ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

       Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο εμφανίστηκαν και έδρασαν πολλοί αξιόλογοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, με μεγάλη προσφορά στη Θεολογία. Μάλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί η εποχή αυτή, ως περίοδος άνθισης της Ορθοδόξου Θεολογίας, τη στιγμή που ήταν σε εξέλιξη μια γιγάντια προσπάθεια από τους αιρετικούς δυτικούς, για τη νόθευσή της. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Συμεών αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Εκκλησίας μας κατά τον 14ο και 15ο αιώνα.
       Δυστυχώς οι πληροφορίες για το βίο του είναι πολύ λίγες. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα μισά του 14ου αιώνα. Το όνομά του Συμεών είναι προφανώς το μοναχικό του και δε γνωρίζουμε το κοσμικό του. Φαίνεται ότι καταγόταν από επιφανή οικογένεια και είχε την δυνατότητα να λάβει σοβαρή μόρφωση. Σπούδασε φιλοσοφία, αλλά περισσότερο τον κέρδισε η Θεολογία. Κατά την εφηβική του ηλικία είχε πάρει την απόφαση να ακολουθήσει το μοναχικό βίο. Έτσι εγκαταβίωσε σε κάποια μονή κοντά στη Βασιλεύουσα και συνδεόταν πνευματικά με τους αδελφούς Ξανθόπουλους. Λίγο μετά χειροτονήθηκε ιερομόναχος.

 

       Ανάμεσα στα έτη 1410-1418 εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Προφανώς σε αυτό συνετέλεσε η φήμη του ως άριστος Θεολόγος και πνευματικός άνδρας. Η χειροτονία του έγινε στην Κωνσταντινούπολη. Όμως η ενθρόνισή του άργησε αρκετά λόγω διαφόρων συγκυριακών προβλημάτων. Προφανώς η καθυστέρηση οφείλονταν και στην ταπεινότητά του, καθ’ ότι θεωρούσε τον εαυτό του αδύναμο να αναλάβει το αρχιερατικό βάρος του θρόνου της συμβασιλεύουσας πόλεως. Αυτό προκύπτει και από τη σχετική φρασεολογία του στα σωζόμενα έγγραφα, που είχε υπογράψει κατά την αρχιερατεία του.
      Η αρχιερατική του διακονία στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρξε δυστυχώς ειρηνική, διότι συνέπεσε με την παρακμή και το τέλος της βυζαντινής αυτοκρατορίας και με την κατάκτηση της πόλεως, αρχικά από τους Βενετούς (1423-1430) και λίγο μετά το θάνατό του, από τους Οθωμανούς (1430-1912). Ποίμαινε έναν λαό, ο οποίος βίωνε το φάσμα της καταστροφής και του αφανισμού. Πα’ όλα αυτά, ο ίδιος στάθηκε αληθινός πατέρας και πιστός ποιμένας του λαού του, στηρίζοντάς τον με όλες του τις δυνάμεις. Ταυτόχρονα είχε να αντιμετωπίσει και τις λυσσαλέες επιθέσεις των αιρετικών παπικών, οι οποίοι επιδίωκαν την άλωση της Ορθοδόξου Ανατολής και την υποταγή της στον πάπα, με τη νόθευση της ορθοδόξου διδασκαλίας, με τα αιρετικά παπικά δόγματα, αφού είδαν ότι δεν μπορούσαν με τη βία (σταυροφορίες).
       Ο άγιος Συμεών ήθελε την Εκκλησία ενωμένη, παρ’ όλες τις διαφωνίες των διαφόρων τοπικών Εκκλησιών για τον τρόπο προσεγγίσεως των δυτικών, από τους οποίους ανέμεναν τη σωτηρία από την οθωμανική απειλή. Έτσι ανάπτυξε στενές σχέσεις με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Παράλληλα άρχισε ένα μεγάλο αγώνα για την αναδιοργάνωση της Εκκλησίας στη Θεσσαλονίκη και στην ευρύτερη Μακεδονία. Κάποιοι μελετητές χωρίζουν το μεγάλο ποιμαντικό έργο του σε τρία σημεία. Το πρώτο ήταν ο προφορικός και γραπτός λόγος του. Έγραφε νυχθημερόν θεολογικά έργα, πραγματείες και επιστολές, τις οποίες  απεύθυνε σε επισκόπους και κληρικούς της δικαιοδοσίας του, αλλά και πέραν των ορίων της επαρχίας του, όπως για παράδειγμα στην Κρήτη. Μέσω αυτών προσπαθούσε να στηρίξει τους ορθοδόξους από τον ανελέητο προσηλυτισμό, που ασκούσαν οι αιρετικοί εις βάρος τους. Να αποδείξει την ορθόδοξη διδασκαλία ως την μόνη αληθινή και σώζουσα πίστη και την Ορθοδοξία ως την μόνη αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Το δεύτερο ήταν η άσκηση της φιλανθρωπίας προς τους φτωχούς και ενδεείς, οι οποίοι αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο, σε μια περίοδο απίστευτης αβεβαιότητας. Ο
άγιος επίσκοπος οργάνωσε μια καταπληκτική φιλανθρωπική δραστηριότητα, σώζοντας χιλιάδες ανθρώπους από το φάσμα του θανάτου. Το τρίτο ήταν η μέριμνά του για την λειτουργική αναγέννηση της επισκοπικής του περιφέρειας. Κι’ αυτό διότι πίστευε πως η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας είναι η βάση της ενότητας και της γνησιότητας του εκκλησιαστικού σώματος. Τα πάμπολλα ξενόφερτα και παρείσακτα στοιχεία στη λατρεία της Εκκλησίας, δημιουργούσαν πρόβλημα αυθεντικότητας στην Εκκλησία, διότι ήταν αντίθετα από το ορθόδοξο δόγμα. Κάθε απομάκρυνση από την γνήσια λειτουργική παράδοση, ήταν παράθυρο εξόδου από την αλήθεια της Εκκλησίας. Τα σωζόμενα έργα του είναι γεμάτα από την προσπάθειά του να καθαρθεί η Εκκλησία από τα μη παραδοσιακά λειτουργικά στοιχεία.
      Η πτώση της Θεσσαλονίκης στους αλλόδοξους αιρετικούς παπικούς Βενετούς γέμισε με πικρία τον άγιο Συμεών, διότι ήταν προσηλωμένος. Παρ’ όλα αυτά όμως φαίνεται ότι θεωρούσε πιο ήπια την βενετική κατοχή από την οθωμανική, διότι οι μεν παπικοί ήταν αιρετικοί, οι δε Οθωμανοί αλλόθρησκοι, έχοντας ολωσδιόλου ασύμβατη θρησκευτική πίστη με τον Χριστιανισμό. Κάποιοι θεωρούν τον άγιο Συμεών, από τη στάση του αυτή, ως δήθεν φιλοπαπικό.
       Αυτό όμως δεν ευσταθεί, διότι, από τα έργα του αποδεικνύεται από τη βαθειά προσήλωσή του στην Ορθοδοξία και τη σφοδρή αντίθεσή του προς τους αιρετικούς παπικούς. Αναδείχτηκε πιστός και άξιος συνεχιστής της Ησυχαστικής Θεολογίας του προκατόχου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά(1296-1360) και των άλλων ησυχαστών. Ο ησυχασμός ήταν το ορθόδοξο δόγμα, το οποίο πολεμήθηκε περισσότερο από τους παπικούς. Στο μεγάλο θεολογικό του έργο είναι καταφανής  ο σεβασμός του στα δόγματα της Εκκλησίας. Τα θεολογικά του σχόλια και υπομνήματα στα λειτουργικά κείμενα, είναι βαθύτατα διαποτισμένα από το γνήσιο πνεύμα των μεγάλων Πατέρων και τις αποφάσεις των Ιερών Συνόδων. Γι εκείνον η γνήσια παράδοση είναι εκείνη η οποία συμφωνεί με την αρχέγονη εκκλησιαστική παράδοση.
        Ο άγιος Συμεών κοιμήθηκε ξαφνικά το Σεπτέμβριο του 1429. Το περίεργο είναι πως, ενώ η θέση του στην Εκκλησία και στα θεολογικά γράμματα, υπήρξε πάντα σημαντική, εν τούτοις η αγιοκατάταξή του άργησε πολύ. Κατατάχτηκε στο Αγιολόγιο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, μόλις το 1981 και η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 15 Σεπτεμβρίου.