Ὅσιος Στάρετς Βαρσανούφιος (Τευχος Γ΄)

Ὁμιλία Β΄

Κάθε πάθος εἶναι καὶ μία ἀρρώστεια τῆς ψυχῆς. Ὁ φθόνος, ἡ ὀργὴ καὶ ἡ τσιγγουνιὰ δὲν εἶναι φυσικὲς ἀσθένειες, ἀλλὰ ψυχικές. Οἱ ἄνθρωποι νοιάζονται δυστυχῶς, περισσότερο γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος καὶ παραμελοῦν τὴν ψυχή τους. Γιὰ τὸν ἀγώνα ἐναντίον τῶν παθῶν ὑπάρχουν τὰ μοναστήρια. Ὁ κάθε χριστιανὸς, πού θέλει νὰ σωθεῖ, εἴτε λαϊκὸς εἶναι, εἴτε μοναχὀς, δὲν μπορεῖ νὰ ἀδιαφορήσει γιὰ τὸν ἀγώνα αὐτόν.

Καὶ ἐμεῖς ἐδῶ στὴν Σκήτη τὸν ἴδιο ἀγώνα διεξάγουμε. Κανεὶς δὲν ἔγινε ἀπὸ τὴν μία ἡμέρα στὴν ἄλλη ἀπαθής. Ἕνας εἶναι ὑπερήφανος∙ ἄλλος ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση τῆς σάρκας∙ ἄλλος εἶναι τόσο σκληρός, πού φοβᾶσαι νὰ περάσεις ἀπὸ δίπλα του∙ κάποιος ἄλλος εἶναι τσιγγούνης σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ἄβουλα σοῦ ἔρχεται ἡ σκέψη καὶ λές: Καλᾶ, ἂν γι’αὐτὸν ἀκόμη καὶ ἕνα καπίκι ἔχει μεγάλη ἀξία, γιατὶ ἦρθε στὸ μοναστήρι; Νὰ κάμει τί; Ἕναν ἄλλο πάλι, τὸν πολεμάει ἡ γαστριμαργία∙ τὸν κάνει νὰ θέλει τὸ στόμα του νὰ βρίσκεται σὲ συνεχῆ ἀπασχόληση!

Τὸν ἐρωτᾶς:

-Καλά, τώρα μόλις δὲν ἔφαγες;

Καὶ τί σοῦ ἀπαντάει;

-Φαγητὸ τὸ λὲς αὐτό; τὰ ψυχουλάκια; Ἐγὼ θέλω… νὰ χορτάσω.

Καὶ τὸ ρίχνει στὴν λαθροφαγία.

Καὶ πολλὰ ἄλλα. Ὅμως. Ὅλοι αὐτοί, ἀναγνωρίζουν τὶς ἀδυναμίες τους καὶ μετανοοῦν γι΄αὐτές. Ἡ διόρθωση φυσικὰ ἔρχεται σταδιακά. Οἱ γέροντες, ἔμπειροι στὸν ἀγώνα τὸν πνευματικό, τοὺς ἀντιμετωπίζουν μὲ συγκατάβαση. Λένε: τί περιμένεις ἀπὸ ἕναν ἀρχάριο; Καὶ μετὰ ἄπό χρόνια, διαπιστώνεις ὅτι οἱ κόποι τους δὲν πῆγαν χαμένοι. Καί, νά! Ὁ πρώην ὑπερήφανος, τώρα εἶναι ταπεινότερος ἀπὸ ὅλους…Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη διαφορὰ πού γίνεται στὸ μοναστήρι μὲ γνώση καὶ συνέπεια, ἀπὸ ἐκεῖνον πού γίνεται στὸν κόσμο, (ἂν γίνεται)!

Στὸ ἐρώτημα, πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ σωθεῖ, ἴσως ἡ πιὸ καλοπροαίρετη ἀπάντηση πού ἀκούει κανεὶς τὶς περισσότερες φορές, εἶναι: νὰ προσεύχεσαι καὶ θὰ σωθεῖς. Καὶ μένουν σ΄αὐτό τὸ λούκι. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ προσευχή, πού προέρχεται ἀπὸ ψυχὴ γεμάτη κακίες καὶ πάθη, δὲν ἀρκεῖ! Ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ ἀγωνιστεῖ νὰ ἐκριζώσει ἀπὸ τὴν καρδιά του τὰ πάθη καὶ μετὰ νὰ φυτεύσει (καὶ νὰ καλλιεργήσει) τὶς ἀντίστοιχες ἀρετές.

Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν πρέπει νὰ ξεκινήσωμε τὸ ξεχέρσωμα;

Ψάχνουμε νὰ δοῦμε σὲ ποιό πάθος εἴμαστε ἐπιρρεπεῖς. Καὶ σ’αὐτό ἐντείνουμε τὸν ἀγώνα μας. Γιατί, εἶναι ἀδύνατο καὶ παράλογο νὰ πολεμήσουμε ταυτόχρονα ὅλα τὰ πάθη μαζί. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι γιὰ τὰ ἄλλα πάθη ἀδιαφοροῦμε. Ὄχι. Τὸ σωστὸ εἶναι, κάθε φορὰ πού θὰ σοῦ ἔρχεται τὸ ὅποιο πάθος, ἐπιθυμία ἀντίθετη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν κόβεις∙ μὴν τὴν ἀφήνεις νὰ κυριαρχεῖ μέσα σου∙ μὴν τὴν κάνεις πράξη. Μόνο κάπως ἔτσι τὰ κόβουμε τὰ πάθη μας.

Ἐκεῖνος πού τὰ κατάφερε καὶ κυριάρχησε στὰ πάθη του, γίνεται ἄξιος νὰ εἰσέλθει στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν∙ καὶ ἀξιώνεται νὰ γίνει συνόμιλος μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους. Ἀντίθετα. Ὅποιος ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ ὑποδουλωθεῖ στὰ πάθη, ὄχι μόνο δὲν πρόκειται νὰ δεῖ τὸν παράδεισο, ἀλλὰ θὰ ἔχει καὶ ἕναν ἀδυσώπητο πόλεμο μὲ τὰ ἐναέρια τελώνια. Ἂς ὑποθέσουμε ὅμως, ὅτι τὰ καταφέρνει καὶ πάει στὸν παράδεισο. Δὲν θὰ μπορέσει νὰ σταθεῖ ἐκεῖ οὔτε λεπτό. Ὁ ἴδιος, θὰ θέλει νὰ φύγει. Γιατί θὰ αἰσθάνεται ἄβολα! Εἶναι ποτὲ δυνατὸ ἕνας ἀγροῖκος νὰ αἰσθάνεται ἄνετα σὲ μιὰ παρέα ἀπὸ καλλιεργημένους ἀνθρώπους; Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἕνας ἐμπαθὴς δὲν θὰ ἀνετέχει τὴν συναναστροφὴ μὲ ἀνθρώπους ἀπαθεῖς. Ὁ φθονερός, θὰ παραμείνει φθονερὸς ἀκόμα καὶ στὸν παράδεισο, ὅπως καὶ ὁ ὑπερήφανος, ἀκόμα καὶ στὸν παράδεισο νὰ τὸν βάλεις, δὲν θὰ ταπεινωθεῖ ποτέ! Ἄνθρωποι μὲ προδιαθέσεις ἄκρως ἀντίθετες, ὄχι μόνο δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ κατανοήσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ποτέ, ἀλλὰ συχνὰ εἶναι καὶ έπιβλαβεῖς.

Μιὰ πνευματικὴ θυγατέρα μοῦ γράφει πώς ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Ὄπτινα ἔτυχε νὰ πιάσει συζήτηση μὲ μιὰ ἄλλη κυρία, πού καὶ αὕτὴ εἶχε ἐπισκεφθῆ τὴν Ὄπτινα.

Καὶ τί τὸ ἰδιαίτερο βρῆκες ἐκεῖ; (Τὴν ἐρώτησε σαστισμένη). Ἀπορῶ καὶ ἐκπλήσσομαι ἀπὸ τὴν συρροὴ τοῦ κόσμου.

-Καλὰ δὲν πῆγες νὰ ἰδεῖς κάποιον ἀπὸ τοὺς γέροντες; Ὄχι γιατί νὰ πάω;

-Μὴν εἶσαι τόσο σίγουρα ἀπορριπτική! Νά, ἡ φίλη σου κοντὰ στὸν π. Βαρσανούφιο βρῆκε πνευματικὴ παρηγοριὰ καὶ στήριγμα στὰ προβλάματα της.

Ἐκείνη ἔχει διαφορετικὴ ἰδιοσυγκρασία ψυχῆς. Ἐγὼ ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ πάω κοντὰ στὸν Βαρσανούφιο. Δὲν τὸ ἀρνοῦμαι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνας ἐξαιρετικὸς ψυχολόγος καὶ τὰ ἐξετάζει ὅλα μὲ περίσσια περίσκεψη, μὰ χάρη Θεοῦ δὲν βλέπω νὰ ἔχει ἐπάνω του.

Ἔ, λοιπόν, μετὰ ἀπὸ τέτοιες κουβέντες ἡ κοπέλλα πελάγωσε.

Πράγματι. Προσωπικά, ἐγὼ εἶμαι ἕνα μηδενικό. Ὅλὰ τὰ κάνει ὁ Κύριος. Ὅπὼς ὁ ἥλιος ἐκπέμπει τὶς φωτεινὲς τοῦ ἀκτῖνες στὰ πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ κάνει, χάρη στὸ φῶς του, νὰ λάμπουν, ἔτσι καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ καὶ σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλό. Ὅτὰν μὲ ἐπισκέπτονται ἄνθρωποι μὲ πίστη, τοὺς λέγω ὅ,τι τοὺς εἶναι ἀπαραίτητο. Μὲ τοὺς ἀπίστους εἶναι πολὺ πιὸ δύσκολα τὰ πράγματα. Καὶ μερικὲς τέτοιες φορὲς ὁ Κύριος δὲν μοῦ φανερώνει τίποτα σχετικὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ ξέρω τί νὰ τοὺς εἰπῶ. Προσπαθῶ νὰ καταλάβω, τί ἄνθρωποι εἶναι καὶ τοὺς συμβουλεύω νὰ προσεύχονται.

-Τί; (λένε). Προσευχή; Τὸ γνωρίζω καὶ ἀπὸ μόνος μου. Δὲν χρειάζεται νὰ μοῦ τὸ εἰπεῖς ἐσύ.

Χωρὶς πίστη, ὄχι μόνο ἄνθρωπος, οὔτε ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ σὲ σώσει.

Θυμᾶστε τὴν περίπτωση τῶν κατοίκων τῆς Καπερναούμ. Ἐκεῖ ὁ Κύριος δὲν ἐπετέλεσε θαύματα. Καὶ ἀπόρησε γιὰ τὴν ἀπιστία τους. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν πολλοὶ ἄπιστοι στὸν κόσμο. Ἀκόμη καὶ μὲς στὰ μοναστήρια!

Στὴν Σκήτη, τότε ποὺ ζοῦσε ἀκόμη ὁ π. Ἀμβρόσιος, ἦταν ἕνας μοναχός, π. Θεοδόσιος, ὁ ὁποῖος ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὸν Γέροντα. Κάποια φορὰ τοῦ εἶχε εἰπεῖ:

Γέροντα, ἔχει τώρα εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια ποὺ ἔρχομαι κοντά σας, μὰ ποτὲ δὲν κατάφερα νὰ σᾶς ἐξομολογηθῶ ἕνα λογισμὸ ποὺ μὲ βασανίζει.

Τί λογισμὸς εἶναι αὐτός, παιδί μου;

Ἔχω κάποια δυσκολία νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ. Νὰ εἶναι κάτι ἐναντίον σας.

Καὶ τί σοῦ λέει αὐτὸς ὁ λογισμός, τέκνον μου; Ὅτί εἶμαι πόρνος; δολοφόνος; κλέφτης;

-Ὄχι! Ὄχι! Κάτι πολὺ χειρότερο!

Καλά, τότε. Μήπως ἐμπρηστής;

Ὄχι, χειρότερα!

Ἐξομολογήσου το, τώρα ἀμέσως∙ εἶπε ὁ π. Ἀμβρόσιος ὡς ἔχων ἐξουσίαν. Καὶ τὴν ἴδια στιγμή, ὁ π. Θεοδόσιος, σὰν νὰ ξεκλείδωσε τὸ στόμα του, εἶπε:

Γέροντα, ἂν καὶ πάντοτε ἀκούω τὶς συμβουλές σας, σᾶς βλέπω σαν ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο∙ μὲ διάκριση μέν, τίποτα ὅμως περισσότερο.

-Ἔ, τουλάχιστο, κάτι εἶναι καὶ αὐτό, (εἶπε μὲ χιοῦμορ ὁ π. Ἀμβρόσιος).

Πέρασαν μερικὰ χρόνια. Ὁ π. Ἀμβρόσιος εἶχε ἤδη κοιμηθεῖ. Ὁ π. Θεοδόσιος διαβάζοντας κάποτε τὴν Φιλοκαλία, ἔμεινε ἐμβρόντητος:

«Κάποτε, (διηγεῖται ὁ ἅγιος Κασσιανός), εἶχαν μαζευτεῖ γύρω ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀντώνιο μερικοὶ γέροντες τῆς ἐρήμου καὶ συζητοῦσαν ποιά ἀρετὴ εἶναι μεγαλύτερη. Ὁ καθένας, ὅπως ἦταν φυσικό, ἔλεγε τὴν γνώμη του. Ἕνας ἔλεγε ἡ νηστεία, ἄλλος ἡ ὑπομονή, ἄλλος ἡ ἀκτημοσύνη…Τελευταῖος μίλησε καὶ ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος. Εἶπε: Καλᾶ εἶναι ὅλα αὐτὰ πού λέτε∙ καὶ ἀναγκαῖα. Ὅτὰν ὅμως στὸν ἄνθρωπο λείπει ἡ διάκριση, κινδυνεύει νὰ πλανηθεῖ ἀπὸ τὸν ἴσιο δρόμο∙ καὶ ἄλλοτε νὰ κλίνει πρὸς τὰ ἀριστερὰ∙ καὶ ἄλλοτε πρὸς τὰ δεξιά. Ἡ διάκριση ὅμως, σὰν ἄλλο λυχνάρι, διδάσκει τὸν ἄνθρωπο νὰ βαδίζει τὴν βασιλικὴ ὁδό. Χωρὶς τὴν διάκριση καμμία ἀρετὴ δὲν κατορθώνεται, μὰ οὔτε καὶ διατηρεῖται.

Καὶ καταλήγει ὁ Ἅγιος Κασσιανός: Τελικά, μὲ τὴν γνώμη αὐτή, τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, συμφώνησαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι πατέρες».

Τότε κατάλαβε ὁ π. Θεοδόσιος, πώς ὁ π. Ἀμβρόσιος εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ ἀνεκτίμητο μεγάλο χάρισμα τῆς διακρίσεως.

Ὅτὰν μιλάω, προσπαθῶ τὰ λόγια μου νὰ εἶναι πάντοτε ἁπλᾶ, κατανοητὰ ἀκόμα καὶ στα μικρὰ παιδάκια. Μέσα τους ὅμως νὰ περικλείουν τὴν οὐσία, τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Εἶναι ἀπαραίτητο καὶ ἀναγκαῖο, νὰ μάθετε νὰ ἀγωνίζεστε σωστὰ καὶ μὲ συνέπεια. Ὁ καλύτερος ὁδηγὸς σας σ’αὐτόν τὸν ἀγώνα εἶναι οἱ βίοι τῶν ἁγίων. Ὁ κόσμος, δυστυχῶς, ἔχει πάψει νὰ τοὺς διαβάζει. Ἐσεῖς ὅμως, νὰ μὴ συμμορφώνεστε μὲ τὶς ἐπιταγές του. Ἐκεῖνος πού διαβάζει σωστὰ τοὺς βίους τῶν ἁγίων βρίσκει μεγάλη ὡφέλεια καὶ παρηγοριὰ στὸν ἀγώνα του ἐναντίον τῶν παθῶν, γιατί εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ φῶς!

Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς ἐνισχύει στὸν ἀγώνα σας.