Περὶ Ἱερωσύνης, Λόγος Α΄
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

α. Βασίλειος, ὁ φίλος τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ὑπερέβαλλε ὅλους τοὺς ἄλλους.

Στή ζωή μου δημιούργησα πολλούς φίλους, γνήσιους καί ἀληθινούς, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν καί φύλατταν μέ ἀκρίβεια τούς νόμους τῆς φιλίας. Ἀπό τούς πολλούς ὅμως αὐτούς, ἕνας προσπαθοῦσε νά τούς ὑπερβῆ ὅλους στήν ἐπιδεικνυόμενη πρός τό πρόσωπό μου φιλία τόσο πολύ, ὅσο ὅλοι ἐκεῖνοι μαζί ὑπερέβαλλαν τούς ἁπλῶς φίλα διακείμενους ἔναντί μου. Αὐτός, λοιπόν, ἦταν ἕνας ἀπό ἐκείνους, μέ τούς ὁποίους διῆγα ἀπό κοινοῦ τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ βίου μου, δεδομένου μάλιστα ὅτι ἐπιλέξαμε κοινούς πνευματικούς δρόμους καί διδασκάλους. Μᾶς χαρακτήριζε δέ ἡ ἴδια προθυμία καί ἐργατικότητα γιά τίς σπουδές μας, ἀλλά καί γενικότερα εἴχαμε κοινούς στόχους, οἱ ὁποῖοι ἐκκινοῦσαν ἀπό τήν ἴδια ἀφετηρία, ὄχι μόνο κατά τή διάρκεια τῶν σπουδῶν μας, ἀλλά καί μετά τήν περάτωσή τους, ὅταν προσπαθούσαμε νά ἐπιλέξουμε τήν καλύτερη ὁδό ποὺ θά ἔπρεπε νά ἀκολουθήσουμε στή ζωή μας· καί στήν περίπτωση αὐτή τό φρόνημά μας συνέπιπτε.

β. Ἡ ὁμόνοια Βασιλείου καί Χρυσοστόμου, καί συζητήσεις περί πάντων.

Πέραν τούτων, ὑπῆρχαν καί ἄλλα στοιχεῖα, τά ὁποῖα συντελοῦσαν στήν ἀρραγῆ καί ἀσφαλῆ διατήρηση τῆς ἤδη στενῆς φιλίας μας. Κανείς ἀπό τούς δύο δηλαδή δέν φρονοῦσε ὑπεροπτικά γιά τήν πατρίδα του καί τήν καταγωγή του, ὅσον δέ ἀφορᾶ στά ὑλικά ἀγαθά ἐγώ μέν δέν διέθετα ὑπερβολικά πλούτη, ἀλλά καί ἐκεῖνος δέν βρισκόταν σέ κατάσταση ἐσχάτης πενίας καί ἔτσι τό μέγεθος τῆς περιουσίας τοῦ καθενός ἦταν περίπου τό ἴδιο, ὅμοιο δηλαδή πρός τήν ταυτότητα τῶν ἐσωτερικῶν μας ἀνησυχιῶν. Εἴχαμε λοιπόν ἰσότιμη κοινωνική θέση καί οἱ ἀπόψεις μας συνέπιπταν.

γ. Ὁ ζυγός τῆς φιλίας ἔγινε ἄνισος ὅταν ὁ Βασίλειος ἐγκολπώθηκε τόν μοναστικό βίο.

Ἡ ἰσορροπία αὐτή ὅμως ἀνατράπηκε ὅταν ὁ μακάριος φίλος μου ἀποφάσισε νά περιβληθῆ τό μοναχικό σχῆμα καί νά μυηθῆ στίς ἀρχές τῆς ἀληθοῦς φιλοσοφίας· ἡ πλάστιγγα ἐκείνου ἐμετεωρεῖτο ἀπό τήν ἐλαφρύτητα τῶν βαρῶν της, ἐνῶ ἀντιθέτως ἐγώ, δεμένος σφικτά μέ τά δεσμά τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν, τήν τραβοῦσα πρός τά κάτω, ὅπου καί τή διατηροῦσα μέ τή βία, στιβάζοντας πάνω της νεανικές φαντασίες. Γιά τόν λόγο λοιπόν αὐτό ἡ μέν φιλία μας ἔμεινε σταθερή, ὅπως καί ἐνωρίτερα, ἡ συναναστροφή μας ὅμως εὔλογα διακόπηκε, ἀφοῦ τά περί τοῦ βίου ἐνδιαφέροντα τοῦ καθενός εἶχαν διαφοροποιηθῆ πλέον. Ὅταν μάλιστα καί ἐγώ κατόρθωσα κάποτε νά διασωθῶ ἀπό τίς τρικυμίες τοῦ βίου, ὁ φίλος μου μέ δέχθηκε μέν μέ ἀνοικτές ἀγκάλες, ὅμως δέν ἦταν δυνατό νά διατηρηθῆ ἡ προγενέστερη ἰσορροπημένη καθ’ ὅλα σχέση μας, διότι ἐκεῖνος ἔχοντας ὄχι μόνο προηγηθῆ χρονικῶς στόν μοναχικό βίο, ἀλλά καί ἐπιδεικνύοντας μεγάλο ζῆλο στήν οἰκείωση τῆς ἀσκητικῆς ἐμπειρίας, ἀνῆλθε σέ τέτοιο ὕψος, ὥστε τελικά κατέστη ἀνώτερός μου.

δ. Ἡ πρόθεση γιά τή συγκατοίκηση τῶν δύο φίλων.

Πλήν, ὅμως, ὄντας ἀγαθός καί ἀποδίδοντας μεγάλη τιμή στή φιλία μας, ἀπομάκρυνε τόν ἑαυτό του ἀπό ὅλους καί ἀφιέρωσε σέ μένα ὅλο τόν χρόνο του. Αὐτό ἐξ ἄλλου ἐπιθυμοῦσε καί ἐνωρίτερα, κωλυόταν ὅμως ἀπό τή δική μου ραθυμία νά ἀκολουθήσω τόν ἴδιο βίο. Πράγματι, δέν ἦταν δυνατό ἐγώ, ἀσχολούμενος μέ τίς δικαστικές ὑποθέσεις καί συγκινούμενος ἀπό τίς θεατρικές ἀπολαύσεις νά συναναστρέφομαι πολλές φορές ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἦταν προσηλωμένος στή μελέτη τῶν βιβλίων καί δέν εἶχε ἐμφανισθῆ ποτέ στήν ἀγορά. Ὅταν λοιπόν μέ ἀποδέχτηκε μέ ἱκανοποίηση στή ζωή του μοῦ ἀποκάλυψε τόν βαθύτερο πόθο ποὺ ἔτρεφε μέσα του ἀπό παλαιοτερα· ἔκανε δηλαδή τά πάντα, ὥστε νά εἴμαστε τό μεγαλύτερο διάστημα τῆς ἡμέρας μαζί, ἐπί πλέον δέ μέ παρακαλοῦσε συνεχῶς νά ἐγκαταλείψουμε τίς οἰκίες μας καί νά συγκατοικήσουμε, κάτι γιά τό ὁποῖο τελικά μέ ἔπεισε. Εἴμεθα λοιπόν ἕτοιμοι νά ὑλοποιήσουμε τήν ἀπόφαση αὐτή.

ε. Οἱ διαμαρτυρίες τῆς μητέρας.

Ὅμως οἱ συνεχεῖς διαμαρτυρίες τῆς μητέρας μου μέ ἐμπόδισαν νά ἀνταποκριθῶ στήν ἐπιθυμία του, μᾶλλον δέ νά λάβω τή δωρεά ποὺ μοῦ προσέφερε. Ἡ μητέρα μου εἶχε καταλάβει τά σχέδιά μου καί ἀφοῦ ἔπιασε τό δεξί μου χέρι μέ ὁδήγησε στόν ἰδιαίτερο χῶρο της, ὅπου καθίσαμε κοντά στήν κλίνη ἐπί τῆς ὁποίας μέ γέννησε. Ἐκεῖ, χύνοντας ποταμούς δακρύων, μοῦ ἀπηύθυνε ὀδυρόμενη τά ἀκόλουθα λόγια, τά ὁποία πονοῦσαν περισσότερο καί ἀπό τά δάκρυα της·

Ἐγώ, παιδί μου, εἶπε, δέν ἀφέθηκα νά ἀπολαύσω γιά πολύ τήν ἀρετή τοῦ πατέρα σου, ἐπειδή αὐτό ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τίς ὠδίνες ποὺ γνώρισα κατά τόν τοκετό σου διαδέχτηκε ὁ θάνατος ἐκείνου, γεγονός ποὺ προκάλεσε σ’ ἐσένα ὀρφάνια, σέ μένα δέ ἄωρη χηρεία, τά δεινά τῆς ὁποίας μόνο οἱ παθοῦσες μποροῦν νά γνωρίζουν καλά. Καμμιά ἀκτίνα ἀνακουφίσεως δέν φαινόταν στόν ὁρίζοντα τῆς βαρυχειμωνιᾶς καί τῆς τρικυμίας ποὺ ζεῖ μία κοπέλα, ἡ ὁποία μόλις ἔχει ἐγκαταλείψει τόν πατρικό της οἶκο καί εἶναι ἐντελῶς ἄπειρη, ξαφνικά πέφτει σέ βαρύ πένθος καί ἀναγκάζεται νά ἐπωμισθῆ φροντίδες, οἱ ὁποῖες εἶναι πολύ μεγάλες τόσο γιά τήν ἡλικία, ὅσο καί τή φύση της. Διότι πρέπει, νομίζω, καί τίς ἀμέλειες τῶν ὑπηρετῶν νά ἐπανορθώνη καί τίς κακουργίες τους νά παρατηρῆ προσεκτικά, καί τίς ἐπιβουλές τῶν συγγενῶν νά ἀποκρούη, καί τίς ὕβρεις καί τήν τραχύτητα τῶν εἰσπρακτόρων τῶν δημοσίων ἐσόδων κατά τή συγκέντρωση τῶν φόρων νά ὑπομένη μέ θάρρος. Ἐάν δέ ὁ κοιμηθεὶς ἀπέλθη ἀφήνοντας καί παιδί, τότε ἡ μητέρα θά ἐπωμιστῆ τό βάρος πολλῶν φροντίδων, ἀκόμη, καί ἄν αὐτό εἶναι θῆλυ, ὀπότε αὐτή θά ἀπαλλαγῆ καί ἐξόδων καί φόβου· πολύ δέ περισσότερες δυσκολίες θά ἔχη αὐτή νά ἀντιμετωπίση ἄν πρόκειται γιά ἀγόρι, τό ὁποῖο θά τήν ἐπιφορτίζη καθημερινά μέ πολλούς φόβους καί περισσότερες φροντίδες. Ἀφήνω δέ κατά μέρος τό χρηματικό κόστος ποὺ θά πρέπει νά ἐπιβαρυνθῆ ἄν ἐπιθυμῆ νά τό μορφώση ὡς ἐλεύθερο πολίτη. Ἐμένα ὅμως τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά δέν μέ κατέπεισε νά προχωρήσω στή σύναψη δεύτερου γάμου καί νά εἰσάξω νυμφίο στήν οἰκία τοῦ πατέρα σου. Ἀντίθετα μάλιστα, προτιμοῦσα νά παραμένω στή στενοχώρια καί τή σύγχυση χωρίς νά φεύγω ἀπό τή σιδερένια κάμινο τῆς χηρείας. Στόν ἀγώνα μου αὐτό ἀρχικά ἐνισχύθηκα ἀπό τή θεία ἀρωγή, μέ παρηγοροῦσε ὅμως καί τό γεγονός ὅτι μέ τή συνεχῆ θέα τῆς ὄψεώς σου διαφυλασσόταν μέσα μου ἡ ἔμψυχη εἰκόνα τοῦ θανόντος πατέρα σου. Γι’ αὐτό λοιπόν καί ὅταν ἤσουν νήπιο καί δέν εἶχες ἀκόμη μάθει νά μιλᾶς, ὅταν δηλαδή ἤσουν στήν ἡλικία ποὺ τά παιδιά εὐχαριστοῦν τούς γονεῖς, μοῦ ἔδινες πολύ κουράγιο. Ἔτσι, δέν μπορεῖς νά μέ μεμφθῆς ὅτι δέν ἀντιμετώπισα μέ κουράγιο τή χηρεία μου ἤ ὅτι ἐλάττωσα τήν περιουσία ποὺ σοῦ ἄφησε ὁ πατέρας σου γιά νά ἱκανοποιήσω διάφορες ἀνάγκες τῆς ζωῆς μας λόγω τῆς χηρείας μου, γεγονός ποὺ γνωρίζω ὅτι συνέβη σέ πολλούς, οἱ ὁποῖοι δυστύχησαν νά μείνουν ὀρφανοί. Ἀντιθέτως καί αὐτήν διατήρησα ἀκέραια καί σέ ὅσες δαπάνες ἀπαιτήθηκαν γιά τήν πρόοδό σου ἤμουν συνεπέστατη, ἀντλοῦσα δέ πάντοτε τά χρήματα ἀπό τήν προικώα περιουσία μου.

Μή νομίσης δέ ὅτι μέ τά ὅσα λέγω τώρα προσπαθῶ νά σέ ψέξω· ἐκεῖνο ποὺ σοῦ ζητῶ ὡς χάρη ἀντί ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ παράκληση νά μή μέ περιβάλης μέ μία δεύτερη χηρεία καί νά μή ἀναζωπυρήσης τόν κατασιγασθέντα πιά πόνο τοῦ πένθους, ἀλλά νά περιμένης τόν θάνατό μου, ἀφοῦ εἶναι μᾶλλον πιθανό ὅτι θά πεθάνω σέ λίγο χρόνο, δεδομένου ὅτι οἱ νέοι ἐλπίζουν βέβαια νά φθάσουν μέχρι τό βαθύ γῆρας, ἐμεῖς ὅμως δέν ἀναμένουμε τίποτα ἄλλο ἀπό τόν θάνατο. Ὅταν λοιπόν μέ παραδώσης στή γῆ καί μέ ἀναμίξης μέ τά ὀστᾶ τοῦ πατέρα σου, τότε ἑτοιμάσου γιά μακρινά ταξίδια καί πλεῦσε σέ ὅποια θάλασσα θέλης, κανείς δέν θά σέ ἐμποδίση. Γιά ὅσο ὅμως ζῶ ἐξακολούθησε νά μένης μαζί μου καί μή προσκρούσης μάταια καί χωρίς λόγο στόν Θεό, περιβάλλοντας μέ τόσα κακά ἐμένα, ποὺ ποτέ δέν σέ ἀδίκησα. Ἐάν βέβαια μέ ἐγκαλέσης ὅτι σέ σύρω γύρω ἀπό βιοτικές φροντίδες καί σέ ἀναγκάζω νά ἀναλάβης τή διαχείριση τῆς περιουσίας σου, τότε οὔτε τούς φυσικούς νόμους, οὔτε τήν ἀνατροφή σου, οὔτε τά ἐπικρατοῦντα ἤθη, μέ μία λέξη δέ μή σεβασθῆς τίποτα, φύγε μακριά μου, σάν νά εἶμαι ἐπίβουλος καί ἐχθρός σου. Ἐάν ὅμως κάνω τά πάντα γιά νά διευκολύνω τή ζωή σου, τότε ἄν μή τί ἄλλο ἄς σέ κρατᾶ κοντά μου αὐτός ὁ δεσμός. Ὅσο καί ἄν λέγης ὅτι σέ ἀγαποῦν χιλιάδες ἄνθρωποι, κανείς δέν θά σοῦ δώση τή δυνατότητα νά ἀπολαύσης τόση ἐλευθερία, γιατί δέν ὑπάρχει κάποιος, ὁ ὁποῖος νά ἐπιθυμῆ τήν εὐδοκίμησή σου ὅσο ἐγώ.

στ. Ἡ ἀπάτη τοῦ Χρυσοστόμου στή χειροτονία.

Αὐτά καί πολλά περισσότερα ἀκόμη μοῦ ἔλεγε ἡ μητέρα μου, τά ὁποῖα μέ τή σειρά μου ἀνέφερα στόν φίλο μου. Ἐκεῖνος ὄχι μόνο δέν ἐπτοεῖτο ἀπό τά λόγια αὐτά, ἀντιθέτως μάλιστα ἐπέμενε περισσότερο, διατυπώνοντας τά ἴδια πρός τά προγενέστερα αἰτήματα. Καί ἐνῶ βρισκόμασταν στήν κατάσταση αὐτή, ἐκεῖνος δηλαδή συνεχῶς ἱκέτευε, ἐγώ δέ ἀπό τήν πλευρά μου δέν ἔδινα τή συγκατάθεσή μου, ξαφνικά κάποια φήμη ποὺ διαδόθηκε μᾶς τάραξε καί τούς δύο· ἡ φήμη αὐτή μᾶς ἔφερνε ὑποψηφίους γιά τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Μόλις ἄκουσα τήν πληροφορία κατελήφθην ἀπό φόβο καί ἀπορία· ἀπό φόβο μέν μήπως ἀναγκασθῶ καί παρά τή θέλησή μου νά ἀποδεχθῶ τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα, ἀπό ἀπορία δέ διότι δέν μποροῦσα νά κατανοήσω πῶς οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι θυμήθηκαν γιά κάτι τέτοιο ἐμᾶς τούς δύο, γιατί, ὅσον ἀφοροῦσε σέ μένα, δέν μέ θεωροῦσα καθόλου ἄξιο ἐκείνης τῆς τιμῆς.

Ὁ φίλος μου ἀπό τήν πλευρά του μέ ἐπισκέφθηκε κατ’ ἰδίαν καί νομίζοντας ὅτι ἀγνοοῦσα τή σχετική φήμη μέ κατέστησε κοινωνό αὐτῆς, ζητώντας, ὅπως καί παλαιότερα ἔτσι καί στή συγκεκριμένη περίπτωση νά πράξουμε καί νά φανοῦμε ὅτι σκεπτόμαστε τά ἴδια. Ἦταν μάλιστα προετοιμασμένος νά ἀκολουθήση ὅποια ἀπόφαση καί ἄν ἔπαιρνα, εἴτε τήν ὁδό τῆς φυγῆς εἴτε τῆς ἐκλογῆς στό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Ἀντιλαμβανόμενος ὅμως ἐγώ τήν προθυμία του νά ἀναδεχθῆ τήν ἐκλογή καί θεωρώντας ζημία γιά ὅλον τόν λαό τῆς Ἐκκλησίας νά ἀποστερήσω τήν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ ἀπό ἕναν νέο τόσο ἀγαθό καί ἱκανό νά διευθύνη τίς ὑποθέσεις τῶν πιστῶν ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς μου ἀδυναμίας, δέν τοῦ ἀποκάλυψα τή γνώμη ποὺ εἶχα διαμορφώσει γιά τό θέμα. Καί τοῦτο μολονότι ποτέ στό παρελθόν δέν τοῦ εἶχα ἀποκρύψει τίς σκέψεις μου. Λέγοντάς του ὅμως ὅτι ἔπρεπε ἡ σχετική ἀπόφαση νά ἑτεροχρονισθῆ, διότι ἦταν κάτι ποὺ δέν πίεζε χρονικά, τόν ἔπεισα νά μήν ἀσχολεῖται ἄλλο μέ τό θέμα, τοῦ ἔδωσα δέ τά ἐχέγγυα ὅτι σέ περίπτωση ποὺ συνέβαινε ἐκεῖνο ποῦ φοβόταν, νά χειροτονηθῆ δηλαδή χωρίς τή θέλησή του, θά τόν στήριζα στήν ἀπόφαση ποὺ θά ἔπαιρνε σχετικά.

Μετά τήν παρέλευση λίγου χρόνου, ὅταν ἔφθασε στήν πόλη μας ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νά μᾶς χειροτονήση, ἐγώ ἔμενα κρυμμένος, αὐτός δέ μή γνωρίζοντας τίποτε ἀπό ὅλα ὅσα συνέβαιναν ὁδηγεῖται ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου μέ ἄλλη πρόφαση καί τελικά δέχεται τόν ζυγό τῆς ἱερωσύνης, ἐλπίζοντας σέ ὅ,τι τοῦ εἶχα ὑποσχεθῆ, ὅτι δηλαδή θά τόν ἀκολουθοῦσα στήν ἀπόφασή του, μᾶλλον δέ νόμιζε ὅτι ἀκολουθοῦσε ἐμένα. Διότι μερικοί ἀπό τούς παρευρισκομένους, βλέποντες αὐτόν νά ἀγανακτῆ μέ τήν ὅλη κατάσταση, τόν ἐξαπάτησαν λέγοντες ὅτι ἦταν ἄτοπο ἐγώ, ὁ θεωρούμενος ἀπό ὅλους θρασύτερος νά ἀποδέχομαι μέ συγκατάβαση τήν κρίση τῶν Πατέρων, ἐκεῖνος δέ ὁ συνετότερος καί μετριοπαθέστερος νά φέρεται μέ θράσος καί κενοδοξία, ἀντιδρώντας μέ ἔπαρση καί προσπαθώντας νά ἀποφύγη τή συμμόρφωσή του πρός τήν εἰλημμένη ἀπόφαση.

Τά λόγια αὐτά τόν ἔκαναν νά ὑποχωρήση, ἐπειδή ὅμως πληροφορήθηκε ὅτι ἐγώ ἀπέφυγα νά ἐμφανισθῶ, μέ ἐπισκέφθηκε ὄντας πολύ κατηφής. Κάθισε λοιπόν δίπλα μου καί ἤθελε μέν κάτι νά μοῦ εἰπῆ, ὅμως ἡ στενοχώρια ποὺ τόν κατεῖχε δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά παραστήση μέ λόγια τή βία ποὺ ὑπέστη, ἀφοῦ ἡ βαρυθυμία ἐμπόδιζε τίς φράσεις νά περάσουν τά δόντια του καί νά ἀκουστοῦν. Τότε, βλέποντάς τον δακρυσμένο καί πολύ ταραγμένο καί γνωρίζοντας τήν αἰτία, γελοῦσα μέ μεγάλη εὐχαρίστηση καί κρατώντας τό δεξί του χέρι προσπαθοῦσα νά τόν ἀσπασθῶ, ἐνῶ παράλληλα δόξαζα τόν Θεό γιά τήν αἴσια ἔκβαση τοῦ τεχνάσματός μου. Ἐκεῖνος, καθώς μέ εἶδε περιχαρὴ καί γελαστό καί καταλάβαινε ὅτι τόν εἶχα ἐξαπατήσει, ἐλυπεῖτο ἀκόμη περισσότερο.

ζ. Ἐπιεικής καί ἀφελής ἡ κατηγορία τοῦ Βασιλείου.

Ὅταν σέ κάποια στιγμή ἀμβλύνθηκε γιά λίγο ἡ ψυχική του ταραχή, εἶπε:

Ἄν ἐμένα μέ περιφρόνησες ἐντελῶς καί δέν ἀποδίδεις καμμία σημασία στά λόγιά μου, δέν γνωρίζω γιά ποιό λόγο θά ἔπρεπε νά φροντίζης γιά τήν ὑπόληψή σου. Τώρα πλέον προκάλεσες τά γενικά σχόλια τοῦ κόσμου· ὅλοι λέγουν ὅτι ἀπό κενοδοξία ἀποσύρθηκες ἀπό τή διακονία τοῦ ἱερατικοῦ λειτουργήματος, δέν ὑπάρχει δέ ἐκεῖνος ποὺ θά σέ ἀπαλλάξη ἀπό τήν κατηγορία αὐτή. Ἐγώ πλέον οὔτε στήν ἀγορά δέν μπορῶ νά ἐμφανισθῶ, διότι πολλοί μέ πλησιάζουν καί ἐκτοξεύουν ἐναντίον μου κατηγορίες καθημερινά. Ὅταν μέ δοῦν σέ κάποιο σημεῖο τῆς πόλεως φίλοι μας, μέ παίρνουν κάπου ἰδιαίτερα καί μοῦ ἐπιρρίπτουν τό μεγαλύτερο μέρος τῆς εὐθύνης, διότι, λέγουν, ἀφοῦ γνώριζες τήν ἀπόφασή του, δεδομένου ὅτι γνωρίζεις ὅλες τίς σκέψεις του, δέν ἔπρεπε νά μᾶς τήν ἀποκρύψης, ἀλλά νά μᾶς τήν καταστήσης γνωστή· ἔτσι, ἐμεῖς θά ἐξευρίσκαμε κάποιο τέχνασμα γιά νά τόν φέρουμε ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου. Ἀπό τήν πλευρά μου, ντρέπομαι καί κοκκινίζω νά τούς πῶ ὅτι δέν γνώριζα τίς ἀποφάσεις ποὺ εἶχες λάβει σχετικά, γιά νά μή νομίσουν ὅτι καί ἡ δική μας φιλία κυλοῦσε μέσα στήν ὑποκρισία.

Ἀκόμη καί ἄν ἔτσι εἶναι, ὅπως πράγματι εἶναι, ἀφοῦ δέν μπορεῖς νά τό ἀρνηθῆς μετά τά ὅσα ἔπραξες σήμερα ἐναντίον μου, καλό εἶναι ἐντούτοις νά κρύβουμε τίς ἀδυναμίες μας πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν θετική ἀντίληψη γιά μᾶς. Διστάζω νά τούς πῶ τήν ἀλήθεια γιά τήν πραγματική κατάσταση τῆς σχέσεώς μας καί ἀναγκάζομαι νά σιωπῶ καί νά σκύβω τό κεφάλι μου στή γῆ, ὅσους δέ συναντῶ τούς ἀποφεύγω ἀλλάζοντας δρόμο. Καί ἄν ἀκόμη μέ ἀπαλλάξουν ἀπό τήν προηγούμενη κατηγορία, τῆς κατ’ ἐπίφαση φιλίας, θά μέ κατακρίνουν ἀναγκαστικά ὡς ψεύτη, διότι δέν θά πιστεύσουν ποτέ ὅτι ἐσύ κατέταξες καί τόν Βασίλειο μαζί μέ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δέν δικαιοῦνται νά γνωρίζουν τίς σκέψεις σου.

Γιά τό θέμα αὐτό ὅμως δέν ἔχω νά πῶ πολλά, ἀφοῦ ἔτσι ἔκρινες σκόπιμο νά πράξης. Πῶς ὅμως θά ἀπαλείψουμε τήν ὑπόλοιπη αἰσχύνη; Ἄλλοι σοῦ προσάπτουν τήν κατηγορία τῆς ὑπεροψίας, ἄλλοι τῆς φιλοδοξίας, οἱ ἀφειδέστεροι δέ τῶν κατηγόρων σου σέ ἐγκαλοῦν καί γιά τά δύο, προσθέτουν μάλιστα καί τήν ὕβρη πρός τούς ἐκλέκτορες, γιά τούς ὁποίους λέγουν ὅτι δικαίως ὑπέστησαν τήν ταπείνωση αὐτή, θά τούς ἄξιζε δέ καί μεγαλύτερη ἀκόμη ἀτίμωση ἀπό αὐτή, διότι παρέβλεψαν τόσους ἀξιόλογους ἄνδρες καί προτίμησαν ἀνώριμα παιδιά, τά ὁποῖα μόλις εἶχαν εἰσέλθει στούς κλυδωνισμούς τοῦ βίου. Αὐτά λοιπόν τά μειράκια, τά ὁποῖα προσποιοῦνται εὐσέβεια καί ταπείνωση καί φοροῦν τά μαῦρα ἐνδύματα, ξαφνικά τά περιποιήθηκαν μέ τέτοια τιμή, τήν ὁποία οὔτε στόν ὕπνο τους δέν προσδόκησαν ὅτι θά ἐλάμβαναν ποτέ. Ἔτσι, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀσκήθηκαν ἀπό πολύ μικρή ἡλικία μέχρι τά βαθιά τους γεράματα εἶναι στήν τάξη τῶν ἀρχομένων καί ἄρχονται ἀπό τά παιδιά τους, τά ὁποῖα οὔτε κἄν ἔχουν ἀκούσει τούς νόμους, πάνω στούς ὁποίους στηρίζεται ἡ ἄσκηση αὐτῆς τῆς ἐξουσίας.

Αὐτά καί ἄλλα πολλά μᾶς προσάπτουν καθημερινά, ἐγώ δέ μή ὄντας σέ θέση νά ἀπαντήσω χρειάζομαι τή βοήθειά σου, διότι νομίζω ὅτι δέν ἀπέφυγες χωρίς λόγο τή χειροτονία καί προκάλεσες ἔτσι τήν ἔχθρα τόσο σπουδαίων ἀνθρώπων. Ἀντίθετα, πιστεύω ὅτι κατέληξες στήν ἀπόφασή σου αὐτή μετά ἀπό σοβαρή σκέψη καί γιά τόν λόγο αὐτό στοχάζομαι ὅτι εἶσαι ἕτοιμος νά ἀπολογηθῆς σχετικά. Πές μου λοιπόν ἄν μποροῦμε νά ἀντιπαραθέσουμε κάποια σοβαρή αἰτιολογία γιά ὅλα αὐτά στούς κατηγόρους μας. Ὅσον ἀφορᾶ στίς ἀδικίες, τίς ὁποῖες ὑπέστην ἀπό ἐσένα δέν θά σοῦ ζητήσω τόν λόγο· οὔτε γιά τήν ἀπάτη, οὔτε γιά τήν προδοσία, οὔτε γιά ὅσα ἀπήλαυσες ἀπό ἐμένα κατά τόν προγενέστερο χρόνο. Καί τήν ψυχή μου ἀκόμα, γιά νά τό πῶ ἔτσι, ἐναπέθεσα στά χέρια σου.

Ἐσύ ὅμως μοῦ συμπεριφέρθηκες μέ τόση πανουργία, σάν νά ἐπρόκειτο νά προφυλαχθῆς ἀπό κάποιους ἐχθρούς σου. Ἔπρεπε, ἐάν μέν θεωροῦσες ὠφέλιμη τή χειροτονία νά μή τήν ἀποφύγης, ἐνῶ ἀντίθετα ἐάν διέβλεπες σ αὐτή βλάβη, ἔπρεπε νά προφυλάξης καί ἐμένα ἀπό τή ζημία αὐτή, ἀφοῦ ἔλεγες ὅτι πάντοτε μέ ἔθετες ὑπεράνω ὅλων τῶν ἄλλων. Τουναντίον, ἐσύ ἔκανες τά πάντα ὥστε νά πέσω στήν παγίδα, δέν ἐφείσθης δέ οὔτε δόλου οὔτε ὑποκρισίας ἔναντι ἐκείνου, ὁ ὁποῖος συνήθιζε νά σοῦ συμπεριφέρεται πάντοτε ἄδολα καί εἰλικρινά.

Ὅμως, ὅπως εἶπα, δέν σέ ἐγκαλῶ γιά ὅλα αὐτά, οὔτε ἀναφέρομαι στή μοναξιά, στήν ὁποία μέ ἔφερες μετά τή διακοπή τῆς συναναστροφῆς μας, ἀπό τήν ὁποία πολλές φορές ἀποκόμισα ὄχι εὐκαταφρόνητη εὐχαρίστηση καί ὠφέλεια. Ὅλα αὐτά βέβαια τά ἀντιπαρέρχομαι μέ σιωπή καί πραότητα, ὄχι ἐπειδή μοῦ φέρθηκες ἀνάλογα, ἀλλά ἐπειδή ἀπό τήν ἡμέρα ποὺ ἀποδέχτηκα τή φιλία μας ἔθεσα ὡς ἀπαράβατο ὅρο νά μή σοῦ ζητῶ τόν λόγο κάθε φορὰ ποὺ θά μοῦ προκαλοῦσες λύπη. Φυσικά, γνωρίζεις καί ὁ ἴδιος ὅτι μοῦ προξένησες ὄχι μικρή ζημία, ἐάν βέβαια θυμᾶσαι ὅ,τι ἔλεγαν τόσο οἱ ἔξωθεν γιά μᾶς, ὅσο καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ὅτι δηλαδή τό κέρδος μας ἦταν μεγάλο ἀπό τήν ὁμοψυχία καί ἀπό τή στερέωση τῆς φιλίας μας. Καί οἱ μέν ἄλλοι ὅλοι ἔλεγαν ὅτι ἡ δική μας ὁμόνοια θά ὠφελήση καί πολλούς ἄλλους σημαντικά, κάτι ποὺ ἐγώ, ὅσον ἀφορᾶ σέ μένα, ποτέ δέν διανοήθηκα, ἔλεγα δέ ὅτι ἀπό τήν ὁμοφροσύνη μας θά προκύψη τουλάχιστον τό μεγάλο κέρδος νά καταστοῦμε ἀπρόσβλητοι σέ ὅσους προσπαθήσουν νά διαβάλουν τή φιλία μας.

Γιά ὅλα αὐτά ποτέ δέν σταμάτησα νά σοῦ μιλῶ, διότι ὁ καιρός εἶναι χαλεπός, οἱ ἐπίβουλοι πολλοί, ἡ γνήσια ἀγάπη χάθηκε καί ἔχει ἐπικρατήσει ὁ ὄλεθρος τῆς βασκανίας. Βαδίζουμε πλέον μέσα ἀπό παγίδες καί περπατοῦμε πάνω σέ ἐπάλξεις πόλεων. Πράγματι, ὑπάρχουν πολλοί σέ πολλά μέρη, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἕτοιμοι νά ἐκμεταλλευθοῦν τή δυστυχία μας καί κανείς ἀρωγός μας, ἤ πολύ ἐλάχιστοι. Πρόσεχε, μήπως μέ τήν τυχόν διάστασή μας γίνουμε καταγέλαστοι καί ὑποστοῦμε ἀκόμη μεγαλύτερη ζημία ἀπό αὐτήν. Ὁ ἀδελφός, ὁ ὁποῖος βοηθεῖται ἀπό τόν ἀδελφό του εἶναι σάν πόλη καλά ὀχυρωμένη καί βασίλειο στέρεα θεμελιωμένο. Μή διαλύσης λοιπόν τή γνήσια φιλία μας καί μή γκρεμίσης τά στέρεα θεμέλιά της.

Αὐτά καί ἄλλα πολλά ἔλεγα συνεχῶς, μή ὑποπτευόμενος ποτέ ὅτι θά συνέβαινε τό ἀντίθετο, ἀφοῦ θεωροῦσα ὅτι τηροῦσες τήν ὀρθή στάση ἔναντι τῆ φιλίας μας. Προσπαθοῦσα δηλαδή νά σέ θεραπεύσω ἐνῶ ἀκόμη ἤσουν ὑγιής, ἀλλά μοῦ διέφευγε, ὅπως φαίνεται, ὅτι χορηγοῦσα τά φάρμακά μου σέ ἀσθενῆ. Δυστυχῶς ὅμως, δέν κατάφερα τίποτα ἀπό τήν ὑπερβολική αὐτή χορηγία. Διότι ὅλα τά ἀπέρριψες μέ μία κίνηση καί δέν διαλογίσθηκες καθόλου πάνω σέ ὅσα σοῦ ἔλεγα. Ἔτσι, μέ ἄφησες μόνο σάν ἀκυβέρνητο πλοῖο στό ἄπειρο πέλαγος, χωρίς νά συλλογισθῆς τά ἄγρια κύματα, τά ὁποῖα ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσω.

Ἄν μάλιστα μέ συκοφαντήσουν, ἤ μέ χλευάσουν ἤ μέ ὑβρίσουν μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, πράγμα εὔλογο νά συμβῆ, σέ ποιόν θά καταφύγω γιά νά ἐκμυστηρευθῶ τά προβλήματά μου, ποιός θά θελήση νά μέ ὑπερασπισθῆ καί νά ἀνακόψη ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μέ λυποῦν μέ τό ἔργο τους, ἐπί πλέον δέ νά μέ παραμυθήση καί νά μέ καταστήση ἱκανό νά ἀντισταθῶ στίς ὁποιεσδήποτε προσβολές; Δέν ὑπάρχει κανείς, ἀφοῦ ἐσύ στέκεσαι μακριά ἀπό τόν φοβερό αὐτόν πόλεμο καί δέν μπορεῖς οὔτε τήν κραυγή μου νά ἀκούσης. Γνωρίζεις ἄραγε τό κακό ποὺ διέπραξες, κατανόησες τό μέγεθος τῆς πληγῆς ποὺ μοῦ ἐπέφερες;

Ἀλλά ἄς τά ἀφήσουμε ὅλα αὐτά, ἀφοῦ δέν μποροῦμε πλέον νά ἀναλύσουμε ὅσα ἤδη ἔγιναν, οὔτε νά ἐξεύρουμε λύση γιά δυσεπίλυτα προβλήματα. Ἄς ἀσχοληθοῦμε μέ τήν ἀπολογία μας πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μᾶς κατηγοροῦν.

η. Ἀπολογία τοῦ Χρυσοστόμου ἔναντι τῶν κατηγοριῶν.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Ἔχε θάρρος, εἶπα ἐγώ. Εἶμαι ἕτοιμος νά ἀναλάβω τήν εὐθύνη ὄχι μόνο γιά τίς κατηγορίες αὐτές, ἀλλά καί γιά ὅσα ἐσύ μέ κατέστησες ἀθῶο· καί γι’ αὐτά θά προσπαθήσω νά ἀπολογηθῶ, σάν νά ἤμουν ἔνοχος.

Ἀπό αὐτά, λοιπόν, ἐάν βέβαια θέλης, θά ἀρχίσω τήν ἀπολογία μου. Θά ἤμουν παράλογος καί πολύ ἀγνώμων ἐάν μέν φρόντιζα γιά τήν ὑπόληψή μου καί ἔκανα τά πάντα γιά νά μεταπείσω τούς κατηγόρους μου, τόν ἀγαπητότερο φίλο μου δέ, ὁ ὁποῖος τόσο ἐπιεικής ὑπῆρξε ἔναντί μου, νά μή προσπαθήσω νά τόν πείσω ὅτι δέν τόν ἀδίκησα καί ὅτι εἶμαι ἀθῶος σέ ὅσα μέ ἐγκαλεῖ. Δεδομένου μάλιστα ὅτι αὐτός ἀκόμη ἐξακολουθεῖ νά φροντίζη περισσότερο γιά τίς δικές μου ὑποθέσεις, θά ἤμουν ἀγνώμων ἄν ἐπεδείκνυα μεγαλύτερη ραθυμία ἀπό τό ἐνδιαφέρον ποὺ ἔχει ἐπιδείξει ὁ ἴδιος.

Σέ τί λοιπόν σέ ἀδίκησα; Ἀπό τήν ἐρώτηση αὐτή θά μπῶ στό πέλαγος τῆς ἀπολογίας μου. Μήπως σέ ἐξαπάτησα, ἐπειδή σοῦ ἀπέκρυψα τίς σκέψεις μου; Γιά καλό σκοπό σέ ἐξαπάτησα καί σέ παρέδωσα σ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι σέ ἐξαπάτησαν. Ἄν βέβαια ἡ ἀπάτη εἶναι ἐν γένει κακό καί δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθῆ καθόλου, τότε εἶμαι ἕτοιμος νά ἀποδεχθῶ τήν καταδίκη ποὺ ἐσύ νομίζεις ὅτι μοῦ ἁρμόζει. Ἐπειδή ὅμως ἐσύ ποτέ δέν θά δεχθῆς νά μέ καταδικάσης, θά ἐπιβάλω στόν ἑαυτό μου τήν ποινή ἐκείνη ποὺ ἐπιδικάζουν οἱ δικαστές στούς ἐναγομένους ἀπό τούς κατηγόρους σέ δίκη ἐνόχους. Λοιπόν, ἄν ἡ ἀπάτη δέν εἶναι πάντοτε κακή, ἀλλά ἀποκτᾶ ἀρνητικό ἤ θετικό περιεχόμενο ἀνάλογα μέ τήν προαίρεση ἐκείνων ποὺ τή χρησιμοποιοῦν, ἀφοῦ σταματήσης νά μέ ἐγκαλῆς ἀπόδειξε ὅτι χρησιμοποίησα γιά κακό σκοπό τό τέχνασμά μου.

Μέχρι ὅμως νά ἀποδειχθῆ αὐτό δέν πρέπει νά κατηγορεῖται ὁ ἀπατῶν, πρός τόν ὁποῖο μάλιστα σέ ἀντίθετη περίπτωση θά πρέπει νά ἐπιδεικνύεται εὐγνωμοσύνη ἀπό τούς ἀπατωμένους, ἄν αὐτοί θέλουν νά εἶναι δίκαιοι. Τόσο δέ εἶναι τό κέρδος ποὺ προκαλεῖται ἀπό τήν ἐπίκαιρη καί ὀρθά ἐπινοηθεῖσα ἀπάτη, ὥστε πολλοί νά ἔχουν τιμωρηθῆ ἐπειδή δέν ἔκαναν χρήση τῆς ἀπάτης ὅταν αὐτό ἐπιβαλλόταν. Ἔτσι, ἄν ἐξετάσης τήν ἱστορία τῶν ἐπιτυχημένων στρατηγῶν ὅλων τῶν ἐποχῶν, τότε θά διαπιστώσης ὅτι τά περισσότερα κατορθώματά τους ὑπῆρξαν προϊόντα ἀπάτης, μᾶλλον δέ αὐτοί ἐπαινοῦνται πάρα ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι νίκησαν μέ φανερό τρόπο. Διότι οἱ τελευταῖοι κερδίζουν τούς πολέμους μέ τρομακτική χρηματική δαπάνη καί τεράστιες ἀπώλειες στρατιωτῶν, ὥστε τελικά δέν προκύπτει κανένα οὐσιαστικό ὄφελος ἀπό τή νίκη τους, πολύ περισσσότερο δέ ἀφοῦ οἱ νικητές δέν δυστυχοῦν λιγότερο ἀπό τούς ἡττημένους, δεδομένου ὅτι καί τά στρατεύματά τους κατέστρεψαν καί τά ταμεῖα ἀδείασαν. Ἐπί πλέον δέ οἱ ἡττημένοι δέν τούς ἀφήνουν νά ἀπολαύσουν ὅλους τοὺς καρπούς τῆς νίκης, ἀφοῦ κάποιες φορές συμβαίνει καί αὐτοί νά καρπώνονται μέρος της, ἀφοῦ ἡττῶνται μόνο σωματικά, ὄχι ψυχικά. Τοῦτο συμβαίνει διότι ἄν ἦταν δυνατό ὁ πληττόμενος νά μή πεθαίνη, τότε δέν θά σταματοῦσε ποτέ νά εἶναι ὁρμητικός καί πρόθυμος νά ἀγωνισθῆ. Ἀντίθετα, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κατόρθωσε νά κερδίση τούς ἐχθρούς μέ ἀπάτη, τότε βαρύνει αὐτούς ὄχι μόνο μέ τή συμφορά, ἀλλά καί μέ τή γελοιοποίηση. Ἔτσι, λοιπόν, ἐνῶ στήν περίπτωση ποὺ τό ἀποτέλεσμα μιᾶς μάχης κρίνεται ἀπό τήν ἀνδρεία τῶν στρατιωτῶν ὁ ἔπαινος κατανέμεται καί στίς δύο παρατάξεις, ἀντίθετα, στήν περίπτωση ποὺ κυριαρχεῖ ἡ φρόνηση καί τά τεχνάσματα, ὁ θρίαμβος ἀνήκει ὁλοκληρωτικά στούς νικητές καί τά ὀφέλη ἀπό τή νίκη διαφυλάσσονται ἀκέραια γιά τό Κράτος τους. Καί τοῦτο διότι ἡ φρόνηση τῆς ψυχῆς δέν εἶναι ἀνάλογη πρός τόν πλοῦτο τῶν χρημάτων καί τό πλῆθος τῶν στρατιωτῶν, τά ὁποῖα χρησιμοποιούμενα στούς πολέμους συνεχῶς μειώνονται καί τελικά ἐκλείπουν, σέ ἀντιδιαστολή πρός τή φρόνηση, ἡ ὁποία ἀπό τή φύση της ὅσο περισσότερο ἀσκεῖται τόσο περισσότερο αὐξάνει.

Ἡ δέ χρεία τῆς ἀπάτης δέν εἶναι ἀναγκαία μόνο σέ πολέμους, ἀλλά καί κατά τή διάρκεια τῆς εἰρήνης, ὄχι δέ μόνο στή διαχείριση τῶν δημοσίων πραγμάτων, ἀλλά καί στήν ἰδιωτική ζωή, στίς σχέσεις μεταξύ τῶν συζύγων, τοῦ πατέρα πρός τόν υἱό, τοῦ φίλου πρός τόν φίλο, ἀκόμη δέ καί τῶν παιδιῶν πρός τόν πατέρα, ὅπως συνέβη μέ τή θυγατέρα τοῦ Σαούλ, ἡ ὁποία δέν μποροῦσε νά ἀποσπάση τόν ἄνδρα της ἀπό τόν πατέρα της παρά μόνο μέ τήν ἀπάτη. Ἀλλά καί ὁ ἀδελφός αὐτῆς, προκειμένου νά συλλάβη καί πάλι τόν ἀπελευθερωθέντα σύζυγο, κατάφερε νά ἐπιτύχη τόν σκοπό του μέ τή χρήση τεχνάσματος.

Καί ὁ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ἀπάντησε· Ὅλα αὐτά δέν ἔχουν νά κάνουν μέ μένα, διότι ἐγώ οὔτε ἐχθρός εἶμαι, οὔτε ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐπιχειροῦν νά σέ ἀδικήσουν. Ἐντελῶς ἀντίθετα, ἐγώ ἐμπιστεύθηκα ὅλα ὅσα μέ ἀφοροῦσαν στή βούλησή σου, τήν ὁποία πάντοτε καί ἀκολουθοῦσα.

θ. Μεγάλο τό κέρδος τῆς ἀπάτης. Ἡ θέση τοῦ Χρυσοστόμου καί ἡ κοινή λογική.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Μά, ἀγαπητέ μου καί θαυμάσιε φίλε, γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί ἐγώ ἔφθασα στό σημεῖο νά πῶ ὅτι ὄχι μόνο στόν πόλεμο, οὔτε μόνο στούς ἐχθρούς, ἀλλά καί στήν εἰρήνη καί στούς πολύ ἀγαπημένους εἶναι καλό νά χρησιμοποιεῖται ἡ ἀπάτη. Ὅτι δέ αὐτή εἶναι χρήσιμη ὄχι μόνο στούς ἀπατῶντες ἀλλά καί στούς ἀπατωμένους, μπορεῖς νά τό διαπιστώσης ἄν ἐπισκεφθῆς ἕναν ἀπό τούς ἰατρούς καί τόν ρωτήσης πῶς θεραπεύει τούς ἀσθενεῖς του. Θά ἀκούσης ἀπό τούς ἰατρούς ὅτι δέν ἀρκοῦνται μόνο στήν ἐπιστήμη τους, ἀλλά ὑπάρχουν περιπτώσεις, στίς ὁποῖες συνδύασαν μέ αὐτήν καί τή βοήθεια τῆς ἀπάτης καί ἔτσι κατάφεραν νά θεραπεύσουν τούς ἀσθενεῖς τους. Πράγματι, ἀφ’ ἑνός μέν ἡ δυστροπία τῶν ἀσθενῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ βαρειά μορφή κάποιας ἀσθένειας, ἐπιφέρουν κάποιες φορές τή μή συμμόρφωσή τους πρός τίς ἰατρικές ὁδηγίες καί καθιστοῦν ἀναγκαῖο στόν θεράποντα νά ὑποδυθῆ τό προσωπεῖο τῆς ἀπάτης, γιά νά μπορέση νά ἀποκρύψη τήν ἀλήθεια ὅσων πρέπει νά γίνουν, ὅπως γίνεται δηλαδή καί στή θεατρική σκηνή. Ἐάν δέ θέλης μπορῶ καί ἐγώ νά σοῦ διηγηθῶ μία ἀπό τίς πολλές ἀπάτες, τίς ὁποῖες ἄκουσα νά μεταχειρίζονται ἰατροί γιά νά πετύχουν τόν σκοπό τους.

Κάποιος, λοιπόν, ἔπεσε ξαφνικά βαρειά ἄρρωστος καί ὁ πυρετός του ἀνέβαινε συνεχῶς. Ὁ ἀσθενής ἐκεῖνος ἀποστρεφόταν ὅμως τά φάρμακα, ποὺ μποροῦσαν νά κατεβάσουν τόν πυρετό, ἐπιθυμοῦσε δέ νά γευθῆ μεγάλη ποσότητα καθαροῦ οἴνου καί παρακαλοῦσε ὅσους προσέρχονταν νά τόν ἐπισκεφθοῦν νά τοῦ ἐπιτρέψουν νά ἱκανοποιήση τήν ὀλέθρια ἐπιθυμία του. Ἄν ὅμως κάποιος τοῦ ἔκανε αὐτή τή χάρη, τότε ὄχι μόνο θά τοῦ ἀνέβαινε ὁ πυρετός, ἀλλά ἐπί πλέον ὁ δυστυχής θά πέθαινε ἀπό ἀποπληξία.

Στό σημεῖο αὐτό, ὅταν πλέον ἡ ἐπιστήμη περιῆλθε σέ πλήρη ἀμηχανία καί δέν μποροῦσε νά ἐξεύρη καμμία λύση, ἀφοῦ εἶχε πλήρως ἐκβληθῆ ἀπό τόν δύστροπο ἀσθενῆ, εἰσῆλθε ἡ ἀπάτη καί ἔδειξε τή μεγάλη δύναμή της, ὅπως θά ἀκούσης ἀμέσως. Ὁ θεράπων ἰατρός πῆρε ἕνα ἀγγεῖο, τό ὁποῖο μόλις εἶχε βγῆ ἀπό τήν εἰδική ὑψικάμινο καί ἀφοῦ τό βύθισε σέ πολύ κρασί, ἀκολούθως τό γέμισε μέ νερό. Στή συνέχεια ἔδωσε ἐντολή νά συσκοτισθῆ τό δωμάτιο τοῦ ἀσθενῆ μέ πολλά παραπετάσματα, ὥστε νά μήν ἀποκαλυφθῆ ἡ ἀπάτη του καί τοῦ ἔδωσε νά πιῆ ἀπό τό περιεχόμενο τοῦ ἀγγείου, τό δῆθεν καθαρό κρασί. Ὁ ἀσθενής πρίν ἀκόμη τό λάβη στά χέρια του ἀπατήθηκε ἀπό τήν ὀσμή τοῦ ἀγγείου καί ἀπό τό σκοτάδι καί χωρίς νά ἐξετάση προσεκτικά τό ποτό ποὺ τοῦ δόθηκε, ἐπειγόμενος ἀπό τήν ἐπιθυμία γιά κρασί, ἤπιε τελικά τό ὑγρό που τοῦ δόθηκε ἀμέσως καί ἔτσι διέφυγε τόν κίνδυνο ποὺ διέτρεχε.

Βλέπεις, λοιπόν, ποιό εἶναι τό κέρδος τῆς ἀπάτης, ἄν δέ κάποιος ἤθελε νά ἀριθμήση τούς δόλους τῶν ἰατρῶν, ὁ λόγος του θά ἐπιμηκυνόταν στό ἄπειρο. Μπορεῖ δέ νά διαπιστώση κάποιος ὅτι τό φάρμακο αὐτό τό χρησιμοποιοῦν συνεχῶς ὄχι μόνο οἱ θεράποντες τῶν σωμάτων, ἀλλά καί οἱ ἐπιμελούμενοι τά ψυχικά νοσήματα. Καί ὁ μακάριος Παῦλος μέ τό φάρμακο αὐτό προσπάθησε νά προσελκύση τούς ἀναρίθμητους Ἰουδαίους, ὅταν περιέταμε τόν Τιμόθεο, ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος γράφοντας πρός τούς Γαλάτες ὑποστήριξε ὅτι ὁ Χριστός δέν πρόκειται νά ὠφελήση σέ τίποτα τούς περιτεμνομένους. Γιά νά πετύχη τόν σκοπό του ὑπέβαλε τόν ἑαυτό του στίς διατάξεις τοῦ νόμου, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θεωροῦσε τή συμμόρφωση πρός τίς μωσαϊκές διατάξεις ζημία, μετά τήν οἰκείωση τῆς πίστεως στόν Χριστό. Διότι ἡ δύναμη τῆς ἀπάτης εἶναι πολύ μεγάλη, ἀρκεῖ αὐτή νά μή γίνεται μέ κακή προαίρεση.

Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή πρέπει ἡ πράξη αὐτή οὔτε κἄν ἀπάτη νά ὀνομάζεται, ἀλλά εἶδος οἰκονομίας καί σοφῆς διαχειρίσεως τῶν καταστάσεων, ὥστε νά ἐξευρίσκεται διέξοδος στά ἀδιέξοδα καί νά ἐπανορθώνονται τά ψυχικά πλημμελήματα. Ἔτσι, δέν θά ἔπρεπε νά χαρακτηρίσουμε τόν Φινεές φονέα ἄν καί μέ ἕνα κτύπημα σκότωσε δύο ἀνθρώπους, ὅπως ἐπίσης καί τόν Ἠλία, ὁ ὁποῖος θανάτωσε τούς ἑκατό στρατιῶτες καί τούς ἐπικεφαλῆς τους καί ἔχυσε χείμαρρο αἱμάτων ἀπό τή σφαγή τῶν ἱερέων τῶν εἰδώλων. Ἐάν δέ ἐπιτρέπαμε νά συμβῆ τό ἀντίθετο καί ἀπογυμνώναμε τίς πράξεις ἀπό τήν προαίρεση τῶν δρώντων, ἐξετάζοντες αὐτές καθ’ ἐαυτές, τότε ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά ἤθελε νά κρίνη τόν Ἀβραάμ θά τόν χαρακτήριζε παιδοκτόνο, στόν δέ ἐγγονό του καί στόν ἀπόγονό του θά ἔπρεπε νά τούς προσάψη τήν κατηγορία τῆς κακουργίας καί τοῦ δόλου, ἀφοῦ ὁ μέν πρῶτος ὑπεξαίρεσε τά φυσικά πρεσβεῖα, ὁ δέ δεύτερος τόν πλοῦτο τῶν Αἰγυπτίων τόν μετέφερε στόν στρατό τῶν Ἰσραηλιτῶν. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα, ἀντίθετα μάλιστα, ἀφοῦ ὄχι μόνο ἀπαλλάσσουμε τῶν κατηγοριῶν αὐτούς τούς ἄνδρες, ἀλλά καί τούς θαυμάζουμε γιά τίς πράξεις τους αὐτές, ἐπειδή καί ὁ Θεός τούς ἐπήνεσε γι’ αὐτά ποὺ ἔκαναν.

Ἀπατεώνας λοιπόν θά μποροῦσε δικαίως νά χαρακτηρισθῆ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τήν ἀπάτη μέ δόλο καί ὄχι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποβλέπει σέ ὑγιεῖς σκοπούς. Πολλές φορές μάλιστα εἶναι ἀναγκαῖο νά χρησιμοποιηθῆ ἀπάτη καί προκύπτει ὄντως μεγάλη ὠφέλεια ἀπό τή χρήση της, ἐνῶ ὁ προσεγγίζων μία ὑπόθεση μέ εὐθύ τρόπο τυχαίνει νά βλάπτη σοβαρά τόν μή ἀπατηθέντα.