«Μηκέτι οὖν ἀλλήλους κρίνοµεν, ἀλλὰ τοῦτο κρίνατε µᾶλλον, τὸ µὴ τιθέναι πρόσκοµµα τῷ ἀδελφῷ ἢ σκάνδαλον» (Ρωμ. ιδ΄, 13). (Δηλ: Ἂς µὴ κατακρίνωµεν λοιπὸν εἰς τὸ ἑξῆς ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀλλὰ τοῦτο προτιµήσατε, τὸ νὰ µὴ θέτετε εἰς τὸν ἀδελφὸν ἐµπόδιον, ὥστε νὰ σκοντάψῃ ποτὲ καὶ νὰ παρασυρθῇ εἰς κατάκρισιν ἢ καὶ νὰ κλονισθῇ εἰς τὴν πίστιν).

• Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει:

  «Μήπως ἐπιθυμεῖς νὰ δικάζης; Ὑπάρχει δικαστήριο γιὰ σένα, ποὺ σοῦ προσφέρει κέρδος, χωρὶς νὰ σοῦ προσάπτη καμιὰ κατηγορία. Τοποθέτησε στὴν συνείδησή σου ὡς δικαστὴ τὴν λογικὴ καὶ φέρε στὸ μέσο ὅλα τὰ ἁμαρτήματά σου.  Ἐξέταζε τὰ  ἁμαρτήματα τῆς ψυχῆς σου καὶ ζήτησε μὲ ἀκρίβεια εὐθύνες καὶ λέγε: Γιατί ἐπιχείρησες νὰ πράξης αὐτὸ κι αὐτό; Κι ἂν αὐτὰ μὲν τὰ ἀποφεύγη, ἐξετάζη ὅμως τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων, νὰ τῆς λές: Δὲν σὲ κρίνω γι’ αὐτὰ οὔτε ἦλθες ἐδῶ γιὰ νὰ ἀπολογηθῆς γι’ αὐτά. Γιατί τί σ’ ἐνδιαφέρει ἂν ὁ τάδε εἶναι πονηρός; Ἐσὺ γιατί διέπραξες αὐτὴ καὶ τὴν ἄλλη ἁμαρτία; Ἀπολογήσου καὶ μὴ κατηγορῆς. Ἐξέταζε τὰ δικά σου καὶ ὄχι τὰ τῶν ἄλλων».

• Ἀπὸ τὸ βιβλίο Πάθη καὶ Ἀρετές, Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι Ε΄, σταχυολογοῦμε τὰ ἀκόλουθα γιὰ τὴν κατάκριση:

«Γέροντα, εὔκολα κρίνω καὶ κατακρίνω.

– Ἡ κρίση ποὺ ἔχεις, εἶναι φυσικά, χάρισμα πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλὰ τὴν ἐκμεταλλεύεται τὸ ταγκαλάκι καὶ σὲ κάνει νὰ κατακρίνης καὶ νὰ ἁμαρτάνης.

  Γι’ αὐτό, μέχρι νὰ ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση σου καὶ νὰ ἔλθη ὁ θεῖος φωτισμός, νὰ μὴ τὴν ἐμπιστεύεσαι. Ὅταν κανεὶς ἀσχολῆται μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς κρίνη, ἐνῷ ἀκόμη δὲν ἔχει ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση του, πέφτει συνέχεια στὴν κατάκριση.

– Καὶ πῶς, Γέροντα, θὰ ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση μου;

– Πρέπει νὰ τὴν λαμπικάρης. Μπορεῖ νὰ ἔχης καλὴ διάθεση καὶ μία δύναμη μέσα σου, ἀλλὰ πιστεύεις ὅτι κρίνεις πάντοτε σωστά. Ἡ κρίση σου ὅμως εἶναι ἀνθρώπινη, κοσμική. Προσπάθησε νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, νὰ ἀποκτήσης ἀνιδιοτέλεια, γιὰ νὰ ἔλθη ὁ θεῖος φωτισμὸς καὶ νὰ γίνη ἡ κρίση σου πνευματική, θεϊκή.

  Τότε ἡ κρίση σου θὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν λογικὴ τὴν ἀνθρώπινη.

  Μόνον ὁ Θεὸς κρίνει δίκαια, γιατί μόνον Αὐτὸς γνωρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἐμεῖς, ἐπειδὴ δὲν ξέρουμε τὴν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, κρίνουμε “κατ’ ὄψιν”, ἐξωτερικά, καὶ γι’ αὐτὸ πέφτουμε ἔξω καὶ ἀδικοῦμε τὸν ἄλλον.

  Ἡ ἀνθρώπινη κρίση μας δηλαδὴ εἶναι μία μεγάλη ἀδικία. Εἶδες τί εἶπε ὁ Χριστός: “Μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε”. Θέλει πολλὴ προσοχή· ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε πῶς ἀκριβῶς ἔχουν τὰ πράγματα. Πρὶν ἀπὸ χρόνια σὲ ἕνα μοναστήρι στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦταν ἕνας πολὺ εὐλαβὴς διάκος. Κάποτε ὅμως φόρεσε ροῦχα κοσμικὰ καὶ γύρισε στὴ πατρίδα του. Τότε πολλοὶ Πατέρες εἶπαν διάφορα ἐναντίον του. Ἀλλὰ τί εἶχε γίνει;

  Κάποιος τοῦ εἶχε γράψει ὅτι οἱ ἀδελφές του ἦταν ἀκόμα ἀτακτοποίητες καί, ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως παραστρατήσουν, πῆγε νὰ τὶς βοηθήση. Ἔπιασε δουλειὰ σὲ ἕνα ἐργοστάσιο καὶ ζοῦ­σε πιὸ καλογερικὰ ἀπὸ ὅ,τι προηγουμένως.

  Μόλις τακτοποίησε τὶς ἀδελφές του, ἄφησε τὴ δουλειά του καὶ πῆγε πάλι σὲ μοναστήρι, γιὰ νὰ μείνη. Ὁ ἡγούμενος, ὅταν εἶδε ὅτι τὰ ἤξερε ὅλα, τυπικό, διακονήματα κ.λ.π., τὸν ρώτησε ποῦ τὰ ἤξερε καὶ ἐκεῖνος ἄνοιξε τὴν καρδιά του καὶ τοῦ τὰ εἶπε ὅλα. Τότε ὁ ἡγούμενος ἐνημέρωσε τὸν ἐπίσκοπο καὶ ἐκεῖνος τὸν χειροτόνησε ἀμέσως ἱερέα. Μετὰ πῆγε σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο μοναστήρι καὶ ἐκεῖ ζοῦσε πολὺ πνευματικὴ ζωή, πολλὴ ἄσκηση. Ἔφθασε σὲ ἅγια κατάσταση καὶ βοήθησε πνευματικὰ πολλοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ ποὺ δὲν ξέρουν τί ἀπέγινε μπορεῖ ἀκόμη νὰ τὸν κατακρίνουν.

 Πόσο πρέπει νὰ προσέχουμε τὴν κατάκριση!

Πόσο ἀδικοῦμε τὸν πλησίον μας, ὅταν τὸν κατακρίνουμε! Ἂν καὶ στὴ πραγματικότητα μὲ τὴ κατάκριση ἀδικοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ὄχι τοὺς ἄλλους, διότι μᾶς ἀποστρέφεται ὁ Θεός.

Τίποτε ἄλλο δὲν ἀποστρέφεται τόσο πολὺ ὁ Θεὸς ὅσο τὴν κατάκριση, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος καὶ ἡ κατάκριση εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀδικία».

• Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε:

  «ΠΗΓΕ κάποτε ἕνας ἀδελφὸς ἀπὸ τὴν σκήτη σὲ κάποιο Γέροντα Ἀναχωρητή καὶ τοῦ εἶπε γιὰ κάποιον ἄλλον ἀδελφὸ πὼς εἶχε πέσει σὲ μεγάλο σφάλμα.

– Ὤ, πολὺ ἄσχημα ἔκανε, εἶπε στενοχωρημένος ὁ Γέροντας.

Ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες συνέβη νὰ πεθάνη ὁ μοναχὸς ποὺ ἔσφαλε. Ἄγγελος Κυρίου τότε πῆγε στὸν ἀναχωρητή, κρατώντας τὴν ψυχή του.

-«Αὐτὸς ποὺ κατέκρινες», τοῦ εἶπε, «πέθανε. Ποῦ ὁρίζεις νὰ τὸν κατατάξω;»

-“Ἥμαρτον», ἐφώναξε μὲ δάκρυα ὁ Γέροντας. Κι ἀπὸ τότε παρακαλοῦσε κάθε μέρα τὸν Θεὸ νὰ τοῦ συγχωρήση ἐκείνη τὴν ἁμαρτία καὶ δὲν τόλμησε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του νὰ κατακρίνη ἄνθρωπο”».

• Διηγεῖται κάποιος τί τοῦ εἶπε  ὁ Ἅγ. Πορφύριος γιὰ τὴν κατάκριση (πηγή: «Ἀνθολόγιον Συμβουλῶν»):

«Μὴ κατακρίνης, ἀκόμη κι ἄν βλέπης. Νὰ προσέχης τὴν κατάκριση· καὶ μοῦ εἶπε τὸ ἑξῆς περιστατικό.

  Εἶχε πάει μία μέρα μία γυναίκα σὲ ἕνα παπά, γιὰ νὰ ἐξομολογηθῆ. Ἦταν ἀπὸ κάποιο χωριὸ ποὺ φοροῦν καὶ μεσοφόρια. Τὰ ξέρεις; Τὰ ξέρω, τοῦ λέω.

Λοιπόν, ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε, σηκώθηκε νὰ φύγη.

  Ὅμως δὲν ἔκανε πέρα, ἂν δὲν τοῦ ἄφηνε κάτι, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήση καὶ ἐπειδὴ ἔτσι αἰσθανόταν καλύτερα. Προσπάθησε λοιπὸν νὰ σηκώση τὸ πάνω φόρεμα, γιὰ νὰ βγάλη ἀπὸ τὸ μεσοφόρεμα κάτι χρήματα ποὺ εἶχε, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸ πανωφόρεμα πιάνει καὶ τὸ μεσοφόρεμα μαζὶ κατὰ λάθος, τὸ σηκώνει ψηλά, καὶ τῆς φανῆκαν τὰ πόδια της. Τὴ στιγμὴ αὐτὴ μπῆκε κάποιος μέσα καὶ εἶδε τὴ στάση τῆς γυναίκας καὶ πῆγε καὶ κατήγγειλε τὸν παπὰ γιὰ ἄσεμνες στάσεις καὶ τὸν τιμώρησαν μάλιστα μὲ τρεῖς μῆνες ἀργία.

  Σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τῆς ἀργίας του ὁ παπὰς αὐτὸς εὐχαριστοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ γι’ αὐτὴ τὴ δοκιμασία ποὺ τοῦ ἔδωσε. Τὸ χάρηκε πάρα πολύ. Εἶδες ὅμως τί ἔπαθε ὁ ἀδελφός μας, παιδί μου;

  Ἐνῶ εἶδε κάτι τὸ ἄσεμνο, καὶ κατέκρινε τὸν παπά, δὲν ἦταν ἔτσι ὅπως τοῦ τὸ παρουσίασε ὁ πονηρός. Γι’ αὐτὸ σοῦ λέω, πρόσεχε πολύ, πρόσεχε”».