Αναβλητικότητα

 
«Και οι άν­θρω­ποι ήρ­θαν και γέ­μι­σαν τους δρό­μους και ά­κου­σαν. Κά­ποι­οι ή­ταν έ­τοι­μοι για το μή­νυ­μα της σω­τη­ρί­ας· […] Αλ­λά ήλ­θα­ν άλ­λοι άν­θρω­ποι, ό­πως τό­σοι πολ­λοί έρ­χον­ται τώ­ρα σ’ έ­να­ν ι­ε­ρέ­α, ήλ­θαν να δού­ν έ­να άν­θρω­πο που κά­ποι­ος τους μί­λη­σε γι’ αυ­τόν, ν’ α­κού­σουν τι εί­χε να πει. […] Ά­κου­σαν τον λό­γο Του, αλ­λά δεν τον κρά­τη­σαν μέ­σα τους, τον βρή­κα­ν ό­μορ­φο, α­λη­θι­νό – αλ­λά δεν πή­γαν πιο πέ­ρα. Ά­κου­σαν λό­για, δέ­ν ά­κου­σαν την κραυ­γή της ψυ­χής τους που πει­νού­σε για λό­γο α­λη­θεί­ας.[…] 
Έ­τσι ό­τα­ν Ε­κεί­νος εί­χε δια­βεί, ό­λοι ε­πέ­στρε­ψαν στις συ­νη­θι­σμέ­νες του­ς α­σχο­λί­ες, στην κα­νο­νι­κή τους ζω­ή.[…] Τους κυ­ρί­ευ­σαν οι α­νη­συ­χί­ες του σπι­τιού τους: υ­πήρ­χαν τό­σα πράγ­μα­τα στην ζω­ή τους να κά­νουν, να σκε­φτούν, δεν υ­πήρ­χε και­ρός να συλ­λο­γι­στούν ξα­νά και ξα­νά τα λό­για που εί­χα­ν α­κού­σει, δεν υ­πήρ­χε και­ρός να κα­θί­σουν με η­ρε­μί­α και να φαν­τα­στούν το πρό­σω­πο που εί­χαν δει, να ξα­να­θυ­μη­θούν την φω­νή που εί­χα­ν α­κού­σει.
Αυ­τοί εί­ναι οι άν­θρω­ποι που δέ­χον­ται τον λό­γο του Θε­ού, που τον δέ­χον­ται α­λη­θι­νά στην καρ­διά τους, αλ­λά υ­πάρ­χουν τό­σα πολ­λά πράγ­μα­τα που έ­χουν ση­μα­σί­α – θα το κά­νου­με αύ­ριο, ή, αν μπο­ρού­σα­με μο­να­χά να αλ­λά­ζα­με το μή­νυ­μα του Κυ­ρί­ου με έ­να πιο ε­φι­κτό, πιο α­πλό, να μην εί­ναι τό­σο α­πό­λυ­το ό­σο αυ­τό.
Και υ­πάρ­χουν τό­σοι πολ­λοί α­πό ε­μάς που έ­λα­βαν το μή­νυ­μα με εν­θου­σια­σμό, με πά­θος, γνω­ρί­ζον­τα­ς ό­τι εί­ναι πράγ­μα­τι η α­πάν­τη­ση στην λα­χτά­ρα, την πεί­να, το με­γα­λεί­ο που υ­πάρ­χει μέ­σα μας· αλ­λά ό­μω­ς η ζω­ή εί­ναι τό­σο σύν­θε­τη, έ­χου­με τό­σα πράγ­μα­τα να κά­νου­με! Και σ’ ό­λη τού­τη την πο­λυ­πλο­κό­τη­τα και το κα­θη­με­ρι­νό «γί­γνε­σθαι», τα λό­για που α­κού­σα­με, πα­ρα­με­ρί­ζον­ται- για μια άλ­λη μέ­ρα, για μια άλ­λη φο­ρά, ό­ταν θα εί­μαι αρ­κε­τά με­γά­λος για να έ­χω ο­ποι­εσ­δή­πο­τε α­νη­συ­χί­ες…».
Anthony Bloom
(Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)