Μερικοί τό Σῶμα τοῦ Κυρίου τό παίρνουν χωρίς φόβο Θεοῦ. Καί τό τρῶνε. Ἀλλά δέν χορταίνουν. Γιατί, ὅσο τό μυστήριο αὐτό τό παίρνουν μόνο μέ τό στόμα, ποτέ δέν θά γεμίζουν μέ τήν χάρη του. Θά μένουν ἀπό τήν πλευρά αὐτή, πεινασμένοι. Ἐπειδή, καί πρίν προσέλθουν, αἰσθάνονταν χορτᾶτοι.
Ἀπό τόν κανόνα ἀυτόν δέν ἐξαιροῦνται οὔτε οἱ λεγόμενοι ἐκλεκτοί. Γιατί καί αὐτοί (οἱ λεγόμενοι ἐκλεκτοί) δέν εἶναι δυνατό νά εἶναι χωρίς ἁμαρτία· ἀφοῦ ἀσφαλῶς καί αὐτοί κάτι τό ἐφάμαρτο θά πράξουν, ἄν δέν βιάζουν καθημερινά τόν ἑαυτό τους νά ἀποφεύγουν ἀκόμη καί ἐκεῖνα τά μικρά ἁμαρτήματα, ἀπό τά ὁποία τό εὐόλισθο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως δέν θά πάψει ποτέ νά μολύνεται.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν φροντίζει κάθε ἡμέρα νά ὑπερνικάει τίς ἀτέλειές του, ὅσο καί ἄν φαντάζεται ὅτι τά ἁμαρτήματα πού κάνει δέν εἶαι καί τόσο βαρειά, λίγο-λίγο ἡ ψυχή του γεμίζει ἁμαρτίες.. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος χάνει τόν καρπό τῆς ἐσωτερικῆς ἐκείνης κατάστασης, πού λέγεται πνευματικός πλοῦτος, ἐπειδή μᾶς γεμίζει πνευματική χαρά.
Καί γιά νά τό ἀκοῦσουν οἱ «χορτασμένοι», προσθέτει: «Γιατί, ὅποιος ἐσθίει ἤ πίνει, χωρίς νά τό βιώνει ἔντονα ὅτι αὐτό εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἐσθίει καί πίνει “κρῖμα” καί παίρνει ἐπάνω του “κρῖμα”»(Α΄ Κορ. 11,29).