Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση.
Ἡ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ μας ἔχει κτίσει πλῆθος ἐξωκκλησίων σὲ διάφορα μέρη, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀφιερωμένα συνήθως σὲ δημοφιλεῖς ἁγίους καὶ κάθε χρόνο τελοῦνται θεῖες Λειτουργίες μὲ τὴ συμμετοχὴ πολλῶν ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς. Σὲ μερικὲς ἐνορίες τελοῦνται Λειτουργίες καὶ τὶς ἡμέρες τῆς διακαινήσιμης ἑβδομάδας.
Τὰ περισσότερα ἐξωκκλήσια εἶναι κτισμένα σὲ ὡραιότατες τοποθεσίες κι ἐντυπωσιάζουν τοὺς προσκυνητές. Καὶ στὸ πιὸ μικρὸ χωριὸ θὰ συναντήσει κανεὶς τρία, τέσσερα ἢ καὶ περισσότερα ἐξωκκλήσια, τὰ ὁποῖα φροντίζουν οἱ ἐνορίες καὶ οἱ ἰδιῶτες. Ἀρκετὰ εἶναι παλαιὰ κι ἔχουν ἀποθησαυρισμένα πολύτιμα κειμήλια, ὅπως ἱερὲς εἰκόνες, ἱερὰ σκεύη, καντήλια, περίτεχνα μανουάλια καὶ πολλὰ ἄλλα ἀντικείμενα, ποὺ εἶναι ἀναγκαῖα γιὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τὴν ὑποδοχὴ τῶν ἐπισκεπτῶν, ἰδίως ὅταν γιορτάζουν.
Στὴν ἐποχή μας ὅμως, ποὺ ἡ ἀστυφιλία ἐρήμωσε τὴν ἐπαρχία, ἰδιαίτερα ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει τουριστικὸ ἐνδιαφέρον, πολλὰ ἐξωκκλήσια εἶναι ἐγκαταλελειμμένα, ἀφοῦ οἱ λιγοστοὶ κάτοικοι αὐτῶν τῶν περιοχῶν εἶναι μεγάλης ἡλικίας καὶ δὲν μποροῦν νὰ τὰ συντηρήσουν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπουσία ἱερέων εἶναι μιὰ ἀνησυχητικὴ πραγματικότητα. Συμβαίνει ὅ,τι βλέπουμε στὰ κλειστὰ σχολεῖα, τὰ καταργημένα φυλάκια καὶ τὰ ἄλλα δημόσια κτήρια, ποὺ δὲν φιλοξενοῦν διάφορες ὑπηρεσίες. Ὅλα αὐτὰ ρημάζουν καὶ καταρρέουν.
Παρήγορο σημάδι εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι πολλὰ χωριὰ τὸ καλοκαίρι «ἀνασταίνονται» μὲ τὴν ὀλιγοήμερη παραμονὴ τῶν ταξιδεμένων κι ἐκδηλώνεται κάποιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ συντήρηση τῶν ἐξωκκλησίων. Σύλλογοι ἐπίσης καὶ ἀδελφότητες βοηθοῦν τὶς ἐνορίες καὶ ἀπὸ κοινοῦ διατηροῦν τὴν καλὴ παράδοση νὰ λειτουργοῦνται τὰ ταπεινὰ σπιτάκια τοῦ Θεοῦ, ὅπου βασιλεύει ἡ γαλήνη καὶ ὁ προσκυνητὴς αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ πεῖ ἕνα ἐκ βαθέων, «Κύριε, ἐλέησον» καὶ νὰ ἐπικαλεστεῖ τὶς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων γιὰ πνευματικὴ βοήθεια καὶ παρηγοριά.
* * *
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἐξωκκλήσια ὑπάρχουν δυσεξαρίθμητα εἰκονίσματα (προσκυνητάρια τὰ ἀποκαλοῦν μερικοὶ) σὲ δύσκολους καὶ ἐπικίνδυνους δρόμους, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀγροὺς καὶ αὐλὲς σπιτιῶν. Αὐτὰ διατηροῦν τὴ μνήμη κάποιου γεγονότος, συνήθως δυσάρεστου, ὅταν εἶναι στοὺς δρόμους, ἐνῶ ὅταν εἶναι στὶς αὐλὲς τῶν σπιτιῶν θυμίζουν κάποιο εὐχάριστο οἰκογενειακὸ γεγονός.
Ὁ προσεκτικὸς ὁδηγὸς βλέπει τὰ εἰκονίσματα στὶς ἄκρες τῶν ἐπαρχιακῶν δρόμων, τὰ ὁποῖα τοποθετήθηκαν μετὰ ἀπὸ κάποιο τροχαῖο ἀτύχημα, κάποιο τραυματισμὸ ἢ κάποιο τραγικὸ θάνατο. Τὰ παλιότερα ἦταν κτισμένα μὲ πέτρες, ἀργότερα ἐμφανίστηκαν τὰ μεταλλικὰ (τὰ ὁποῖα μὲ τὸν καιρὸ ὀξειδώνονταν), ἐνῶ στὶς ἡμέρες μας εἶναι ἐντυπωσιακά, καθὼς ἔχουν περίτεχνη διακόσμηση καὶ εἶναι μικρογραφίες ἐκκλησιῶν καὶ στὴ βάση τους τοποθετοῦνται γλάστρες μὲ φυσικὰ ἢ πλαστικὰ πολύχρωμα λουλούδια. Μέσα ὑπάρχει τὸ καντήλι καὶ οἱ σχετικὲς εἰκόνες. Τὴ νύκτα δημιουργεῖ ἐλπίδα τὸ φῶς τους καὶ εἶναι πνευματικοὶ ὁδοδεῖκτες γιὰ ὅσους ἔχουν κάποια θρησκευτικότητα καὶ μποροῦν νὰ ἀνάγονται ἀπὸ τὶς φυσικὲς εἰκόνες στὸν οὐράνιο Πατέρα.
Μερικὰ εἰκονίσματα ξεπροβάλλουν μέσα ἀπὸ ἄγρια βλάστηση, ἡ ὁποία τὰ κάνει ὡραιότερα. Μπορεῖ νὰ εἶναι γιὰ δεκαετίες ἐγκαταλελειμμένα, ἀλλὰ ἀντιστέκονται στοὺς ἰσχυροὺς ἀνέμους καὶ τὶς δύσκολες καιρικὲς συνθῆκες. Διατηρεῖται ἡ μνήμη τραγικῶν γεγονότων καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τὰ βλέπουν συνειδητοποιοῦν ὅτι εἶναι ὁδοιπόροι στὴ ζωή, μὲ πολλὰ ἐναλλασσόμενα γεγονότα, εὐχάριστα καὶ δυσάρεστα γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ στρέφουν τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά τους καὶ στὴ μέλλουσα ζωὴ ποὺ τοὺς περιμένει.