24 Μαρ 2015

“Χίλια έτη Κυρίου”

Διήγημα
“Χίλια έτη Κυρίου”
[Στον κάθε αναζητητή του Θεού!]
Τι εμμονή ήταν αυτή που είχε καταλάβει τον Μωυσή! Παρ΄ότι είχε στο κοινόβιο περισσότερους από εικοσι πέντε χρόνους, το μόνιμο ερώτημα που έκανε, στον ηγούμενο, στους συμμοναστές του, ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό, είχε “καρφωθεί” μόνιμα στη σκέψη του. Στην ώρα του εργόχειρου, στη διάρκεια της προσευχής, στη διάρκεια της τραπέζης, στον ύπνο του….
Και το ερώτημα αυτό προέκυψε από την καθημερινή μελέτη του αγαπημένου του βιβλίου, των Ψαλμών του Δαβίδ. Έτσι από την πρώτη φορά που ανέγνωσε τον τρίτο στίχο του ογδοηκοστού ένατου ψαλμού, “ὅτι χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς Σου, (Κύριε) ὡς ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε, καὶ φυλακὴ ἐν νυκτί”, εντυπωσιάστηκε μα δεν μπορούσε να συλλάβει το νόημά του. Βεβαίως ο Μωυσής, ήταν του “Δημοτικού”, που λέμε σήμερα εμεις οι “μορφωμένοι”, αλλά ακόμη κι αυτό το βασικό σχολείο της εποχής του το τέλειωσε όπως-όπως. Έτσι ανέλαβε ο τότε ηγούμενος, που ήταν και πνευματικός του, να του το εξηγήσει τουλάχιστον μεταφραστικώς. Έτσι, πριν πολλά χρόνια, ο Γέρων Ζαχαρίας του είπε πως ο στίχος δηλώνει ότι χίλια έτη είναι σαν μια μέρα, όπως η χθεσινή, ή σαν τη δύωρη σκοπιά των στρατιωτών τη νύχτα. Όμως, και τι μ΄αυτό; Πάλι στο σκοτάδι έμεινε ο Μωυσής. Και τα χρόνια περνούσαν, ο τότε δόκιμος μοναχός έγινε πια ώριμος στρατιώτης του Χριστού, είχε αναλάβει μάλιστα και τα καθήκοντα του Εκκλησιάρχη, μα παρά την πνευματική του προκοπή, που όλοι οι υπόλοιποι μοναχοί έβλεπαν ξεκάθαρα, εκείνος, παρά τις χαμαικοιτίες, τις νηστείες, τις αγρύπνιες, τις προσευχές και τις ατέλειωτες γονυκλισίες του, ακόμη “βασανιζόταν” με το νόημα και την ουσία της ψαλμικής εκείνης φράσης.
Ένα βράδυ σκέφτηκε κάτι πολύ απλό: “Θα το κάνω αίτημα στην προσευχή μου!”, φώναξε μέσα στο κελλάκι του, κάτω απ΄την ακοίμητη κανδήλα του. “Απορώ πώς δεν το σκέφτηκα”, συνέχισε να μονολογεί, “ο κύριος μας είπε: Ζητείτε και δοθήσεται.” Όλο το βράδυ έμεινε προσευχόμενος με το αίτημα αυτό, ακόμη κι όταν έκλεισε για λίγο τα μάτια του, λίγο πριν το ξημέρωμα.
Την επομένη, μετά τον όρθρο, αφού έφυγαν οι αδελφοί του για τα κελία τους και τα διακονήματά τους, εκείνος έμεινε να προσευχηθεί και πάλι μέσα στο Καθολικό της Μονής. Τότε είδε κάτι εντυπωσιακό: Ένας πανέμορφος αετός πετούσε πάνω από το κεφάλι του, μέσα στο ναό. Ο Μωυσής έμεινε με ανοικτό το στόμα, εκστασιασμένος! Λίγο μετά θέλησε να τον πιάσει, αλλά ο αετός βγήκε από τη χαμηλή πόρτα της εκκλησιάς κι άρχισε να απομακρύνεται πολύ αργά, κάνοντας συνεχώς κύκλους πάνω από το κεφάλι του Μωυσή που άρχισε να τον ακολουθεί, ξεχνώντας οτιδήποτε άλλο. Κι αυτός ο “ευλογημένος ο αητός”, δεν πετούσε ψηλά όπως κάνει η δική του η γεννιά. Ακολουθώντας τον ο μοναχός, βγήκε από το μοναστήρι κι έφτασε στο δάσος, ψηλότερα στο βουνό, όπου παρά τα μέσα Απριλίου το χιόνι δεν είχε καλά-καλά λιώσει.
Εκεί μπήκε σε μια περιοχή του δάσους που ποτέ του δεν είχε δει πρωτύτερα, παρόλο που συχνά ερχόταν εκεί, σαν ηταν νεότερος, για να κόψει ξύλα μ΄ άλλους αδελφούς του. Απορροφημένος από το θέαμα και από μια γλυκιά ψαλμωδία που άρχισε ν΄ακούγεται ξέχασε ό,τι γήινο και με την καρδιά και το νου του βρισκόταν πια στον Παράδεισο! Και τι περίεργο; Δεν ένιωθε καμία κόπωση, πείνα, δίψα, πόνο, κρύο ή κάποιο από τα λεγόμενα “αδιάβλητα πάθη” που του ‘λέγε ο πατήρ-Γεώργιος, ο νέος του ηγούμενος. Αισθανόταν μέσα του τόση αγαλλίαση, ώστε για ώρες πολλές άκουγε ευφραινόμενος την αγγελική ψαλμωδία και έβλεπε πράγματα “άρρητα αρρήτων”. Κάποτε, μετά από πόσο χρόνο άραγε, ούτε και ο ίδιος ο Μωυσής μπορούσε να υπολογίσει, είδε τον αετό να ανεβαίνει, να ανεβαίνει, ώσπου χάθηκε ψηλά στον ουρανό. Όμως, όμως, πρόλαβε να διακρίνει, πριν χαθεί από τα μάτια του, ότι ο αετός που έβλεπε όλο αυτό το διάστημα ήταν, ναι, δεν τον γελούσαν τα μάτια του, ένας άγγελος! Έχοντας συνειδητοποιήσει ότι αυτό που έζησε ήταν μια “ευλογία” από το Θεό και μια “θεωρία” σαν αυτές που έβλεπαν κατά καιρούς οι αρχαίοι μοναχοί και που ο ίδιος διάβασε στο “Γεροντικό” αλλά και τη “Λαυσαϊκή Ιστορία”, πήρε τον κατηφορικό δρόμο για το μοναστήρι, πιστεύοντας ότι θα προλάβαινε να φτάσει πριν κλείσει η εξωτερική θύρα.
Άλλωστε, αυτή έκλεινε μετά τη δύση του ηλίου. Φτάνοντας στη βαριά ξύλινη εξωτερική θύρα, ο πορτάρης τον ρώτησε από που είναι, κι ο Μωυσής απόρησε που δεν τον γνώρισε. Έτσι του απάντησε με απολύτως φυσικό τρόπο ότι ήταν ο μοναχός Μωυσής, ο εκκλησιάρχης της Μονής. Ο πορτάρης, νομίζοντας ότι είχε μπροστά του κάποιον σαλό, του απάντησε μάλλον απότομα: “Πήγαινε στο δρόμο σου.
Εμείς δεν έχουμε εδώ κανέναν Μωυσή μοναχό. Άλλωστε, δε σε είδα ποτέ μου, στα πέντε χρόνια που έχω εδώ!” Τότε ο Μωυσής, εμφανώς ταραγμένος, και συνειδητοποιώντας πως ούτε ο ίδιος γνώριζε τον πορτάρη, του είπε λεπτομέρειες για το μοναστήρι, για τα τυπικά του, ονόματα αδελφών του, αλλά και το όνομα του ηγουμένου.
Ο πορτάρης, μη γνωρίζοντας κανέναν από αυτούς που ονομάτισε ο  “περίεργος” αυτός καλόγερος, κάλεσε όλους τους συμμοναστές του, αλλά ο Μωυσής δεν γνώρισε κανέναν απ΄αυτούς, ούτε εκείνοι τον ήξεραν. Τότε ο Μωυσής τους είπε απορώντας: “Εξίσταμαι, πατέρες, πώς σε μια-δυο ώρες που έλειψα έγιναν τόσες αλλαγές στο μοναστήρι. Εδώ άλλαξαν τα πάντα τόσο πολύ, που κανέναν σας δε γνωρίζω και κανείς σας δεν με έχει ξαναδεί! Μάρτυς μου ο Θεός, δεν πέρασε παρά λίγη ώρα από τότε που βγήκα από το μοναστήρι, αφού προηγουμένως αναγνώσαμε την ακολουθία του όρθρου.”
Κι ενώ είχε νυκτώσει πλέον για τα καλά, ο Γέροντας άρχισε να ψάχνει παλιούς κώδικες του μοναστηριού, αναζητώντας τα ονόματα των πατέρων που του ανέφερε ο άγνωστος αυτός μοναχός. Αφού εξέτασε προσεκτικά τον κώδικα του μοναχολογίου, όπου ήταν γραμμένα όλα τα ονόματα των αδελφών της Μονής, βρήκε κάποια στιγμή τα ονόματα που του ανέφερε ο Μωυσής και με τρόμο κατάλαβε πως όλοι αυτοί μόναζαν εκεί πριν από τριακόσια χρόνια!! Τότε ο ηγούμενος άρχισε να ρωτά τον Μωυσή τι είδους άνθρωπος είναι και τι καλά έργα έκανε στη ζωή του ώστε να τον αξιώσει ο Θεός με μια τέτοια Χάρη. Ο μοναχός Μωυσής του είπε: “Δε γνωρίζω καμία αρετή στον εαυτό μου, παρά μόνο ότι έδειξα υπακοή, αγάπη προς όλους και ότι δε σκανδαλιζόμουν ποτέ και από τίποτε. Είχα ακόμη πολλή αγάπη στην Υπεραγία Θεοτόκο και κάθε βράδυ, μετά το Απόδειπνο, διάβαζα μπροστά στην εικόνα της τους Χαιρετισμούς”. Εν συνεχεία τους διηγήθηκε την εμφάνιση του αετού- αγγέλου, την ιστορία στο δάσος. Μετά απ΄αυτά που ακούσαν, οι πατέρες τον αγκάλιαζαν, τον ασπάζονταν, φέρονταν σαν να είχαν μπροστά τους έναν ουράνιο κι όχι επίγειο άνθρωπο. Ύστερα ο ηγούμενος του είπε: “Δός δόξα τω Θεώ, που σε αξίωσε με τέτοια θαυμαστή οπτασία, την οποία δεν είδε άλλος με αυτό τον τρόπο σ’ αυτό τον παράλογο κόσμο της “κοιλάδας του κλαυθμώνος”! Γεύθηκες, μακάριε, λίγο από τη χαρά του Παραδείσου!
Αλλά αδελφέ μου, μάθε ότι δεν πέρασαν από τότε κάποιες ώρες, μα τριακόσια χρόνια! Τόση χαρά κι ευφροσύνη θα αισθάνονται οι άγιοι στη Βασιλεία των Ουρανών μπροστά στον Κύριο, ώστε να περνούν χίλια έτη σαν μια μέρα”!
Ακούγοντας αυτά ο μοναχός Μωυσής, δόξασε το Θεό και έκλαψε χαίρων, συνειδητοποιώντας ότι η τελευταία του προσευχή, αυτή που έκανε πριν από … τρεις αιώνες είχε εισακουσθεί. Έπειτα ζήτησε να προσκυνήσει τους παλαιούς αδελφούς του στο οστεοφυλάκιο της Μονής και αφού επέστρεψε από εκεί παρακάλεσε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Παίρνοντας Σώμα και Αίμα Κυρίου αναφώνησε “Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα” κι αμέσως αναχώρησε για τις σκηνές των δικαίων.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο 89ος Ψαλμός: Κύριε, καταφυγὴ ἐγενήθης ἡμῖν ἐν γενεᾷ καὶ γενεᾷ· 2 πρὸ τοῦ ὄρη γενηθῆναι καὶ πλασθῆναι τὴν γῆν καὶ τὴν οἰκουμένην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ. 3 μὴ ἀποστρέψῃς ἄνθρωπον εἰς ταπείνωσιν· καὶ εἶπας· ἐπιστρέψατε υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων. 4 ὅτι χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου ὡς ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε, καὶ φυλακὴ ἐν νυκτί. 5 τὰ ἐξουδενώματα αὐτῶν ἔτη ἔσονται. τὸ πρωΐ ὡσεὶ χλόη παρέλθοι, 6 τὸ πρωΐ ἀνθήσαι καὶ παρέλθοι, τὸ ἑσπέρας ἀποπέσοι, σκληρυνθείη καὶ ξηρανθείη. 7 ὅτι ἐξελίπομεν ἐν τῇ ὀργῇ σου καὶ ἐν τῷ θυμῷ σου ἐταράχθημεν. 8 ἔθου τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐναντίον σου· αἰὼν ἡμῶν εἰς φωτισμὸν τοῦ προσώπου σου. 9 ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι ἡμῶν ἐξέλιπον, καὶ ἐν τῇ ὀργῇ σου ἐξελίπομεν· τὰ ἔτη ἡμῶν ὡσεὶ ἀράχνη ἐμελέτων. 10 αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη, καὶ τὸ πλεῖον αὐτῶν κόπος καὶ πόνος· ὅτι ἐπῆλθε πρᾳότης ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ παιδευθησόμεθα. 11 τίς γινώσκει τὸ κράτος τῆς ὀργῆς σου καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου σου τὸν θυμόν σου ἐξαριθμήσασθαι; 12 τὴν δεξιάν σου οὕτω γνώρισόν μοι καὶ τοὺς πεπαιδευμένους τῇ καρδίᾳ ἐν σοφίᾳ. 13 ἐπίστρεψον, Κύριε· ἕως πότε; καὶ παρακλήθητι ἐπὶ τοῖς δούλοις σου. 14 ἐνεπλήσθημεν τὸ πρωΐ τοῦ ἐλέους σου, Κύριε, καὶ ἠγαλλιασάμεθα καὶ εὐφράνθημεν ἐν πάσαις ταῖς ἡμέραις ἡμῶν· εὐφρανθείημεν 15 ἀνθ᾿ ὧν ἡμερῶν ἐταπείνωσας ἡμᾶς, ἐτῶν, ὧν εἴδομεν κακά. 16 καὶ ἴδε ἐπὶ τοὺς δούλους σου καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα σου καὶ ὁδήγησον τοὺς υἱοὺς αὐτῶν, 17 καὶ ἔστω ἡ λαμπρότης Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν ἡμῶν κατεύθυνον ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ τὸ ἔργον τῶν χειρῶν ἡμῶν κατεύθυνον.