ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ

Οι αιώνες 19ος και 20ος υπήρξαν χρονικές περίοδοι έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ αθέων και πιστών. Οι πρώτοι αυτοπροβάλλονταν ως προασπιστές της επιστημονικής γνώσης και έφεραν επιστημονικά δήθεν επιχειρήματα κατά της πίστης στην ύπαρξη Θεού, πού επεκράτησε να θεωρείται ότι είναι η μόνη μορφή πίστης. Αυτό είναι τρομερά παραπλανητικό, καθώς οι πάντες κάπου πιστεύουν, ακόμη και οι άθεοι, που πιστεύουν στην αθεΐα τους. Δυστυχώς ήταν τόσο τραγικά τα ολισθήματα των χριστιανών στη Δύση, ώστε το αθεϊστικό κίνημα σάρωσε τα πάντα και επέβαλε τις απόψεις του μέσω της πολιτικής, της διανόησης και του πανεπιστημίου, αστικού και μαρξιστικού.

Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε μόνο με την αποκαλούμενη επιστημονική αθεΐα. Υπήρξε αυτή κίνηση των πλέον ανεντίμων αθέων, οι οποίοι επιχείρησαν να καταστήσουν την Επιστήμη υποχείριο της ιδεολογίας τους και να την εξαναγκάσουν να διακηρύξει ότι δεν υπάρχει Θεός! Η πολεμική στη Δύση έχει κάπως κοπάσει, καθώς η ιδεολογική αθεΐα έχει παραχωρήσει τη σκυτάλη στον πρακτικό υλισμό και στον μηδενισμό. Ολοένα και λιγότεροι διακηρύσσουν ότι η αθεΐα έχει επιστημονική θεμελίωση. Βέβαια οι προπαγανδιστές της δοξασίας αυτής δεν θα εκλείψουν, πλην όμως οι περισσότεροι είναι άσχετοι προς την Επιστήμη και πάμφτωχοι σε επιστημονικές γνώσεις. Στην ελαφρότητά τους έχουν ταυτίσει την ιδεολογία τους με την Επιστήμη και πορεύονται πλανώμενοι και πλανώντες, ιδιαίτερα αν κατέχουν θέσεις υψηλές, οι οποίες προσφέρονται πλέον κατά προτεραιότητα σε εχθρούς και μάλιστα πολέμιους της θρησκευτικής πίστης.

Αφορμή για τη σύνταξη του άρθρου στάθηκε η αχαρακτήριστη στάση του υπουργού ενός υπουργείου, στο οποίο προστίθενται κατά καιρούς προς χαρακτηρισμό του λέξεις όπως τα βαγόνια στη μηχανή. Πάντως Παιδείας οπωσδήποτε δεν είναι πλέον. Ο κ. Φίλης προ καιρού είχε απαγορεύσει την επίσκεψη σε σχολείο της Θεσσαλονίκης, ύστερα από πρόσκληση, του μητροπολίτου Μεσογαίας σεβ. Νικολάου. Ο προσβληθείς μητροπολίτης αντέδρασε έντονα καταγγέλλοντας: «Δεν είναι δυνατόν αυτοί που υποστηρίζουν μία παιδεία χωρίς αριστεία να μην ονειρεύονται και μία παιδεία δίχως ελευθερία και μία κοινωνία δίχως δημοκρατία. Και δεν εννοώ ως ελευθερία το δικαίωμα ενός Μητροπολίτη να μιλάει στα σχολεία, αλλά το δικαίωμα των παιδιών να ζητούνε λόγο και από την Εκκλησία. Τελικά, φαίνεται ότι αυτοί που προπαγάνδισαν τον αντιρατσιστικό νόμο, πνίγονται μέσα στον ρατσισμό του αντιεκκλησιαστικού τους πάθους». Το συμβάν έλαβε δημοσιογραφική έκταση και ο κ. υπουργός προσεκλήθη στην πρωινή εκπομπή «Καλημέρα Ελλάδα» (11.5). Εκεί ερωτηθείς αποκρίθηκε: «Δεν μπορεί να μπαίνουν στα σχολεία ιερωμένοι, που θα αμφισβητούν χωρίς αντίλογο τη θεωρία του Δαρβίνου για την εξέλιξη. Εκεί στηρίζεται το σχολείο. Δεν θα μπαίνει ένας ιερωμένος να λέει άλλα πράγματα»!

Η εμπάθεια και η προκατάληψη είναι κακοί σύντροφοι του ανθρώπου. Και ο κ. υπουργός έδειξε κατ’ επανάληψη ότι κυριαρχείται απ’ αυτές. Θα σταθώ κατ’ αρχήν στο ουσιώδες, το οποίο δεν διέκριναν ακόμη και εκείνοι που αντέδρασαν στο σοβαρό ολίσθημα του κ. Φίλη. Το σχολείο δεν στηρίζεται στη θεωρία του Δαρβίνου με βάση το Σύνταγμα της χώρας. Στηρίζεται στον λόγο του Ευαγγελίου, όπως δηλώνεται σαφώς στο προοίμιο του Συντάγματος, όπου γίνεται επίκληση του ονόματος της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος. Δεν αγνοούν το Σύνταγμα οι κατά καιρούς καταστρατηγούντες αυτό πολιτικοί και πολύ περισσότερο οι συνήγοροί τους καθηγητές του συνταγματικού δικαίου. Απλώς το περιφρονούν και το καταπατούν! Βέβαια την κύρια ευθύνη φέρει η Διοικούσα Εκκλησία, η οποία, υποταγμένη στην ξενόδουλη Πολιτεία από την εποχή της βαυαροκρατίας, δεν αντέδρασε ποτέ με σθένος στην ψήφιση αντιευαγγελικών νόμων, μεταξύ των οποίων θεωρώ αθλιότερο αυτό της νομιμοποίησης των εκτρώσεων, τη νομιμοποίηση δηλαδή εγκλήματος, το οποίο συνιστά γενοκτονία! Βέβαια υποταγμένοι είναι και οι σήμερα κυβερνώντες, οι οποίοι από την παλιά τους ιδεολογία, αν είχαν ποτέ, κράτησαν μόνο το αντιεκκλησιαστικό μένος, ώστε να δικαιωθεί ο Μπερντιάγεφ, ο οποίος είχε γράψει μόλις το 1929 ότι σύντομα ο μαρξισμός θα διολισθήσει σε αστικές θέσεις, δεν θα μετριάσει όμως την εχθρική προς τη θρησκεία στάση. Πρέπει να τονιστεί ότι στην εκδήλωση του μένους αυτού στη χώρα μας πρωτοστατούν «ιδεολόγοι» που απώλεσαν και το φύλο «μαρξιστικής συκής»! Δυστυχώς όμως το σύστημα έχει κάθε λόγο να τους προβάλλει στα μάτια του λαού, που απόμεινε πιστός στον Θεό, ως αριστερούς. Ας τολμήσουν αυτοί να φέρουν προς δημοψήφισμα τροποποιημένο Σύνταγμα, ώστε να απαλλαγούν από την αθλιότητα της συνεχούς καταπάτησής του υπάρχοντος. Δυστυχώς όμως και ο θεολογικός κόσμος εμφανίζεται ανήμπορος να θεραπευθεί από τις πολιτικές αγκυλώσεις του παρελθόντος.

Περί Επιστήμης τώρα ο λόγος, την οποία δεν μπορεί να καυχηθεί ο κ. υπουργός ότι διακόνησε. Η (θετική) Επιστήμη εδράζεται επί τριών καιρίων θεμελίων: Την παρατήρηση, το πείραμα και τον μαθηματικό λογισμό. Η Εκκλησία δεν διεκδικεί επιστημονική επιβεβαίωση του πιστεύω της. Μόνο στη Δύση, όπου παραχαράχτηκε ο ευαγγελικός λόγος, επιχειρήθηκε αυτό κατά τρόπο άστοχο. Η Επιστήμη δεν είναι σε θέση να εκφέρει λόγο επί της δημιουργίας ή σχηματισμού του σύμπαντος, επί της εμφανίσεως της ζωής και της μεταπλάσεως αυτής (εξελίξεως) ώς την εμφάνιση του ανθρώπου για τον απλούστατο λόγο: Δεν είναι δυνατή η θεμελίωση της όποιας εργασίας επί των στοιχείων που προαναφέραμε. Όλες οι προσπάθειες για εργαστηριακή παρασκευή εμβίου όντος απέβησαν άκαρπες και πλέον δεν επιχειρούνται άλλες. Η κλωνοποίηση είναι η καταφυγή εκείνων των επιστημόνων, που θέλουν διαρκώς να παραπλανούν την ανυποψίαστη και αγνοούσα κοινή γνώμη. Συνεπώς η όποια θεωρία διατυπώθηκε επί των θεμάτων αυτών είναι απόρροια του πόθου επιστημόνων να καταθέσουν άποψη. Και οι επιστήμονες αυτοί υπήρξαν άλλοι μεν πιστοί, άλλοι δε άπιστοι. Πιστός στον Θεό, και μάλιστα καθολικός ιερέας, υπήρξε ο Λεμαίτρ, εισηγητής της «μεγάλης έκρηξης». Πιστός στον Θεό, ίσως όχι χριστιανός, υπήρξε και ο Δαρβίνος. Η θεωρία της εξέλιξης δεν είναι η θεωρία του Δαρβίνου, αλλά πλήθος θεωριών αντικροουμένων μεταξύ τους. Μάλιστα υπάρχουν έντιμοι υλιστές, οι οποίοι αναγνωρίζουν ότι ελάχιστα γνωρίζουμε για το πώς συνέβη η εξέλιξη. Γι’ αυτό οι θεωρίες της θα παραμένουν εσαεί θεωρίες και δεν θα περιβληθούν ποτέ την ισχύ επιστημονικών θέσεων. Το αντιλαμβάνονται αυτό οι ημιμαθείς; Και όμως όλως ανεντίμως καθηγητές και καθηγητές διδάσκουν σε πανεπιστήμια και δευτεροβάθμια σχολεία τη θεωρία ως τμήμα του συνόλου της επιστημονικής γνώσης. Από την άλλη η με πάθος πολεμική από μέρους κάποιων πιστών διεγείρει ειρωνικά σχόλια των αθέων. Ήδη όμως οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας άγιοι Βασίλειος ο μέγας και Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχαν ξεκαθαρίσει κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα ότι ο Θεός, ως Πνεύμα, δεν δημιούργησε το σύμπαν με σωματικά μέλη. Το «είπε και εγεννήθησαν» ερμήνευσαν ως δημιουργικές (γιατί όχι μετασχηματιστικές-εξελικτικές;) μεταβολές στο εργαστήριο της φύσεως. Συνεπώς ο ορθόδοξος πιστός δεν έχει λόγους να αντιμάχεται την όποια θεωρία, αλλά την ανέντιμη παραχάραξη της Επιστήμης προκειμένου να την καταστήσει ο υλιστής επιστήμων θεραπαινίδα της ιδεολογίας του. Η Επιστήμη αδυνατεί να αποφανθεί πως ό,τι βλέπουμε έγινε από τον Θεό ή ερήμην του Θεού. Θα τα καταλάβουμε αυτά «πιστοί» και «άπιστοι»;

«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»