Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh (1914- 2003).

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

Καθὼς περνοῦν οἱ ἑβδομάδες νοιώθουμε ὅτι πλησιάζουμε ὁλοένα στὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μᾶς φαίνεται ὅτι κινούμαστε γρήγορα, ἀπὸ Κυριακὴ σὲ Κυριακή, πρὸς τὴν ἡμέρα ποὺ κάθε φόβος, κάθε φρίκη θὰ χαθεῖ.

Κι ὅμως, πόσο εὔκολα ξεχνᾶμε ὅτι πρὶν φτάσουμε στὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, πρέπει μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους Του, νὰ βαδίσουμε τὴν ὁδὸ τῆς Σταύρωσης. «Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου θὰ παραδοθῆ εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ θὰ Τὸν σταυρώσουν, καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ ἀναστηθεῖ». Ὅλοι ξέρουμε ὅτι θὰ ἀναστηθεῖ, ἀλλὰ, ἔχουμε ποτὲ ἀναρωτηθεῖ πῶς γύρισαν οἱ μαθητές Του στὴν Ἱερουσαλήμ, ξέροντας ὅτι πλησίαζε ἡ Σταύρωση ; Κινοῦνταν φοβισμένοι. Δὲν εἶχαν ὡριμάσει τόσο, ὥστε νὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ καὶ τὴν ζωή τους θὰ ἔδιναν γιὰ νὰ διαδοθεῖ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Κινοῦνταν μὲ φόβο. Ὅταν ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε νὰ γυρίσουν στὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλη ποὺ εἶχε ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, βάζοντας τὴν ζωή Του σὲ κίνδυνο, ἐκεῖνοι Τοῦ εἶπαν: «ἂς μὴν πᾶμε..», καὶ μόνον ἕνας μαθητής, ὁ Θωμᾶς, εἶπε: «..Ὄχι. Ἂς πᾶμε μαζί Του, κι ἂς πεθάνουμε μαζί Του…»

Ὁ μαθητὴς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ πιστεύω ἀφελῶς, ὀνομάσαμε Ἄπιστο: ὁ μόνος ποὺ δὲν ἦταν ἕτοιμος νὰ δώσει τὴν ἐμπιστοσύνη του, τὴν πίστη, τὴν ζωή του, τὸ αἷμα του, χωρὶς βεβαιότητα. Ἀλλὰ ἡ καρδιά του ἦταν ἀνεπιφύλακτα δοσμένη στὸν Χριστό. Πόσο ὑπέροχος εἶναι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος! Ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι μαθητὲς, δὲν θὰ ἐγκατέλειπαν τὸν Χριστό∙ θὰ βάδιζαν μαζί Του πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα.

Ἔχουμε σήμερα τὸ παράδειγμα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ζοῦσε μιὰ τραγωδία πρὶν συναντήσει τὸν Χριστό. Εἶναι ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Ἦταν ἁμαρτωλή. Ἦταν πόρνη. Δὲν πίστευε στὸν Θεό, οὔτε μὲ τὴν ψυχή, οὔτε μὲ τὸ σῶμα. Δὲν εἶχε σεβασμὸ σὲ αὐτὸ τὸ σῶμα ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει δημιουργήσει, οὔτε σ’ αὐτὴν τὴν ψυχή. Κι ὅμως, ἦρθε μὲ τραγικὸ τρόπο, ἀντιμέτωπη μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὑπῆρχε τρόπος νὰ τῆς ἐπιτραπεῖ ἡ εἴσοδος στὸν Ναὸ, ἐκτὸς ἂν ἀπέρριπτε τὸ κακὸ καὶ διάλεγε τὴν ἁγνότητα, τὴν μετάνοια, τὴν νέα ζωή.

Ἂς σκεφτοῦμε τοὺς μαθητὲς ποὺ σχεδὸν ἱκέτεψαν τὸν Χριστὸ νὰ μὴν ἐπιστρέψει στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπειδὴ ἦταν μιὰ πόλη ὅπου ὅλοι οἱ προφῆτες εἶχαν πεθάνει, δὲν ἤθελαν νὰ πεθάνει ὁ Χριστός καὶ φοβόντουσαν. Ἂς ἀναρωτηθοῦμε, πόσο τοὺς μοιάζουμε. Ἂς ἀναρωτηθοῦμε εἰλικρινὰ σήμερα, πόσο μοιάζουμε ἢ ὄχι στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία – τὴν Μαρία ποὺ εἶχε ζήσει τὴν ζωή της, σύμφωνα μὲ τοὺς τρόπους καὶ τὶς ἐπιθυμίες της, παρασυρόμενη ἀπ’ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς· καὶ μιὰ μέρα συνειδητοποίησε ὅτι στὴν κατάσταση ποὺ ἦταν δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ.

Πόσο εὔκολα μπαίνουμε ἐμεῖς στὸ ναὸ, ξεχνῶντας ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕνα μικρὸ κομμάτι τοῦ κόσμου ποὺ ἔχει ἐπιλέξει νὰ ζεῖ ἀποκομμένος ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ ἔχει ἀπορρίψει τὸν Θεό, ἔχει χάσει τὸ ἐνδιαφέρον του γι’ Αὐτόν∙ κι ὅτι οἱ λίγοι πιστοὶ δημιούργησαν γιὰ τὸν Θεὸ ἕνα καταφύγιο – ναί, ἡ ἐκκλησία εἶναι ἡ πληρότητα τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἕνα τραγικὸ καταφύγιο, τὸ μόνο μέρος ποὺ ἔχει δικαίωμα νὰ βρίσκεται ὁ Θεὸς, ἐπειδὴ εἶναι καταζητούμενος. Κι ὅταν μπαίνουμε ἐδῶ, μπαίνουμε στὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Θὰ πρέπει νὰ ἐρχόμαστε μὲ μίαν αἴσθηση δέους, ὄχι ἁπλὰ νὰ περπατᾶμε ἐκεῖ, ὅπως σ’ ἕνα ἄλλο μέρος, ἀλλὰ σ’ ἕναν τόπο ποὺ εἶναι ἤδη τὸ Βασίλειο τοῦ Θεοῦ.

Ἂν εἴχαμε αὐτὴν τὴν διάθεση, ὅταν φθάνουμε τὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, θὰ μπορούσαμε νὰ εἴμαστε, ἄν καὶ ἀσήμαντοι, σὰν τὴν Μαρία τὴν Αἰγυπτία. Θὰ σταματούσαμε καὶ θὰ λέγαμε, «πῶς μπορῶ νὰ μπῶ στὸν ναό;» Καὶ ἂν τὸ κάναμε αὐτὸ ὁλόψυχα, μὲ μιὰ καρδιὰ συντετριμμένη, μὲ μιὰν αἴσθηση τρόμου ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε τόσο μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό, τόσο ξένοι, τόσο ἄπιστοι, τότε θὰ ἄνοιγαν οἱ πόρτες, καὶ θὰ βλέπαμε ὅτι δὲν βρισκόμαστε ἁπλὰ σ’ ἕναν μεγάλο χῶρο περιτριγυρισμένο ἀπὸ τοίχους, ἀλλὰ βρισκόμαστε σ’ ἕναν τόπο ποὺ εἶναι ὁ Παράδεισος στὴν γῆ.

Ἂς μάθουμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία τὶ σημαίνει νὰ προχωρᾶμε βῆμα-βῆμα πρὸς τὴν Ἀνάσταση, ἐπειδὴ, πρέπει νὰ περάσουμε μέσα ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ, μέσα ἀπὸ τὴν ὀδύνη τῆς Μ. Ἑβδομάδας καὶ νὰ τὴν κάνουμε δική μας, νὰ μοιραστοῦμε μὲ τὸν Χριστό, τοὺς μαθητές Του καὶ τὰ πλήθη ὁλόγυρα, τὸν φόβο, τὸν τρόμο αὐτοῦ τοῦ γεγονότος·κι ἐπίσης νὰ τὸ ζήσουμε σὰν μιὰ φωτιὰ ποὺ θὰ κατακάψει ὅ,τι εἶναι εὐτελὲς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ θὰ μᾶς καθαρίσει. Κι ἴσως μιὰν ἡμέρα, ὅταν ἡ φωτιὰ θὰ ἔχει κατακάψει ὅ,τι δὲν εἶναι ἄξιο γιὰ τὸν Θεό, ἴσως γίνουμε εἰκόνα τῆς φλεγόμενης βάτου, πυρακτωμένης ἀπὸ τὴν θεϊκὴ φλόγα,  ἐπειδὴ μόνο ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιζήσει ἀπὸ τὴν θεϊκὴ φωτιά, θὰ ἔμενε μέσα μας. Ἀμήν.