Τσιρόπουλος Κώστας.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, ἂν δὲν γεννηθεῖ μέσα στὸν κόσμο. Μὲ τὸ σῶμα του τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις του βεβαιώνεται πὼς ζεῖ. Καὶ ἀργότερα, μὲ τὴν συνείδησή του, πὼς ὑπάρχει. Καὶ μὲ τὴν ψυχή του, πὼς εἶναι. Σπάνια μέσα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, ὁ ἄνθρωπος κατορθώνει, ἐγείροντας καὶ συγκρατώντας σὲ ἀγρυπνία ὅλες του τὶς δυνάμεις, σώματος, νοῦ, καρδιᾶς καὶ ψυχῆς, νὰ βιώσει τὸ ὑπάρχειν στὴν πληρότητά του. Γιὰ τοῦτο, καὶ σπάνια συνειδητοποιεῖ τὴν τραγικὴ ὀδύνη τῆς καταστατικῆς ὡς ὄντος μοναξιᾶς του. Μίας μοναξιᾶς, ποὺ ἐκκινᾶ ἀπὸ τὸ φλογῶδες μυστήριο τῆς σύλληψής του, γιὰ νὰ καταλήξει ἀπαρέγκλιτα στὸ βουβὸ μυστήριο τῆς ἀποχώρησής του, τοῦ θανάτου.
Μέσα σ’ αὐτὲς τὶς ἀναπόφευκτες συντεταγμένες τῆς ὕπαρξης, ὁ παρεπίδημος στὸν κόσμο ἄνθρωπος συμπεριφέρεται ὡς ἀθάνατος, καὶ προσωπικά καὶ κοινωνικά. Δημιουργεῖ θεσμούς, ὑπακούοντας στὶς ἀξιώσεις του νὰ ὑπάρχει ὡς ἄνθρωπος. Καὶ τοὺς κρυσταλώνει, ὥστε νὰ συνιστοῦν τὴν ἀναπότρεπτη θεμελίωση τοῦ βίου του ὅλου. Γιατί διαθέτει μνήμη. Διότι ἡ ὕπαρξή του ὅλη εἶναι διαποτισμένη μὲ μνήμη. Οἱ θεσμοί, τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα τοῦ βίου συνιστοῦν ἀξιώσεις τῆς μνήμης αὐτῆς, ποὺ καθιστὰ τὴν ζωὴ ἀνθρωπινή, γιατί τὴν συναρτᾶ στὰ βάθη τῆς ὕπαρξής μας μὲ τὰ μυστικὰ κέντρα τοῦ ὄντος, ἐκεῖνα ποὺ συνθέτουν τὸν ἄνθρωπο.
Μὲ αὐτὰ τὰ πανίερα κέντρα συνδέεται ὀργανικὰ ἡ οἰκογένεια. Ἀπὸ τὸ ζεῦγος τῶν γονέων τοῦ ἀνακύπτει ἐρωτικὰ στὴν ζωὴ τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τὸ ζεῦγος, ἰδίως ἡ μητέρα, ἀποσφραγίζει τὸν ἀκένωτο πλοῦτο τῶν συναισθημάτων ἐντός του. Σ’ αὐτὸ ὑπάγεται, ὥσπου νὰ ἐνηλικιωθεῖ καὶ ν’ ἀποφασίσει ἂν θὰ πλάσει ὁ νέος ἄνθρωπος κι ἐκεῖνος μία οἰκογένεια. Ἂν θὰ συζευχθεῖ καὶ ἂν θὰ φέρει στὸν κόσμο παιδιά.
Αὐτὲς οἱ κεφαλαιώδεις πράξεις δὲν συνιστοῦν, μὲ κανένα τρόπο, ὑποχρεώσεις ἐκείνου ποὺ ζεῖ μέσα σὲ μία ὀργανωμένη κοινωνία. Ἀλλά, γενικότερα, συνιστοῦν βαθύτατες ἀνάγκες τῆς ὕπαρξής του ὅλης, ποὺ εἶναι οἱ ἀνάγκες τοῦ ἔρωτα, τῆς στοργῆς, τῆς μορφοποίησης τοῦ βίου, τῆς ἀσφάλειας, ὅλου τοῦ πλέγματος ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν ἐπιταγῶν, ποὺ συνθέτουν τὴν εὐμενῆ σχεδία του γιὰ νὰ ἐπιπλώσει στὸν κόσμο -καὶ γιὰ νὰ τὸν διαπλεύσει, ὡς παρεπίδημος.
Ἡ οἰκογένεια δὲν ἀποτελεῖ ὑποχρέωση, ἀλλ’ ἀνάγκη. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔτσι τὴν νιώθει, τὴν πλάθει μὲ ὅλα τὰ ὑλικὰ τῆς ὕπαρξής του, τὸ σῶμα του, τὴν καρδιά, τὸ νοῦ. Τὴν πλάθει μέσα στὸν χρόνο καὶ τὴν ὀρθώνει ὡς ἐπίτευγμα μέσα στὴν κοινωνία, ὀποῦ ἐγκαταβιώνει. Συνθεμένη μὲ ὑλικὰ ἱερὰ τῆς ὕπαρξης, εἶναι ἀναπότρεπτο ἡ οἰκογένεια νὰ ὑπερβαίνει τὸν θεσμό, νὰ συνιστᾶ μία συντεταγμένη τοῦ ὄντος ἀπαραίτητη – ποτὲ ὅμως ὑποχρεωτική. Ἀποκαλύπτεται, ἔτσι, ἡ οἰκογένεια ὡς κέντρο τοῦ βίου ὅλου, καὶ τοῦ προσωπικοῦ καὶ τοῦ κοινωνικοῦ.
Ἀλλὰ ὁ βίος αὐτὸς, γιὰ νὰ εὐπορήσει, πρέπει νὰ τρέφεται ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐργασία συνιστᾶ ὄχι μόνο καταστατική τῆς ὕπαρξής μας, ἐπιταγὴ ἀλλὰ καὶ ἀξίωση κοινωνικὴ τῶν βασικῶν δομῶν τῆς ζωῆς. Ἡ ἐργασία ὑπηρετεῖ τὴν ὕπαρξη καὶ τροφοδοτεῖ τὴν οἰκογένεια. Τὸ ἐπάγγελμα ὑπηρετεῖ τὴν κοινωνία, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ νοηθεῖ χωρὶς ἀνθρώπους μὲ καθορισμένη μορφὴ ἐργασίας σταθερή.
Καὶ ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ καὶ μεταγγίζει στὶς κοινωνικὲς δομὲς μίαν ἰσορροπία σώματος, νοῦ καὶ καρδιᾶς, ὅσο δὲν λησμονεῖ πὼς εἶναι παρεπίδημος στὸν κόσμο αὐτό, καὶ ἡ οἰκογένεια καὶ τὸ ἐπάγγελμα διατηροῦν κι αὐτὰ τὴν ἰσορροπία τους, συγκλίνοντας σταθερὰ στὴν ὑπηρέτηση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν θωράκιση καὶ στὸν βαθύτερο ἐξευγενισμό του.
Ὅταν αὐτὴ ἡ θαυμαστὴ καὶ ἀξιοζήλευτη ἰσορροπία διαταραχθεῖ, τότε καὶ ἡ οἰκογένεια καὶ τὸ ἐπάγγελμα εἰσέρχονται σὲ κρίση. Διότι χάνουν τὴν νευραλγικὴς σημασίας ἐπικέντρωσή τους στὸν ἄνθρωπο. Καὶ εἶναι περίοδος κρίσης δεινῆς αὐτὴ, ποὺ διέρχεται ἡ ἀνθρωπότητα καθὼς διαπεραιώνεται στὸν 21ο αἰώνα. Διότι ὁ ἄνθρωπος ἔχει λησμονήσει τὴν θεϊκὴ ἐγγύησή του καὶ συμπεριφέρεται ὡς κληρονόμος τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ ἕνας τέτοιος κληρονόμος ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ χρῆμα καὶ γιὰ τὴν ἀπόλαυση.
Ὠθεῖται, ἔτσι, ἀπὸ τὴν οἰκογένεια πρὸς τὸ ἐπάγγελμα, ποὺ ἀναγορεύεται σὲ αὐτοσκοπό. Οἱ σύζυγοι χάνονται μεταξύ τους, τὰ παιδιὰ χάνουν τοὺς γονεῖς καὶ οἱ γονεῖς τὰ παιδιά, ἡ σχεδία τοῦ βίου ὄλου κλυδωνίζεται ἀπὸ τὸν ἀδίσταχτο ἐγωκεντρισμὸ τῆς φιληδονίας καὶ ὁ παρεπίδημος χαρακτήρας, ὁ καταστατικός τοῦ ἀνθρώπου, σκοτίζεται, λησμονεῖται.
Μέσα σ’ ἐτούτη τὴν τραγικὴ λησμοσύνη, ἀνακύπτουν τὰ διλήμματα τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, ποὺ ὠθοῦν τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸ ἐπάγγελμα, ὡς ἀπορροφητήρα ἀχόρταγο τοῦ ὄντος ἀπὸ ὅπου πηγάζει ἡ ὑλιστικὴ εὐδαιμονία καὶ ἡ παραισθητικὴ νεύρωση, πὼς ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ παράγει χρῆμα. Στὴν λησμοσύνη αὐτὴ βρίσκεται ἡ πηγὴ τῶν πολύμορφων κρίσεων ποὺ ζεῖ ἡ οἰκογένεια, ποὺ ὀφείλει νὰ μένει ἀνοιχτὴ στὸν χρόνο ἀλλὰ σταθερὴ στὴν ἀγάπη, μέσα σὲ ἰσορροπίες ἐξανθρωπιστικὲς τῶν μελῶν της.
Ἡ πολλαπλὴ λησμοσύνη φέρει τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο πρὸς μίαν ἄγρια, ἀβάσταχτη μοναξιά: τὴν μοναξιὰ τοῦ ὄντος ποὺ δὲν ζεῖ στὴν κάθετη διάστασή του, στὴν διάσταση τὴν θρησκευτική, ἐκείνη ποὺ μεταμορφώνει τὴν μοναξιὰ σὲ ἱερουργία ἀγάπης, σὲ βίωση μνήμης τῆς καταγωγῆς του, τῆς ἀποστολῆς του, τῆς μετάβασής του ἀλλοῦ. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, καὶ ἡ οἰκογένεια καὶ τὸ ἐπάγγελμα διατηροῦν τὸν κοσμικό τους χαρακτήρα καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸν ὑπερκοσμικό του. Αὐτὸν ποὺ τὸν πλημμυρίζει μὲ ἀγάπη καὶ κατανόηση. «Ταῦτα ἔδει ποιῆσαι, κακείνα μὴ ἀφιέναι».
110. Ὠφέλιμα ρητὰ τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου.
• Ὅταν ἡ ψυχὴ εἶναι ταραγμένη, θολώνει τὸ λογικὸ καὶ δὲ βλέπει καθαρά. Μόνο, ὅταν ἡ ψυχὴ εἶναι ἤρεμη, φωτίζει τὸ λογικό, γιὰ νὰ βλέπει καθαρὰ τὴν αἰτία κάθε πράγματος.
• Ἡ ψυχὴ εἶναι πολὺ βαθιὰ καὶ μόνο ὁ Θεὸς τὴ γνωρίζει.
• Γιατί νὰ κυνηγᾶμε τὰ σκοτάδια; Νά, θὰ ἀνάψουμε τὸ φῶς καὶ τὰ σκοτάδια θὰ φύγουν μόνα τους. Θὰ ἀφήσουμε νὰ κατοικήσει σ᾿ ὅλη τὴν ψυχή μας ὁ Χριστὸς καὶ τὰ δαιμόνια θὰ φύγουν μόνα τους.
• Ὅταν ἔρθει μέσα μας ὁ Χριστός, τότε ζοῦμε μόνο τὸ καλό, τὴν ἀγάπη γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Τὸ κακό, ἡ ἁμαρτία, τὸ μίσος ἐξαφανίζονται μόνα τους, δὲν μποροῦν, δὲν ἔχουν θέση, νὰ μείνουν.
• Νὰ μὴν ἐνδιαφέρεσαι ἂν σὲ ἀγαποῦν, ἀλλὰ ἂν ἐσὺ ἀγαπᾶς τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Μόνο ἔτσι γεμίζει ἡ ψυχή.
• Στὴν ψυχή, ποὺ ὅλος ὁ χῶρος της εἶναι κατειλημμένος ἀπὸ τὸ Χριστό, δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ καὶ νὰ κατοικήσει ὁ διάβολος, ὅσο κι ἂν προσπαθήσει, διότι δὲν χωράει, δὲν ὑπάρχει κενὴ θέση γι᾿ αὐτόν.
• Ὁ σκοπός μας δὲν εἶναι νὰ καταδικάζουμε τὸ κακό, ἀλλὰ νὰ τὸ διορθώνουμε. Μὲ τὴν καταδίκη ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ χαθεῖ, μὲ τὴν κατανόηση καὶ βοήθεια θὰ σωθεῖ.
• Τὸ κακὸ ἀρχίζει ἀπὸ τὶς κακὲς σκέψεις. Ὅταν πικραίνεσαι καὶ ἀγανακτεῖς, ἔστω μόνο μὲ τὴ σκέψη, χαλᾶς τὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα. Ἐμποδίζεις τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐνεργήσει καὶ ἐπιτρέπεις στὸ διάβολο νὰ μεγαλώσει τὸ κακό. Ἐσὺ πάντοτε νὰ προσεύχεσαι, νὰ ἀγαπᾶς καὶ νὰ συγχωρεῖς, διώχνοντας ἀπὸ μέσα σου κάθε κακὸ λογισμό.
• Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ πρέπει ν᾿ ἀγαπήσει τὸ Χριστό, κι ὅταν ἀγαπήσει τὸ Χριστό, ἀπαλλάσσεται ἀπ᾿ τὸ διάβολο, ἀπὸ τὴν κόλαση καὶ ἀπὸ τὸ θάνατο.
• Νὰ προσεύχεσαι χωρὶς ἀγωνία, ἤρεμα, μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
• Δὲν πρέπει νὰ πολεμᾶτε τὰ παιδιά σας, ἀλλὰ τὸν σατανᾶ ποὺ πολεμᾶ τὰ παιδιά σας. Νὰ τοὺς λέτε λίγα λόγια καὶ νὰ κάνετε πολλὴ προσευχή.
• Ἡ προσευχὴ κάνει θαύματα. Δὲν πρέπει ἡ μητέρα νὰ ἀρκεῖται στὸ αἰσθητὸ χάδι στὸ παιδί της, ἀλλὰ νὰ ἀσκεῖται στὸ πνευματικὸ χάδι τῆς προσευχῆς.
• Ἡ σωτηρία τοῦ παιδιοῦ σας περνάει μέσα ἀπὸ τὸν ἐξαγιασμὸ τὸ δικό σας.
• Ὁ ἁγιασμὸς δὲν εἶναι ἀκατόρθωτο πράγμα, εἶναι μάλιστα εὔκολος, φθάνει ἐσεῖς νὰ ἀποκτήσετε ταπείνωση καὶ ἀγάπη.
• Ἂν θέλεις μπορεῖς νὰ ἁγιάσεις καὶ μέσα στὴν Ομόνοια.
• Νὰ παρακαλᾶς τὸ Θεὸ νὰ συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες σου. Κι ὁ Θεός, ἐπειδὴ θὰ τὸν παρακαλᾶς πονεμένος καὶ ταπεινωμένος, θὰ σοῦ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες σου καὶ θὰ σὲ κάνει καλὰ καὶ στὸ σῶμα.
• Ὅταν προσεύχεσαι, νὰ ξεχνᾶς τὴν σωματική σου ἀῤῥώστια, νὰ τὴν ἀποδέχεσαι σὰν κανόνα, σὰν ἐπιτίμιο, γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σου. Γιὰ τὰ παραπέρα μὴν ἀνησυχεῖς, ἄφησέ τα στὸ Θεὸ κι ὁ Θεὸς ξέρει τὴ δουλειά Του.
• Οἱ ἀσθένειες μᾶς βγάζουν σὲ καλό, ὅταν τὶς ὑπομένουμε ἀγόγγυστα, παρακαλώντας τὸ Θεὸ νὰ μᾶς συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες καὶ δοξάζοντας τὸ ὄνομά Του.
• Η μεγάλη λύπη καὶ ἡ στενοχώρια δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό, εἶναι παγίδα τοῦ διαβόλου.
• Νὰ γεμίσεις τὴν ψυχή σου μὲ Χριστό, μὲ θεῖο ἔρωτα, μὲ χαρά. Ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ θὰ σὲ γιατρέψει.
• Ὁ Θεὸς φροντίζει ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς πιὸ μικρὲς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μας. Δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ μᾶς, δὲν εἴμαστε μόνοι στὸν κόσμο.
• Ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπάει πολύ, μᾶς ἔχει στὸ νοῦ Του κάθε στιγμὴ καὶ μᾶς προστατεύει. Πρέπει νὰ τὸ καταλάβουμε αὐτὸ καὶ νὰ μὴ φοβούμαστε τίποτε.
• Μόνο ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, μόνο ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη μας, ποὺ θυσιάζεται μυστικὰ γιὰ τοὺς ἄλλους, μπορεῖ νὰ σώσει καὶ τοὺς ἄλλους καὶ μᾶς.
• Ἡ ἀγάπη χρειάζεται θυσίες. Νὰ θυσιάζουμε ταπεινὰ κάτι δικὸ μας, ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι τοῦ Θεοῦ.
• Εὐτυχία μέσα στὸ γάμο ὑπάρχει, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ μία προϋπόθεση: νὰ ἔχουν ἀποκτήσει οἱ σύζυγοι πνευματικὴ περιουσία, ἀγαπώντας τὸ Χριστὸ καὶ τηρώντας τὶς ἐντολές Του. Ἔτσι θὰ φτάσουν νὰ ἀγαπιοῦνται ἀληθινὰ μεταξύ τους καὶ νὰ εἶναι εὐτυχισμένοι.
• Εἶναι προτιμότερο νὰ ἀποτύχεις σὰν λαϊκός, παρὰ σὰν μοναχός.
• Ὁ ὀρθόδοξος ἀσκητισμὸς δὲν εἶναι μόνο γιὰ τὰ μοναστήρια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν κόσμο.
• Πολλοὶ λένε ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι δυσάρεστη καὶ δύσκολη, ἐγὼ λέω ὅτι εἶναι εὐχάριστη καὶ εὔκολη, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ δυὸ προϋποθέσεις: ταπείνωση καὶ ἀγάπη.
• Ἂν ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅλοι καὶ ὅλα ἀλλάζουν, ἔλα ὅμως ποὺ γιὰ νὰ ἔρθει, χρειάζεται πρῶτα νὰ ταπεινωθοῦμε!
• Μπορεῖ κάποιος νὰ μιλάει γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ νὰ εἶναι ὑπερήφανος κι ἄλλος νὰ μιλάει γιὰ τὶς ἀρετές του καὶ νὰ εἶναι ταπεινός.
• Νὰ εἴμαστε ταπεινοί, ἀλλὰ νὰ μὴν ταπεινολογοῦμε. Ἡ ταπεινολογία εἶναι παγίδα τοῦ διαβόλου, ποὺ φέρνει τὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀδράνεια, ἐνῶ ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση φέρνει τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
• Δὲ γίνεται κανεὶς χριστιανὸς μὲ τὴν τεμπελιά, χρειάζεται δουλειά, πολλὴ δουλειά.
• Τὸ πᾶν εἶναι νὰ ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος τὸ Χριστὸ καὶ ὅλα τὰ προβλήματα τακτοποιοῦνται.
• Καὶ τώρα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θέλει νὰ μπεῖ στίς ψυχὲς μας, ὅπως καὶ τότε, ἀλλά σέβεται τὴν ἐλευθερία μας, δὲ θέλει νὰ τὴν παραβιάσει. Περιμένει νὰ τοῦ ἀνοίξουμε μόνοι μας τὴν πόρτα καὶ τότε θὰ μπεῖ στὴν ψυχή μας καὶ θὰ τὴν μεταμορφώσει. Ὅταν ἔρθει καὶ κατοικήσει σ᾿ ὅλο τὸ χῶρο τῆς ψυχῆς μας ὁ Χριστός, τότε φεύγουν ὅλα τὰ προβλήματα, ὅλες οἱ πλάνες, ὅλες οἱ στενοχώριες. Τότε φεύγει καὶ ἡ ἀμαρτία.