Κυριακὴ ΙΕ Λουκᾶ (Λουκ. ιθ΄ 1-10)
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))
23 Ἰανουαρίου 1966
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,Πολλὲς φορὲς μιλήσαμε καὶ εἴπαμε γιὰ τὴ μετάνοια. Σήμερα ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ξαναμιλήσουμε καὶ νὰ ποῦμε πάλι γιὰ τὸ ἴδιο πράγμα. Καὶ τὴν εὐκαιρία αὐτή μᾶς τὴν δίνει ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος. Αὐτὸς ὁ ἀρχιτελώνης μᾶς μαθαίνει πὼς ἡ μετάνοιά μας πρέπει νὰ εἶναι ἔμπρακτη. Ἂς ἀκούσουμε ὅμως πρῶτα τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς μέσ’ ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ. Καὶ νὰ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζακχαῖο κι αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ σὰν ἀρχιτελώνης ἦταν πλούσιος. Καὶ ζητοῦσε νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ ποιὸς εἶναι καὶ δὲ μποροῦσε, ἐξαιτίας τοῦ κόσμου καὶ λόγω ποὺ ἦταν μικρόσωμος. Ἔτρεξε λοιπὸν μπροστὰ κι ἀνέβηκε σὲ μιὰ συκομουριὰ γιὰ νὰ τὸν δῆ, γιατί ἀπὸ κεῖ θὰ περνοῦσε. Καὶ μόλις ἦλθε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, σήκωσε τὰ μάτια του ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε· Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου. Κι ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε ἀμέσως καὶ ὑποδέχθηκε τὸν Ἰησοῦ μὲ χαρά. Ὅλοι τότε ποὺ τὸ εἶδαν ἐτοῦτο ἐγόγγυζαν κι ἔλεγαν πὼς μπῆκε νὰ φιλοξενηθῆ στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως στάθηκε μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε· Νὰ τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου, Κύριε, τὰ δίνω στοὺς φτωχούς· κι ἂν τύχη κι ἔκλεψα κανενός, τοῦ τὸ δίνω πίσω τετραπλάσιο. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς· Σήμερα ἔγινε σωτηρία σὲ τοῦτο τὸ σπίτι, γιατί κι αὐτὸς εἶναι παιδὶ τοῦ Ἀβραάμ. Γιατί ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε γιὰ νὰ ψάξη νὰ βρῆ καὶ νὰ σώση τοὺς χαμένους.

Αὐτὸς ὁ ἀρχιτελώνης, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι τὸ παράδειγμα κάθε ἁμαρτωλοῦ ποὺ ξεκινάει νὰ βρῆ τὴ σωτηρία του. Κι ὅποιος θέλει νὰ βρῆ τὴ σωτηρία του, ἕνα δρόμο ἀκολουθάει, τὴν ἔμπρακτη μετάνοια. Καὶ τὸν ἀκολουθάει ἀμέσως, χωρὶς ἀναβολὲς καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζη ἐμπόδια. Ὁ Ζακχαῖος ἤθελε κι ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, μὰ ὁ κόσμος ἦταν πολὺς κι αὐτὸς ἦταν μικρόσωμος. Μηχανεύθηκε τότε καὶ βρῆκε τρόπο νὰ τὸν δῆ. Δὲν φοβήθηκε νὰ μὴ γελάσουν μαζί του, δὲν λογαρίασε τὴν ἡλικία του καὶ τὴ θέση του, μόνο ἔτρεξε κι ἀνέβηκε στὸ δένδρο. Ἡ καλὴ ἐπιθυμία μέσα του νικοῦσε κάθε ἐξωτερικὴ δυσκολία καὶ κάθε ἐμπόδιο.

Ἄραγε, χριστιανοί μου, κι ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἔχουμε τὴν ἐπιθυμία νὰ δοῦμε τὸ Σωτήρα μας; Σὰν καὶ τότε, περνάει ἀνάμεσά μας· ἄραγε σπεύδουμε νὰ τὸν δοῦμε καὶ νὰ τὸν γνωρίσουμε ἤ μήπως κι ὅταν περνάη ἐμπρός μας, δὲν τὸν προσέχουμε; Μὰ εἶν’ ἀλήθεια πὼς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ν’ ἁμαρτήσουνε δὲν ντρέπονται, μὰ νὰ μετανοήσουνε ντρέπονται. Δὲν φοβοῦνται τὴν ἁμαρτία καὶ φοβοῦνται τὴ σωτηρία. Ντρέπονται καὶ φοβοῦνται νὰ τοὺς δοῦν οἱ ἄνθρωποι πὼς ἔχουν φιλία μὲ τὸ Χριστό. Εἶναι πολλοὶ ποὺ ντρέπονται καὶ φοβοῦνται νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, νὰ ξομολογηθοῦνε, νὰ κοινωνήσουνε, νὰ κάμουν τὸ σταυρό τους. Ἐκεῖνο ποὺ προσέχουν εἶναι τί θὰ πῆ ὁ κόσμος· κανονίζουνε τὸ βίο τους σύμφωνα μὲ τὴν κρίση τοῦ κόσμου καὶ χάνουνε τὴ σωτηρία τους γιὰ χάρη τοῦ κόσμου.

Ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος δὲν τὰ πρόσεξε αὐτὰ· πρόσεξε μόνο στὴν καλή του ἐπιθυμία νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ βρῆκε τρόπο καὶ τὶς δυσκολίες νὰ νικήση καὶ τὸ σωτήρα του νὰ δῆ. Εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα ἐτοῦτο τῆς ἔμπρακτης μετάνοιας κι ἂς τὸ προσέξουνε ὅσοι λένε πὼς τάχα μετανοοῦνε καὶ μένουνε μόνο στὸ λόγο. Θέλω, λένε, θέλω τὴ σωτηρία μου, μὰ εἶναι πολλὰ ἐμπόδια· εἶναι τὸ ἐπάγγελμά μου, εἶναι ἡ κοινωνική μου θέση, εἶναι ἡ ἡλικία μου, εἶναι οἱ περιστάσεις, εἶναι ἡ κοινὴ γνώμη. Ὅλα εἶναι, χριστιανοί μου, καὶ μόνο ὁ ἀληθινὸς πόθος γιὰ τὴ σωτηρία δὲν εἶναι. Ἔτσι πολλοὶ δὲν κάνουν μήτε τὸ πρῶτο βῆμα στὴν ἔμπρακτη μετάνοια.

Ἡ ἔμπρακτη μετάνοια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅταν κάμη τὸ πρῶτο βῆμα, ποὺ εἶναι ἡ συνάντηση κι ἡ γνωριμία μὲ τὸ Θεό, ὕστερα προχωρεῖ σ’ ἕνα δεύτερο μεγάλο βῆμα, στὴ συνάντηση καὶ τὴ συμφιλίωση μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Κάμποσοι λένε πὼς τὰ ‘χουν καλὰ μὲ τὸ Θεό, μὰ βλέπουμε πὼς δὲν τὰ ‘χουν καλὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς καταλαβαίνουμε πὼς εἶναι ψεῦτες καὶ ὑποκριτές. Γιατί, λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, πῶς μπορεῖ ν’ ἀγαπᾶς τὸ Θεὸ ποὺ δὲν τὸν βλέπεις, ὅταν δὲν ἀγαπᾶς τὸν ἀδελφό σου, ποὺ εἶναι μπρὸς στὰ μάτια σου; Εἶναι κι ἄλλοι ποὺ λένε πὼς ἀγαποῦνε τάχα τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν τοὺς μέλει γιὰ τὸ Θεὸ· δὲν τὸν εἴδανε καὶ δὲν τὸν ξέρουν τὸ Θεό, δὲν τὸν χρειάζονται γιὰ σωτήρα καὶ δὲν τὸν φοβοῦνται γιὰ κριτή. Κι αὐτοὶ ψεῦτες εἶναι καὶ ὑποκριτές. Γιατί ὅποιος δὲν ξέρει τὸ Θεὸ μήτε τὸν ἄνθρωπο γνωρίζει κι ὅποιος δὲ συναντήθηκε μέσα του μὲ τὸ Θεὸ μήτε καὶ τοὺς ἀνθρώπους συναντάει γύρω του.

Ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος, ὅταν εἶδε καὶ γνώρισε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὕστερα προχώρησε στοὺς ἀνθρώπους· ἔκαμε τὸ δεύτερο βῆμα στὸ δρόμο γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἡ ἔμπρακτη μετάνοιά του εἶναι τύπος καὶ ὑπογραμμὸς γιὰ κάθε ἁμαρτωλό, ποὺ ξεκινάει γιὰ νὰ σωθῆ καὶ ποὺ πραγματικὰ κι ἀληθινὰ μετανοεῖ. Ἀλλιῶς ἡ μετάνοια εἶναι ἕνας ἐμπαιγμὸς πρὸς τὸ Θεὸ καὶ μιὰ ψευτιὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους· τάχα πὼς λυπόμαστε γιὰ τὴν ἀσέβεια καὶ γιὰ τὴν ἀδικία μας, τάχα πὼς μετανοοῦμε γιὰ τὶς πράξεις μας καὶ γιὰ τὸ βίο μας καὶ μένουμε πάντα οἱ ἴδιοι, ἀμετανόητοι κι ἀδιόρθωτοι.

Ὁ Θεὸς γιὰ τὴν παρακοὴ τῶν Πρωτοπλάστων καὶ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, μιὰ κι ὁ κόσμος δὲν εἶχε τί νὰ δώση, ἔδωκε τὸν υἱὸ Του τὸ μονογενῆ καὶ σὺ γιὰ τὴν ἁμαρτία σου καὶ γιὰ τὴν ἀδικία σου δίνεις μόνο λόγια; Ὁ Θεὸς τὸ ἄδικο δὲν τὸ θέλει μὲ κανέναν τρόπο, γι’ αὐτὸ ὅποιος ἔκλεψε, ὅποιος ἔφαγε τὸν ξένο κόπο, ὅποιος ἐδάνεισε καὶ πῆρε τὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅποιος ἐζύγισε ξύγγικα, ὅποιος καταπάτησε τὸ ξένο χωράφι, ὅποιος ἐπῆρε χρήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι ὅσοι κάμανε ἀδικία καὶ λένε πὼς μετανοοῦνε, νὰ κάμουν ἔμπρακτη μετάνοια· νὰ πάψουνε ν’ ἀδικοῦν καὶ νὰ δώσουνε πίσω τὰ ξένα. Γιατί ἀλλιῶς ἡ μετάνοιά τους εἶναι ψεύτικη καὶ δὲν τὴ δέχεται ὁ Θεός.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ὁ Χριστὸς ἦλθε γιὰ νὰ βρῆ καὶ νὰ σώση τοὺς ἁμαρτωλούς. Βρίσκει πάντα ἐκείνους ποὺ ζητοῦνε νὰ τὸν βροῦν καὶ σώζει ἐκείνους ποὺ δείχνουν ἔμπρακτη μετάνοια. Ἄμποτε κι ἐμεῖς νὰ ‘μαστε ἀπ’ αὐτούς, γιὰ ν’ ἀκούσουμε στὴν ψυχή μας τὸν παρήγορο ἐκεῖνο λόγο· Σήμερα ἔγινε σωτηρία σὲ τοῦτο τὸ σπίτι. Ἀμήν.