Κραγιόπουλος Συμεών, ιερέας(+)

Ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὁμιλεῖ γιὰ σωτηρία, ἀλλὰ καὶ γενικότερα μέσα στὴν Ἐκκλησία, μέσα στὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στὰ κείμενα, στὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ σωτηρία, ὁπωσδήποτε ἐννοεῖται κάτι ἄλλο ἀπὸ τὴ σωτηρία ἀπὸ τοὺς διαφόρους κινδύνους. Εἶναι βέβαια μέσα καὶ ἡ σωτηρία ἀπὸ ἀσθένειες, ἀπὸ ἄλλους κινδύνους, εἶναι ἡ σωτηρία ἀπὸ ἀπειλές, ἀπὸ καταστροφὲς κλπ., ἀλλὰ ὅμως δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ κύριο. Καὶ τὸ ἄσχημο εἶναι ὅτι, καίτοι εἴμαστε χριστιανοί, δὲν ξέρουμε ποιός εἶναι ὁ πραγματικὸς κίνδυνος καὶ ποιά εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ σωτηρία. Καὶ ἑπομένως, ἐνῷ ὁ Θεὸς γνωρίζει ἀκριβῶς τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὸν ὁποῖο κινδυνεύουμε κι ἔχει στὴν πρόθεσή του νὰ μᾶς σώσει ἀπ’ αὐτὸν τὸν κίνδυνο, ἐμεῖς ἐννοοῦμε κάτι ἄλλο καὶ τρόπον τινὰ δὲν συνεννοούμαστε.

Καὶ δὲν ἀποκλείεται πολλὲς φορὲς νὰ παίρνουμε τὴν ἀπάντηση ἀπ’ τὸν Θεὸ ὅτι ἀπ’ αὐτὰ πού νομίζεις ἐσὺ ὅτι κινδυνεύεις, δὲν κινδυνεύεις. Αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐσὺ φοβᾶσαι δὲν σημαίνουν τίποτε. Ὅλο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο θέλεις νὰ ἀποκτήσεις λέγοντας “σῶσόν με”, καὶ ζητᾷς σωτηρία, δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ σοῦ χρειάζεται. Κάνεις ποὺ κάνεις λάθος ἐσύ, πλανᾶσαι ποὺ πλανᾶσαι, πέφτεις ἔξω, μὴν περιμένεις– λέει τρόπον τινὰ ὁ Θεός– νὰ παρασυρθῶ κι ἐγὼ καί, ἂς ποῦμε, νὰ ἐνεργήσω ὅπως ἐσὺ νομίζεις κι ὅπως ἐσὺ τὰ θέλεις τὰ πράγματα.

Ὁ κίνδυνος τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀπειλὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καταστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας. Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸ παράδοξο· μπορεῖ κάποιος ἐν ὥρᾳ ἁμαρτίας, τὴν ὥρα δηλαδὴ ποὺ ἁμαρτάνει, νὰ διατρέχει κάποιον κίνδυνο καὶ ζητάει νὰ σωθεῖ ἀπ’ αὐτὸν τὸν κίνδυνο ποὺ νομίζει ὅτι εἶναι κίνδυνος. Καὶ μάλιστα ὄχι μόνον νὰ σωθεῖ ἀπὸ κάτι ποὺ δὲν εἶναι κίνδυνος πραγματικός, ἀλλὰ ἐπιπλέον νὰ ζητάει κανεὶς νὰ σωθεῖ ἀπὸ κάποιον κίνδυνο, γιὰ νὰ συνεχίσει νὰ ἁμαρτάνει, νὰ ἀπολαύσει ἀνενόχλητα τὴν ἁμαρτία. Τί συνεννόηση μπορεῖ νὰ γίνει τότε μὲ τὸν Θεό; Πῶς νὰ μᾶς ἐμπιστευθεῖ ὁ Θεός, ἀφοῦ δὲν ξέρουμε τί λέμε, τί ζητᾶμε, δὲν ξέρουμε ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος ὁ πραγματικός, κι ἀφοῦ δὲν ξέρουμε ἀκριβῶς ποιά εἶναι ἡ σωτηρία, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει καὶ θέλει νὰ μᾶς δώσει ὁ Θεός;

Ἔρχεται π.χ. ἡ φωτιὰ καὶ καίει τὰ πάντα. Ἐσύ, ὡς χριστιανὸς νὰ σκεφθεῖς ὅτι, καεῖς δὲν καεῖς δὲν ἔχει καὶ τόση μεγάλη σημασία· ἂν ὅμως τὴν ὅλη ὕπαρξή σου τὴν κάψει ἡ φωτιὰ τῆς ἁμαρτίας; Νὰ τὸ σκεφθεῖς αὐτό, καὶ νὰ σὲ δεῖ ὁ Θεὸς ὅτι νοιάζεσαι γι’ αὐτὸ καὶ πονᾷς γι’ αὐτὸ καὶ κραυγάζεις: “Κύριέ μου, σῶσε με”! Νὰ δεῖ δηλαδὴ ὅτι δὲν πλανᾶσαι, δὲν περισπᾶσαι, δὲν φεύγεις, ἂς ποῦμε, νὰ πᾷς ἐκεῖ ποὺ δὲν χρειάζεται. Ἀλλὰ παίρνεις ἀφορμὴ ἀπ’ ὁτιδήποτε καὶ βλέπεις τὴν ψυχή σου, βλέπεις τὰ τῆς ψυχῆς σου καί, καθὼς ἐκείνη τὴν ὥρα βλέπεις τὴ φωτιὰ νὰ καίει ὅ,τι καίει, μπορεῖς καλά-καλὰ νὰ καταλάβεις τί ζημιὰ κάνει ἡ φωτιὰ τῆς ἁμαρτίας μέσα σου, ἡ νεροποντὴ τῆς ἁμαρτίας μέσα σου, ὁ σεισμὸς τῆς ἁμαρτίας μέσα σου!

Προσέξτε τὸ αὐτό: Μὲ τὴν ἄλλη, τὴν φυσικὴ φωτιά, θὰ κάνουμε ἐμεῖς, ὡς ἄνθρωποι, ὅ,τι μποροῦμε, ἀλλὰ τελικὰ ὁ Θεὸς δὲν ξέρουμε τί θὰ κάνει. Γι’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ φωτιὰ τὴν πνευματική, εἴμαστε ὑπερσίγουροι –πρέπει νὰ εἴμαστε ὑπερβέβαιοι– ὅτι τὸ πῆρε τὸ μήνυμα ὁ Κύριος. Βεβαιώθηκε δηλαδὴ ὁ Κύριος ὅτι ἐμεῖς εἴδαμε ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ δοῦμε καὶ νιώθουμε ποιός εἶναι ὁ κίνδυνός μας καὶ ξέρουμε τί λέμε, ὅταν λέμε «Κύριε, σῶσόν με»· καὶ περιμένουμε αὐτὴ τὴ σωτηρία, ὑπερβέβαιοι ὅτι ὁ Κύριος ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση –διότι ὅλα τ’ ἄλλα, ὅλα ὅσα συμβαίνουν εἶναι γιὰ νὰ μᾶς κάνουν νὰ προσέξουμε αὐτὴ τὴν πραγματικότητα– εἴμαστε ὑπερβέβαιοι ὅτι ὁ Κύριος θὰ τὴν κάνει τὴ φωτιὰ αὐτή, ὅσο κι ἂν φαίνεται παράδοξο, σὰν δροσερὸ ἀεράκι ὅπως γινόταν στοὺς μάρτυρες ἡ φυσικὴ φωτιά, ἡ χειροπιαστὴ φωτιά. Μερικὲς φορὲς μάλιστα ἀμέσως ὁ Θεὸς ἐπεμβαίνει κι ὅλη ἐκείνη τὴν κάψα τῆς ἁμαρτίας τὴν κάνει δροσιά, ποὺ δροσίζει τὴν ψυχὴ καὶ νιώθει ἡ ψυχὴ καὶ βιώνει, ζεῖ τὴ σωτηρία αὐτὴ ποὺ ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ὄντως τὴν προσφέρει ὁ Θεὸς κι ἔχει κανεὶς μέσα του τὴν ἄλλη φωτιὰ τοῦ Θεοῦ ποὺ δροσίζει, τὴν ἄλλη φωτιὰ ποὺ καίει τὴν ἁμαρτία.

Πάρα πολλὲς φορὲς ὁ Θεὸς ἢ δὲν ἀκούει καθόλου μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν τὰ λέμε γιὰ νὰ τ’ ἀκούσει –πῶς λέει ἕνα παιδάκι ἕνα ποίημα– ἢ καθὼς βλέπει ὁ Θεὸς ὅτι ἐμεῖς δὲν ζητοῦμε ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ζητήσουμε, δὲν βλέπουμε ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ δοῦμε, ποὺ ὑπάρχει μέσα μας καὶ εἶναι κίνδυνος θάνατος, καὶ δὲν ζητοῦμε ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ζητήσουμε, δὲν μᾶς ἀκούει, δὲν ἀνταποκρίνεται, δὲν ἔχουμε ἐπαφὴ καὶ ἐπικοινωνία μαζί του. Ἔτσι θὰ ἔλεγα μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μου ὅτι ὅποιος ὅλα τὰ ἄλλα τὰ προσπεράσει, ὅλα τὰ ἄλλα τὰ ξεχάσει, ὅλα τὰ ἄλλα δὲν τὰ δεῖ ὡς κίνδυνο ἀπὸ τὸν ὁποῖο χρειάζεται νὰ σωθεῖ, ὁτιδήποτε κι ἂν εἶναι τ’ ἄλλα, καὶ θελήσει νὰ δεῖ λοιπὸν τὸν πραγματικὸ κίνδυνο πού ‘ναι μέσα του –καὶ εἶναι ἡ ἁμαρτία– καὶ δώσει ὅλη τὴν προσοχή του ἐκεῖ καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ καημός του καὶ ἐν τῷ μεταξὺ πραγματικὰ ζητήσει σωτηρία, θὰ τὴν ἔχει.

Τὸ λέω ἀκόμη μία φορά, ὅτι ἀκριβῶς, ὅταν θέλουμε νὰ δοῦμε τὸν πραγματικὸ κίνδυνο, θὰ μᾶς τὴν κάνει αὐτή τη χάρη ὁ Κύριος. Κι ὅταν θέλουμε νὰ ἐλευθερωθοῦμε, νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὸν πραγματικὸ κίνδυνο τῆς ψυχῆς μας, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία, θὰ μᾶς τὴν κάνει αὐτή τη χάρη ὁ Κύριος. Κι ἂν δὲν γίνεται αὐτὴ ἡ χάρη εἶναι γιατί ἄλλα ζητοῦμε.

Ἔχεις ἕνα πόνο τρομερὸ π.χ. καὶ τὸ ἐπιτρέπει ὁ Θεός, γιατί ἀκριβῶς θέλει νὰ σοῦ κάνει καλὸ ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ θέμα, νὰ δεῖς τὴν ἁμαρτία σου καὶ νὰ ζητήσεις σωτηρία ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἔχεις τρομερὸ πόνο καὶ κραυγάζεις καὶ φωνάζεις κλπ. ἀλλὰ βλέπει ὁ Θεὸς ὅτι πιὸ πολὺ σὲ νοιάζει νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὸν πόνο, ποὺ ὁ πόνος ὁ σωματικὸς προσφέρει ὑπηρεσία ἐκείνη τὴν ὥρα. Σὲ βοηθάει νὰ δεῖς τὴν μηδαμινότητά σου καὶ νὰ ταπεινωθείς, νὰ συντριβεῖς, νὰ δεῖς τὴ σκληρότητά σου, κι ἐσὺ δὲν τὸ δέχεσαι καὶ φωνάζεις καὶ κραυγάζεις νὰ φύγει ὁ πόνος, ἐνῷ ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ κάνεις –τὸ ἄλλο θὰ τὸ πάρει ὁ Θεὸς χωρὶς νὰ τὸ καταλάβεις– ἐκεῖνο ποὺ θέλει ὁ Θεὸς εἶναι νὰ δεῖς τὸ ἄλλο φαρμακερὸ κεντρὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸ ὅλο δηλητήριο ποὺ εἶναι ἁπλωμένο μέσα στὸν ὅλο ἄνθρωπο καὶ περιμένει ὁ Θεὸς νὰ κραυγάσεις νὰ σὲ σώσει. Μπορεῖ νὰ σὲ σώσει, ἀλλὰ ἅμα δὲν δεῖ, δὲν διαπιστώσει ὅτι ζητᾶς τὴν σωτηρία, πῶς θὰ σὲ σώσει;

Νὰ τὰ καταλάβουμε αὐτὰ τὰ πράγματα, δὲν εἶναι παιγνίδια καὶ μὴ χάνουμε τὸν καιρό μας, κάνοντας κι ἐμεῖς ὅ,τι κάνει ὁ ἄλλος κόσμος.