στενοχωρία παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό κακόν᾽.

 

  1. ᾽Από αὐτήν τήν τραγικότητα μᾶς ἔσωσε ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός σημειώνει ὁ ἀπόστολος. ῏Ηλθε ὁ Κύριος, σήκωσε ἐπάνω Του διά τῆς σταυρικῆς Του θυσίας τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, κατεπάτησε τόν καρπό της τόν θάνατο, μᾶς ἔδωσε καί πάλι τήν ζωή. ᾽Εν Χριστῷ Ἰησοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀνέπνευσε καί πάλι τόν ἀέρα τῆς ἐλευθερίας καί ἤδη ἀπό τήν φθαρτή αὐτή ζωή ἀπολαμβάνει τήν αἰώνια ζωή πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τόν ῎Ιδιο. ῾Τό δέ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωή αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν᾽ (Τό δῶρο πού χαρίζει ὁ Θεός εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τήν ὁποία ἔφερε ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας). Κι αὐτό συμβαίνει γιατί ὁ Κύριος προσέλαβε τόν ἄνθρωπο μέσα στόν ῾Εαυτό Του, συνεπῶς ὅλα τά καλά ἀποτελέσματα ἀπό τήν νίκη Του ἀπέναντι στήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο μεταβιβάζονται καί σ᾽ αὐτόν. ᾽Αρκεῖ ἀσφαλῶς ὁ ἄνθρωπος νά θέλει τόν Χριστό, πού θά πεῖ νά πιστέψει σ᾽ Αὐτόν ὡς Σωτήρα τῆς ζωῆς του. Κι ἡ πίστη αὐτή ὡς γνωστόν δέν ἔχει θεωρητικό χαρακτήρα. Ξεκινᾶ ἀπό τήν ὥρα πού ὁ ἄνθρωπος θά βαπτιστεῖ στό ἅγιο ὄνομά Του καί θά χριστεῖ ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τελειώνεται ἀδιάκοπα στόν βαθμό πού ὁ πιστός θά μετέχει τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου καί θά ἐπιβεβαιώνει τήν χαρισματική αὐτή κατάσταση μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του.

 

  1. Αὐτή δέν εἶναι ἡ πραγματικότητα πού βλέπουμε σέ ὅλους τούς ἁγίους μας; ῾Η ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ ἀπόστολος, φέρει ὡς καρπό τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου. ῾῎Εχετε τόν καρπόν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν᾽.  ῎Αν οἱ ἅγιοί μας ἅγιασαν, ἦταν ὄχι ἀσφαλῶς γιατί εἶχαν κάποια περίεργα καί παράδοξα ἰδιώματα ὡς ἄνθρωποι, ὄχι γιατί ἦταν διαφορετικοί – πολλοί ἀπό αὐτούς ἦταν πολύ πιό ἄγριοι ἀπό ἐμᾶς ὡς πρός τόν χαρακτήρα τους – ἀλλά γιατί πίστεψαν στόν Χριστό καί ἄφησαν τήν χάρη Του νά ἐνεργήσει μέσα στήν ὕπαρξή τους. ῎Εγιναν δηλαδή μέλη Χριστοῦ καί ἔνιωσαν ὅτι μπορεῖ καί ὁ δικός τους ἑαυτός νά γίνει δίοδος γιά νά φανερώνεται ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Μέ ἄλλα λόγια ὁ κάθε ἅγιος τῆς ᾽Εκκλησίας μας, συνεπῶς καί ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς δυνάμει, συνιστᾶ τόν σαφή ὑπομνηματισμό τῶν λόγων σήμερα τοῦ ἀποστόλου: ῾ἐλευθερώθηκαν ἀπό τήν ἁμαρτία, ἔγιναν δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ἁγίασαν, ζοῦν τήν αἰώνια ζωή᾽. Δέν εἶναι τυχαῖο γι᾽ αὐτό πού τούς ἁγίους μας τούς χαρακτηρίζουμε ὡς ῾ἐφαρμοσμένο Εὐαγγέλιο᾽ ἤ πού σ᾽ αὐτούς βλέπουμε τήν καθαρότητα τῆς ὀρθῆς χριστιανικῆς  πίστης μας, ὁπότε προσβλέποντας πάντοτε σ᾽ αὐτούς καί ἐμβαπτιζόμενοι στήν κατά Χριστόν ζωή τους δοξολογοῦμε σωστά τόν Θεό, μέ τήν ἔννοια καί τῆς ὀρθῆς δόξας-πίστης σ᾽ Αὐτόν καί τῆς ὀρθῆς ὑμνολόγησής Του.

 

  1. Δύο παρατηρήσεις ὅμως εἶναι ἀναγκαῖες ἀκόμη στά λόγια τοῦ ἀποστόλου.

(α) Μιλάει καταρχάς ὁ ἅγιος Παῦλος γιά ἐλευθερία ἀπό τήν ἁμαρτία καί δουλεία στόν Θεό. Δέν πρέπει νά κατανοήσουμε τήν σχέση αὐτή παρατακτικά: τό ἕνα μετά τό ἄλλο. Δέν ἐλευθερώνεται δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πρῶτα ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀκολουθεῖ ἔπειτα ἡ δουλεία στόν Θεό. Κατά τήν πίστη μας ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται ἀπό τήν ἁμαρτία (καί τόν θάνατο καί τόν διάβολο βεβαίως) τήν ὥρα πού ὑποδουλώνεται στόν Κύριο. ῾Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν᾽ εἶπε ὁ ῎Ιδιος. ῞Οσο μέ ἄλλα λόγια στρέφεται ὁλοκληρωτικά ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη στόν Θεό καί γίνεται δούλη ᾽Εκείνου, τόσο καί ἀπελευθερώνεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη της. ῞Οπως συμβαίνει μέ τόν ἄνθρωπο πού στρεφόμενος πρός τό φῶς φεύγει ἀπό τό σκοτάδι, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἐδῶ. Συνεπῶς ἡ ἐλευθερία ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη εἶναι εὐθέως ἀνάλογη πρός τήν δουλεία στόν Θεό. ῎Ετσι κατανοεῖται καί ἡ ἐπιμονή τῶν ἁγίων μας, παλαιοτέρων καί νεωτέρων, νά μήν ἀσχολούμαστε πολύ πολύ μέ τόν διάβολο καί τίς σκοτεινές διδασκαλίες πού ὑποβάλλει, ἀλλά μέ τόν Κύριο καί τά ἁγιασμένα λόγια Του. Θέλω νά γεμίσω μέ φῶς τήν ζωή μου καί μέσα στήν ταλαιπωρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ αὐτοῦ κόσμου ἡ καρδιά μου νά εἶναι εὐωδιαστός λειμώνας; ᾽Αδιάκοπα νά μνημονεύω τό ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου καί νά πλατύνεται ἡ διάνοιά μου στά λόγια Του εἴτε ἀπό τό Εὐαγγέλιο εἴτε ἀπό τούς ὕμνους τῆς ᾽Εκκλησίας μας εἴτε ἀπό τά συναξάρια τῶν ἁγίων Του. ῾Ο Χριστός καί ὄχι ὁ ἀντίχριστος νά εἶναι τό μέλημά μου.

(β) Καί δεύτερον, ὅταν ὁ ἀπόστολος μιλάει γιά δουλεία στόν Θεό δέν ἐννοεῖ τήν δουλεία ἐκείνη πού κατανοεῖται κατά τά ἀνθρώπινα: ὡς ὑποβάθμιση καί καταβαράθρωση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. ῾Η κατανόηση αὐτή ἀποτελεῖ διαστροφή τοῦ ἀνθρώπου καί ἀλλοίωση ὅλης τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψης. ῾Ο ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο ὡς φυσικό παράδειγμα γιά νά ἐκφράσει πιό ἄμεσα τήν σκέψη του, ἀλλά πάντοτε μέ τίς προϋποθέσεις τοῦ Κυρίου, ὁ ῾Οποῖος εἶπε: ῾Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους. ῾Υμεῖς φίλοί μου ἐστέ᾽. Δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος μᾶς δημιούργησε ῾κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσίν᾽ Του, συνεπῶς μέ θεοείδεια τέτοια πού παραπέμπει ἀκριβῶς στόν ῎Ιδιο. ᾽Απαρχῆς ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται ὡς υἱός τοῦ Θεοῦ – ῾ἐγώ εἶπα υἱοί Θεοῦ ἐστε καί υἱοί ῾Υψίστου πάντες᾽ – συνεπῶς ὁ Κύριος ἔρχεται στόν κόσμο ὥστε τόν ὑπόδουλο πιά στήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο ἄνθρωπο νά τόν ἀποκαταστήσει στήν πρώτη του κι ἀκόμη περισσότερο κατάσταση. Εἴπαμε: οἱ ἅγιοι – καί μέσα σ᾽ αὐτούς εἴμαστε κι ὅλα τά πιστά μέλη τοῦ ζωντανοῦ σώματός Του τῆς ᾽Εκκλησίας – συνιστοῦν μία ἄλλη παρουσία ᾽Εκείνου, προέκτασή Του στόν κόσμο, κλαδιά στό δένδρο Αὐτοῦ.

 

γ. ῎Αν οἱ χριστιανοί συνεχίζουμε νά ἁμαρτάνουμε καί νά μήν συνειδητοποιοῦμε τήν τραγικότητα στήν ὁποία περιπίπτουμε, τραγικότητα μέ ὀλέθρια ἀποτελέσματα καί ἐδῶ καί  αἰωνίως, εἶναι προφανῶς γιατί δέν ζοῦμε ὅσο πρέπει τήν μεγαλειώδη προοπτική τῆς ζωῆς πού μᾶς ἔφερε καί μᾶς προσφέρει ὁ Κύριος στήν ᾽Εκκλησία Του, καί τό φῶς μέ τό ὁποῖο μᾶς περιλούζει. Προσκολλημένοι συνήθως στά ψεκτά πάθη μας νομίζουμε ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ζωή μας. Καί δέν καταλαβαίνουμε ὅτι ἔτσι ροκανίζουμε τό κλαδί πάνω στό ὁποῖο βρισκόμαστε καί ρουφᾶμε τό ἴδιο τό αἷμα μας. Ἡ ζωή ὅμως, ὡς πραγματική καί αἰώνια ζωή, βρίσκεται στό δέντρο πού εἶναι ὁ Χριστός καί στήν βρώση καί τήν πόση τοῦ δικοῦ Του αἵματος.

 

παπα Γιώργης Δορμπαράκης

10.

Σήμερα ἀκούσαμε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο νὰ μᾶς λέει: Ἀδελφοί, εἶστε ἐλεύθεροι πιὰ ἀπὸ τὸ ζυγὸ τῆς ἁμαρτίας κι ὑπηρετεῖτε τὸ καλὸ καὶ τὸ δίκαιο. Χρησιμοποιῶ τὴν ἀνθρώπινη εἰκόνα τῆς δουλείας, γιατί δὲν μπορεῖτε ἀλλιώτικα νὰ μὲ καταλάβετε. Παλιότερα εἴχατε ὑποδουλώσει ὅλο τὸ εἶναι σας σὲ πάθη καὶ πράξεις ἀντίθετες στὸ θεϊκὸ θέλημα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ζεῖτε ἀντίθετα πρὸς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι πρέπει καὶ τώρα νὰ ὑποδουλώσετε ὅλο τὸ εἶναι σας στὸ θεϊκὸ θέλημα, γιὰ νὰ βρεθεῖτε κοντὰ στὸ Θεό. Μὴν ξεχνᾶτε πώς, ὅσον καιρὸ ἤσασταν ὑπόδουλοι στὴν ἁμαρτία, ἤσασταν μακριὰ ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ποιὸ ἦταν τὸ κέρδος σας ἀπὸ τὴ διαγωγή σας ἐκείνη; Τώρα ὅμως εἶστε ἐλεύθεροι πιὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κι ἀνήκετε στὸ Θεό. Καρπὸς τῆς καινούριας ζωῆς σας εἶναι ἡ ἁγιοσύνη καὶ τὸ τέλος τῆς πορείας σας εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Γιατί ὁ μισθὸς ποὺ δίνει ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ θάνατος, ἐνῶ τὸ δῶρο ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τὴν ὁποία ἔφερε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας.

 

Τὸ σημαντικὸ αὐτὸ κείμενο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀναφέρεται σὲ δυὸ ἀντιδιαστελλόμενους ὅρους, ἔννοιες καὶ καταστάσεις τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, τὴ δουλεία καὶ τὴν ἐλευθερία. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ζήσει ἐμπειρικά, τόσο τὴ δουλεία, ὅσο καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀνάλογα μὲ τὶς ἐπιλογές του. Ὅταν, ὅμως, παρομοιάζει τὴ δουλεία μὲ τὴν ἁμαρτία, δὲν ἐννοεῖ τὴν ἠθικὴ στάση καὶ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ πράξεις ἁμαρτωλὲς ἠθικιστικοῦ περιεχόμενου, ἀλλὰ τὴν ὀντολογικὴ σημασία τῆς ἁμαρτίας, ποὺ σημαίνει τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀπιστία καὶ τὴν ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὰ τοῦ κόσμου καὶ στὴν εἰδωλολατρία. Ἑπομένως, ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ ὑποδούλωση στὴ δικαιοσύνη δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη τῆς εἰδωλολατρίας τότε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ἢ καὶ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη θρησκεία, καὶ τὴν ὑπαγωγή τους στὴ δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ, τὴν εἴσοδό τους στὴ χάρη τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἐν Χριστῷ ἀλήθειας, ἀποκαλύψεως καὶ σωτηρίας.

Ἔτσι, ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνει τὴ σύγκριση μεταξὺ τῆς δουλείας τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας. Λέει λοιπόν: «Ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ». Ἀφοῦ ἐλευθερωθήκατε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γίνατε δοῦλοι στὴν δικαιοσύνη. Καὶ συνεχίζει: Χρησιμοποιῶ ἀνθρώπινο τρόπο ἐκφράσεως ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς σας, ἡ ὁποία ρέπει πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς σᾶς φαίνεται δουλεία. Ἡ ὑποταγή σας, ὅμως, αὐτὴ στὴν ἐνάρετη ζωὴ δὲν εἶναι σκλαβιὰ ἀλλὰ ἐλευθερία. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,  ἀναφερόμενος πολλὲς φορὲς στὴν δουλεία,   μὲ ἔντονο ὕφος τὴν καταδίκαζε, γιατί ἡ δουλεία ὑποβαθμίζει  τὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως, τὸ ἀνεκτίμητο αὐτὸ δῶρο  ποὺ ἡ θεία ἀγαθότητα μᾶς χάρισε.  Μιλάει  ἐξάλλου γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ἔχει πλασθεῖ ἐλεύθερος, παραδόθηκε  στὰ πλοκάμια τῆς ἁμαρτίας, παραβίασε ἀρκετὲς φορὲς τὸ θεῖο θέλημα, μεταβάλλοντας τὴν ἀδυναμία του σὲ πάθη, στὰ ὁποῖα μάλιστα ὑποδουλώθηκε.

Ἡ σωματικὴ δουλεία εἶναι προσωρινή, ὅπως καὶ ἡ ζωή μας, ὅμως ἡ δουλεία τῆς ἁμαρτίας  εἶναι αἰώνια καὶ ἀτελείωτη. Τονίζει πὼς ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξαγόρασε ἀπὸ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ δουλεία. Οἱ ἄνθρωποι ἐκείνης τῆς ἐποχῆς κατέβαλλαν χρήματα,  γιὰ νὰ ἀγοράσουν ἕνα δοῦλο. Ὁ Χριστὸς ὅμως κατέβαλε ὡς λῦτρα  γιὰ τὴν ἐξαγορά μας, αὐτὸ τὸ τίμιο αἷμα του, τὴν ἀνεκτίμητη ζωή του. «Καὶ ἄρα οὔκ ἐστε ἑαυτῶν». Δὲν ἀνήκετε πλέον στὸν ἑαυτό σας, ἀλλὰ ἀνήκετε στὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἀφέντης στοὺς δούλους. Εἶναι ὁ Σωτήρας καὶ ἐλευθερωτής. Εἶναι ὁ ἀδελφὸς τῶν λυτρωμένων, ὁ ἀνεκτίμητος φίλος τῶν σωζομένων. Αὐτὸς ποὺ ἔδωσε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐλευθερία, τὴν ξαναδίνει τώρα μὲ τὴ λυτρωτική του θυσία. Τοῦ δίνει ὅλα τὰ μέσα της χάριτος νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ κακοῦ. Καὶ ἡ μὲν ἀρχικὴ ἐλευθερία τῆς βουλήσεως εἶναι ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου  νὰ ἐκλέγει  καὶ νὰ προτιμάει ὑπευθύνως μεταξὺ δυὸ ἀντιθέτων ἢ πολλῶν διαφόρων ἐννοιῶν, πράξεων, ἀντικείμενων, προσώπων. Ὁ σοφός  Σειρὰχ γράφει : «Ὁ Θεὸς δημιούργησε  ἀπ’ ἀρχῆς ἐλεύθερο τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἄφησε στὴν ἐλεύθερή του θέληση καὶ διάθεση. Ἐὰν θέλεις, θὰ τηρήσεις τὶς ἐντολές του καὶ θὰ πράξεις ὅσα εἶναι εὐδοκία πίστεως. Ἐνώπιόν σου ἔθεσε  φωτιὰ καὶ νερό· ὅπου θέλεις, μπορείς  ἐλεύθερα νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι σου. Ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχει ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο θὰ θελήσει κανεὶς καὶ θὰ προτιμήσει, θὰ τοῦ δοθεῖ.» Ἡ ἐλευθερία, ὅπως τὴν προτείνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι ἐν Χριστῷ ἐλευθερία καὶ ὄχι ἕνα εἶδος ἀφηρημένης ἐλευθερίας ἢ καὶ ἀσυδοσίας. Ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία εἶναι ὑπευθυνότητα. Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα ἀγαθό, γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ ὁποίου πρέπει συνεχῶς νὰ ἀγωνιζόμαστε. Αὐτὸ μᾶς ἀναδεικνύει θεοὺς κατὰ χάριν ἀπὸ τὴν παροῦσα ἀκόμη ζωή, ἀσύγκριτα ἀνώτερους ἀπὸ τοὺς τοῦ κόσμου σοφοὺς καὶ κοσμοκράτορες, ἀπὸ τοὺς πλούσιους καὶ ἐνδόξους τῆς γῆς. Εἶναι ἡ «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». (Ρωμ. 8.21).Ἀμήν.-

11.

 Δούλοι και λεύτεροι Ρωμ. 6.18-23

Ἀδελφοί, ἐλευθερωθέντες δὲ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ. Ἀνθρώπινον λέγω, διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν· ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν. Ὅτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ. Τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε, ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος. Νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ, ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον. Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος· τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Δούλους μάς αποκαλεί σήμερα ο απόστολος Παύλος· δούλους της δικαιοσύνης. Σε μια εποχή, κατά την οποία έχει εκλείψει η δουλεία μεταξύ των ανθρώπων, επισήμως τουλάχιστον, τι σημασία μπορεί να έχουν τέτοιου είδους παρομοιάσεις με τους σύγχρονους ανθρώπους, και δη τους χριστιανούς; Ας δούμε όμως πρώτα το περιεχόμενο της σημερινής αποστολικής περικοπής, και θα επανέλθουμε. «Αδελφοί», μάς λέει, «αφού έχετε απελευθερωθεί από την αμαρτία, γίνατε δούλοι της δικαιοσύνης. Ανθρώπινο παράδειγμα μεταχειρίζομαι, εξαιτίας της αδυναμίας της σάρκας σας. Γιατί, όπως ακριβώς καταστήσατε τα μέλη σας υπόδουλα στην ακαθαρσία και στην ανομία,

για να πράττετε την ανομία, έτσι τώρα παρουσιάστε τα μέλη σας ως δούλα στην δικαιοσύνη προς αγιασμό. Γιατί όταν ήσασταν δούλοι της αμαρτίας, ήσασταν ελεύθεροι από την δικαιοσύνη. Τί λοιπόν καρπό είχατε τότε, για τα οποία τώρα ντρέπεστε; γιατί η κατάληξη εκείνων είναι θάνατος. Τώρα όμως, αφού ελευθερωθήκατε από την αμαρτία και γίνατε δούλοι του Θεού, ο μεν καρπός των έργων σας είναι ο αγιασμός, το δε τέλος η αιώνιος ζωή. Διότι ο μισθός της αμαρτίας είναι ο θάνατος, ενώ το δώρο του Θεού η αιώνιος ζωή διά του Κυρίου μας Ιησού Χριστού». Αντιπαραβάλει, όπως είδαμε, ο απόστολος Παύλος την αμαρτία και την δικαιοσύνη του Θεού. Δηλώνει μάλιστα, όταν ομιλεί για δούλους, ότι το σχήμα λόγου που χρησιμοποιεί είναι ανθρώπινο. Άλλωστε, ο σκοπός μιας παρομοίωσης είναι να δείξει κάποια σημεία τα οποία είναι κοινά ανάμεσα στο παράδειγμα και στο πραγματευόμενο θέμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα δύο αυτά είναι όμοια κατά πάντα. Η ουσιώδης ομοιότητα ανάμεσα σε έναν δούλο και στον δούλο της αμαρτίας ή τον δούλο του Θεού, είναι ότι πράττουν αυτό που επιτάσσει ο κύριός τους. Η ουσιώδης πάλι διαφορά, είναι ότι στη μεν κυριολεκτική δουλεία ο δούλος με τη βία έγινε δούλος και δεν μπορεί να απαλλαγεί από τα δεσμά που τού επιβάλλει ο ιδιοκτήτης του, ενώ στην πνευματική δουλεία (είτε στην αμαρτία είτε στο θέλημα του Θεού) βρισκόμαστε με δική μας επιλογή και μπορούμε, εάν το θέλουμε, να μεταβούμε από την μία κατάσταση στην άλλη. Αυτό είναι και το νόημα των λόγων του Χριστού, ότι «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει· οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ»[1]. Αλλά και διάφορες παροιμίες της θυμοσοφίας του λαού, δηλώνουν αυτή την αυτονόητη αλήθεια, ότι δηλαδή δεν μπορεί ένας άνθρωπος να υπηρετεί εκ διαμέτρου αντίθετους σκοπούς. Ότι η αμαρτία καθίσταται αληθινή δουλεία, είναι σε όλους μας φανερό, τουλάχιστον από τις δικές μας πτώσεις. Όταν ενδώσουμε στην αμαρτία, τότε μάς δυναστεύει, θολώνει το μυαλό μας και σκεφτόμαστε συνέχεια τρόπους για να την διαπράξουμε, και δεν μάς αφήνει εύκολα να ξεφύγουμε. Γι αυτό, όταν η αμαρτία χρονίσει, γίνεται πάθος, συνήθεια, δεύτερη φύση. Γι αυτό και όταν πάρουμε την απόφαση να αποδεσμευθούμε από τα δεσμά της, χρειάζεται σταθερή απόφαση και αγώνας χωρίς εκπτώσεις, και προσευχή πολλή, ώστε όσα δε μπορούμε από μόνοι μας να τα πραγματοποιήσει η χάρις του Θεού. Σε αντίθεση με τα ολέθρια και θανατηφόρα αποτελέσματα της αμαρτίας, όταν γίνουμε δούλοι στο θέλημα του Θεού, δηλαδή όταν με τη θέλησή μας υπακούμε στο Ευαγγέλιο της θείας δικαιοσύνης, οι καρποί που δρέπουμε είναι ο αγιασμός της ύπαρξής μας, και το αποτέλεσμα είναι η αιώνιος ζωή. Και τούτο, γιατί όσο εργαζόμαστε τα έργα της δικαιοσύνης, την αγάπη, την πίστη, την μακροθυμία, την αρετή, τόσο καθαρίζεται και φωτίζεται ο έσω άνθρωπος, και έρχεται η χάρις του Αγίου Πνεύματος και καταυγάζει ολόκληρο τον άνθρωπο και τον γεμίζει με την κατά Θεόν χαρά. Όταν τέλος επισκεφθεί τον άνθρωπο το Άγιο Πνεύμα, τότε γινεται κατά χάριν θεός, δεν καθαίρεται μόνο αλλά και ζωοποιείται, νικά με την χάρη του Θεού το κοσμικό φρόνημα και καθίσταται ουρανοπολίτης [2] και κληρονόμος των επουρανίων αγαθών. Ας τρέχουμε, επομένως, τον καλόν αγώνα της πίστεως, ας αφήσουμε κατά μέρος την αμαρτία, η οποία περιπλέκει την ζωή μας και μάς ταλαιπωρεί, οδηγώντας μας σε ολισθηρές ατραπούς. Ας συνταχθούμε με τον αγαθό Κύριο, ας γίνουμε υπήκοοι των εντολών του και ας βάλουμε αρχή, ώστε να εργαζόμαστε το θέλημά του και να καλλιεργούμε τις αρετές. Και ο αγαθός Κύριός μας, ο οποίος βλέπει την προαίρεση και την διάθεση της καρδιάς και τιμά τον εργάτη της ενδεκάτης ώρας εξίσου με εκείνον της πρώτης, θα δει την διάθεση της καρδιάς μας, θα σπεύσει σε βοήθεια, θα αγιάσει την ζωή μας ολόκληρη και θα μάς χαρίσει πλούσια τα αγαθά της Βασιλείας του [3], τα οποία ετοίμασε για τους αγγέλους και για όλους τους δίκαιους. Αμήν.

π. Χερουβείμ Βελέτζας Απλά και Ορθόδοξα

——–

[1] Ματθ. 6.24

[2] Φιλιπ. 3.20: «ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν».

[3] Βλ. Ματθ. 25.31-46.

12.

 ῾ «ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΥ

Τον Κύριο πλησίαζαν πολλοί άνθρωποι κατά την επίγεια δράση του. Κυρίως για να του ζητήσουν κάτι. Σήμερα είδαμε να τον πλησιάζει κάποιος αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού. Οι Ρωμαίοι είχαν κατακτήσει τα χρόνια εκείνα όλη την Μεσόγειο και τα μέρη φυσικά που έδρασε ο Χριστός. Ο ρωμαίος αξιωματικός είχε τον βαθμό του εκατόνταρχου, εξουσίαζε δηλαδή εκατό στρατιώτες, όπως οι σημερινοί λοχαγοί του στρατού μας. Αν και ήταν άνθρωπος της εξουσίας , δεν χάλασε όπως λέμε, αλλά παρέμεινε ένας ξεχωριστός άνθρωπος με σπάνιες αρετές και ξεχωριστά χαρίσματα που δεν τα συναντούμε πολλές φορές στους ανθρώπους που λένε ότι είναι χριστιανοί.

 

 

Παρακαλεί θερμά τον Κύριο να του θεραπεύσει τον ασθενή υπηρέτη του. Ο Κύριος ανταποκρίνεται αμέσως και τον διαβεβαιώνει ότι θα πάει ο ίδιος στο σπίτι του για να τον θεραπεύσει. Ο Εκατόνταρχος όμως, συναισθανόμενος την αμαρτωλότητά του, τον παρακαλεί να μην πάει στο σπίτι του γιατί δεν είναι άξιος να τον δεχτεί εκεί. Πιστεύει όμως ακράδαντα, ότι ο Κύριος με ένα λόγο του από μακριά μπορεί να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Παίρνει ως παράδειγμα τον εαυτό του που δίνει διάφορες εντολές στους στρατιώτες του και αμέσως αυτοί τις εκτελούν με προθυμία.

 

Η πίστη του είναι πολύ δυνατή και αποσπά τον δημόσιο έπαινο του Κυρίου, που ως καρδιογνώστης το γνωρίζει αυτό πολύ καλά, όμως το κάνει για τους παρόντες ,να πάρουν παράδειγμα από την πίστη του ρωμαίου αξιωματικού, που δεν υπάρχει ούτε στον εκλεκτό λαό του Θεού. Ακολούθησε μία συγκλονιστική προφητεία του Κυρίου μας ότι στην Βασιλεία του Θεού θα μπουν άνθρωποι άλλων εθνικοτήτων και τα παιδιά του Αβραάμ θα μείνουν έξω από αυτήν. Στην άλλη ζωή δηλαδή, μας περιμένουν μεγάλες εκπλήξεις.

 

Πρέπει να το προσέξουμε πολύ αυτό. Υπάρχει μία αίρεση που λέγεται εθνοφυλετισμός, κατά την οποία υπάρχουν κάποιοι λαοί που είναι ιδιαίτερα ευνοημένοι από τον Θεό. Οι Εβραίοι νόμιζαν τότε ότι αυτοί είναι ο εκλεκτός ,ο περιούσιος λαός του Θεού. Μετά, κάποιοι είπαν ότι πήραμε την θέση τους εμείς οι Έλληνες επειδή δεχτήκαμε τον Χριστό και αυτοί τον απέρριψαν.

 

Αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο Θεός δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους. Τους αγαπά όλους και καλεί κοντά Του τους πάντες. Εκλεκτοί είναι όσοι κάνουν το θέλημά Του όπου και να βρίσκονται, ανεξάρτητα από χρώμα φυλή και γλώσσα. Οι διάφορες διακρίσεις δεν υπάρχουν πλέον στον νέο λαό του Θεού και στην οικογένεια του Θεού ανήκουν όλοι όσοι τον πιστεύουν , τον ακολουθούν και εφαρμόζουν πρόθυμα και αγόγγυστα τις εντολές του.

 

Ποιος έχει την βαθιά ταπείνωση του Εκατόνταρχου , που ομολόγησε δημόσια ότι δεν είναι άξιος να δεχτεί τον Κύριο στο σπίτι του; Αυτό σημαίνει ότι έχει αληθινή ταπείνωση πάνω στην οποία στηρίζονται όλες οι αρετές του ανθρώπου. Συναισθάνεται την μηδαμηνότητά του αναγνωρίζοντας ότι μπροστά του έχει τον ίδιο τον Θεό. Οι Ιουδαίοι , που γνώριζαν υποτίθεται τον αληθινό Θεό ,έχουν τέτοια πίστη και τέτοια ταπείνωση; Εμείς σήμερα μπορούμε εύκολα να πούμε ότι δεν είμαστε άξιοι να κατοικήσει ο Θεός μέσα στον οίκο της ψυχή μας; Το λέμε κάποιες φορές με τα λόγια μας και όχι με την καρδιά μας. Υπάρχει η αληθινή ταπείνωση που έχει ο εκατόνταρχος, υπάρχει και η ταπεινολογία που δεν έχει καμιά αξία.

 

Ενώ έχουμε τόσες αδυναμίες και ένα σωρό αμαρτωλά πάθη, νομίζουμε ότι είμαστε ενάρετοι και δίκαιοι και τολμούμε να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους διπλανούς μας και νομίζουμε ότι είμαστε και τέλειοι. Έτσι, ούτε τους άλλους αγαπάμε πραγματικά, ούτε τα σφάλματά μας παραδεχόμαστε για να τα διορθώσουμε. Η αναγνώριση των σφαλμάτων μας είναι το πρώτο βήμα που θα κάνουμε για να μετανοήσουμε ειλικρινά. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας και η επίγνωση του εαυτού μας, θα μας κάνει να ζητήσουμε το έλεος του Θεού. Η κριτική στους άλλους δείχνει έπαρση και μόνο την καταδίκη μας μπορεί να φέρει. Η κρίση είναι έργο του Θεού και κάποιος που δεν έκρινε ποτέ στη ζωή του δεν κατακρίθηκε και από τον Κύριο.

 

Είναι σφάλμα μεγάλο να νομίζουμε ότι επειδή ακούσαμε κάποια κηρύγματα, κάναμε κάποιες προσευχές και κάποιες καλές πράξεις είμαστε δίκαιοι και υπεράνω των άλλων. Η κρίση του Θεού μας ενδιαφέρει και διαρκώς αυτή να έχουμε στο νου μας για να προσέχουμε στην ζωή μας. Κάποιος, που κατά την γνώμη μας είναι αμαρτωλός, κάποια στιγμή μπορεί να διορθωθεί και εμείς να μείνουμε έξω του νυμφώνος. Η κριτική που κάνουμε στους άλλους δείχνει ότι δεν έχουμε πραγματική αγάπη, ενώ ο Εκατόνταρχος αγαπούσε τον υπηρέτη του σαν να ήταν παιδί του.

 

Η πίστη, η ταπείνωση και η αγάπη του ρωμαίου αξιωματικού επιβραβεύτηκαν από τον Κύριο και με το θαύμα που ακολούθησε. Ο παράλυτος υπηρέτης έγινε καλά με τον λόγο του Κυρίου. Η μεγάλη πίστη έφερε το μεγάλο θαύμα. Δεν χρειάστηκε καθόλου να ερωτηθεί αν πιστεύει ,αυτό φάνηκε από τον τρόπο που πλησίασε τον Κύριο και διετύπωσε το αίτημά του. Από την ακράδαντη πεποίθησή του ότι ο Ιησούς με ένα λόγο του μπορεί να θεραπεύσει τον αγαπημένο του υπηρέτη.

 

Πολλές φορές κι εμείς καταφεύγουμε στον Θεό ελπίζοντας σε ένα θαύμα. Ο Θεός ανταποκρίνεται όταν υπάρχει πίστη και όταν αυτό που ζητάμε είναι για την σωτηρία μας. Πολλά θαύματα έχουμε δει στην ζωή την δική μας και στην ζωή των συνανθρώπων μας. Αρκετές φορές όμως φαίνεται σαν να μην μας ακούει ο Θεός. Μπορεί να μην τον παρακαλούμε με πίστη, μπορεί να υπάρχουν και κάποιοι άλλοι λόγοι που τους αγνοούμε. Ξέρει ο Θεός καλύτερα από μας γιατί ο Θεός στο βάθος βλέπει την σωτηρία μας. Και αν ακόμη ο Κύριος δεν ανταποκριθεί σε κάποιο αίτημά μας, μένει σίγουρα το κέρδος της προσευχής που κάναμε.

 

Πόσοι σκληροί συνάνθρωποί μας δεν μαλάκωσαν όταν βρέθηκαν στο κρεβάτι του πόνου! Πόσοι σώθηκαν επειδή έδειξαν υπομονή στις δυσκολίες και αντιμετώπισαν τον πόνο σαν γιατρικό για τα πάθη τους και σαν ένα μέσο που θα τους χαρίσει τον Παράδεισο. Ο σύγχρονος άγιος Παΐσιος έλεγε ότι ο παράδεισος γέμισε από καρκινοπαθείς. Ο Θεός επιδιώκει να μας σώσει με κάθε τρόπο ενώ εμείς δεν το καταλαβαίνουμε.

 

Ας έχουμε εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού και ας μη βιαζόμαστε να βγάζουμε συμπεράσματα. Πολλά ερωτηματικά που μένουν στην ζωή αυτή αναπάντητα θα απαντηθούν στην άλλη ζωή. Τότε πολλοί, βλέποντας το κέρδος από την αγόγγυστη καρτερία που έδειξαν κατά τις διάφορες δοκιμασίες που τους βρήκαν στην παρούσα ζωή θα πουν: Γιατί Θεέ μου δεν μας έδωσες και άλλες δοκιμασίες και άλλες θλίψεις όταν ζούσαμε στον πρόσκαιρο κόσμο της φθοράς και της ματαιότητας;

π. Γ.Τ.

13.

Τὸ ση­με­ρι­νὸ εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ἀ­φο­ρᾶ στὴ θε­ρα­πεί­α τοῦ δού­λου τοῦ ἑ­κα­τον­τάρ­χου ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ. Ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος, ζη­τά­ει μὲ πί­στη ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ο τὴ θε­ρα­πεί­α τοῦ ἑ­τοι­μο­θά­να­του δού­λου του. Ὁ δὲ Χρι­στός, ὡς ὁ Κύ­ρι­ος τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ θα­νά­του, ἱ­κα­νο­ποι­εῖ τὸ αἴ­τη­μά του καὶ προ­σφέ­ρει τὴν ἴ­α­ση.

 

 

Τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο πε­ρι­στα­τι­κὸ δεί­χνει τὴ φι­λαν­θρω­πί­α καὶ τὴν πί­στη τοῦ ἑ­κα­τον­τάρ­χου, καὶ ταυ­τό­χρο­να τὴν ἐ­ξου­σί­α καὶ τὴ δι­και­ο­σύ­νη τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος ἦ­ταν εἰ­δω­λο­λά­τρης ἀ­ξι­ω­μα­τι­κὸς τοῦ ρω­μα­ϊ­κοῦ στρα­τοῦ καὶ εἶ­χε ὑ­πὸ τὶς δι­α­τα­γές του ἑ­κα­τὸ στρα­τι­ῶ­τες, κα­θὼς ἐ­πί­σης καὶ ἀ­ριθ­μὸ δού­λων. Ἕ­νας ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ἦ­ταν καὶ ὁ ἀ­σθε­νὴς τῆς ἐν λό­γῳ δι­ή­γη­σης. Ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος ἐ­πι­δει­κνύ­ει πνεῦ­μα φι­λαν­θρω­πί­ας, τὸ ὁ­ποῖ­ο μά­λι­στα ὑ­περ­βαί­νει τὰ συ­νη­θι­σμέ­να τῆς ἐ­πο­χῆς του, ἀ­φοῦ τό­τε οἱ δοῦ­λοι δὲν εἶ­χαν ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἀ­ξί­α, ἀλ­λὰ θε­ω­ροῦν­ταν ὡς ἀ­να­λώ­σι­μα ὑ­λι­κά. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ ὅ­μως ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος συμ­πο­νεῖ τὸν δοῦ­λο του καὶ προ­σέρ­χε­ται μὲ πί­στη στὸν Ἰ­η­σοῦ, ὥ­στε νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει.

 

Ἡ πί­στη τοῦ ἑ­κα­τον­τάρ­χου εἶ­ναι καὶ αὐ­τὴ κά­τι τὸ πα­ρά­δο­ξο, δι­ό­τι αὐ­τὸς δὲν ἦ­ταν Ἰουδαῖος, ἀλλὰ ἐ­θνι­κὸς καὶ εἰ­δω­λο­λά­τρης καὶ συ­νε­πῶς ἀ­γνο­οῦ­σε τὸν Νό­μο τοῦ Θε­οῦ, τοὺς Προ­φῆ­τες, τὶς Ἁ­γί­ες Γρα­φὲς καὶ τὶς ἐ­παγ­γε­λί­ες τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­μως εἶ­χε ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ποι­ό­τη­τα καὶ ζῶντας στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς Πα­λαι­στί­νης ἔ­βλε­πε, ἰ­δί­οις ὄμ­μα­σι, τὴν πνευ­μα­τι­κὴ λα­τρεί­α τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ καὶ γι­νό­ταν μάρ­τυς τῆς δι­δα­σκα­λί­ας καὶ τῶν θαυ­μά­των τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ κα­τα­φεύ­γει σὲ αὐ­τὸν μὲ πί­στη. Ἡ πί­στη του ἦ­ταν συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὴν τα­πεί­νω­ση, δι­ό­τι ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς θέ­λη­σε νὰ πά­ει στὸ σπί­τι του γιὰ νὰ θε­ρα­πεύ­σει τὸν δοῦ­λο του, ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος θε­ώ­ρη­σε ὅ­τι δὲν ἀ­ξί­ζει τέ­τοια τι­μή. Σὲ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τὸ ση­μεῖ­ο ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὶς δι­α­στά­σεις τῆς πί­στης του καὶ τὴν ἀν­τί­λη­ψη ποὺ εἶ­χε γιὰ τὴν ἐ­ξου­σί­α τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Ζη­τᾶ ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ο ἁ­πλὰ νὰ τὸ δι­α­τά­ξει καὶ ὁ δοῦ­λος του θὰ θε­ρα­πευ­ό­ταν.

 

Εἶ­ναι ὄν­τως ἐκ­πλη­κτι­κὴ ἡ πί­στη τοῦ ἑ­κα­τον­τάρ­χου, δι­ό­τι ἀ­να­γνω­ρί­ζει στὸ πρό­σω­πο τοῦ Χριστοῦ τὸν Ποι­η­τὴ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ τῆς γῆς, ποὺ μό­νο μὲ τὸν λό­γο του δη­μι­ούρ­γη­σε, στε­ρέ­ω­σε καὶ δι­α­κρα­τεῖ τὰ σύμ­παν­τα. Αὐ­τὴ ἡ πί­στη νι­κᾶ τὸν θά­να­το καὶ ἀ­νοί­γει τὴ θύ­ρα τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τὴ ἡ πί­στη εἶ­ναι τὸ ἀ­δι­ά­πτω­το κτῆ­μα ὄ­χι μό­νο τοῦ ἑ­κα­τον­τάρ­χου, ἀλ­λὰ κά­θε ἐ­χέ­φρο­να ἀν­θρώ­που. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ὄν­τως πλοῦ­τος, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν χά­νε­ται, ἀλ­λὰ σώ­ζει τὸν ἄν­θρω­πο. Τί­πο­τα ἀ­πὸ τὰ ἀν­θρώ­πι­να, οὔ­τε ἡ πε­ρι­ου­σί­α οὔ­τε τὰ κτή­μα­τα οὔ­τε τὰ χρή­μα­τα οὔ­τε ἡ κοι­νω­νι­κὴ θέ­ση οὔ­τε ἡ ἐ­ξου­σί­α οὔ­τε τὸ σω­μα­τι­κὸ κάλ­λος, δὲν εἶ­ναι μό­νι­μο. Καὶ ὄ­χι μό­νο αὐ­τό, ἀλ­λὰ τὸ κα­θη­με­ρι­νὸ κυ­νή­γι ὅ­λων τού­των δι­α­σκορ­πί­ζει τὶς ἐ­σω­τε­ρι­κὲς δυ­νά­μεις τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ ἀν­τὶ αὐ­τὸς νὰ δί­νει τὴν καρ­δί­α του στὸν Θε­ό, τὴ δί­νει στὸ ἐ­φή­με­ρο.

 

Ὁ Χρι­στὸς ἐν­τυ­πω­σι­ά­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν πί­στη τοῦ ἐ­θνι­κοῦ ἑ­κα­τον­τάρ­χου καὶ τοῦ προ­σφέ­ρει, «ὡς ἐ­ξου­σί­αν ἔ­χων», τὸ δῶ­ρο τῆς ζω­ῆς, θε­ρα­πεύ­ον­τας τὸν δοῦ­λο του. Στρέ­φε­ται ὅ­μως καὶ πρὸς τὸ πλῆ­θος τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ποὺ τὸν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν καὶ τοὺς λέ­ει ὅ­τι αὐ­τοὶ δὲν ἔ­χουν τέ­τοια πί­στη. Δυ­στυ­χῶς οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι ἐ­πα­να­παύ­ον­ταν στὴν κα­τα­γω­γή τους καὶ στὸ ὅτι σὲ αὐτοὺς δόθηκε ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, θε­ω­ρῶν­τας ὅ­τι ἔ­τσι ἔ­χουν ἤ­δη ἐ­ξα­σφα­λι­σμέ­νο τὸ εἰ­σι­τή­ρι­ο πρὸς τὸν Θε­ό. Κατ᾽ ἐ­πέ­κτα­ση ἀρ­νοῦν­ταν νὰ ἀ­πο­δε­χθοῦν τὴν ἐκ­πλή­ρω­ση τῶν ἐ­παγ­γε­λι­ῶν στὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ. Πα­ρό­λο ποὺ ἀ­να­τρά­φη­καν μὲ τὸν Νό­μο, τοὺς Προ­φῆ­τες καὶ τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ, ἀ­γνό­η­σαν τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς πα­ρου­σί­ας, τῆς δι­δα­σκα­λί­ας καὶ τῆς θαυ­μα­τουρ­γι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἦ­ταν νὰ τὸν προ­δώ­σουν καὶ νὰ τὸν σταυ­ρώ­σουν.

 

Ἔ­τσι οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι δὲν πα­ρα­μέ­νουν τέ­κνα τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ ἀ­πορ­ρί­πτον­ται καὶ τὴ θέ­ση τους παίρ­νουν ὅ­σοι στρα­φοῦν μὲ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν Χρι­στό, τὸν ἀ­πο­δε­χθοῦν ὡς Θε­ὸ καὶ βέ­βαι­α ἀγωνιστοῦν νὰ τη­ρή­σουν τὶς ἐν­το­λές του. Συ­νε­πῶς καὶ ἐ­μεῖς, ναὶ μὲν εἴ­μα­στε βα­πτι­σμέ­νοι Χρι­στια­νοὶ καὶ τέ­κνα Θε­οῦ, ὅ­μως ἡ τε­λι­κή μας σω­τη­ρί­α θὰ ἐ­ξαρ­τη­θεῖ ἀ­πὸ τὴν ἔμ­πρα­κτη πί­στη μας πρὸς τὸν Χρι­στὸ καὶ τὴ φι­λαν­θρω­πί­α ποὺ θὰ ἐ­πι­δεί­ξου­με στὸν φτω­χὸ καὶ κα­τα­φρο­νη­μέ­νο.

14.

«ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ»

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΞΑΝΘΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΕΩΡΙΟΥ

 

Ἕνα συγκινητικό περιστατικό μᾶς περιγράφει τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἕνας Ρωμαῖος ἀξιωματικός ἦρθε νά παρακαλέσει τόν Χριστό νά θεραπεύσει τόν δοῦλο του πού ἦταν παράλυτος. Κάνουν συγκλονιστική ἐντύπωση τά λόγια τοῦ ἑκατόνταρχου, ὅταν ὁ Κύριος τοῦ λέει ὅτι θά πάει στό σπίτι του: «Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος νά σέ δεχτῶ στό σπίτι μου, πές ὅμως μόνο ἕνα λόγο καί θά γιατρευτεῖ ὁ δοῦλος μου».

 

 

Νά τό πρῶτο βῆμα τῆς λυτρώσεως: ἡ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητας, τό ξεγύμνωμα τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀπό ὅλα τά ὀχυρά πού χτίζουμε συνήθως γιά νά σταθοῦμε μέ πολλές ἀξιώσεις μέσα στήν ζωή, νά δείξουμε στούς ἄλλους τήν δύναμή μας, νά πείσουμε γιά τήν ὑπεροχή μας.

 

Καί ὅλα αὐτά τά ὀχυρά ὄχι μόνο μᾶς κάνουν νά συμπεριφερόμαστε διαφορετικά ἀπ΄ ὅτι εἴμαστε στήν πραγματικότητα, ἀλλά ἐμποδίζουν τήν πραγματική ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους.  Δημιουργοῦν αὐταπάτες πού ἀποβαίνουν πολλές φορές ὀλέθριες.

 

Τό δεύτερο βῆμα εἶναι ἡ μεγάλη πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου, πού προκαλεῖ τό θαυμασμό τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος λέει ὅτι «θά ἔρθουν πολλοί ἀπό τήν ἀνατολή καί δύση καί θά καθίσουν μαζί μέ τόν Ἀβραάμ καί τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ στό τραπέζι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐνώ οἱ κληρονόμοι της βασιλείας θά πεταχτοῦν ἔξω στό σκοτάδι». Ἡ προειδοποίηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι σκληρή ἀλλά καί κατηγορηματική καί δέν ἀπευθύνεται μόνο στούς ἰσραηλίτες ἀλλά καί σέ κάθε χριστιανό πού ἔχει τήν ψευδή βεβαιότητα τῆς πνευματικῆς αὐτάρκειας.

 

Εἶναι τρομερή ἡ ἀντιστροφή τῶν πραγμάτων, τήν ὁποία προαναγγέλει τό Εὐαγγέλιο μέ τούς παραπάνω λόγους τοῦ Κυρίου. Εἶναι τραγικό νά ζοῦμε μέ τήν αὐτάρεσκη βεβαιότητα τῆς πνευματικῆς αὐτάρκειας τοῦ τέλειου πνευματικοῦ ἀνθρώπου, νά κρίνουμε τούς ἄλλους, νά περιγράφουμε τίς μελλοντικές τιμωρίες τῶν ἁμαρτωλῶν καί συγχρόνως νά λησμονοῦμε ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρισκόμαστε κάτω ἀπό τήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί, τό σπουδαιότερο, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε ἀνάγκη τῆς λυτρώσεως πού προσφέρει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

 

Οἱ ἁμαρτωλοί πού συναισθάνονται τή γύμνια τους δέχονται τήν σωστική χάρη τοῦ Θεοῦ πολύ πιό εὔκολα ἀπό τούς εὐσεβεῖς πού δημιούργησαν τεῖχος ἀνάμεσα στόν ἑαυτό τους καί τήν πραγματικότητα. Ἡ συζήτηση τοῦ Χριστοῦ μέ τόν Ἑκατόνταρχο εἶναι ἀποκαλυπτική γιά ὅλους τούς Χριστιανούς κάθε ἐποχῆς, ὄχι μόνο ἐξ ἀφορμῆς τῆς προειδοποιητικῆς σημασίας πού ἔχουν τά λόγια Του, ἀλλά καί γιά τήν ὑποδειγματική αὐτοσυναίσθηση τῆς ἀναξιότητας πού ἐκφράζει ἡ ὁμολογία τοῦ ρωμαίου ἀξιωματικοῦ: «Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος νά σέ δεχτῶ στό σπίτι μου».

15.

Η θεραπεία του δούλου του Εκατόνταρχου

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  Ρωμ. ς΄ 18-23

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Ματθ. η΄ 5-13

  1. Άξιος νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν Κύριο

Καθὼς ὁ Κύριος εἰσέρχεται στὴν πόλη  τῆς Καπερναούμ, τὸν πλησιάζει ἕνας Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος ─ ἀξίωμα ἀντίστοιχο μὲ τοῦ σημερινοῦ λοχαγοῦ ─ καὶ ἱκετεύει γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ παραλύτου δούλου  του, ὁ ὁποῖος ὑποφέρει φοβερά.

–Ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ ἔλθω στὸ σπίτι σου καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Κύριος. Ὁ ταπεινὸς ἀξιωματικὸς συναισθανόμενος τὴν ἁμαρτωλή του κατάσταση μὲ  συστολὴ διατυπώνει τοὺς διστα γμούς του:

–Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ εἰσέλθεις κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ μου! «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς».  Μία φράση ποὺ ἔγινε ἀπὸ τότε προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ τὴν προφέρουμε μὲ συναίσθηση  οἱ πιστοὶ στὴν Ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως… Ἕνας λόγος ποὺ ὑποδεικνύει  τὴ στάση μας κάθε φορὰ ποὺ προετοιμαζόμαστε νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Κύριο στὸν οἶκο τῆς ψυχῆς μας μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας.

 

Ἀλήθεια, ποιὸς εἶναι ἄξιος νὰ κοινωνή- σει τὸ πανακήρατο Σῶμα καὶ τὸ ζωοποιὸ Αἷμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ; Ποιὸς εἶναι ἄξιος ἔστω νὰ πλησιάσει στὸ ἅγιο Βῆμα, ἐκεῖ ὅπου «ἄγγελοι παρίστανται τρόμῳ»;…

«Οὐδεὶς ἄξιος»! Κανένας ἀπὸ μᾶς ποὺ παραμένουμε προσκολλημένοι στὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ ἡδονὲς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ προσεγγίζει τὰ ἅγια Μυστήρια. Μόνο ὅποιος συναισθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του. Μόνο ὅποιος μετανοεῖ ἐμπράκτως, μπορεῖ νὰ ἐλπίζει ὅτι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ θὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ καὶ θὰ θεραπεύσει τὴν ψυχή του.

  1. Πίστη ἀξιοθαύμαστη

Ὁ ἑκατόνταρχος ὅμως φανέρωσε καὶ πίστη ἀξιοθαύμαστη. Ἦταν τόσο δυνατὴ ἡ πίστη του, ὥστε νὰ εἶναι ἀπόλυτα πεπεισμένος ὅτι ὁ Κύριος μποροῦσε, ἂν ἤθελε, νὰ θεραπεύσει τὸν δοῦλο του καὶ χωρὶς νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Ἀπὸ μακριά. Μόνο καὶ μόνο μὲ ἕνα λόγο Του! Εἶπε: Ὅπως ἐγὼ διατάζω τοὺς στρατιῶτες μου κι αὐτοὶ ἐκτελοῦν τὴ διαταγή, πολὺ περισσότερο πιστεύω ὅτι Ἐσύ, Κύριε, ὅταν πεῖς ἕνα λόγο, εἶναι ἀπολύτως βέβαιο ὅτι ἀμέσως θὰ ἐκτελεστεῖ.

Αὐτὴ ἡ πίστη ἦταν ποὺ γέννησε τὸ θαῦμα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι». Πήγαινε στὸ σπίτι σου κι ἂς γίνει γιὰ σένα ὅπως τὸ πίστεψες (ὅτι δηλαδὴ μόνο μὲ τὸ λόγο μου καὶ ἀπὸ μακριὰ μπορῶ νὰ θεραπεύσω τὸ δοῦλο σου). Καὶ πράγματι ἐκείνη τὴ στιγμὴ θεραπεύθηκε ὁ δοῦλος του.

Πόσο μεγάλη δύναμη ἔχει ἡ πίστη! Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει θερμὴ καὶ ζωντανὴ πίστη, μπορεῖ νὰ μετακινήσει ὁλόκληρα βου νά! Νὰ ξεπεράσει ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια. Νὰ ἐπιτύχει αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἀκατόρθωτο.

Ἂς στηρίζουμε λοιπὸν ὅλη τὴν πεποίθησή μας στὸν πανάγαθο Θεὸ ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ· στὸν παντοδύναμο Κύριο. Ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα θὰ βλέπουμε τὴν πίστη μας νὰ αὐξάνεται, τὸν ἑαυτό μας νὰ μεταμορφώνεται, τὴ ζωή μας νὰ γίνεται πιὸ εἰρηνικὴ καὶ εὐλογημένη.

  1. Η μεγάλη ἔκπληξη

Παράλληλα μὲ τὸ ἐκπληκτικὸ θαῦμα χάριν τοῦ ἀλλοεθνοῦς ἑκατοντάρχου, ὁ Κύριος ἔκανε καὶ μιὰ βαρυσήμαντη προφητικὴ διακήρυξη. Εἶπε: Πολλοὶ σὰν τὸν ἑκατόνταρχο θὰ ἔλθουν ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύση, ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου, καὶ θὰ καθίσουν μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ στὸ εὐφρόσυνο δεῖπνο τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. «Οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον»· ἐκεῖνοι δηλαδὴ ποὺ κατάγον ται ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ σύμφωνα μὲ τὶς ἐπαγγελίες καὶ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ εἶναι κληρονόμοι τῆς βασιλείας, θὰ ρι χθοῦν ἔξω ἀπ’ αὐτήν, θὰ πεταχτοῦν στὸ σκοτάδι ποὺ εἶναι τελείως ἀπο μακρυσμένο ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ τραγικὴ αὐτὴ κατάληξη ἀναφέρεται στοὺς Ἰουδαίους ποὺ εἶχαν τὴν πεποίθηση ὅτι λόγῳ τῆς καταγωγῆς τους τοὺς ἀνῆκε δικαιωματικὰ ξεχωριστὴ θέση στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη κι ἂν δὲν εἶχαν τὰ πνευματικὰ προσόντα, τὴν ἀρετὴ ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν εἴσοδο σ’ αὐτήν. Ὁ Κύριος ὅμως στηλιτεύει αὐτὴ τὴν ἐσφαλμένη πεποίθηση καὶ ἀνατρέπει κάθε παρόμοια ἰδέα.

Ἴσως κι ἐμεῖς πολλὲς φορὲς νομίζουμε ὅτι, ἂν τηροῦμε κάποια θρησκευτικὰ καθήκοντα ἢ ἐξωτερικοὺς τύπους, αὐτὸ μᾶς ἐξασφαλίζει θέση στὸν Παράδεισο. Ὅμως αὐτὸς ὁ προφητικὸς λόγος τοῦ Κυ ρίου μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ ἀντι-μετωπίσουμε πολλὲς ἐκπλήξεις. Πολλοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἀπίθανο νὰ σωθοῦν, θὰ βροῦν ἔλεος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴ μετάνοιά τους, ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ ἐπιμένουν νὰ θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους δί-καιο, ἂν δὲν ταπεινωθοῦν, κινδυνεύουν. Ἂς μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεὸς κι ἂς μὴν ἐπιτρέψει νὰ ἀλλοιωθοῦμε ἀπὸ τὸ ἐπικίνδυνο φρόνημα τῆς αὐτοδικαιώσεως

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

16.

Ἡ λυτρωτικὴ αὐτοσυναίσθηση

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς Δ΄ Ματθαίου διηγεῖται τὴν θεραπεία ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ τοῦ δούλου ἑνὸς Ρωμαίου ἀξιωματούχου, ἑνὸς ἑκατόνταρχου. Εἶναι σὲ μετάφραση ἡ ἀκόλουθη:

«Μόλις μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στὴν Καπερναούμ, τὸν πλησίασε ἕνας ἑκατόνταρχος καὶ τὸν παρακαλοῦσε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια: «Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος στὸ σπίτι, παράλυτος, καὶ ὑποφέρει φοβερά». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει: «Ἐγὼ θὰ ἔρθω καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω». Ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ δεχτῶ στὸ σπίτι μου· πὲς ὅμως μόνο ἕναν λόγο, καὶ θὰ γιατρευτεῖ ὁ δοῦλος μου. Εἶμαι κι ἐγὼ ἄνθρωπος κάτω ἀπὸ ἐξουσία, καὶ ἔχω στρατιῶτες στὴ διοίκησή μου· λέω στὸν ἕνα «πήγαινε» καὶ πηγαίνει, καὶ στὸν ἄλλο «ἔλακαὶ ἔρχεται» καὶ στὸν δοῦλο μου «κᾶνε αὐτὸ» καὶ τὸ κάνει». Ὅταν τὸν ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς, θαύμασε καὶ εἶπε σ’ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν: «Σᾶς βεβαιώνω πὼς τόση πίστη οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἰσραηλίτες δὲν βρῆκα. Καὶ σᾶς λέω πὼς θὰ ‘ρθουν πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύση καὶ θὰ καθίσουν μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ στὸ τραπέζι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ οἱ κληρονόμοι τῆς βασιλείας θὰ πεταχτοῦν ἔξω στὸ σκοτάδι· ἐκεῖ θὰ κλαῖνε, καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια τους». Ὕστερα εἶπε στὸν ἑκατόνταρχο ὁ Ἰησοῦς: «Πήγαινε, κι ἂς γίνει αὐτὸ ποὺ πίστεψες». Καὶ γιατρεύτηκε ὁ δοῦλος ἐκείνη τὴν ὥρα» (Ματθ. 8, 5-13).

Κάνουν συγκλονιστικὴ ἐντύπωση τὰ λόγια τοῦ ἑκατόνταρχου τῆς διηγήσεως: «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ δεχτῶ στὸ σπίτι μου. πὲς ὅμως μόνο ἕναν λόγο, καὶ θὰ γιατρευτεῖ ὁ δοῦλος μου».

Νὰ τὸ πρῶτο βῆμα τῆς λυτρώσεως: ἡ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητας, τὸ ξεγύμνωμα τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀπὸ ὅλα τὰ ὀχυρὰ ποὺ κτίζουμε συνήθως γιὰ νὰ σταθοῦμε μὲ πολλὲς ἀξιώσεις μέσα στὴ ζωή, νὰ δείξουμε στοὺς ἄλλους τὴν δύναμή μας, νὰ πείσουμε καὶ μᾶς τοὺς ἴδιους γιὰ τὴν ὑπεροχή μας. Κι ὅλα αὐτὰ τὰ ὀχυρὰ ὄχι μόνο μᾶς ἀποξενώνουν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, γιατί μᾶς κάνουν νὰ συμπεριφερόμαστε διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι εἴμαστε στὴν πραγματικότητα, ἀλλ’ ἐμποδίζουν τὴν πραγματικὴ ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Δημιουργοῦν αὐταπάτες ποὺ ἀποβαίνουν πολλὲς φορὲς ὀλέθριες. Ἡ προειδοποίηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι σκληρὴ ἀλλὰ καὶ κατηγορηματική, καὶ δὲν ἀπευθύνεται μόνο στοὺς Ἰσραηλίτες ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε χριστιανὸ ποὺ ἔχει τὴν ψεύτικη βεβαιότητα καὶ τὴν ἐξωτερικὰ μόνο προβαλλόμενη καὶ ἐπιβαλλόμενη ἰδιότητα τοῦ υἱοῦ τῆς βασιλείας: «Θὰ ἔρθουν πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύση καὶ θὰ καθίσουν μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ στὸ τραπέζι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ οἱ κληρονόμοι τῆς βασιλείας θὰ πεταχτοῦν ἔξω στὸ σκοτάδι».

Εἶναι τρομερὴ ἡ ἀντιστροφὴ τῶν πραγμάτων, τὴν ὁποία προαναγγέλλει τὸ Εὐαγγέλιο ὄχι μόνο μὲ τὸν προειδοποιητικὸ αὐτὸ στίχο ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα. Εἶναι τραγικὸ νὰ ζοῦν πολλοὶ χριστιανοὶ μὲ τὴν αὐτάρεσκη βεβαιότητα τοῦ τέλειου πνευματικὰ ἀνθρώπου, νὰ κρίνουν τοὺς ἄλλους, νὰ περιγράφουν τὶς μελλοντικὲς τιμωρίες τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ συγχρόνως νὰ λησμονοῦν ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ – τὸ σπουδαιότερο – ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀνάγκη τῆς λυτρώσεως ποὺ προσφέρει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Οἱ «ἁμαρτωλοὶ» ποὺ συναισθάνονται τὴν γύμνια τους δέχονται τὴ σωστικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ πολὺ πιὸ εὔκολα ἀπὸ τοὺς «εὐσεβεῖς» ποὺ δημιούργησαν τεῖχος ἀνάμεσα στὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν πραγματικότητα.

Ἡ συζήτηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν ἑκατόνταρχο εἶναι ἀποκαλυπτικὴ γιὰ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς κάθε ἐποχῆς, ὄχι μόνο ἐξ ἀφορμῆς τῆς προειδοποιητικῆς σημασίας ποὺ ἔχουν τὰ λόγια «Θὰ ἔρθουν πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύση καὶ θὰ καθίσουν……», ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὑποδειγματικὴ αὐτοσυναίσθηση τῆς ἀναξιότητας ποὺ ἐκφράζει ἡ ὁμολογία τοῦ ρωμαίου ἀξιωματικοῦ: «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ δεχτῶ στὸ σπίτι μου».