Βλάχος Ἱερόθεος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου.

Στὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς παρουσιάζονται ἕνδεκα ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ δέκα ἔγιναν στὸ διάστημα μεταξὺ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς Ἀναλήψεως καὶ μία μετὰ τὴν Πεντηκοστή.

Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς περιγράφονται ἀναλυτικὰ καὶ ἄλλες ἁπλῶς ἀπαριθμοῦνται. Καί, βέβαια, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι δὲν περιγράφονται ὅλες ἀπὸ τοὺς ἴδιους Εὐαγγελιστάς, δηλαδὴ δὲν ἀναφέρονται καὶ οἱ ἕνδεκα σὲ κάθε ἕνα ξεχωριστὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ μερικὲς μνημονεύονται ἀπὸ τὸν ἕναν Εὐαγγελιστὴ καὶ μερικὲς ἀπὸ τὸν ἄλλο.

Προφανῶς ὑπῆρξαν καὶ ἄλλες ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων: «οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι’ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. α’, 3).

Εἶναι φυσικὸ αὐτὸ νὰ γινόταν γιατί, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἤθελε νὰ τοὺς παρηγορήσῃ, ἀφ’ ἑτέρου δὲ νὰ τοὺς προετοιμάσῃ γιὰ τὴν Ἀνάληψή Του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος.

Οἱ ἕνδεκα ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ εἶναι οἱ ἀκόλουθες:

Στὸν Σίμωνα Πέτρο (Α’ Κόρ. ιε’, 5, Λούκ. κδ’, 35).

Στὴν Μαρία τήν Μαγδαληνὴ (Μάρκ. ιστ’, 9-11, Ιω. κ’, 11-18).

Στὶς Μυροφόρες γυναῖκες (Μάτθ. κη’, 9-10).

Στοὺς δύο Μαθητὰς ποὺ πορεύονταν πρὸς Ἐμμαοὺς (Μάρκ. ιστ’, 12-13, Λούκ. κδ’, 13-15).

Στοὺς δέκα Ἀποστόλους, ὅταν ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς (Μάρκ. ιστ’, 14, Λούκ. κδ’, 36-43, Ιω. κ’, 19-25).

Στοὺς ἕνδεκα Μαθητάς, παρόντος καὶ τοῦ Θωμᾶ (Ιω. κ’, 26-29).

Στοὺς ἑπτὰ Ἀποστόλους στὴν λίμνη της Τιβεριάδος (Ιω. κα’, 1-23).

Στοὺς ἕνδεκα στὴν Γαλιλαία (Μάτθ. κη’, 16).

Στοὺς Ἀποστόλους στὴν Βηθανία, ὅταν ἀναλήφθηκε (Μάρκ. ιστ’, 19-20, Λούκ. κδ’, 50, Πράξ. α’, 6-11, Α’ Κόρ. ιε’, 7).

Στὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο (Α’ Κόρ. ιε’, 7).

Στὸν Ἀπόστολο Παῦλο (Α’ Κόρ. ιε’, 8-9).

Οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ ἀναφέρονται μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη.

Ὡστόσο, ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἅγιοι ποὺ ἀξιώθηκαν τῆς θεωρίας τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, προσφέρει τὴν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως.

Ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ νέος Θεολόγος, ἀναφερόμενος στὴν προσευχὴ «ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι προσκυνήσωμεν ἅγιον, Κύριον, Ἰησοῦν, τὸν μόνον ἀναμάρτητον», διδάσκει ὅτι δὲν ἀναφερόμαστε στὴν Ἀνάσταση ποὺ εἶδαν οἱ Μαθητές, δηλαδὴ δὲν πρόκειται μόνο γιὰ μιὰ ἱστορικὴ ἀναφορά, ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἀνάσταση ἢ μᾶλλον τὸν Ἀναστάντα Χριστὸ ποὺ τὸν βλέπουμε μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Δὲν λέμε «ἀνάστασιν Χριστοῦ πιστευσάμενοι», ἀλλὰ «θεασάμενοι».

Βέβαια, ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ πιστεύουν στὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι, ἔστω καὶ ὀλίγοι, ποὺ βλέπουν καὶ κάθε ὥρα τὸν Ἀναστάντα Χριστὸ λαμπροφοροῦντα, καὶ ἀπαστράπτοντα «τὰς τῆς ἀφθαρσίας καὶ Θεότητος ἀστραπάς».

Γιατί, πραγματικά, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ «ἡ ἡμετέρα ὑπάρχει ἀνάστασις, τῶν κάτω κειμένων». Ἔτσι, ἄλλοι εἶναι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ «ἐξ ἀκοῆς» καὶ ἄλλοι μάρτυρες «ἀπὸ θέας».

Οἱ τελευταῖοι εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχὴν μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.