Φουντούλης Ἰωάννης(+).

Μὲ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου ἐκδηλώνονται εὐχαριστίες καὶ ἐγκώμια στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ἀποτελεῖται, κατὰ βάση, ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο καὶ τὸν Κανόνα τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου, πλαισιωμένα μὲ ψαλμούς, ἀπολυτίκια καὶ εὐχές. Καὶ τὰ δύο χαρακτηρίζονται ὡς ἀριστουργήματα τῆς Βυζαντινῆς ὑμνολογίας , ποὺ ἐξαίρουν τὸ ἔργο καὶ τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου , μὲ θεολογικὸ βάθος, κομψότητα λόγου, μουσικὸ κάλλος, ἁγιοπνευματικὴ ἔμπνευση.

Δημιουργοὶ

Ὁ Κανόνας τοῦ Ἀκάθιστου εἶναι ἔργο τῶν Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ (οἱ εἱρμοὶ) καὶ Ἰωσὴφ Ξένου τοῦ Ὑμνογράφου (τὰ τροπάρια). Πηγὲς τοῦ Ὕμνου εἶναι ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐνῶ ὁ συνθέτης, ὁ χρόνος καὶ ἡ αἰτία τῆς σύνθεσης τοῦ Ὕμνου, παραμένουν ἀκόμα ἀνεξακρίβωτα ἀπὸ τοὺς μελετητές. Ἕνα εἶναι τὸ ἀδιαμφισβήτητο στοιχεῖο, ποὺ μᾶς δίνουν οἱ σχετικὲς πηγὲς , ὅτι ὁ ὕμνος ἐψάλλετο ὡς εὐχαριστήριος ὠδὴ πρὸς τὴν ὑπέρμαχο στρατηγὸ τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους.

Περιεχόμενο

Ὁ «Κανόνας» (τὰ Τροπάρια τῶν Χαιρετισμῶν), μὲ ἐννέα ὠδές, οἱ εἱρμοὶ τῶν ὁποίων εἶναι:

α) Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος,

γ΄) Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους Θεοτόκε,

δ’) Ὃ καθήμενος ἐν δόξῃ ἐπὶ θρόνου θεότητος,

ε΄) Ἐξέστη τὰ σύμπαντα, ἐπὶ τῇ θείᾳ δόξῃ σου,

στ΄) Τὴν θείαν ταύτην καὶ παντιμον,

ζ΄) Οὐκ ἐλάτρευσαν, τῇ κτίσει οἱ θεοφρονες,

η΄) Παίδας εὐαγεῖς ἐν τῇ καμίνῳ,

θ΄) Ἅπας γηγενής, σκιρτάτω τῷ πνεύματι,

Ὁ «Ἀκάθιστος Ὕμνος»: περιλαμβάνει τὸ Ἀπολυτίκιο «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβῶν ἐν γνώσει,», τὸ Κοντάκιο «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια,», τοὺς 24 Οἴκους (στροφὲς) σὲ ἀλφαβητικὴ ἀκροστιχίδα (Α – Ω) καὶ δύο Ἐφύμνια (ἡ τελευταία φράση τοῦ ὕμνου ποὺ ἐπαναλαμβάνει ὁ λαὸς) τὸ «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» καὶ τὸ «Ἀλληλούια».

Δομὴ

Οἱ περιττοὶ Οἶκοι (αὐτοὶ ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὰ στοιχεῖα Α, Γ, Ε, Η, κλπ.) ἀποτελοῦνται ἀπὸ 18 στίχους , οἱ 5 πρῶτοι στίχοι περιέχουν τὴν διήγηση , οἱ ἑπόμενοι 12 στίχοι ἀποτελοῦν τοὺς Χαιρετισμοὺς στὴ Θεοτόκο καὶ ὁ 18ος εἶναι τὸ ἐφύμνιο « Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» . Οἱ ἄρτιοι Οἶκοι (ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὰ στοιχεῖα Β, Δ, Ζ, Θ, κλπ.) ἔχουν 5 στίχους ὡς διήγηση καὶ τὸ ἐφύμνιο «Ἀλληλούϊα» .

Τοὺς χαιρετισμοὺς αὐτοὺς τοὺς ἀπευθύνουν: ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ (Α, Γ), ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ὡς ἔμβρυο ἀκόμα (Ἐ), οἱ ποιμένες (Ἡ), οἱ Μάγοι (Ἰ), οἱ πιστοὶ ποὺ ἐρύσθησαν ἀπὸ τὰ εἴδωλα (Λ), οἱ πιστοὶ γενικὰ (Ν, Ο, Ρ, Τ, Φ, Ψ).

Ὁ Ὕμνος διακρίνεται σὲ δύο ἑνότητες χωρὶς ὅμως νὰ λείπουν ἀπὸ κάθε ἑνότητα καὶ στοιχεῖα τῆς ἄλλης :

Α) Α-Μ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἱστορικὸ τμῆμα

Ὁ πρωτοστάτης ἄγγελος, ὁ Γαβριήλ, ἔρχεται καὶ φέρνει τὸ θεϊκὸ μήνυμα, τὸ «χαῖρε», στὴν Θεοτόκο (Α)

Ἐκείνη ἀπορεῖ γιὰ τὸν παράδοξο τρόπο τῆς συλλήψεως (Β)·

Ὁ Γαβριὴλ τῆς ἐξηγεῖ τὴν ἀπόρρητο βουλὴ τοῦ Θεοῦ (Γ)

Καὶ ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου ἐπισκιάζει τὴν ἀπειρόγαμο Παρθένο καὶ συλλαμβάνει τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ (Δ).

Ἡ Θεοτόκος ἐπισκέπτεται τὴν συγγενῆ της Ἐλισάβετ, τὴν μέλλουσα μητέρα τοῦ Προδρόμου, καὶ ἀνταλλάσσουν προφητικοὺς λόγους (Ε).

Ὁ Ἰωσήφ, ὁ μνηστὴρ τῆς Παρθένου, ταράσσεται ἀπὸ τὴν ζάλη τῶν ἀμφιβόλων λογισμῶν, ἀλλὰ πληροφορεῖται ἀπὸ τὸν ἄγγελο τὸ μυστήριο τῆς συλλήψεως (Ζ).

Ὁ Χριστὸς γεννᾶται καὶ οἱ ποιμένες προσκυνοῦν τὸν ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ (Η).

Ὁ θεοδρόμος ἀστέρας δείχνει τὸν δρόμο στοὺς μάγους τῆς Ἀνατολῆς (Θ), αὐτοὶ τὸν προσκυνοῦν (Ι)

Καὶ δὶ’ ἄλλης ὁδοῦ ἀναχωροῦν γιὰ τὴν Βαβυλώνα, οἱ θεοφόροι κήρυκες (Κ).

Στὴν Αἴγυπτο ὁ φυγὰς Κύριος συντρίβει τὰ εἴδωλα καὶ μὲ τὸν φωτισμὸ τῆς ἀληθείας διώχνει τὸ σκότος τοῦ ψεύδους (Λ).

Καὶ ὁ Συμεὼν δέχεται στὴν ἀγκάλη του ὡς βρέφος τεσσαρακονθήμερο τὸν τέλειο Θεὸ καὶ λαμβάνει τὴν ποθητὴ ἀπόλυση (Μ)Β) Ν-Ώ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ δογματικὸ-θεολογικὸ τμῆμα.

Ἡ νέα κτίσις, ποὺ δημιουργεῖ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν σάρκωσή Του, δοξολογεῖ τὸν δημιουργὸ (Ν).

Ὁ παράξενος -«ὁ ξένος» – τόκος προτρέπει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ξενωθοῦν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ μεταθέσουν τὸν νοῦ τῶν στὸν οὐρανὸ (Ξ).

Ὅλος ἦταν στὴν γῆ ὁ δοξολογούμενος Λόγος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ δὲν ἀπουσίαζε (Ο).

Οἱ ἄγγελοι θαύμασαν τὸ ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων (Π).

Οἱ σοφοὶ καὶ ρήτορες τοῦ κόσμου ἔμειναν ἄφωνοι, μὴ μπορώντας νὰ ἐξηγήσουν τὸ μυστήριο τοῦ παρθενικοῦ τόκου (Ρ).

Ὁ Ποιμὴν -Θεὸς γίνεται πρόβατο –ἄνθρωπος θέλοντας νὰ σώσει τὸν κόσμο (Σ).

Ἡ Παρθένος γίνεται φυλακτήριο τεῖχος τῶν παρθένων καὶ ὅλων τῶν πιστῶν (Τ).

Κανεὶς ὕμνος δὲν μπορεῖ νὰ πληρώσει τὸν φόρο τοῦ χρέους στὸν Σαρκωθέντα Βασιλέα (Υ).

Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ φωτοδόχος λαμπάδα, ποὺ μᾶς καθοδήγει στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ (Φ).

Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸ κόσμο γιὰ νὰ τοῦ δώσει χάρη καὶ συγχώρηση (Χ).

Ἡ δοξολογία πρὸς τὸν Υἱὸ συνδέεται καὶ πρὸς τὴν ἀνύμνηση τοῦ ἔμψυχου ναοῦ Του, τῆς Θεοτόκου (Ψ).

Ὁ Ὕμνος κλείνει μὲ μία θαυμαστὴ ἀποστροφὴ πρὸς τὴν Παρθένο: «Ὢ πανύμνητε μῆτερ ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον,..»

Γιατί ὅμως ψάλλεται τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή;

Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος δὲν συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς , ἀλλὰ μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ποὺ ἐμπίπτει ὅμως πάντοτε μέσα στὴ κατανυκτικὴ αὐτὴ περίοδο.

Εἶναι ἡ μόνη μεγάλη ἑορτή, ποὺ λόγω τοῦ πένθιμου χαρακτῆρος τῆς Τεσσαρακοστῆς, στερεῖται προεορτίων καὶ μεθεόρτων. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἔλλειψη ἔρχεται νὰ καλύψη ἡ ψαλμωδία τοῦ Ἀκαθίστου, τμηματικῶς κατὰ τὰ Ἀπόδειπνα τῶν Παρασκευῶν καὶ ὁλόκληρος κατὰ τὸ Σάββατο τῆς Ἐ’ ἑβδομάδος. Τὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς ἀνήκει λειτουργικῶς στὸ Σάββατο, ἡμέρα ποὺ μαζὶ μὲ τὴν Κυριακὴ εἶναι οἱ μόνες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, κατὰ τὶς ὁποῖες ἐπιτρέπεται ὁ ἑορτασμὸς χαρμόσυνων γεγονότων, καὶ στὶς ὁποῖες, μεταφέρονται οἱ ἑορτὲς τῆς ἑβδομάδος.

Ἄλλωστε αὐτὴ τὴν Ἀκολουθία τὴν τελοῦμε καὶ ἄλλες περιόδους τοῦ ἔτους (στὰ μοναστήρια κάθε βράδυ μαζὶ μὲ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο διαβάζουν καὶ τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας μας). Ἀντίθετα ὅλες τὶς ἄλλες Ἱερὲς ἀκολουθίες (Προηγιασμένη, Μ. Ἀπόδειπνο, Μ. Κανὼν) τὶς συναντοῦμε μόνο τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς.

Στὴν ἐπίσημη λειτουργικὴ γλώσσα ἡ ἀκολουθία αὐτὴ ὀνομάζεται «Ἀκάθιστος Ὕμνος» ἢ μονολεκτικὰ «Ἀκάθιστος» ἀπὸ τὴν ὀρθία στάση, ποὺ τηροῦσαν οἱ πιστοὶ καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ψαλμωδίας της. Ἔτσι καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὴ στάση τοῦ σώματος ἐκφράζεται ἡ τιμή, ἡ ἰδιαίτερη εὐλάβεια, ἡ εὐχαριστία πρὸς ἐκείνη, πρὸς τὴν ὁποία ἀπευθύνουμε τοὺς χαιρετισμούς μας.

Εἶναι δὲ ἡ ἀκολουθία αὐτὴ στὴ σημερινὴ λειτουργική μας πράξη ἐντεταγμένη στὸ λειτουργικὸ πλαίσιο τῆς ἀκολουθίας τοῦ μικροῦ ἀποδείπνου, ὅπως ἀκριβῶς τελέσθηκε ἀπόψε. Ἔτσι γίνεται κάθε Παρασκευὴ στὶς τέσσερις πρῶτες ἑβδομάδες τῶν Νηστειῶν, ἀκόμα καὶ τὴν Παρασκευὴ τῆς Ε΄ Ἑβδομάδος, ποὺ μετὰ τὴν τμηματικὴ στὶς τέσσερις πρῶτες ἑβδομάδες ψαλμωδία του, ἀνακεφαλαιώνεται ὁλόκληρος ὁ ὕμνος.

Στὰ μοναστήρια, ἀλλὰ καὶ στὴ σημερινὴ ἐνοριακὴ πράξη καὶ παλαιότερα κατὰ τὰ διάφορα Τυπικά, ἔχουμε καὶ ἀλλὰ λειτουργικὰ πλαίσια γιὰ τὴν ψαλμωδία τοῦ ὕμνου: τὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου, τοῦ ἑσπερινοῦ, τῆς παννυχίδος ἢ μίας ἰδιόρρυθμης Θεομητορικῆς Κωνσταντινουπολιτικῆς ἀκολουθίας, τὴν «πρεσβεία». Σ\’ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις σ\’ ἕνα ὁρισμένο σημεῖο τῆς κοινῆς ἀκολουθίας γίνεται μία παρεμβολή. Ψάλλεται ὁ κανὼν τῆς Θεοτόκου καὶ ὁλόκληρο ἢ τμηματικὰ τὸ κοντάκιο καὶ οἱ οἶκοι τοῦ Ἀκαθίστου.

Θὰ παρατρέξωμε τὸ διαφιλονικούμενο, ἐξ’ ἄλλου, θέμα τοῦ χρόνου τῆς συντάξεως καὶ τοῦ ποιητοῦ τοῦ Ἀκάθιστου. Πολλοὶ φέρονται ὡς ποιηταί του: ὁ Ρωμανὸς ὁ Μελωδός, ὁ Γεώργιος Πισίδης, οἱ πατριάρχαι τῆς Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Γερμανὸς ὁ Α΄, ὁ Ἱερὸς Φώτιος, ὁ Γεώργιος Νικομηδείας (Σικελιώτης), ποιηταὶ ποὺ ἔζησαν ἀπὸ τὸν Ζ΄ μέχρι τὸν Θ΄ αἰώνα. Ἡ παράδοσις παρουσιάζει μεγάλη ἀστάθεια καὶ οἱ νεώτεροι μελετηταί, στηριζόμενοι στὶς λίγες ἐσωτερικὲς ἐνδείξεις ποὺ ὑπάρχουν στὸ κείμενο, ἄλλοι προτιμοῦν τὸν ἕνα καὶ ἄλλοι τὸν ἄλλο ἀπὸ τοὺς φερομένους ὡς ποιητάς του.

Ἕνα ἱστορικὸ γεγονός, μὲ τὸ ὁποῖο συνεδέθη ἀπὸ τὴν παράδοσι ἡ ψαλμωδία τοῦ Ἀκάθιστου, θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς προσανατολίση κάπως στὴν ἀναζήτησί μας: Ἡ ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου πολιορκία καὶ ἡ θαυμαστὴ σωτηρία τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὴν 8η Αὐγούστου τοῦ ἔτους 626. Κατὰ τὸ Συναξάριο μετὰ τὴν λύσι τῆς πολιορκίας ἐψάλη ὁ ὕμνος αὐτὸς στὸν ναὸ τῆς Θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν, ὡς δοξολογία καὶ εὐχαριστία γιὰ τὴν σωτηρία, ποὺ ἀπεδόθη στὴν θαυματουργικὴ δύναμι τῆς Θεοτόκου, τῆς προστάτιδας τῆς Πόλεως. Πατριάρχης τότε ἦτο ὁ Σέργιος, ποὺ πρωτοστάτησε στοὺς ἀγώνας γιὰ τὴν ἄμυνα. Εὔκολο ἦταν νὰ θεωρηθῆ καὶ ποιητὴς τοῦ ὕμνου, ἂν καὶ οὔτε ὡς ὑμνογράφος μᾶς εἶναι γνωστός, οὔτε καὶ ὀρθόδοξος ἦτο. Ἐξ ἄλλου ὁ ὕμνος θὰ ἔπρεπε νὰ ἦταν παλαιότερος, γιατί ἂν ἦταν γραμμένος γιὰ τὴν σωτηρία τῆς Πόλεως δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν παρὰ ρητῶς νὰ κάμνη λόγο γι’ αὐτὴν καὶ ὄχι νὰ ἀναφέρεται σὲ ἄλλα θέματα, ὅπως θὰ ἰδοῦμε πιὸ κάτω.

Ἡ ψαλμωδία ὅμως τοῦ Ἀκάθιστου συνδέεται ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς καὶ μὲ ἄλλα παρόμοια γεγονότα: τὶς πολιορκίες καὶ τὴν σωτηρία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου (673), ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (717-718) καὶ ἐπὶ Μιχαὴλ Γ΄ (860).

Ὅποιος ὅμως καὶ ἂν ἦταν ὁ ποιητὴς καὶ μὲ ὁποιοδήποτε ἱστορικὸ γεγονὸς ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω καὶ ἂν συνεδέθη πρωταρχικά, ἕνα εἶναι τὸ ἀναμφισβήτητο στοιχεῖο, ποὺ μᾶς δίδουν οἱ σχετικὲς πηγές, ὅτι ὁ ὕμνος ἐψάλλετο ὡς εὐχαριστήριος ὠδὴ πρὸς τὴν ὑπέρμαχο στρατηγὸ τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους κατὰ τὶς εὐχαριστήριες παννυχίδες ποὺ ἐτελοῦντο εἰς ἀνάμνησιν τῶν ἀνωτέρω γεγονότων. Κατὰ τὴν παρατήρησι τοῦ συναξαριστοῦ ὁ ὕμνος λέγεται «Ἀκάθιστος», γιατί τότε κατὰ τὴν σωτηρία τῆς Πόλεως καὶ ἔκτοτε μέχρι σήμερα, ὅταν οἱ οἶκοι τοῦ ὕμνου αὐτοῦ ἐψάλλοντο, «ὀρθοὶ πάντες» τοὺς ἤκουαν εἰς ἔνδειξιν εὐχαριστίας πρὸς τὴν Θεοτόκο, ἐνῶ στοὺς οἴκους τῶν ἄλλων κοντακίων «ἐξ ἔθους» ἐκάθηντο.

Γιατί ὅμως ψάλλεται κατὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή; Οἱ λύσεις τῶν ἀνωτέρω πολιορκιῶν δὲν συνέπεσαν κατ’ αὐτήν. Στὶς 8 Αὐγούστου ἐλύθη ἡ πολιορκία ἐπὶ Ἡρακλείου, τὸν Σεπτέμβριο ἡ ἐπὶ Πωγωνάτου, στὶς 16 Αὐγούστου ἑωρτάζετο ἡ ἀνάμνησις τῆς σωτηρίας τῆς Πόλεως ἐπὶ Λέοντος Ἰσαύρου καὶ στὶς 18 Ἰουνίου ἐλύθη ἡ πολιορκία ἐπὶ Μιχαὴλ τοῦ Γ΄.

Μὲ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ συνεδέθη προφανῶς ἐξ αἰτίας ἑνὸς ἄλλου καθαρῶς λειτουργικοῦ λόγου: Μέσα στὴν περίοδο τῆς Νηστείας ἐμπίπτει πάντοτε ἡ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Εἶναι ἡ μόνη μεγάλη ἑορτή, ποὺ λόγω τοῦ πένθιμου χαρακτήρας τῆς Τεσσαρακοστῆς, στερεῖται προεορτίων καὶ μεθεόρτων. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἔλλειψη ἔρχεται νὰ κάλυψη ἡ ψαλμωδία τοῦ Ἀκάθιστου, τμηματικῶς κατὰ τὰ ἀπόδειπνα τῶν Παρασκευῶν καὶ ὁλόκληρος κατὰ τὸ Σάββατο τῆς Ε΄ ἑβδομάδος. Τὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς ἀνήκει λειτουργικῶς στὸ Σάββατο, ἡμέρα ποὺ μαζὶ μὲ τὴν Κυριακὴ εἶναι οἱ μόνες ἡμέρες τῶν ἑβδομάδων τῶν Νηστειῶν, κατὰ τὶς ὁποῖες ἐπιτρέπεται ὁ ἑορτασμὸς χαρμόσυνων γεγονότων, καὶ στὶς ὁποῖες, καθὼς εἴδαμε, μετατίθενται οἱ ἑορτὲς τῆς ἑβδομάδος. Καθ’ ὡρισμένα Τυπικὰ ὁ Ἀκάθιστος ἐψάλλετο πέντε ἡμέρες πρὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ κατ’ ἄλλα τὸν ὄρθρο τῆς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς. Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος εἶναι τὸ κοντάκιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὁ ὕμνος τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν ὁ Ἀκάθιστος συνεδέθη μὲ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ποὺ ἀναφέραμε, τότε συνετέθη νέο εἰδικὸ προοίμιο, γεμάτο δοξολογία καὶ ἱκεσία, τὸ τόσο γνωστὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ». Στὴν ὑπέρμαχο στρατηγό, ἡ πόλις τῆς Θεοτόκου, ποὺ λυτρώθηκε χάρι σ’ αὐτὴν ἀπὸ τὰ δεινά, ἀναγράφει τὰ νικητήρια καὶ παρακαλεῖ αὐτὴν ποὺ ἔχει τὴν ἀκαταμάχητη δύναμι νὰ τὴν ἐλευθερώνη ἀπὸ τοὺς ποικίλους κινδύνους γιὰ νὰ τὴν δοξολογῆ κράζοντας τό: «Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε».

Ὁ ὕμνος ψάλλεται καὶ πάλι σὲ ἦχο πλ. δ΄.

«Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,

ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν, εὐχαριστήρια

ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου, Θεοτόκε·

ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,

ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,

ἵνα κράζω σοι•

Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε»