από τον Κωνστνατίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

ΚΑΤΑΓΩΓΗ: Ο Άγιος καταγόταν από το Μεγάλο Κάστρο της Κρήτης [έτσι ονομαζόταν τότε το Ηράκλειο] και είχε ευσεβείς και ευγενείς γονείς. Γνωρίζουμε ότι ο πατέρας του ονομαζόταν Δημήτριος και ήταν πολύ δίκαιος άνθρωπος. Από μικρό παιδί ο Μύρων είχε συμπεριφορά και γαρακτήρα ώριμου άνδρα. Αν και ήταν μικρός στην ηλικία είχε φρόνηση γεροντική, τέτοια δηλαδή που θα ταίριαζε σε κάποιον έμπειρο απ΄τη ζωή γέροντα. Αγαπούσε από φυσικού του την παρθενία και την σωφροσύνη. Ήταν δε όμορφος εξωτερικά όπως ήταν και εσωτερικά. Καθημερινό του μέλημα ήταν η βιοπάλη στο κατάστημά του. Είχε μάθει την τέχνη του ράφτη την οποία εργαζόταν με πολλή σεμνότητα και συνέπεια στο εργαστήριό του.

 

Η ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ: Οι γείτονές του Τούρκοι επιδίωκαν συχνά την συναναστροφή τους με τον μάρτυρα αλλά εκείνος καθόταν στο εργαστήριό του σοβαρός και ήσυχος χωρίς να αποδέχεται την παρέα τους ή να συμμετέχει στις συζητήσεις τους. Επειδή λοιπόν τον φθονούσαν και δεν υπέφεραν την τόση του σεμνότητα, ήθελαν να τον εξισλαμίσουν. Και τι καταχθόνιο μηχανεύτηκαν! Βρήκαν ένα τουρκόπουλο και το έπεισαν να πει πως το … βίασε ο Μύρων. Σύμφωνα με άλλο συναξάρι του αγίου η συκοφαντία αφορούσε σε μια ανήλικη Τουρκοπούλα που δήθεν αποπλάνησε ο Μύρων. Με τη συκοφαντία αυτή τον άρπαξαν με μεγάλη μανία και τον πήγαν στον δικαστή.

ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗ: Ο καδής [δικαστής] τον ρώτησε εάν είναι αληθινή η κατηγορία. Ο Άγιος αποκρίθηκε ότι αδίκως και ψευδώς τον κατηγορούν, κι ότι τέτοιο πράγμα δεν έκανε ποτέ αλλά ούτε καν είχε ιδέα γι’ αυτό. Οι κατήγοροί του όμως φώναζαν ότι είναι αλήθεια και ότι πρέπει ή να γίνει τούρκος ή να θανατωθεί. Ο Άγιος με θάρρος τους απάντησε ότι δεν θα αρνείτο επ’ ουδενί λόγο την πίστη του και το όνομα του Χριστού. Πρόσθεσε μάλιστα πως ήταν έτοιμος να υπομείνει όσα βασανιστήρια θα του έκαναν για την αγάπη Του, τονίζοντάς τους: “Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θέλω να πεθάνω”. Μόλις το άκουσε ο δικαστής διέταξε να τον δείρουν και να τον κλείσουν στη φυλακή, μέχρι την δεύτερη εξέταση. Λίγες μέρες αργότερα τον οδήγησαν πάλι στο δικαστήριο. Ο δικαστής προσπάθησε να τον κάνει να αρνηθεί το Χριστό, τάζοντάς του πολλά χρήματα, δώρα και τιμές, αλλά και απειλώντας τον με βασανιστήρια και τελικά με ατιμωτικό θάνατο, αν παρήκουε. Άλλοι από τους παρισταμένους του έλεγαν: “Λυπήσου τα νιάτα σου και την ομορφιά σου, έλα στην πίστη μας και θα περάσεις ζωή ένδοξη και ευτυχισμένη”. Ο γενναίος αθλητής του Χριστού όμως έμενε ακλόνητος φωνάζοντας: “εγώ την πίστη μου δεν την αλλάζω, Χριστιανός θέλω να πεθάνω”.

ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Ύστερα απ’ ολα αυτά ο δικαστής εξέδωσε καταδικαστική απόφαση. Το τέλος του Μύρωνα θα ήταν θάνατος δι’ απαγχονισμού. Τον πήραν και τον πήγαν στον τόπο της εκτέλεσης, λίγο έξω από το κάστρο. Όσους Χριστιανούς συναντούσε τους χαιρετούσε λέγοντας: “Συγχωρέστε με, αδελφοί, και ο Θεός να σας συγχωρήσει”. Ακολουθούσε μαζί με πολλούς Χριστιανούς και ο πατέρας του κλαίγοντας για τον θάνατο του γιού του. Όταν έφθασαν στον καθιερωμένο τόπο του “νέου Γολγοθά των Μαρτύρων”, ζήτησε την άδεια από τους δημίους και, πλησιάζοντας τον πατέρα του, έπεσε στα πόδια και του φίλησε τα χέρια, ζητώντας την ευχή του λέγοντάς του να μη λυπάται, γιατί άδικα καταδικάστηκε. Μετά είπε στους δημίους να προχωρήσουν στο έργο τους. Και εκείνοι πέρασαν το σκοινί στο λαιμό του και τον κρέμασαν.

ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΕΝ ΤΟΙΣ ΑΓΙΟΙΣ ΑΥΤΟΥ: Έτσι έλαβε ο μακάριος Μύρων το στεφάνι του μαρτυρίου. Το ίδιο βράδυ οι Τούρκοι που φύλαγαν το μαρτυρικό λείψανο είδαν ουράνιο φως να κατεβαίνει από ψηλά και να σκεπάζει τον Άγιο, επιβεβαιώνοντας την απερίγραπτη δόξα και την παντοτινή λαμπρότητα που τον περιμένει, όπως τον κάθε μάρτυρα και κάθε πιστό Χριστιανό στη Βασιλεία του Θεού.

Κι αυτό το θαύμα το διέδωσαν σε πολλούς. Το άκουσαν και οι Χριστιανοί και δόξασαν τον Θεό, Αυτόν που δοξάζει τους Αγίους Του. Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος Μύρωνος στις 20 Μαρτίου, ημέρα του μαρτυρίου του, όπως προαναφέραμε.

Mύρον νοητόν ωράθης εξ αγχόνης,

Mύρων αθλητά δόξα Kρήτης και κλέος

Ἀπολυτίκιον [ήχος πλ. Α΄ ]: “Ηρακλείου το άνθος το ευωδέστατον, ως ευσεβείας σε μύρον ύμνοις γεραίρομεν, νεομάρτυς του Χριστού Μύρων μακάριε. Συ γαρ νεότητος ακμήν υπερείδες ανδρικώς και ήθλησας στεροψ’υχως. Και νυν απαύστως δυσώπει, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών”.