Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov, Ἐπίσκοπος Καυκάσου καί Μαύρης Θάλασσας.

Χριστιανός: Ἕνας μεγάλος ἀσκητής, ὁ στάρετς Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, εἶπε ὅτι πρέπει νὰ ὑπομένουμε τὰ ἐλαττώματά μας ἔτσι ὅπως ὑπομένουμε καὶ τῶν συνανθρώπων μας τὰ ἐλαττώματα.

Νὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ συγκατάβαση τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς ἀτέλειες τῆς ψυχῆς μας, χωρὶς ὡστόσο νὰ πέφτουμε στὴ νωθρότητα καὶ τὴν ἀμέλεια. Ἀπεναντίας, μάλιστα, ν’ ἀγωνιζόμαστε μὲ ζῆλο γιὰ τὴν διόρθωση καὶ τὴν πνευματικὴ προκοπή μας.

“Τὸ νὰ ταράζεται κανείς, ὅταν ἐνοχλεῖται ἀπὸ κάποιο πάθος, εἶναι σημάδι ἀγνωσίας καὶ ὑπερηφάνειας”, ἀποφαίνεται ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες, “καὶ αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἄγνοια τῆς καταστάσεώς του καὶ ἀπὸ τὴ φυγοπονία του. Τὸ καλύτερο, λοιπόν, εἶναι, γνωρίζοντας τὰ μέτρα του μὲ ταπείνωση, νὰ ὑπομένει μὲ προσευχή, ὥσπου νὰ τὸν ἐλεήσει ὁ Θεός”.

Κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἐξετάσουμε τὴ στάση μας ἀπέναντι στὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, γιὰ ν’ ἀποκτήσουμε ὀρθὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ νὰ τὸν κατευθύνουμε ἀλάθητα μὲ βάση αὐτὴ τὴν ὀρθὴ γνώση.

Ὁ ἄνθρωπος “μέσα στὶς ἀνομίες συλλαμβάνεται καὶ μέσα στὶς ἁμαρτίες γεννιέται”. Τὰ πάθη, οἱ ἁμαρτωλὲς ἀδυναμίες τόσο τῆς ψυχῆς ὅσο καὶ τοῦ σώματος, ἀποτελοῦν σύμφυτα χαρακτηριστικὰ τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου. Ἀνύπαρκτα, ὡς ἀφύσικα, ἦταν τὰ πάθη στὴν ἄκακη ἀνθρώπινη φύση, ὅπως αὐτὴ πλάστηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀνύπαρκτα, ὡς ἀφύσικα, εἶναι τὰ πάθη καὶ στὴν ἀνακαινισμένη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνθρώπινη φύση. Φυσικά, ἀπεναντίας, εἶναι τὰ πάθη στὴν πεσμένη ἀνθρώπινη φύση, ὅπως ἀκριβῶς φυσικὲς εἶναι σὲ κάθε σωματικὴ ἀσθένεια οἱ συνέπειές της. Φυσικὴ συνέπεια τῆς σωματικῆς ἀσθένειας εἶναι καὶ ὁ θάνατος τοῦ σώματος, ποὺ μετὰ τὴν προπατορικὴ πτώση ἔχασε τὴν ἀθανασία. Πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση ἡ ἀθανασία ἦταν φυσικὴ κατάσταση τοῦ σώματος, ἐνῶ ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ θάνατος ὄχι.

Τὰ πάθη εἶναι οἱ ἁμαρτίες μὲ τὴν πλατειὰ σημασία τῆς λέξεως. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει, “ἡ ἁμαρτία ποὺ ἔχει ἐγκατασταθεῖ μέσα μου”, μὲ τὴ λέξη “ἁμαρτία” ἐννοεὶ τὴ μόλυνση σύνολης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπὸ τὸ κακό, ἐννοεῖ τὰ πάθη. Τὴν κατάσταση αὐτὴ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος τὴν ὀνομάζει σαρκικὴ καὶ θάνατο.

Πρὶν λυτρωθεῖ ἀπὸ τὸν Σωτῆρα Χριστό, ὁ ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε, ἂν καὶ τὸ ἤθελε, νὰ ἀντισταθεῖ στὰ πάθη. Αὐτὰ τὸν κυρίευαν μὲ τὴ βία καὶ τὸν ἐξουσίαζαν ἐνάντια στὴ βούλησή του. O χριστιανὸς μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα ἀποτινάζει τὸν ζυγὸ τῶν παθῶν, καθὼς παίρνει μὲ τὸ Μυστήριο τὴ δύναμη ν’ ἀντισταθεῖ σ’ αὐτὰ καὶ νὰ τὰ καταβάλει. Κι αὐτός, ὡστόσο, ὁ λυτρωμένος καὶ ἀνακαινισμένος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ Βάπτισμα τοποθετήθηκε στὸν πνευματικὸ παράδεισο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐλεύθερος. Μὲ τὸ αὐτεξούσιο, ποὺ τοῦ ἔχει παραχωρηθεῖ, μπορεῖ εἴτε νὰ ἀντισταθεῖ στὰ πάθη καὶ νὰ τὰ νικήσει μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, εἴτε νὰ ὑποκύψει καὶ νὰ ὑποδουλωθεῖ σ’ αὐτά. Τὴν ἴδια ἐλευθερία εἶχε καὶ στὸν αἰσθητὸ παράδεισο καὶ ὁ πρωτόπλαστος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μποροῦσε εἴτε νὰ ὑπακούσει στὸν Θεὸ καὶ νὰ τηρήσει τὴν ἐντολὴ Του, εἴτε νὰ παρακούσει τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀθετήσει τὴν ἐντολὴ Του, ὅπως καὶ ἔκανε.

Κάθε ἀντίστασή μας σ’ ἕνα πάθος τὸ ἐξασθενίζει. Ἡ διαρκὴς ἀντίστασή μας τὸ ὑποτάσσει. Κάθε ὑποχώρησή μας τὸ δυναμώνει. Ἡ διαρκὴς ὑποχώρησή μας, μᾶς ὑποδουλώνει σ’ αὐτό.

Ἡ ἀντίσταση τοῦ χριστιανοῦ στὰ πάθη πρέπει νὰ φτάνει μέχρι τὴ σταύρωση, τὴ σταύρωση τοῦ σαρκικοῦ, δηλαδὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἑαυτοῦ του “μαζὶ μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες του”. Αὐτὸ σημαίνει πὼς οἱ ἐκλεκτοὶ πνευματικοὶ ἀγωνιστὲς χύνουν καὶ τὸ αἷμα τους στὸν πόλεμο ἐναντίων τῶν παθῶν. “Δῶσε αἷμα, γιὰ νὰ λάβεις Πνεῦμα”, λέει ὁ ἀββᾶς Λογγίνος. Μόνο ἐκεῖνος ποὺ “ὑπέμεινε παθήματα στὴ σάρκα, ἔπαψε νὰ ζεὶ μέσα στὴν ἁμαρτία”, ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἀπόστολος. Ἑπομένως, μόνο ἐκεῖνος ποὺ κακοπαθαίνει σωματικά, εἴτε ἑκούσια εἴτε ἀκούσια, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωση ἀγόγγυστα καὶ μακρόθυμα, γίνεται ἱκανὸς νὰ ἀντισταθεῖ στὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, νὰ τὶς καταβάλει καὶ νὰ τὶς σβήσει ἀπὸ μέσα του. Σῶμα ποὺ ἀναπαύεται καὶ καλοπερνὰ μὲ κάθε λογῆς ἀνάπαυση καὶ ἄνεση, γίνεται κατοικητήριο τῶν παθῶν.

Ὁ Θεάνθρωπος ποὺ ὑπέμεινε παθήματα καὶ σταυρικὸ θάνατο, ζητάει ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ ἀκολούθους Τοῦ νὰ Τὸν μιμηθοῦν, θυσιάζοντας τὰ πρόσκαιρα γιὰ τὰ αἰώνια καὶ τὰ φθαρτὰ γιὰ τὰ ἄφθαρτα.

Ἀπαραίτητος εἶναι γιὰ τὸν χριστιανὸ ὁ ἀγῶνας ἐναντίον τῶν παθῶν. Ἀπὸ τὴν τυραννία τους, ὡστόσο, δὲν τὸν λυτρώνει αὐτὸς ὁ ἀγῶνας, ἀλλὰ ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου, ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Μὲ τὴ χαλιναγώγηση καὶ τὴ νέκρωση τῆς σάρκας, μὲ τοὺς ἀσκητικοὺς κόπους καὶ μὲ τὴν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν ὁ χριστιανὸς ἀποκτᾷ τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση. Καὶ τί εἶναι ἀληθινὴ ταπείνωση; Εἶναι ἡ πλήρης αὐταπάρνηση, ἡ ὁλοκληρωτικὴ παράδοση στὸν Θεό, ἡ διαρκὴς διακονία τοῦ Θεοῦ. Μιὰ τέτοια ταπείνωση ἑλκύει στὴν ψυχὴ τὴ θεία χάρη. Ἡ θεία χάρη δίνει στὴν ψυχὴ τὴν πνευματικὴ αἴσθηση. Καὶ τότε τὰ πάθη, αὐτὲς οἱ σαρκικὲς καὶ ἁμαρτωλὲς αἰσθήσεις καὶ ἕλξεις, μένουν ἀνενέργητα.

Ἡ ἐνέργεια τῶν παθῶν, ποὺ εὐχαριστεὶ τὸν σαρκικὸ ἄνθρωπο, εἶναι δυσάρεστη καὶ βασανιστικὴ γιὰ τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο, στὸν ὁποῖο προκαλεὶ ἔντονη ἀποστροφή. Μὲ τὴν πρώτη ἐμφάνιση ἢ διέγερση κάποιου πάθους, ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος φεύγει μακριά του σὰν ἀπὸ ἁρπακτικὸ πτηνό, σὰν ἀπὸ ἄγριο θηρίο, σὰν ἀπὸ αἱμοβόρο φονιᾶ, καὶ καταφεύγει στὴ σκέπη τῆς προσευχῆς, στὴ σκέπη τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας, στὴ σκέπη τοῦ Θεοῦ.

Ψυχὴ ποὺ δὲν ἔχει καλλιεργηθεῖ μὲ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές, ἢ σῶμα ποὺ δὲν ἔχει ἀσκηθεῖ μὲ τοὺς μόχθους τῆς εὐσεβείας, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ναὸς τῆς θείας χάριτος, ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ οὐσία τοῦ ἀγῶνα εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Τηρητὴς τῶν ἐντολῶν, ὅμως, δὲν θὰ μπορέσει νὰ γίνει ἐκεῖνος ποὺ δὲν ὑποδούλωσε τὸ σῶμα του μὲ τοὺς ἀσκητικοὺς κόπους, τὴ νηστεία, τὴν ἀγρυπνία, τὴν προσευχή, ἐκεῖνος ποὺ ἀφήνει τὴ σαρκικὴ σοφία νὰ δεσπόζει μέσα του, ἐκεῖνος ποὺ τρέφει καὶ στηρίζει τὰ πάθη του.

Ὁ θάνατος, μόνο ὁ θάνατος λυτρώνει ὀριστκὰ ἀκόμα καὶ τοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τῆς ἁμαρτίας. Ἀδιάντροπα εἶναι τὰ πάθη: Μποροῦν νὰ ξεσηκωθοῦν ἐνάντια καὶ σ’ ἕναν ἑτοιμοθάνατο. Μὴ σταματήσεις, λοιπόν, νὰ προσέχεις ἄγρυπνα τὸν ἑαυτό σου, ἔστω κι ἂν βρίσκεσαι στὸ κρεβάτι τοῦ θανάτου. Ὅταν τὸ σῶμα σου τοποθετηθεῖ στὸν τάφο, τότε μόνο νὰ πιστέψεις στὴν ἀπάθειά του.

Τὰ πάθη, παραμένοντας στὸν χριστιανό, τὸν ἀναγκάζουν νὰ εἶναι σὲ διαρκῆ ἐπιφυλακή, τὸν προκαλοὺν σὲ διαρκῆ πόλεμο, κι ἔτσι συμβάλλουν στὴν πνευματικὴ πρόοδο. “Τὸ κακό, κατὰ τὴ σοφὴ οἰκονομία τῆς θείας πρόνοιας, συντελεὶ στὴν πραγματοποίηση τοῦ καλοῦ, μολονότι δίχως καλὴ προαίρεση”, λέει ὁ ὅσιος Μακάριος ὁ Μέγας.

Ἡ σκληρὴ καὶ βαριὰ μυλόπετρα συντρίβει τὸ σιτάρι καὶ τὸ μεταβάλλει σὲ ἀλεύρι κατάλληλο γιὰ τὴν παρασκευὴ ψωμιοῦ. Ἡ σκληρὴ μάχη μὲ τὰ πάθη συντρίβει τὴν καρδιά, ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸ πνεῦμα τῆς ὑπερηφάνειας, τοῦ ἀποκαλύπτει τὴν κατάστασή του, κατάσταση πτώσεως καὶ φθορᾶς, τὸν κάνει νὰ συνειδητοποιήσει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς λυτρώσεως, τοῦ παίρνει ὅλες τὶς ἐλπίδες, τὶς ὁποῖες στήριζε στὸν ἑαυτό του, καὶ τὶς μεταφέρει στὸν Λυτρωτή.

Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι στὴν προπατορικὴ ἁμαρτία ὑπάρχουν οἱ σπόροι ὅλων τῶν παθῶν. Ὡς ἀπόγονοι, λοιπόν, τοῦ Ἀδάμ, γεννιόμαστε μὲ τὴ ροπὴ πρὸς κάθε λογῆς ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ ἀποροῦμε, ὅταν ἐμφανίζεται μέσα μας ὁποιοδήποτε πάθος καὶ μᾶς πολεμάει.

Ἡ ἐμφάνιση, ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ ἐξέλιξη ἑνὸς πάθους ἐξαρτῶνται τόσο ἀπὸ τὶς ἰδιότητες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος κάθε ἀνθρώπου ὅσο καὶ ἀπὸ τὶς συνθῆκες. Ἔτσι, στὸν ἕναν ἄνθρωπο ἐνεργεῖ μὲ ἰδιαίτερη δύναμη ἐτοῦτο τὸ πάθος καὶ στὸν ἄλλον ἐκεῖνο, στὸν ἕναν ἡ φιλαργυρία καὶ στὸν ἄλλον ἡ γαστριμαργία, στὸν ἕναν ἡ λαγνεία καὶ στὸν ἄλλον ἡ φιλοδοξία. Ὅποιος, πάντως, δὲν πολεμεῖται ἀπὸ κάποιο πάθος, ἂς μὴ νομίζει πὼς αὐτὸ δὲν ὑπάρχει μέσα του, ὑπάρχει, ἁπλῶς δὲν τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ἀποκαλυφθεῖ.

Ὁ ἀγωνιστὴς πρέπει νὰ βρίσκεται ἀδιάλειπτα σὲ ἑτοιμότητα, γιὰ ν’ ἀντιδράσει ἀποτελεσματικά, ὅταν θὰ τοῦ ἐπιτεθεῖ ἕνα πάθος, προπαντὸς τὸ πάθος ἐκεῖνο ποὺ ἐμφανίζεται πιὸ συχνά, τὸν πολεμάει πιὸ ἐπίμονα καὶ τὸν ταράζει πιὸ πολὺ ἀπὸ τὰ ἄλλα.

Σὲ κάθε ἄνθρωπο τὰ πάθη ποὺ εἶναι οἰκεῖα στὴν πεσμένη φύση του διαφέρουν σὲ ἔνταση ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ ἀποκτᾷ θεληματικά. Ἡ δύναμη τῶν δευτέρων εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν πρώτων. Ἀλλὰ ἡ μετάνοια, αὐτὸ τὸ παντοδύναμο φάρμακο ποὺ μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸν παντοδύναμο Γιατρό, τὸν Θεό, θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ θελήσει νὰ τὸ χρησιμοποιήσει σωστά. Ἡ μετάνοια εἶναι πανάκεια γιὰ ὅλες τὶς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς, γιὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες.

Μερικὰ πάθη, ὅπως ἡ γαστριμαργία, ἡ τρυφή, ἡ πολυτέλεια, οἱ διασκεδάσεις, ἡ φιλαργυρία, ἡ φιλοδοξία, ἡ ἀπιστία, ἀποτελοῦν τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν αἰτία ἄλλων παθῶν, ὅπως εἶναι ἡ ἡδυπάθεια, ἡ λύπη, ἡ ὀργή, ἡ μνησικακία, ὁ φθόνος, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐγκατάλειψη τῆς ἐνάρετης βιοτῆς. Στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα πρέπει νὰ πολεμᾶμε ἀρχικὰ καὶ κατ’ ἐξοχὴν τὰ πρῶτα πάθη. Ἂν νικηθοῦν αὐτά, τὰ δεύτερα θὰ ἀφανιστοῦν μόνα τους. Ὅποιος ἀρνήθηκε τὶς σωματικὲς ἀπολαύσεις, τὴν ἀνθρώπινη δόξα, τὸν ὑλικὸ πλοῦτο, τὸν βιοτικὸ περισπασμό, δὲν θὰ κυριευθεῖ ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὴ λύπη, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴ ζήλια. Ἀνεμπόδιστα θὰ βαδίζει στὸν δρόμο τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία, τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ θεογνωσία, τὴν προσιτὴ μόνο στὶς καθαρὲς καρδιές.

Ἀρχηγὸς καὶ θύρα ὅλων τῶν παθῶν εἶναι ἡ ἀπιστία. Αὐτὴ ἀφήνει νὰ μποῦν στὴν ψυχὴ καὶ ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ φιλοδοξία καὶ ἡ φιληδονία καὶ ἡ ὀργὴ καὶ ἡ λύπη καί, τὸ κορυφαῖο κακό, ἡ ἀπελπισία.

Ἀρχηγὸς καὶ θύρα ὅλων τῶν γνήσιων χριστιανικῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ πίστη.

Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, ζῶντας ἀπρόσεκτα, ζῶντας μέσα στόν περισπασμό, δέν συνειδητοποιοῦν τά πάθη τους. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἰκανοποιοῦνται μέ τά πάθη τους. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δικαιολογοῦν τά πάθη τους. Συχνά, μάλιστα, τά θεωροῦν ἀρετές, ἀρετές καθαρές, ἀρετές ὑψηλές.

Ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς ποὺ διαρκῶς προσέχει τὸν ἑαυτό του καὶ ποὺ μέρα – νύχτα μαθητεύει στὸν νόμο τοῦ Κυρίου, προσπαθῶντας νὰ μιμηθεῖ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολὲς μὲ ἀκρίβεια, αὐτὸς μπορεῖ νὰ δεῖ τὰ πάθη του. Ὅσο περισσότερο καθαρίζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὅσο περισσότερο προοδεύει πνευματικά, τόσο πιὸ ἔντονα τὰ συνειδητοποιεῖ. Καὶ τελικά, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ νοῦ τοῦ θεραπευμένου – πιὰ – ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀποκαλύπτεται ἡ φοβερὴ ἄβυσσος ὅπου ἔχει πέσει ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀποκαλύπτονται τὰ πάθη του σ’ ὅλη τους τὴ ζοφερότητα. Τὰ πάθη εἶναι τὰ συμπτώματα καὶ οἱ ἀποδείξεις τῆς θανάσιμης ἀσθένειας τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχει προσβληθεῖ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα.

Ποῦ ὁδηγεῖ τὸν χριστιανὸ τὸ ἀντίκρυσμα τῶν παθῶν του, ἡ συνειδητοποίηση τῆς πτώσεώς του; Τὸν ὁδηγεῖ στὸ πένθος, στὸ πικρὸ καὶ διαρκὲς πένθος. Καμιὰ ἐπίγεια χαρὰ δὲν μπορεῖ νὰ διακόψει αὐτὸ τὸ πένθος. Μόνο ἡ θεία χάρη τὸ σταματᾶ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, προσφέροντας στὴν περίλυπη καὶ τσακισμένη καρδιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, τὴν πνευματικὴ ἀνάπαυση, τὴν οὐράνια ἀπόλαυση, τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ.

Ποῦ ὁδηγεῖ τὸν χριστιανὸ ἡ φανέρωση τῆς ἐνέργειας τῶν παθῶν; Τὸν ὁδηγεῖ στὸν ἐντατικὸ ἀγῶνα ἐναντίον τους. Ὁ ἀγωνιστὴς τοῦ Χριστοῦ αὐξάνει τὶς προσευχές του, τὴ νηστεία του, τὶς ἀγρυπνίες του, τὶς γονυκλισίες του, καὶ ἱκετεύει τὸν Θεὸ γιὰ ἄφεση, ἐκθέτοντάς Του νοερὰ τὶς συμφορές του μὲ ἀνέκφραστη συντριβὴ καὶ ἀβάσταχτο πόνο καρδιᾶς. “Ἐγώ”, λέει ὁ ἱερὸς Δαβίδ, “ὅταν μὲ ταλαιπωροῦσαν, φοροῦσα πένθιμο ροῦχο καὶ ταπείνωνα τὴν ψυχή μου μὲ νηστεία. Καὶ ἡ προσευχή μου, (ἀφοῦ γίνει δεκτὴ ἀπὸ Σένα), θὰ ἐπιστρέψει σ’ ἐμένα (γιὰ τὴν ὠφέλειά μου)…Σάν ἄνθρωπος βυθισμένος στὸ πένθος καὶ τὴ σκυθρωπότητα, ἔτσι ταπεινωνόμουν μπροστά τους”.

Μὲ ποιόν τρόπο ἀποκαλύπτονται τὰ πάθη; Μὲ ἁμαρτωλοὺς λογισμούς, ἁμαρτωλοὺς ρεμβασμούς, δηλαδὴ ὀνειροπολήματα, καὶ ἁμαρτωλὰ αἰσθήματα. Οἱ λογισμοὶ καὶ οἱ ρεμβασμοὶ ἄλλοτε ἐμφανίζονται ξαφνικὰ στὸ νοῦ καὶ ἄλλοτε πλησιάζουν ἀνεπαίσθητα δίχως νὰ τοὺς ἀντιληφθοῦμε. Μὲ ὅμοιο τρόπο ξεφυτρώνουν καὶ στὴν καρδιὰ τὰ αἰσθήματα, τὰ ὁποῖα ἐπηρεάζουν καὶ τὸ σῶμα. Ἀπὸ τοὺς λογισμούς, τοὺς ρεμβασμοὺς καὶ τὰ αἰσθήματα ὁ ἄνθρωπος παρασύρεται στὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας εἴτε μὲ τὸ σῶμα του εἴτε, τὸ λιγότερο, μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά του.

Ὁ ἀγωνιστὴς τοῦ Χριστοῦ ὀφείλει νὰ ἀποφεύγει ὄχι μόνο τὴ σωματικὴ ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ τὴ νοερὴ καὶ τὴν καρδιακή. Γιατί κάθε πάθος δυναμώνει ὅταν τὸ ἱκανοποιοῦμε, ὅταν ὑποκύπτουμε στὶς ἄνομες ἀπαιτήσεις του, ἀκόμα καὶ ὅταν τὸ ἀφήνουμε ἁπλῶς νὰ κατοικεὶ καὶ νὰ κινεῖται ἀνεπαίσθητα μέσα μας. Τὸ πάθος ποὺ ἐνεργεῖται στὴν πράξη ἢ ἔστω ἔχει ριζώσει στὴν ψυχή, ἐπειδὴ αὐτὴ τὸ συμπαθεῖ καὶ τὸ τρέφει γιὰ πολὺν καιρό, ἀποκτᾷ ἐξουσία πάνω στὸν ἄνθρωπο. Ἀπαιτοῦνται τόσο μακροχρόνιος καὶ αἱματηρὸς ἀγῶνας ὅσο καὶ ἰδιαίτερη ἐνίσχυση ἀπὸ τὸ θεῖο ἔλεος, γιὰ ν’ ἀποτιναχθεῖ ὁ ζυγὸς ἑνὸς πάθους, ποὺ ἔγινε δεκτὸ αὐτοπροαίρετα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπέκτησε ἐξουσία πάνω του. Ἐξουσία πάνω στὸν ἄνθρωπο ἀποκτᾷ τὸ πάθος, ὅταν αὐτὸς πέσει σωματικὰ σὲ θανάσιμο ἁμάρτημα ἢ καὶ ἁπλῶς ὅταν ἀπολαύσει ἑκούσια τὴν ἁμαρτία μέσα στὸν μυστικὸ θάλαμο τῆς ψυχῆς του, θάλαμο ἀφιερωμένο στὸν Χριστό.

Δὲν εἶναι δυνατὸν τὰ πάθη, ὅταν αὐτὰ ζοῦν μέσα στὸν ἄνθρωπο, νὰ μὴν ἐκδηλωθοῦν στοὺς λογισμούς του, στὰ λόγια καὶ στὶς πράξεις του. Στὸ στάδιο τῆς ἀθλήσεως τῶν χριστιανῶν ἀσκητῶν, ποὺ ἀποβλέπουν στὴν τελειότητα, ὡς πτώσεις καταλογίζονται οἱ ἐκδηλώσεις τῶν παθῶν ἔστω καὶ στοὺς λογισμοὺς μόνο.

Οἱ πτώσεις εἶναι ἀναπόφευκτες γιὰ τὸν ἀπόγονο τοῦ Ἀδὰμ μὲ τὴ μολυσμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση. Ἰδιαίτερα ἕνας ἀρχάριος ἀσκητὴς δὲν μπορεῖ νὰ μὴν παρασυρθεῖ ἀπὸ ἁμαρτωλὲς σκέψεις καὶ ἁμαρτωλὰ αἰσθήματα, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἁμαρτήσει ὄχι μόνο μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὰ ἔργα. Μπορεῖ, ὡστόσο, καὶ πρέπει ὕστερα ἀπὸ τὴν πτώση του νὰ θεραπευθεῖ ἀμέσως μὲ τὴ μετάνοια.

Ἐδῶ, βέβαια, δὲν γίνεται λόγος γιὰ τὶς πτώσεις σὲ θανάσιμα ἁμαρτήματα ἤ, πολὺ περισσότερο, γιὰ τὴ συνειδητὴ καὶ ἑκούσια ἁμαρτωλὴ ζωή, ποὺ εἶναι ὁλόκληρη μιὰ πτώση, ἀλλὰ γιὰ πτώσεις μικρές, ἀπὸ ἀδυναμία, οἱ ὁποῖες ὀνομάζονται συγγνωστὲς ἁμαρτίες καὶ τὶς ὁποῖες δὲν μποροῦν νὰ ἀποφύγουν ἐντελῶς οὔτε οἱ δίκαιοι.

“Καὶ ἑφτὰ φορὲς νὰ πέσει ὁ δίκαιος, ξανασηκώνεται” μὲ τὴ μετάνοια, λέει ἡ Γραφή. Καὶ ὅσο καθαρίζεται κανεὶς μὲ τὴ μετάνοια, τόσο λιγοστεύουν οἱ πειρασμικοὶ λογισμοί. Ἀλλὰ συνάμα γίνονται πιὸ λεπτοί, πιὸ δυσδιάκριτοι, τόσο, ποὺ καμιὰ φορὰ παραπλανοῦν ἀκόμα καὶ ἀνθρώπους γεμάτους θεία χάρη. Παραπλανῶντας τους, πάντως, τοὺς ταπεινώνουν, τοὺς προφυλάσσουν ἀπὸ τὴν ὑψηλοφροσύνη καὶ τοὺς συγκρατοῦν στὴ σωτήρια κατάσταση τῆς μετάνοιας.

Ὅταν ἀποκαλυφθεῖ μέσα μας ἡ ἐνέργεια τῶν παθῶν, ἂς διατηρήσουμε τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς μας. Ἂς μὴν ταραχθοῦμε, ἂς μὴ λυπηθοῦμε, ἂς μὴ σαστίσουμε. Εἴτε ἀδύναμη εἶναι αὐτὴ ἡ ἐνέργεια εἴτε δυνατή, ἂς ἀντισταθοῦμε μὲ ἀνδρεία.

Τὰ πάθη δὲν θὰ πάψουν νὰ ἐπαναστατοῦν καὶ νὰ μᾶς πολεμοῦν, ὥσπου νὰ μᾶς σκεπάσει ἡ ταφόπλακα! Ἂς ἑτοιμαστοῦμε, λοιπόν, γιὰ ἰσόβια ἀντίσταση, μὲ σταθερὴ τὴν πεποίθηση ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ νικᾶμε πάντοτε. Ἀναπόφευκτα θὰ ὑποστοῦμε ἀθέλητες ἧττες, καὶ αὐτὲς ἀκριβῶς οἱ ἧττες θὰ συντελοῦν στὴν πνευματική μας πρόοδο, ὅταν διατηροῦν καὶ ἐνισχύουν μέσα μας τὴ μετάνοια καὶ τὴ θυγατέρα της, τὴν ταπείνωση.

Ἂς μὴν ἐπαναπαυόμαστε στὶς νῖκες μας ἐπὶ τῶν παθῶν κι ἂς μὴν ἐνθουσιαζόμαστε μ’ αὐτὲς τὶς νῖκες. Τὰ πάθη εἶναι πονηρὰ τόσο, ὅσο καὶ οἱ δαίμονες ποὺ τὰ μεταχειρίζονται. Συνηθίζουν, λοιπόν, νὰ παρουσιάζονται σὰν νικημένα, ὥστε ἐμείς, νομίζοντας ὅτι κατορθώσαμε τὴν ἐξουδετέρωσή τους, νὰ κυριευθοῦμε ἀπὸ τὴν ἔπαρση. Κι ὅταν κυριευθοῦμε ἀπὸ τὴν ἔπαρση, ἡ νίκη τους θὰ εἶναι πιὸ ἄνετη καὶ πιὸ ἀποφασιστική.

Ἂς προετοιμαστοῦμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε τόσο τὶς νῖκες ὅσο καὶ τὶς ἧττες μας μὲ τὸν ἴδιο τρόπο: μὲ ἀνδρεία, μὲ ψυχραιμία, μὲ νηφαλιότητα.

Παρασύρθηκες ἀπὸ ἁμαρτωλοὺς ρεμβασμούς; Δέχτηκες μὲ εὐχαρίστηση ἁμαρτωλοὺς λογισμούς; Εἶπες λόγια ἀνώφελα ἢ ἀπερίσκεπτα; Ἔφαγες ὑπέρμετρα; Ὑποχώρησες σὲ κάποιαν ἄλλη ἀδυναμία; Μὴν ταραχθεῖς, μὴ λιγοψυχήσεις, μὴν προσθέσεις πληγὴ πάνω στὴν πληγή, ὅπως ἔλεγε ὁ στάρετς Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Μετανόησε ἀμέσως μπροστὰ στὸν καρδιογνώστη Θεὸ καί, διατηρῶντας τὴν ψυχική σου εἰρήνη, συνέχισε μὲ ἐπιμονὴ καὶ σταθερότητα τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴ διόρθωση καὶ τὴν πνευματική σου τελείωση, βέβαιος πιὰ γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τὴν ἀδιάλειπτης καὶ αὐστηρῆς παρακολούθησης τοῦ ἑαυτοῦ σου.

Ἡ σωτηρία μας εἶναι ὁ Θεός μας καὶ ὄχι τὰ ἔργα μας. Μὲ τὰ καλά μας ἔργα, δηλαδὴ τὴν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ἁπλῶς ἀποδεικνύουμε τὴν εἰλικρίνεια τῆς πίστεώς μας καὶ τὴν ἀφοσίωσή μας στὸν Θεό.

Μὴ δίνεις σημασία στοὺς λογισμοὺς τῆς ψεύτικης ταπεινοφροσύνης, οἱ ὁποῖοι, ὅταν, παρασύρεσαι καὶ πέφτεις, σοῦ λένε ὅτι ὁ Θεὸς ὀργίστηκε πιὰ μαζί σου, ὅτι σὲ ἐγκατέλειψε καὶ σὲ ξέχασε. Τὴν προέλευση τέτοιων λογισμῶν θὰ τὴν καταλάβεις ἀπὸ τοὺς καρπούς τους. Καὶ οἱ καρποί τους εἶναι ἡ λύπη, ἡ ἀκηδία καὶ ἡ χαλάρωση τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα ἤ, συχνά, ἀκόμα καὶ ἡ ἐγκατάλειψή του.

Ἂν οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίζουν ὅτι στὸ μεγάλο καὶ πολύμοχθο στάδιο τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα ἀναπόφευκτα θὰ ὑπάρχουν ὄχι μόνο νῖκες ἀλλὰ καὶ ἧττες, ὅτι ἡ ἀνεπάρκεια, ἡ ἀδυναμία, ἡ ἀμαρτωλότητά μας δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ ἐκδηλώνονται ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, πολὺ περισσότερο τὰ γνωρίζει ὅλα αὐτὰ ὁ θεσμοθέτης τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα, ὁ παντογνώστης Πλάστης μας καὶ Θεός μας. Βλέπει μὲ εὐσπλαχνία τὶς ἀκούσιες πτώσεις τῶν ἀγωνιστῶν Του, ἀλλὰ βλέπει μὲ ἱκανοποίηση καὶ τὴ γενναιοψυχία, τὴ σταθερότητα, τὴν πιστότητά τους. Γι’ αὐτό τοὺς ἑτοιμάζει τὰ ἀμάραντα στεφάνια τῆς δικαιοσύνης, τῆς νίκης, τῆς δόξης.

Πόσο ποθητὴ εἶναι ἡ ἁγνότητα, ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ σώματος! Σ’ αὐτὴν ρίχνει τὸ στοργικὸ Του βλέμμα, σ’ αὐτὴν δείχνει τὴν εὐμένειά Του ὁ Θεός! Καὶ πῶς ἀποκτᾶται ἡ καθαρότητα; Μὲ συνεχῆ καὶ πολύμοχθο ἀγῶνα ἐναντίων τῆς ἀκαθαρσίας τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ γιὰ ν’ ἀρχίσουμε αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀποκαλυφθεῖ πρῶτα ἡ ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς μας μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ νοῦ μας μὲ τοὺς λογισμούς, τοὺς ρεμβασμοὺς καὶ τὰ αἰσθήματα. Ὅποιος ποτὲ δὲν πολέμησε τὴν ἀκαθαρσία του, ὅποιος δὲν γνωρίζει κἂν τὴν ἀκαθαρσία του, ὅποιος νομίζει πὼς εἶναι καθαρός, βρίσκεται στὴν πιὸ ἐπικίνδυνη αὐταπάτη καὶ κινδυνεύει κάθε στιγμὴ νὰ γκρεμιστεῖ στὴν ἄβυσσο θανάσιμων ἁμαρτημάτων. Ἡ ἀκαθαρσία εἶναι ἀναπόσπαστο χαρακτηριστικὸ τῆς πεσμένης μας φύσεως. Ἡ καθαρότητα εἶναι δῶρο τῆς θείας χάριτος, τὴν ὁποία ἑλκύει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀγωνίζεται σωστὰ γιὰ τὴν κάθαρσή του.

Εἶναι τεράστια ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ἁμαρτία ποὺ κάνει κάποιος ἀπὸ πρόθεση, ἔχοντας διάθεση φιλάμαρτη, καὶ στὴν ἁμαρτία ποὺ κάνει ἄλλος ἀπὸ συναρπαγὴ καὶ ἀδυναμία, ἔχοντας διάθεση φιλόθεη. Εἶναι τεράστια ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας, τὴ ζωὴ τῆς ἱκανοποιήσεως ὅλων τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν παθῶν, καὶ στὴ ζωὴ ποὺ συμφωνεὶ μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ περιστασιακὰ κηλιδώνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία λόγῳ τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας.

Πολὺ ἐπικίνδυνη εἶναι ἡ πρόωρη ἀπάθεια! Πολὺ ἐπικίνδυνη εἶναι ἡ πρόωρη ἀπόλαυση τῆς θείας χάριτος! Τὰ ὑπερφυσικὰ χαρίσματα μποροῦν νὰ καταστρέψουν τὸν ἀγωνιστὴ ποὺ δὲν γνώρισε τὶς ἀδυναμίες του μὲ πτώσεις, τὸν ἀγωνιστὴ ποὺ δὲν ἔχει ἐπαρκῆ πεῖρα τῶν μεταπτώσεων τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τοῦ πολέμου μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς λογισμούς, τὸν ἀγωνιστὴ ποὺ δὲν ἔχει γνωρίσει τέλεια τὴν κακία καὶ τὴν πανουργία τῶν δαιμόνων ἀλλὰ καὶ τὸ εὐμετάβλητο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

Κάθε ἄνθρωπος, ἀκόμα καὶ αὐτὸς ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γίνει σκεῦος τῆς θείας χάριτος, εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπιλέγει εἴτε τὸ καλὸ εἴτε τὸ κακό. Κι ἕνας πνευματοφόρος, λοιπόν, μπορεῖ, κάνοντας κατάχρηση τῆς χάριτος ποὺ ἔχει λάβει, νὰ παραδοθεῖ κάποτε στὴν ὑπερηφάνεια, ν’ ἀντιμετωπίσει μὲ ἔπαρση τὸν πλησίον. Ἔτσι, στὴ συνέχεια, θὰ κυριευθεῖ ἀπὸ τὴν αὐταρέσκεια καὶ τὴν αὐτοπεποίθηση, συνέπειες τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἀμέλεια, ἡ χαλάρωση τοῦ ἀγῶνα καί, τελικά, ἡ ἐγκατάλειψή του. Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι, μὲ τὴν πρώτη ἐκδήλωση τῆς ἀμέλειας, ξεσηκώνονται ἀναπάντεχα οἱ σαρκικὲς ἐπιθυμίες, πέφτουν λυσσαλέα ἐπάνω στὸν ἄνθρωπο, τὸν παρασύρουν σὰν ὁρμητικὸς χείμαρρος καὶ τὸν γκρεμίζουν στὸ βάραθρο τῆς ἀσέλγειας, ὅπου συχνὰ τὸν περιμένει ὁ ψυχικὸς θάνατος.

Ὁ φιλάνθρωπος Θεός, “ὁ ὁποῖος θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ γνωρίσουν σὲ βάθος τὴν ἀλήθεια”, ἐπιτρέπει νὰ πολεμοῦνται οἱ μαθητὲς Του, ἐπιτρέπει νὰ πολεμοῦνται οἱ φίλοι Του ἀπὸ ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικὲς θλίψεις σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ξενιτίας τους. Ἐπιτρέπει, ἐπίσης, νὰ πολεμοῦνται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ ὑπομένουν τὰ παθήματα, ποὺ τοὺς προξενεὶ αὐτὸς ὁ πόλεμος, παθήματα ἀσύγκριτα πιὸ ὀδυνηρὰ ἀπ’ ὅλους τους ἐξωτερικοὺς πειρασμούς.

Ὁ ἀόρατος ἐσωτερικὸς πόλεμος τοῦ χριστιανοῦ μὲ τὰ πάθη δὲν εἶναι καθόλου κατώτερος ἢ εὐκολότερος ἀπὸ τὸν αἱματηρὸ ἀγῶνα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως. “Δῶσε αἷμα, γιὰ νὰ λάβεις Πνεῦμα”, λένε, ὅπως εἴδαμε, οἱ πατέρες, ποὺ γνώρισαν ἐμπειρικὰ αὐτὸν τὸν πόλεμο. Μόνο οἱ ἐπιμελεῖς τηρητὲς τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, μόνο οἱ ἀληθινοὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ πολεμοῦν μὲ συνέπεια καὶ αὐταπάρνηση τὰ πάθη τους. “Ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἐντολῶν διδάσκει στοὺς ἀνθρώπους πόσο ἀδύναμοι εἶναι”, λέει ὁ ὅσιος Συμεῶν ὁ Νεὸς Θεολόγος. Στὴ γνώση καὶ τὴ συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας μας θεμελιώνεται ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τῆς σωτηρίας μας.

“Ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἐντολῶν διδάσκει στοὺς ἀνθρώπους πόσο ἀδύναμοι εἶναι”: Τί παράξενη λογικὴ γιὰ τὴν ἐπιφανειακὴ σκέψη! Καὶ ὅμως, τὰ λόγια τοῦτα εἶναι λόγια πεῖρας. Μόνο μὲ τὴν ἐπιμελημένη τήρηση τῶν ἐντολῶν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πεισθεῖ γιὰ τὴν ἀπόλυτη ἀδυναμία τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ, γιὰ τὴ δύναμη τοῦ νέου Ἀδὰμ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητα τοῦ πατερικοῦ ἐκείνου ὁρισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ πνευματικὸς νόμος δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπληρωθεῖ παρὰ μόνο μὲ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Χριστοῦ.

Μὲ τὴν οἰκονομία τῆς παντοδύναμης ἀγαθῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα καὶ ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία ποὺ ζεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἡ ἁμαρτία ποὺ κυριαρχεὶ σ’ ὅλη τὴν ὕπαρξή του, σ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς ψυχῆς του καὶ σ’ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του, συμβάλλει στὴν πνευματικὴ του πρόοδο, ἂν βέβαια εἶναι ἀληθινὸς χριστιανός.

Ἡ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς μας φτώχειας, ἡ παραδοχὴ τῆς πνευματικῆς μας πτώσεως, ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀναγκαιότητας τῆς λυτρώσεως καὶ ἡ ὁλόψυχη ὁμολογία ὡς Λυτρωτὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι οἱ καρποὶ τῆς πάλης μας μὲ τὰ πάθη. Αὐτοὶ οἱ καρποὶ ἀποτελοῦν τὸ ἐχέγγυο τῆς αἰώνιας μακαριότητας.

Ἡ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς φτώχειας, ἡ παραδοχὴ τῆς πτώσεως, ἡ ζωντανὴ ὁμολογία τοῦ Λυτρωτῆ εἶναι ἄγνωστες στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει κοσμικὸ φρόνημα. Αὐτὸς εἶναι δοῦλος τῶν παθῶν, δὲν βλέπει στὸν ἑαυτό του παρὰ μόνο προτερήματα, μόνο ἀρετές, καὶ εἴτε δὲν περιμένει τίποτα στὸν οὐρανό, καθὼς δὲν συλλογίζεται ποτὲ τὸν οὐρανό, εἴτε περιμένει βραβεῖα σὰν ὀφειλές, ἔχοντας πλήρη ἄγνοια τῆς μοναδικῆς ἀρετῆς ποὺ βραβεύεται στὸν οὐρανὸ καὶ ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸν χριστιανικὸ τρόπο ζωῆς.

Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, τηρῶντας τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές, ὅλο καὶ πιὸ καθαρὰ βλέπει τὰ πάθη του. Καὶ ὅσο ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δημιουργεῖ μακάριες πνευματικὲς καταστάσεις -τὴ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς τοῦ φτώχειας, τὸ πένθος, τὴν πραότητα, τὸ ἔλεος, τὴν καθαρότητα, τὴ διάκριση -, τόσο νιώθει τὸν ἑαυτό του πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπ’ ὅλους τους ἁμαρτωλούς, ἀμέτοχο σὲ ὁποιοδήποτε καλό, ἔνοχο ἀναρίθμητων κακῶν, ἄξιο αἰώνιων βασάνων στὴ γέεννα τοῦ πυρὸς γιὰ τὴ διαρκῆ ἀθέτηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.

Οἱ ἅγιοι πατέρες, βλέποντας μέσα τους πνευματικὴ καρποφορία ἀπὸ τὴν πάλη μὲ τὰ πάθη, δὲν ἐπιθυμούσαν τὴν παύση τοῦ ἀοράτου πολέμου. Ἐπιθυμοῦσαν νὰ ὑπομένουν τὸν πόλεμο μὲ ἀνδρεία καὶ καρτερία.

Τί μακάριοι ποὺ ἦταν! Δὲν ἀναζητοῦσαν ἀλλοῦ τὴν τελειότητα παρὰ μόνο στὴν ταπείνωση. Δὲν ἀναζητοῦσαν ἀλλοῦ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας παρὰ μόνο στὸν Χριστό. Ὅπου δὲν ὑπάρχει ταπείνωση, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει καμιὰ χριστιανικὴ ἀρετή. Ὅπου ὑπάρχει ἀληθινὴ ταπείνωση, ἐκεῖ ὑπάρχουν ὅλες οἱ ἀρετὲς στὴν πληρότητά τους. Ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἐκεῖ τὰ πάθη καὶ ὁ χειριστής τους, ὁ ἐχθρός μας διάβολος, καθόλου δὲν μποροῦν νὰ βλάψουν τὸν ἐργάτη τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ “τὸ παιδὶ τῆς ἀνομίας”, ἡ ἁμαρτία, “δὲν θὰ μπορέσει νὰ τοῦ κάνει κακό”.

Ἂς βαδίσουμε στ’ ἀχνάρια τῶν πατέρων, καὶ θὰ φτάσουμε στὸ λιμάνι τῆς αἰώνιας μακαριότητας. Ἀμήν.