ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΗ ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Γιατί Χριστς νηνθρώπησε, παθε καί νέστη;

Πρίν πό λίγο μόλις καιρό κκλησία μας πανηγύρισε τή Γέννηση το Χριστο, ν σέ λίγο καιρό τοιμάζεται νά πανηγυρίσει τή Σταύρωση καί τήν νάσταση. χουμε ποτέ σκεφτε, μως, τί νόημα χουν γιά μς λα ατά τά γεγονότα τς ζως το Χριστο; Γιατί, δηλαδή, πρεπε Θεός νά γίνει νθρωπος καί πειτα Θεάνθρωπος νά πεθάνει καί νά ναστηθε; Τί τέλος πάντων φελούμαστε μες πό τά γεγονότα ατά; Τό σίγουρο πάντως εναι τι λα ατά δέν γιναν τυχαα λλά νήκουν στό σχέδιο τς Θείας Οκονομίας, στό σχέδιο, δηλαδή, το Θεο γιά νά λυτρώσει τόν νθρωπο. λα γιναν μέ κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Τίποτε δέν γινε πλς γιά νά μς συγκινήσει, τίποτα δέν γινε γιά νά μς ντυπωσιάσει, τίποτα δέν γινε τυχαα. Γιατί, λοιπόν γιναν;

Μι
πολύ ραία καί κατατοπιστική πάντηση σέ λα τά παραπάνω ρωτήματα, μς δίνει Μέγας θανάσιος στό πέροχο ργο του “περί νανθρωπήσεως”. ς προσπαθήσουμε, λοιπόν, νά πάρουμε πιγραμματικά τίς παντήσεις πού θέλουμε.

Ε
παμε παραπάνω τι λα γιναν προκειμένου Θεός νά λυτρώσει τόν νθρωπο. πό τί νά λυτρώσει τόν νθρωπο; Ποιό ταν τό πρόβλημα το νθρώπου; Τό μοναδικό πρόβλημα το νθρώπου ταν θάνατος. 
Θεός πλασε τόν νθρωπο πό τό μηδέν καί το δωσε τή δυνατότητα νά πιλέξει, ετε τήν θανασία – πακούοντας στήν ντολή Του – ετε, μέ τήν παρακοή, τό θάνατο. νθρωπος πέλεξε, δυστυχς, τήν παρακοή καί κτοτε ρχισε νά πεθαίνει. Μάλιστα, λέει Μέγας θανάσιος, θάνατος ξουσίαζε πλέον τούς πάντας ς νομοθετημένος πό τόν διο τό Θεό, ς συνεπείας τς δικς μας νδεχομένης παρακος καί ρα κανείς δέν μποροσε νά τόν καταλύσει. Θεός πάλι, δέ θά μποροσε νά “συγχωρέσει” τόν νθρωπο καί νά μήν φήσει τό νόμο νά σχύσει, διότι τότε θά ποδεικνυόταν ψεύτης, πργμα τοπον, “τοπον μέν γάρ ν επόντα τόν Θεόν ψεύσασθαι”. πό τν λλη, μως, ξίσου “πρεπές” θά ταν ν νθρωπος, πού πλάσθηκε πό τήν ρχή λογικός, ξ ατίας το διαβόλου νά πέστρεφε στήν νυπαρξία.

Τί
πρεπε, λοιπόν, νά γίνει; Μήπως νά μετανοήσει νθρωπος, καί Θεός διά τς μετανοίας, νά τόν παναφέρει στήν προπτωτική κατάσταση; Τότε, μως, Θεός θά φαινόταν καί πάλι ψεύτης, φο ο νθρωποι δέν θά ποδουλώνονταν πό τήν κυριαρχία το θανάτου. λλωστε ” οτε μετάνοια πό τν κατά φύσιν νακαλεται, λλά μόνον παύει τν μαρτημάτων”. πομένως μόνο Λόγος, πού δημιοργησε τά πάντα, μποροσε νά τά ναδημιουργήσει. Καί πς νά τά ναδημιουργσει; Γενόμενος νθρωπος.

Γνώριζε
Υός καί Λόγος το Θεο τι γιά νά κερδίσει τό θάνατο πρεπε πρτα νά ναμετρηθε μαζί του νά πεθάνει δηλαδή. πειδή δέ Θεός δέν πόκειται σφαλς, σέ φθορά καί θάνατο, ς δια Ζωή, διά τοτο λαβε σμα καί ψυχή νθρώπινα, κατά πάντα μοια μέ τά δικά μας (κτός τς μαρτίας), μέσα στή μήτρα τς Θεοτόκου καί μάλιστα χι κατά φυσικό τρόπο ( μέ τή μεσολάβηση νδρός) λλ’ κ Πνεύματος γίου. ρα Χριστός γεννήθηκε γιά νά πεθάνει. Καί γιατί μόνο Χριστός πρεπε νά κερδίσει τό Θάνατο; “πειδή γάρ ξ νθρώπων ες νθρώπους θάνατος κράτησε, διά τοτο πάλιν διά τς νανθρωπήσεως το Θεο Λόγου το θανάτου κατάλυσις γέγονε”. λλωστε γιά νά πανέλθει νθρωπος στό “κατ’ εκόνα” πρεπε πωσδήποτε νά γίνει μέ τήν προσέλευση τς διας τς Εκόνος το Θεο, δηλαδή το Χριστο. “Δι’ νθρώπων μέν γάρ οκ ν δυνατόν, πεί καί ατοί κατ’ εκόνα γεγόνασιν, λλ’ οδέ δι’ γγέλων, οδέ γάρ ατοί εσιν εκόνες”.

Στό σημε
ο ατό γιος θανάσιος χρησιμοποιε να πολύ ραο παράδειγμα τς καθημερινς ζως. Λέει, λοιπόν, τι πως ταν μι προσωπογραφία κατασκευασμένη σέ ξύλο γεμίσει μέ καθαρσία καί ξαφανισθε χρειάζεται παραιτήτως νά λθει τό “μοντέλο” τς εκόνος γιά νά πισκευασθε “, κατά τοτο καί πανάγιος το Πατρός Υός, εκών ν το Πατρός, παρεγένετο πί τούς μετέρους τόπους, να τόν κατ’ ατόν πεποιημένον νθρωπον νακαινίση”.

Συνεπ
ς Χριστός γεννήθηκε γιά νά πεθάνει. άν, μως σταματήσουμε κε, στή Σταύρωση, πως κάνουν ο παπικοί πού τήν ορτάζουν πιό πίσημα πό τήν νσταση διότι εναι πιό συγκινητική, τότε κανένα φελος δέν πάρχει, λλά μλλον ττα. Χριστός γεννήθηκε γιά νά πεθάνει λλά δέν πέθανε γιά νά πεθάνει. Χριστός σταυρώθηκε καί πέθανε γιά νά ναστηθε καί τσι νά κερδίσει τό θάνατο. Τό σμα Του, πειδή ταν τό διο κριβς μέ λα τά νθρώπινα, ταν θνητό καί πέθαινε. πό τήν λλη πειδή στό πρόσωπο το Χριστο πρχαν καί ο δύο φύσεις (Θεία καί νθρώπινη), “διά τόν νοικήσαντα τν Λόγον κτός γίνετο φθορς”. Συνέβαιναν, δηλαδή, καί τά δυό μαζί καί θάνατος νά κυριαρχε καί νά καταλύεται. τσι Θεάνθρωπος Χριστός πέθανε, κατά τήν νθρώπινη μως φύση (φήνοντας παθή τή Θεία Φύση) καί χάρη στή Θεότητα νέστη ς Θεάνθρωπος. τσι νθρώπινη φύση, νωμένη μέ τή Θεία τρέπτως, διαιρέτως καί συγχύτως στό Πρόσωπο το Χριστο, νίκησε καί πάλι τή φθορά καί τό θάνατο. 

“Ο
κέτι νν σπερ πάλαι κατά τήν το νόμου πειλήν θανάτ ποθνήσκομεν ο ν Χριστ πιστοί (πέπαυται γάρ τοιαύτη καταδίκη), λλά τς φθορς παυομένης καί φανιζομένης ν τ τς ναστάσεως χάριτι, λοιπόν κατά τό το σώματος θνητόν διαλυόμεθα μόνον τ χρόν, ν κάστ Θεός ρισεν, να κρείττονος ναστάσεως τυχεν δυνηθμεν”, πως λέει γιος θανάσιος, καί συνεχίζει “δίκην γάρ τν ν γ καταβαλλομένων σπερμάτων οκ πολλύμεθα διαλυόμενοι, λλ’ ς σπειρόμενοι ναστησόμεθα, καταργηθέντος το θανάτου κατά τήν το Σωτρος χάριν”. Πεθαίνουμε, δηλαδή,πλέον μόνο κατά τό σμα κριβς πως τά σπέρματα ( στάρι – κόλλυβα) πού θάπτονται στή γ γιά νά ξαναφυτρώσουν, περιμένοντας, δηλαδή, τήν κοινή νάσταση. ξιοσημείωτα εναι καί συμβολισμός τν κολλύβων λλά καί, κυρίως, τό γεγονός τι νάσταση φορ, κατά τόν Μ. θανάσιο, τούς ν Χριστ πιστούς, σέ πεσμα λων τν ργάνων τς Νέας ποχς πού προσπαθον νά μς πείσουν τι λοι εμαστε τό διο. Ο μή ν Χριστ πιστοί θά ναστηθον ες νάστασιν κρίσεως καί χι ες νάσταση ζως, κατά τή δική τους λευθέρα πιλογή. 

να τελευταο, σο μως καί σημαντικό ρώτημα εναι τό γιατί πέλεξε Κύριος τόν διά Σταυρο θάνατον, τόν τόσο τιμωτικό. Πρτον διότι φυσικός θάνατος εναι ποτέλεσμα τς δυναμίας τς νθρωπίνης φύσεως καί φθορς στήν ποία φυσικά δέν πόκειται Θεός, πού εναι ατοζωή. ν πάλι προηγούταν κάποια σθένεια θά φαινόταν τι θάνατός Του δέν ταν κούσιος λλά φυσική κατάληξη τς σθενείας Του. Νά προκαλέσει λλωστε διος τό θάνατό Του δέν ρμοζε στόν Κύριο ς νδειξη δειλίας καί “ελογίας” τς ατοχειρίας. κόμα δέν ρμοζε νά ποφεύγει τούς ουδαίους, πού θελαν νά τόν σταυρώσουν, διότι καί πάλι θά δειχνε τι φοβται τό θάνατο, πργμα πού φανερώνει δυναμία. Σταυρικός θάνατος, βέβαια, νίσχυε καί τήν νάσταση. Κύριος δειξε, μετά τήν νάστασή Του τό σμα του φθαρτο, πιστοποιώντας τήν φθαρσία πού παρεχε. Νά πέθαινε πό κάποια σθένεια θά ταν νάρμοστο φο Ατός θεράπευε λλους. άν πέθαινε μόνος κάπου σέ κάποια γωνι καί μετά τρες μέρες δειχνε τό σμα του λέγοντας τι ναστήθηκε κανείς δέ θά Τόν πίστευε. Πς μποροσαν νά γίνουν ο νθρωποι μάρτυρες τς ναστάσες Του ν πρωτίστως δέν γίνονταν μάρτυρες το θανάτου;

Μά, θά πε
κάποιος, φο πρεπε νά πεθάνει νώπιον λων, γιατί δέν πινόησε τουλάχιστον ναν νδοξο θάνατο; Διότι τότε θά πίστευαν ο νθρωποι τι μποροσε νά νικήσει μόνο τό θάνατο πού εχε πινοήσει διος, γι’ατό φησε τούς νθρώπους νά ποφασίσουν τό εδος το θανάτου καί μάλιστα τό πιό τιμωτικό. “Διό οδέ τόν ωάννου θάνατον πέμεινε, διαιρουμένης τς κεφαλς, οδέ ς σαΐας πρίσθη, να καί τ θανάτ διαίρετον κα λόκληρον τό σμα φυλάξ, καί μή πρόφασις τος βουλομένοις διαιρεν τήν κκλησίαν γένηται”.

λλωστε πς Κύριος θά βάσταζε “τήν καθ’ μν γενομένην κατάραν” ν δέ δεχόταν τό θάνατο γιά τούς καταραμένους; Πς θά καλοσε τά θνη ν πέθαινε μέ λλον τρόπο, φο μόνο μέ τήν Σταύρωση πεθαίνει κανείς μέ πλωμένα χέρια; Πς θά καθάριζε τόν έρα πό τά πονηρά πνεύματα ( χρος πού δρον ο δαίμονες εναι έρας, κατά τούς Πατέρες) ν δέν σταυρωνόταν καί ψωνόταν στόν έρα; Ατός λοιπόν εναι λόγος πού Λόγος διάλεξε γιά τόν αυτό Του τόν Σταυρικό Θάνατο πού γιά τούς μέν ουδαίους εναι σκάνδαλο διά δέ τούς λληνες (τούς εδωλολάτρες) μωρία.

Μέγας θανάσιος,στή συνέχεια , ξηγε τό γιατί Θεάνθρωπος Χριστός μεινε στόν τάφο τρες μέρες καί χι περισσότερο λιγότερο. ν, λέει γιος, νιστοσε μεσα τό σμα του θά μποροσε κανείς νά σχυρισθε τι δέν πέθανε στ’ λήθεια τι δέν τόν γγιξε θάνατος, ν παράλληλα “δηλον γίνετο τό περί τς φθαρσίας κλέος”, δηλαδή δέ θά γινόταν φανερή δόξα τς φθαρσίας. κόμα δέν ργησε περισσότερο πό τήν τρίτη μέρα νά ναστηθε, διότι τότε ο νθρωποι, στούς ποίους εχε μιλήσει Κύρις μας γιά τήν νστασή Του, θά εχαν ξεχάσει τό ζήτημα καί δέ θά γινόταν ξακουστή νάσταση. ποφάσισε, λοιπόν, νά ναστηθε Κύριος, σο τό ζήτημα ταν πίκαιρο, σο ο μάρτυρες το θανάτου Του ταν ζωντανοί καί κοντά στόν τόπο τς τελειώσεως, κριβς γιά νά γίνουν ο διοι ο κήρυκες τς νίκης κατά το θανάτου. 

ς σημειώσουμε δ τι Κύριος παρέδωσε τό πνεμα Του τήν νάτη ρα τς Παρασκευς καί νέστη τά μεσάνυχτα το Σαββάτου καί ρα παρέμεινε στόν τάφο 33 ρες, σέ ντιστοιχία, πως λένε ο Πατέρες, μέ τά 33 χρόνια πού παρέμεινε στή γ. Στόν δη μάλιστα κήρυξε γιά νά δώσει τήν εκαιρία σέ σους εχαν πεθάνει πρίν τήν νανθρώπησή Του, νά Τόν γνωρίσουν, νά Τόν πιστεύσουν καί νά συναναστηθον. νάσταση νομάζεται τριήμερος διότι, κριβς, ξαπλώνεται σέ τρες μέρες.

Μέ τήν
νάσταση, λοιπόν, νθρωπος νίκησε τό θάνατο καί παψε πλέον νά τόν φοβται. πομένως, σοι πιστεύουν στό Χριστό καταπατον τό φόβο το θανάτου καί τόν διο τό θάνατο καί προτιμον περισσότερο νά πεθάνουν παρά νά ρνηθον τό Χριστό, ν πρίν τήν νάσταση ταν φοβερός κόμα καί στούς γίους. Ατό, βέβαια, συμβαίνει κόμα καί τώρα διότι, κόμα σοι δέν πιστεύουν στό Χριστό ξακουλουθον νά τρέμουν τό θάνατο, ν ο πιστοί καθόλου δέν τόν φοβονται. Καί νήπια κόμα “τοσοτον καταφρονοσι το θανάτου, ς καί προθύμως π’ ατόν ρμν”. 

νθρωπος, βέβαια, ” στι κατά φύσιν δειλιν τόν θάνατον” ατό, μως, κάνει πιό σπουδαία τήν νάσταση διά τς ποίας ξεπερν νθρωπος καί τήν δια του τήν φύση. Καί δέν εναι θάνατος πλέον φοβερός διότι κατηργήθη πως κριβς να φίδι, τ ποο ν εναι φοβερό σο ζε, καταντ παίγνιο ταν πεθάνει, πως ταν νας τύραννος πού τόν τρέμουν λοι, γίνεται περίγελως ν τύχει καί ττηθε πό κάποιον βασιλέα.

ποδεικνύεται μως νάσταση το Σωτρος πό τό γεγονός τι κενος κόμα ζε, καί ατό εναι φανερό καθς Χριστός, σέ ντίθεση μέ τούς νεκρούς, νεργε. Καί νέργεια το Χριστο φαίνεται πό τήν καθημερινή μεταστροφή πολλν πίστων πρός τόν Θεό, πό τήν κατάργηση τς εδωλολατρίας πό τήν πικράτηση τς Πίστεως καί τς κκλησίας, παρά τούς σκληρούς πολέμους πού πέστη, τόσες χιλιάδες χρόνια. “ μέν γάρ το Θεο Υός ζν καί νεργής ν καθ’ μέραν ργάζεται, καί νεργε τήν πάντων σωτηρίαν, δέ θάνατος λέγχεται καθ’ μέραν ατός ξασθενήσας”.

Μήπως,
μως, μπορε νά πε κάποιος, βλέπουμε τό Χριστό γιά νά πεισθομε τι νέστη; Μά τότε πρέπει νά μφιβάλουμε καί γιά τά φυσικά πράγματα. Εναι διότητα το Θεο νά μήν γίνεται ρατός, λλά νά ναγνωρίζεται πό τά ργα, τά ποα καθημερινς μαρτυρον γιά τήν παρουσία Του καί ρα πρέπει καί ατοί πού δέν πιστεύουν νά πεισθον πό τήν δύναμη καί τήν καταφρόνηση πρός τόν θάνατο τν πιστν. τσι κριβς κάνει καί νας τυφλός, ποος δέν βλέπει τόν λιο ,ντιλαμβάνεται μως, καί τή θερμότητά του καί δέν μφισβητε τήν παρξ του πληροφορούμενος πό τίς μαρτυρίες σων βλέπουν.

γιος θανάσιος μς παρέχει βέβαια καί ρκετές ποδείξεις γιά τήν νάσταση λλά καί παντήσεις πρός τίς ντιρρήσεις ουδαίων καί θνικν. ρχικς μαρτυρε γιος, μέσ τν Γραφν πάντα, γιά τήν νανθρώπηση καί παραπέμπει στά χωρία τν προφητν, πως τό γνωστό σέ λους “δο Παρθένος ν γαστρί ξει…”(·Ησ. ζ`, 14). πειτα μαρτυρε γιά τόν θάνατο το Χριστο καί μάλιστα τόν διά Σταυρο θάνατον πως μέ τό χωρίο “ψεσθε τήν ζωήν μν κρεμαμένην πέναντι τν φθαλμν μν, καί ο μή πιστεύσετε” (Δευτ. ΚΗ, 66) τό “ρυξαν χερας μου καί πόδας μου, ξηρίθμησαν πάντα τά στ μου. Διεμερίσαντο τά μάτια μου αυτος, καί πί τόν ματισμό μου βαλον κλρον” ( Ψαλ. κα`, 17 – 19) καί λλα πολλά. Καί ποιός πό τούς γίους γεννήθη πό παρθένο; Ποιο τρύπησαν τά χέρια καί τά πόδια ποιόν κρέμασαν; Βέβαια γιος θανάσιος χει καί λλα χωρία, τά ποα μάλιστα ναλύει, χρος μως δέν παρκε γιά νά τά ναφέρουμε λα.

ς ρκεστομε, λοιπόν, σέ ατά τά λίγα καί ς πομε καί μες, μαζί μέ τόν γιο, τι ατά τά γράψαμε μόνο γιά νά μυήσουν, σους θέλουν, στοιχειωδς τουλάχιστον, στά δόγματα τς Πίστεως. Ατοί ς λάβουν φορμή π’ατά γιά νά ντρυφήσουν στίς Γραφές καί νά μάθουν περισσότερα λλά καί νά παληθεύσουν τά σα γράψαμε, καί ν μάθουν κόμα γιά τήν δευτέρα λευση το Χριστο, τήν τελική κρίση καί τήν αώνιο Βασιλεία. Φυσικά, τονίζει γιος, τι γιά τήν ρευνα τν Γραφν παιτεται καθαρός βίος καί ψυχή καί κατά Χριστόν ρετή στε νος νά μάθει σα πιθυμε καί νά τά “κατανοήσει”. ποιος δέν μιμηθε τούς γίους δέ θά μπορέσει νά καταλάβει καί τούς λόγους τους. ποιος π.χ θέλει νά δε τόν λιο καθαρίζει τά μάτια του καί ντίστοιχα ποιος θέλει νά δε τό νοητό λιο πρέπει νά καθαρσει τούς φθαλμούς τς ψυχς. ς εχηθομε, λοιπόν, νά μπορέσουμε νά συσταυρωθομε στε νά μπορέσουμε καί τό νο νά καθαρίσουμε, λλά καί νά συναναστηθομε διότι χωρίς σταυρό δέν πάρχει νάσταση. ποιος, πομένως, καί τό εχόμαστε γιά λους, μέ τή χάρη το Θεο καταφέρει νά φτάσει στήν κούσιο σταύρωση εναι βέβαιο τι θά φτάσει καί στήν νάσταση καί θά πολαύσει τήν Βασιλεία το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος. ΑΜΗΝ!