Γέρων Πετρώνιος Τανάσε, Ἱερομόναχος.

Ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Δευτέρα ἀναφέρεται στὴν περικοπὴ τῆς καταραμένης καὶ ἀκάρπου συκῆς (Μάτθ. 21, 19) καὶ στὴν ἱστορία τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου.

Σ’ αὐτὰ τὰ δύο γεγονότα περιέχονται δύο παράλληλα νοήματα: Τὸ ἕνα ἱστορικό, στὸ ὁποῖο βλέπουμε τὸν Ἑβραϊκὸ λαὸ νὰ περιμένει τὴν πρώτη παρουσία τοῦ Μεσσίου. Ἐνῶ τὸ ἄλλο εἶναι πνευματικὸ καὶ ἐσχατολογικό, ὅπου βλέπουμε τὴν προετοιμασία καὶ τὴν ἀναμονὴ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου.

Κεκοσμημένος νυμφῶν τοῦ Σωτῆρος, στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ εἰσέλθει ὁ Ἰσραήλ, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως δὲν εἰσῆλθε σ’ αὐτὴν λόγῳ δύο μεγάλων ἁμαρτιῶν, τὶς ὁποῖες μνημονεύει ὁ Κύριος στὸν ὄρθρο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς: «Δύο καὶ πονηρὰ ἐποίησεν, ὁ πρωτότοκος υἱός μου, Ἰσραήλ. Ἐμὲ ἐγκατέλιπε, πηγὴν ὕδατος ζωῆς, καὶ ὤρυξεν ἑαυτῷ φρέαρ συντετριμμένον· ἐμὲ ἐπὶ ξύλου ἐσταύρωσε, τὸν δὲ Βαραββᾶν ᾐτήσατο, καὶ ἀπέλυσεν…».

Τὸ πρῶτον εἶναι ἡ στειρότης καὶ ἡ ἀκαρπία. Ἐγκατέλειψε τὸ ὕδωρ τῆς ζωῆς, τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα, καὶ ἔσκαψε φρέαρ συντετριμμένο, δηλαδή, διεστρέβλωσε τὰ νοήματα τοῦ Νόμου. Ἡ περικοπὴ γιὰ τὴν ἄκαρπη συκιὰ λέχθηκε κατ’ ἀρχὰς γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀκαρπία τῆς Συναγωγῆς· δὲν ἦτο ὁ καιρὸς τῆς καρποφορίας – δὲν εἶχε κατέβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἦτο στεῖρα, διότι δὲν εἶχε ἀκόμη δείξει σημεῖα καρποφορίας. Ἡ κατηγορηματικὴ ἄρνησις τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἡ ὑποβίβασις τοῦ Νόμου σὲ τυπολατρεία, τοὺς προκάλεσε τὴν κατάρα καὶ τὴν πνευματικὴ στειρότητα. «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα» (Μάτθ. 21, 19).

Τὸ ἄλλο ἁμάρτημα τοῦ Ἰσραὴλ εἶναι ἡ πορνεία. Ὁ Μεσσίας ἦλθε κατὰ πρῶτο λόγο γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ. Αὐτὰ προσεκάλεσε νὰ εἰσέλθουν πρῶτα στὸν οἶκο Του.

Ἀλλὰ ὁ Ἰσραὴλ ἀρνήθηκε τὸν πραγματικὸ Νυμφίο καὶ προτίμησε ἕνα ληστή, τὸν Βαραββᾶν. Γι’ αὐτὸ, ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει τὸν Ἰσραὴλ «συναγωγὴ πονηρὰ καὶ μοιχαλίδα», ἡ ὁποία δὲν φύλαξε τὴν πίστη πρὸς τὸν ἄνδρα της, ποὺ εἶχε.

Ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Ἰσραὴλ εἶναι ἕνα παράδειγμα καθαρότητος καὶ εὐσεβείας ἐνώπιον τοῦ αὐθέντου του. Προτίμησε τὴν φυλακή, παρὰ νὰ συγκατανεύσει στὰ πορνικὰ δελεάσματα τῆς Αἰγυπτίας.

Αὐτὰ τὰ δύο ἁμαρτήματα τοῦ Ἰσραὴλ εἶναι τὰ παντοτινὰ ἐμπόδια γιὰ τὴν εἴσοδό του στὸν θεῖο Νυμφῶνα τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Ἄκαρπη συκιὰ, ἐπίσης, εἶναι καὶ ἡ ψυχή, ἡ ὁποία δὲν τρέφεται ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Χριστό, καὶ δὲν καρποφορεῖ τὸν πνευματικὸ καρπὸ τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Σωτὴρ ἀνέκαθεν διψοῦσε τὴν σωτηρία μας καὶ ζητοῦσε ἀπὸ ἐμᾶς τὸν καρπὸ τῶν σωτήριων ἔργων. Ἀλλὰ μὴ εὑρίσκοντας καρπό, μᾶς καταράσθηκε μὲ ξηρασία, μεταβάλλοντάς μας σὲ ὕλη κατάλληλη μόνο γιὰ τὴν φωτιὰ τῆς κολάσεως. Γι’ αὐτὸ, ὁ ἑσπερινὸς τῆς Δευτέρας μᾶς προτρέπει, λέγοντας: «Τῆς ξηρανθείσης συκῆς διὰ τὴν ἀκαρπίαν, τὸ ἐπιτίμιον φοβηθέντες, ἀδελφοί, καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας προσάξωμεν Χριστῷ τῷ παρέχοντι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος». Ἡ καρποφορία τῶν καλῶν ἔργων εἶναι ἕνα χρέος, σύμφωνα μὲ τὴν δύναμη τῆς χάριτος ποὺ λάβαμε στὸ ἅγιο Βάπτισμα, καθὼς θεολογεῖ καὶ προτρέπει ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής: «Ἄνθρωπε, ποὺ βαπτίσθηκες ἐν Χριστῷ, δῶσε τώρα ἔργα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἔλαβες τὴν δύναμη νὰ τὰ ἐκτελέσεις ἐκ τοῦ βαπτίσματος». Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ ἐνδυμασία, μὲ τὴν ὁποία μπαίνουμε στὸν οἶκο τῆς αἰωνίου ζωῆς.

Ὁ Ἰωσὴφ ὁ Πάγκαλος μνημονεύεται ἐδῶ, ἀφ’ ἑνὸς γιὰ τὴν καθαρότητά του καὶ ἀφ’ ἑτέρου γιατί εἶναι τύπος καὶ εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος. Ὅπως ὁ Ἰωσὴφ ἔφυγε κυνηγημένος τότε ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του, ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν φονεύσουν, ἀργότερα ὅμως ἔγινε ὁ σιτοδότης καὶ σωτῆρας τους, προσφέροντας ψωμὶ τὴν περίοδο ἐκείνη τῆς πείνας, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ Χριστός: καταδιώχθηκε καὶ ὁδηγήθηκε στὸν θάνατο ἀπὸ τὸ γένος Του, ὅμως στὸ τέλος ἔγινε ὁ Σωτὴρ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τρέφοντας ὅλους ἐμᾶς μὲ τὸν οὐράνιο ἄρτο τοῦ παναχράντου Σώματός Του.

Ὁ Ἰωσὴφ ὀνομάζεται «Πάγκαλος», ὄχι τόσο γιὰ τὴν σωματική του ὡραιότητα ἀλλὰ γιὰ τὸν θησαυρὸ τῆς σωφροσύνης του. Ἡ καθαρότης εἶναι ὁλόκληρη φιλοσοφία, ὅπως τὴν ὀνομάζουν οἱ Πατέρες. Εἶναι μία ὀνομασία περιεκτικὴ ὅλων τῶν ἀρετῶν. Εἶναι ἡ βάσις τῆς σταθερᾶς εὐσεβείας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ, λοιπόν, ἡ ἁμαρτία εἶναι ἔκφρασις ἀκαθαρσίας, πορνείας· διότι, ὅταν ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, ἐγκαταλείπει τὸν ἀληθινὸ Νυμφίο, ὁ ὁποῖος τὸν δημιούργησε, καὶ τρέχει στὸν ἀκάθαρτο δαίμονα.

Τὸ Δοξαστικό τῆς στιχολογίας τοῦ ὄρθρου θεολογεῖ θαυμάσια γιὰ τὴν πνευματικὴ σημασία τῆς ἁγνείας: «Δευτέραν Εὔαν τὴν Αἰγυπτίαν, εὑρὼν ὁ δράκων, διὰ ρὴμάτων ἔσπευδε κολακείας ὑποσκελίσαι τὸν Ἰωσήφ· ἀλλ᾿ αὐτὸς καταλιπὼν τὸν χιτῶνα, ἔφυγε τὴν ἁμαρτίαν, καὶ γὺμνὸς οὐκ ᾐσχύνετο, ὡς ὁ Πρώτόπλαστος, πρὸ τῆς παρακοῆς…».

Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ γυμνοὶ καὶ δὲν ντρέπονταν (Γέν. 2, 25) ἐπειδὴ ἦσαν ἔτσι· ἦσαν ὅπως ὁλόκληρο τὸ σύμπαν, πολὺ ὡραῖοι. Σὲ τί ἀπέβλεπε ἡ γυμνότης τοῦ Ἀδάμ; Ὁ ἄνθρωπος στὸν παράδεισο, λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἔκανε μιὰ ζωὴ ἁπλῆ, ἀνέμελη· δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ σκεπάσει τὴν γύμνια του καὶ λόγῳ τῆς ἀπαθείας, τὴν ὁποία εἶχε, δὲν αἰσθανόταν ἐντροπή. Πρὸ τῆς πτώσεως, δὲν φερόταν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ μὲ ἐμπαθῆ νοήματα καὶ σωματικὲς ἀντιδράσεις, ἀλλὰ ἦτο πάντοτε ἐλεύθερος, χωρὶς ψυχικὲς μεταπτώσεις καὶ εἶχε μία σωματικὴ κατάσταση ἀθώα καὶ ἁπλῆ.

Μετὰ τὴν πτώση, ὅμως, τὰ ἀνθρώπινα πάθη τοῦ ἄνοιξαν τὰ μάτια. Γνώρισαν, ὅτι ἦσαν γυμνοί, ἐντράπηκαν καὶ ἔφτιαξαν πρόχειρα σκεπάσματα ἀπὸ φύλλα δένδρων καὶ ἔκρυψαν τὴν γύμνια τους (Γέν. 3, 7-10). Ἐνῶ μετὰ τὴν καταδίκη τους, ὁ Θεός τοὺς ἔδωσε δερμάτινους χιτῶνες καὶ τοὺς ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο.

Ἀπὸ τότε, ἡ σωματικὴ γύμνωσις προκαλεῖ πάντοτε ἐντροπὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὑπενθυμίζει τὴν πρώτη πτώση τῶν Πρωτοπλάστων στὴν ἁμαρτία. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος νικήσει τὴν ἁμαρτία καὶ φθάσει στὴν ἀπάθεια, ἡ γυμνότης δὲν προκαλεῖ πλέον ἐντροπή. Ὁ Ἰωσήφ, ἐνῷ ἦτο γυμνός, δὲν ντρεπόταν, ὅπως ὁ Ἀδὰμ πρὸ τῆς πτώσεως. Πολλοὶ ἐρημῖτες καὶ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία καὶ ἄλλοι, ἔζησαν γυμνοὶ καὶ δὲν ντρέπονταν, διότι ἡ γυμνότης τους ἦτο σημεῖο ἀπαθείας καὶ αἰτία δόξης.

Συνεπῶς, ὁ ἄνθρωπος στὸν παράδεισο δὲν ἦτο τελείως γυμνός. Ἦτο ντυμένος μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς χάριτος τῆς ἀπαθείας, ἐνῶ ἡ ἐξωτερικὴ γυμνότης γι’ αὐτὸν δὲν εἶχε καμία σημασία. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, κι ὅταν ἀκόμη εἶναι στὸ σῶμα γυμνός, εἶναι ὅμως ντυμένος μὲ τὸ ἔνδυμα τῶν ἀρετῶν, ὁπότε καὶ ἡ σωματική του γυμνότης δὲν ἀποτελεῖ πρόβλημα ἐντροπῆς.

Ὁ ἁμαρτωλός, καθὼς στερεῖται τοῦ ἐνδύματος τῆς χάριτος, μᾶς δίνει τὴν αἴσθηση τῆς ἀναισχύντου γυμνότητος, ἔστω καὶ ἂν σκεπάζει τὴν σωματική του γυμνότητα.

Ἄραγε στὴν σωματικὴ γύμνωση ποὺ συναντᾶμε στὸν σημερινὸ ἄνθρωπο, μήπως δὲν φαίνεται ἀσυνείδητα ἡ νοσταλγία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν πρὸ τῆς πτώσεως τιμημένη γυμνότητα; Ἀλλ’ ἐπειδὴ αὐτὴ στερεῖται τῆς τιμῆς τῶν ἀρετῶν, ἐπιστρέφει στὴν ἁμαρτία καὶ προκαλεῖ μεγαλύτερη ἐντροπή.

Ἡ ἔλλειψη καρπῶν ἀρετῶν καὶ ἡ ἀκαθαρσία τῶν παθῶν εἶναι τὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα μᾶς στεροῦν τοῦ διακοσμημένου νυμφῶνος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἀντίθετα, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ συγκατοικήσουμε μὲ Αὐτόν, πρέπει νὰ ἐπιτύχουμε τὴν ὁμοίωση μὲ Αὐτὸν μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ προσφορά μας στὴν διακονία Του καὶ μὲ τὴν τελεία καθαρότητα.

Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο μάθημα τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Δευτέρας.

Ὑπάρχει ὅμως ἀκόμη ἕνας κίνδυνος, τῆς φιλοδοξίας. Οἱ Ἀπόστολοι πηγαίνοντας γιὰ τὴν Ἱερουσαλήμ νόμισαν, ὅτι τότε ἦτο καὶ ὁ καιρὸς τοῦ περιποθήτου ἐγκαινιασμοῦ τῆς μεσσιανικῆς βασιλείας, ἡ ὁποία θὰ προστατεύσει μόνο τὸν Ἰσραὴλ ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἔθνη. Γι’ αὐτὸ ἡ ἐπιθυμία τῶν δύο υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου νὰ σταθοῦν δεξία καὶ ἀριστερὰ τοῦ Κυρίου εἶναι γεγονὸς, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ἐπίσης τὴν Μεγάλη Δευτέρα: «Κύριε, πρὸς τὸ μυστήριον τὸ ἀπόρρητον τῆς σῆς οἰκονομίας οὐκ ἐξαρκοῦσα ἡ τῶν ἐκ Ζεβεδαίου μήτηρ, ᾐτεῖτο σοὶ προσκαίρου βασιλείας τιμήν, τοῖς ἑαυτῆς δωρήσασθαι τέκνοις…» (Ὄρθρος τῆς Μεγάλης Δευτέρας).

Ἀπὸ τὰ παραπάνω ἁμαρτήματα, ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία καὶ τὴν φιλοδοξία, κινδύνευσαν καὶ οἱ πιστοὶ ἀκόλουθοι τοῦ Κυρίου, οἱ μαθητές, ἡ Ἐκκλησία Του. Ὁ Σωτήρ μᾶς ἀποκαλύπτει, ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ἀρχομανίας εἶναι ξένη πρὸς Αὐτόν… «Κύριε τὰ τελειώτp γὰρ ἔσται ὑμῖν, τοῖς ἐμοῖς Μαθηταῖς… Ὁ πρῶτος οὖν ὑμῶν, ἔστω πάντων διάκονος… καὶ γὰρ ἐλύληθα αὐτός, τῷ πτωχεύσαντι Ἀδᾶμ διακονῆσαι, καί λύτρον δοῦναι ἀντὶ πολλῶν…» (Βλέπε στὸν Ὄρθρο ἀνωτέρω).

Δόξα καὶ πλοῦτος, τὰ ὁποῖα ὀνειρεύονταν οἱ Μαθητὲς καὶ τὰ ὁποῖα γνώρισε κατὰ τὴν διέλευση τῶν αἰώνων ἡ ἐπὶ γῆς Ἐκκλησία, δὲν εἶναι στὸ πνεῦμα τοῦ Διδασκάλου, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ἦτο πλούσιος καὶ κυβερνήτης ὅλων, μὲ τὴν θέλησή Του πτώχευσε καὶ ἔλαβε δούλου μορφὴ καὶ ἦλθε, ὄχι γιὰ νὰ διακονηθεῖ ἀλλὰ νὰ διακονήσει καὶ νὰ δοθεῖ ὡς λύτρο σωτήριο γιὰ τὸν κόσμο. Ἡ πτωχεία καὶ ἡ ταπείνωσις, ποὺ ντύθηκε ὁ Σωτὴρ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὸν ἄνθρωπο, εἶναι οἱ ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ, τὶς ὁποῖες ἀνέκαθεν ἡ Ἐκκλησία ἔβλεπε καὶ ἀπεκάλυπτε τὸ ἀληθινό τους νόημα καὶ φῶς. Πόσο λυπηρὸ εἶναι, ὅταν μερικὲς σπουδαιότατες ἀλήθειες ἀγνοοῦνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους! Τὰ καλὰ παραδείγματα δὲν χάθηκαν, διότι ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν τιμᾶ τοὺς Ὁσίους της: «Ὅσιε πάτερ, τῆς φωνῆς τοῦ Εὐαγγελίου ἀκούσας… τὸν πλοῦτον καὶ δόξαν εἰς οὐδὲν λογισάμενος πᾶσιν ἐβόας: Ἀγαπήσατε τὸν Θὲὸν καὶ εὑρήσετε χάριν αἰώνιον. Μηδὲν προτιμήσητε τῆς ἀγάπης αὐτοῦ, ἵνα ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ εὑρήσητε ἀνάπαυσιν μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων…».

Ἡ πτωχεία, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωσις τοῦ Θεοῦ εἶναι τὰ στολίδια, τὰ ὁποῖα μᾶς ἀνοίγουν διάπλατα τὴν θύρα τοῦ εὐτρεπισμένου νυμφῶνος τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ.