«Κύριε, είμαι χειρότε­ρος και από τον τελώνη. Γιατί δεν μπορώ να μη δω με την άκρη του ματιού μου το φαρισαίο και να μην πω, σε ευχαριστώ, γιατί δεν είμαι σαν αυτόν».

 ΌΤΑΝ λοιπόν με τον τρόπο αυτόν κατορθώσεις να διεισδύσεις στην αθλιότητα σου, στην ανεπάρκεια σου, στην άμαρτωλότητά σου, έπικαλέσου τον Κύριο, όπως έκανε και ό τελώνης: «Ό Θεός ιλάσθητί μοι τω άμαρτωλώ» (Λουκά ιη’ 13). Και πρόσθεσε: «Κύριε, είμαι χειρότε­ρος και από τον τελώνη. Γιατί δεν μπορώ να μη δω με την άκρη του ματιού μου το φαρισαίο και να μην πω, σε ευχαριστώ, γιατί δεν είμαι σαν αυτόν».

Όμως λένε οί άγιοι: κοίτα το σκοτάδι που υπάρχει στήν καρδιά οου και την αδυναμία πού κατοικεί στα μέλη σου και απόβαλε κάθε διάθεση κατάκρισης τού πλησίον σου. Από το σκοτάδι, όπου βρίσκεσαι, βλέπεις το ουρά­νιο φως να αντικατοπτρίζεται πιο καθαρά στα άλλα δημιουργήματα. Δε σου επιτρέπεται όμως να αποκαλύ­πτεις τα αμαρτήματα των άλλων, διότι τα δικά σου είναι έξίσου μεγάλα.

Μόνο όταν ασχοληθείς με επιμέλεια και στα σοβαρά για την τελειοποίηση σου θα παρατηρήσεις την ατέλεια σου. Και όταν αντιληφθείς την ατέλεια σου μπορείς να τελειοποιηθείς. Με τον τρόπο αυτό ή τελειό­τητα προέρχεται από την αδυναμία και την ατέλεια. Τώρα κυρίως σου δωρίζεται ή κατάσταση εκείνη, για την όποια μιλά ό άγιος Ισαάκ ό Σύρος: και ό εχθρός σου το βάζει στα πόδια όσο πιο γρήγορα τον πλησιάζεις.
Για ποιόν όμως εχθρό μας μιλάει ό όσιος; Φυσικά για τον ίδιο εχθρό πού πήρε μια φορά τη μορφή του όφεως και πού μας προκαλεί τη δυσαρέσκεια, την ανυπομονη­σία, τη βιαιότητα, την οργή, το φθόνο, το φόβο, την αγωνία, την ανησυχία, το μίσος, την τεμπελιά, την αποθάρρυνση, την απιστίακαι γενικά ό,τι έξερεθίζει την ύπαρξη μας και πού έχει τις ρίζες του στη φιλαυτία μας και την εγωπάθεια μας.

Ποιά απαίτηση, αλήθεια, θα μπορούσε να έχει κανείς να υπακούουν σ΄ αυτόν τυφλά οι άλλοι, όταν με πόνο ψυχής αναγνωρίζει, -όταν αναγνωρίζει,- ότι ό ίδιος ποτέ δεν υπακούει στον Κύριο του;
Καί πώς δικαιούται, λοιπόν, αυτός ό άνθρωπος να ταράσσεται, να είναι ανυπόμονος και βίαιος, όταν δεν πάνε όλα σύμφωνα με τίς επιθυμίες του; Με συνεχή άσκηση συνήθισε να μην έχεις «ίδιας επιθυμίας». Γι’ αυτόν πού δεν έχει καμιά εμπαθή επιθυμία, πάνε όλα τα πράγματα, όπως επιθυ­μεί, εξηγεί ό άββάς Δωρόθεος. Ή θέληση του συμπίπτει με τη θέληση του Θεού και καθετί πού θα ζητήσει προσευχόμενος «έσται αυτω» (Μαρκ. ια’ 24).

Είναι δυνατόν ποτέ να έχει φθόνο στην καρδιά του ό άνθρωπος πού δεν υψώνει τον εαυτό του, αλλά βλέπει τη δική του κατάσταση και διαπιστώνει πώς όλοι οι άλλοι είναι περισσότερο άξιοι τιμής και εκτίμησης άπ’ αυτόν τον ίδιο;

Είναι δυνατόν να φοβάται, να αγωνιά και να ανησυχεί εκείνος, πού οτιδήποτε του συμβεί, το υπομένει σαν το ληστή πάνω στο σταυρό πού έλεγε «άξια γαρ ων έπράξαμεν άπολαμβάνομεν» (Λουκά κγ’ 41);

Ή ραθυμία φεύγει άπ’ αυτόν, γιατί την ξεσκεπάζει διαρκώς μέσα του. Δε φοβάται μήπως πέσει, γιατί βρίσκεται ήδη κάτω, αντίθετα από τον υψηλόφρονα πού κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να πέσει από τα φαντα­στικά ύψη του στη σκληρή πραγματικότητα. Το μίσος του κατευθύνεται εναντίον κάθε κακού πού διαπιστώνει στη ζωή του.
«Μισεί την εαυτού ψυχήν (ζωήν)» (Λουκά ιδ’ 26). Ή απιστία δε βρίσκει καθόλου έδαφος μέσα του πια, «έγεύθη και είδεν, ότι χρηστός ό Κύριος» (Ψαλμ. λγ’ 9).
Τον οδηγεί ό Κύριος. Ή αγάπη του μεγαλώνει αδιάκο­πα. Το ίδιο και ή πίστη του. ‘Εχει εγκαταστήσει μεσά του, λέγει ό άγιος Ισαάκ όΣύρος, την ειρήνη με τον εαυτό του και γι’ αυτό ό ουρανός και ή γη έχουν ειρήνη μαζί του. Συνάγει τον καρπό της ταπείνωσης. Αυτό όμως πραγμα­τοποιείται μόνο όταν ακολουθήσει κανείς «την στενήν και τεθλιμμένην όδόν και ολίγοι είσιν οί εύρίσκοντες αυτήν» (Ματθ. ζ’ 14).

Τίτο Κολλιάντερ”Ο δρόμος των ασκητών”Εκδόσεις Ακρίτας