Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Καθηγητής Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου ‘Αθηνῶν.
Οἱ τρεῖς Ἱεράρχες, διαθέτοντας οἱ ἴδιοι εὐρύτατη παιδεία, ἦταν φυσικό, περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, νὰ συλλάβουν τὴν σημασία τῆς Παιδείας γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα γιὰ τὸν «νέο ἄνθρωπο» τῆς ἐποχῆς τους, τὸν χριστιανὸ ἄνθρωπο.
Κι ἐπειδὴ γι’ αὐτοὺς Παιδεία δὲν σημαίνει … κατάκτηση γνώσεων ἀλλὰ καλλιέργεια τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ὡς κύριος σκοπὸς τῆς Παιδείας προσδιορίζεται ἡ ἀγωγὴ τῶν νέων παιδιῶν: «Τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν φαίνεται μοί, ἄνθρωπον ἄγειν, τὸ πολυτροπώτατον ζῶον καὶ ποικιλώτατον», θὰ πεῖ ὁ Γρηγόριος (Ε.Π.Μ.35,325).
Βεβαίως τὸ «ἄνθρωπον ἄγειν», ἡ ἀνθρωπαγωγή, ἂς νεολογίσουμε, δὲν μπορεῖ στὴν σύλληψη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας παρὰ νὰ εἶναι χριστοκεντρική. Σκοπὸς τῆς ἀγωγῆς εἶναι: «ὁμοιωθῆναι Θεῷ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀνθρώπου φύσει. Ὁμοίωσις δὲ οὐκ ἄνευ γνώσεως, ἡ δὲ γνῶσις οὐκ ἐκτὸς τῶν διδαγμάτων», διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος (Ε.Π.Μ. 32,69Β).
Γιὰ τοὺς Τρεὶς Μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οὐσία τῆς παιδείας εἶναι ἡ ἀγωγὴ καὶ δὲν νοεῖται ἀγωγὴ χωρὶς «πνευματικὰ μαθήματα» καὶ «ἐπιμέλεια ψυχῆς»: «Ὅτι τῶν οἰκείων ἀμελοῦμεν παίδων, καὶ τῶν μὲν κτημάτων αὐτῶν ἐπιμελούμεθα, τῆς δὲ ψυχῆς αὐτῶν καταφρονοῦμεν, ἐσχάτης ἀνοίας πρᾶγμα» (Ε.Π.Μ. 51,327), προειδοποιεῖ ὁ Χρυσόστομος.
Ἂν κάτι χαρακτηρίζει τὴν παιδεία μας σὲ εὐρωπαϊκὸ ἴσως ἐπίπεδο, εἶναι, ὅτι ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ μᾶς διαφεύγει ἡ οὐσία, ποὺ ἦταν καὶ εἶναι ἡ ἀγωγὴ ψυχῶν.
Μὲ ἄλλα λόγια, «περὶ ἄλλων τυρβαζόμεθα», ἐνῶ «χρεία ἐστὶ ἑνός», νὰ ἀναπτύξουμε τὴν ἅγια πλευρά τοῦ ἀνθρώπου, τὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ του καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουμε σὲ μιὰ πνευματικὴ ἀνάταση καὶ ἐγρήγορση, ὥστε νὰ βλέπει καὶ νὰ ἐνεργεῖ σωστά, διακρίνοντας τὸ καίριο ἀπὸ τὸ ἀσήμαντο, τὸ μόνιμο ἀπὸ τὸ πρόσκαιρο, τὴν οὐσία ἀπὸ τὰ «συμβεβηκότα» τῆς οὐσίας, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν ἡμέτερο Ἀριστοτέλη.
Ἡ ἐπιμονὴ τῶν Ἱερῶν Πατέρων στὴν ἀγωγὴ τῆς ψυχῆς, καὶ μάλιστα κατὰ Χριστόν, δὲν σημαίνει ὅτι ὑποτιμοῦν τὴν σημασία τῶν γνώσεων ἢ τὴν σπουδαιότητα τῶν γραμμάτων. Σημαίνει διαφορετικὴ ἱεράρχηση τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου: πρῶτα τὸ πνεῦμα καὶ μετὰ τὸ σῶμα, πρῶτα ἡ ἀγωγὴ καὶ μετὰ ἡ γνώση. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος προλαμβάνει ἐνδεχόμενες παρεξηγήσεις: « Καὶ μὴ μὲ τὶς νομιζέτω νομοθετεῖν ἀμαθεῖς τοὺς παῖδας γίνεσθαι…Οὐ κωλύων παιδεύειν ταῦτα λέγω, ἀλλὰ κωλύων ἐκείνοις μόνοις προσέχειν». (Ε.Π.Ε. 28, 518-20).
Ἡ παιδεία γιὰ τοὺς σεπτοὺς Ἱεράρχες εἶναι πολὺ μεγάλη ὑπόθεση. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἐξάρσεως, ὁ Χρυσόστομος φθάνει νὰ πεῖ τὴν γνωστὴ ρήση: «Ἡ παιδεία μετάληψις ἁγιότητός ἐστι» (Ε.Π.Ε. 25, 282). Νὰ τί ὕψος ἀλλὰ καὶ τί νόημα δίνουν στὴν Παιδεία οἱ «μυσταγωγοὶ τῆς Παιδείας, οἱ Μεγάλοι Ἱεράρχες.
Ἐπειδή, ὅπως εἶναι φυσικό, τὰ περὶ παιδείας διδάγματα τῶν Τριῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν ἀντικείμενο διδασκαλίας ἐτῶν, θὰ θίξω δύο μόνον ἀκόμη διδάγματα τῶν Πατέρων: τὴν ἔμφαση ποὺ δίνουν στὸν δάσκαλο καὶ στοὺς γονεῖς, παράγοντες οἱ ὁποῖοι ὅλο καὶ περισσότερο στὶς μέρες μας συνυπολογίζονται στοὺς βασικοὺς πόλους τῆς Παιδείας.
Ἡ βασικὴ ἀρχὴ γιὰ τὸν δάσκαλο εἶναι, κατὰ τοὺς Μεγάλους Ἱεράρχες, τὸ παράδειγμα: «Τὸν δὲ παιδεύοντα, οὐ διὰ ρημάτων μόνον, ἀλλὰ διὰ πραγμάτων παιδεύειν χρή», λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε.14,554). Ἡ «πολιτεία» τοῦ δασκάλου, ἡ ζωὴ καὶ οἱ πράξεις του, τὸ παράδειγμά του, ὄχι ἡ ἁπλή διδασκαλία του εἶναι αὐτά ποὺ ὁδηγοῦν στὴν παιδεία, γιατί τὰ λόγια … φαίνεται πὼς περίσσευαν ἀπὸ τότε…
Ὁ Θεολόγος καὶ ποιητὴς Γρηγόριος θὰ πεῖ τὴ μνημειώδη ἐπιγραμματικὴ φράση: «Μισῶ διδάγμαθ’ οἷς ἐνάντιος βίος».
Σ’ αὐτὸ ποὺ, ἰδιαίτερα, ἐπιμένουν καὶ οἱ τρεὶς Μεγάλοι Πατέρες, στὶς κατευθύνσεις ποὺ δίνουν πρὸς τοὺς γονεῖς, εἶναι ἡ εὐθύνη τῶν γονέων νὰ ἀναθρέψουν τὰ παιδιά τους μὲ χριστιανικὲς ἀρχὲς καὶ ἀξίες: μὲ «φόβον Θεοῦ», μὲ καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος καὶ μὲ παιδεία τέτοια, ποὺ ὁ νέος νὰ ἀντιληφθεῖ, ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς δὲν εἶναι νὰ πασχίζει γιὰ τὴν ἀπόκτηση χρημάτων ἢ διαφόρων καταναλωτικῶν ἀγαθῶν καὶ μάταιης ἐξουσίας, ἀλλὰ γιὰ ὅ,τι συνιστᾶ τὴν οὐσία τῆς ζωῆς καὶ γιὰ τὶς ἀξίες ποὺ πρέπει νὰ ἐμπνέουν τὴν ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ (σύνεση, ταπεινοφροσύνη, ἐγκράτεια, δικαιοσύνη, αὐτογνωσία).
Πόσο ἐπίκαιρος εἶναι καὶ σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅταν σχολιάζει ποιά πρότυπα προβάλλουν συνήθως οἱ γονεῖς στὰ παιδιὰ τοὺς πρὸς μίμηση καὶ πόσο ἔξω ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πραγματικότητα βρίσκονταν καὶ βρίσκονται καὶ σήμερα πολλοὶ γονεῖς: « Καὶ τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀκούσει κανεὶς, ὅταν οἱ πατέρες μιλοῦν πρὸς τὰ παιδιά τους καὶ τὰ παρακαλοῦν νὰ σπουδάσουν ρητορική, παρὰ αὐτὰ ἐδῶ τὰ λόγια· ὁ τάδε, λέγει, ἐνῶ εἶναι κατώτερος καὶ κατάγεται ἀπὸ κατώτερους γονεῖς, ἀφοῦ ἀπέκτησε τὴν ἐκ τῶν ρητορικῶν σπουδῶν ἱκανότητα, ἀνῆλθε στὰ ὕψιστα ἀξιώματα, ἀπέκτησε πολὺν πλοῦτον, νυμφεύθηκε πλούσια γυναῖκα, ἔκτισε πολυτελὲς σπίτι, εἶναι φοβερὸς σὲ ὅλους καὶ φιλόδοξος. Ἄλλος πάλι λέει, ὁ τάδε ποὺ ἔμαθε τὴν ἰταλικὴ γλῶσσα, εἶναι ἔνδοξος στὰ ἀνάκτορα καὶ κυβερνᾶ ὅλα τὰ ἐσωτερικὰ θέματα. Καὶ ἄλλος πάλι δείχνει ἄλλον, ὅλοι ὅμως τοὺς ἐπιτυχημένους στὴ γῆ. Κανένας δὲ οὔτε μιὰ φορὰ δὲν θυμᾶται τὰ οὐράνια πράγματα» (Ε.Π.Ε 28, 474).
Ἂν συγκρίνει κανεὶς τὴν παιδεία ποὺ προτείνουν οἱ σοφοὶ Ἱεράρχες μὲ τὴν σημερινὴ ἐκπαιδευτικὴ πραγματικότητα, τοὐλάχιστον στὴν Ἑλλάδα, ὅπου ἡ διδασκαλία τῶν χριστιανικῶν ἀξιῶν καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἔχουν συμπιεσθεῖ σ’ ἕνα συχνὰ ἀποστεωμένο καὶ σχολαστικό-πληροφοριακὸ μάθημα Θρησκευτικῶν, στριμωγμένο κάπου στὸ σχολικὸ πρόγραμμα καὶ ὑπὸ συνεχῆ συρρίκνωση, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἂν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ὀργιάζει σὲ ὅλα τὰ τηλεοπτικὰ προγράμματα ὅ,τι ἄμεσα καὶ δραστικότατα καταργεῖ μέσα σὲ λίγα λεπτὰ αὐτὰ ποὺ ὁ δάσκαλος στὸ σχολεῖο καὶ ὁ παπᾶς στὴν Ἐκκλησία ἀγωνίζονται νὰ χτίσουν στὴν ψυχὴ τῶν παιδιῶν. Ἄν συνειδητοποιήσει κανεὶς τὴν λειτουργία καὶ τὶς ἐπιπτώσεις αὐτῆς τῆς ἀποδομητικῆς καὶ σχιζοφρενικῆς (γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν προσωπικότητα τῶν νέων παιδιῶν) διαδικασίας, τότε θὰ καταλάβει ἂν ἡ Παιδεία στὶς μέρες μας μπορεῖ νὰ ἐπιτελέσει τὸν ἀνθρωποπλαστικὸ καὶ δημιουργικὸ ρόλο ποὺ ὁραματίστηκαν οἱ φωτισμένοι Ἱεράρχες. Στὴν ἐρώτηση, πὼς θεραπεύεται αὐτὴ ἡ κατάσταση, ἡ ἀπάντηση εἶναι, νομίζω, μία: ὁ τρώσας καὶ ἰάσεται…