Κούτσας Συμεών, Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης.

Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ πνευματικοῦ τέκνου πρὸς τὸν πνευματικὸ του Πατέρα.

Ἡ ἐν Χριστῷ οἰκοδομή τοῦ πιστοῦ ἀπὸ τὸ δεσμὸ ποὺ συνῆψε μὲ ἕναν πνευματικὸ πατέρα δὲν εἶναι αὐτονόητη. Προϋποθέτει καὶ τὴ δική του ἀνταπόκριση στὴν ἀγάπη ποὺ θὰ τοῦ δείχνει καὶ στὶς φροντίδες ποὺ θὰ καταβάλλει γι’ αὐτὸν ὁ πνευματικός του πατέρας.

Μιὰ πρώτη καὶ θεμελιώδης προϋπόθεση εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὁ δεσμὸς ποὺ σφυρηλατεῖται ἀνάμεσα στὸν πνευματικο πατέρα καὶ τὸ πνευματικό του παιδὶ εἶναι ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη. Στὴν ἀγάπη τοῦ πνευματικοῦ πατέρα ὁ πιστὸς ἀνταποκρίνεται μὲ τὴ δική του ἀγάπη. «Οὐδὲν οὕτω πρὸς διδασκαλίαν ἐπαγωγὸν ὡς τὸ φιλεῖν καὶ φιλεῖσθαι» παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (ὀμιλ. 6, 1 εἷς Α’ Τίμ., PG 62, 529). Οἱ πνευματικοὶ δεσμοὶ εἶναι ἰσχυρότεροι ἀπὸ τοὺς φυσικούς. Καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ Χριστὸ εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἐμπνέει ἡ συγγένεια τοῦ αἵματος. «Τί γὰρ πατρὸς ἀληθινοῦ ποθεινότερον; ἀναρωτιέται ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης (Πρὸς Πλάτωνα 2, PG 99, 909Β), ἐκφράζοντας ἔτσι τὴν προσωπική του ἐμπειρία γιὰ τὸν πνευματικό του πατέρα.

Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πνευματικό μας πατέρα εἶναι γνήσια, ὅταν ἐκφράζεται ὡς «πίστις», δηλαδὴ ὡς ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸ πρόσωπό του. Στὸν πνευματικὸ πατέρα μας ἀναθέτουμε τὸν ἑαυτό μας ὁλόκληρο. Τὸν ἀναγνωρίζουμε ὁδηγό μας στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἑπομένως θὰ πρέπει νὰ τοῦ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη. Νὰ ἀκολουθοῦμε χωρὶς δισταγμοὺς καὶ ἐσωτερικὴ ἀμφισβήτηση τὰ ὅσα μᾶς ὑποδεικνύει. Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ἐπιμένουν μὲ πολλὴ ἔμφαση. «Πιστευτέον ἀμερίμνως τοῖς ἐν Κυρίῳ τὴν ἡμῶν ἀναδεξαμένοις ἐπιμέλειαν» συμβουλεύει o ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (Κλιμαξ 4, PG 88, 717Β). Χωρὶς τὴν ὀλόθυμη ἐμπιστοσύνη στὸν πνευματικό μας πατέρα δὲν μποροῦμε νὰ προοδεύσουμε στὴ χριστιανικὴ ζωή.

Γράφει ὁ ἅγιος Συμεὼν στὰ Κεφάλαιά του:

«Ὁ πίστην -ἐμπιστοσύνη δηλαδή-κτησάμενος ἐναργῆ πρὸς τὸν κατὰ Θεὸν πατέρα αὐτοῦ, βλέπων αὐτόν, αὐτὸν βλέπειν λογίζεται τὸν Χριστὸν καὶ συνὼν ἢ ἀκολουθῶν αὐτῷ, Χριστῷ συνεῖναι καὶ ἀκολουθεῖν βεβαίως πιστεύει. Ὁ τοιοῦτος οὐκ ἐπιθυμήσει ἑτέρῳ τινὶ ὁμιλῆσαὶ ποτε, οὐ προτιμήσει τί τῶν τοῦ κόσμου πραγμάτων ὑπὲρ τὴν ἐκείνου μνήμην ὁμοῦ καὶ ἀγάπην» (Κεφάλ. 1, 28, SC 51, 47).

Ἂν χρέος τοῦ πνευματικοῦ πατέρα εἶναι νὰ ἀγρυπνεῖ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ πνευματικοῦ τέκνου, κι αὐτὸ ὀφείλει νὰ ὑπακούει καὶ νὰ ἀκολουθεῖ πιστὰ τὶς ὁδηγίες του (Εβρ.13,17). Διὰ τοῦ πνευματικοῦ πατέρα μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Μὲ τὴν ὑπακοή, λοιπόν, ποὺ τοῦ δείχνουμε οὐσιαστικὰ ὑπακούομε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀσφαλιζόμαστε ἀπὸ λάθη στὰ ὁποῖα εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ πέσουμε, ἂν ἀκολουθοῦμε τὸ δικό μας θέλημα. Ἀποκτοῦμε, τέλος, τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία καὶ ἑλκύουμε τὴ χάρη του Θεοῦ.

Ἡ ἐξομολόγηση συνιστᾶ μίαν ἀκόμη σημαντικὴ ὑποχρέωση τοῦ πιστοῦ. Στὸν πνευματικό μας πατέρα ἐξομολογούμαστε μὲ ἐμπιστοσύνη τὰ πάντα. ΄Ὄχι μόνο τὰ ὅσα πράττουμε ἀλλὰ καὶ τοὺς λογισμούς μας. «Μηδὲν τῆς ψυχῆς κίνημα ἀπόκρυφον φυλάσσειν», προτρέπει ὁ Μ. Βασίλειος, «ἀλλὰ ἀπογυμνοῦν τὰ κρυπτὰ τῆς καρδίας» (Ὅροι κατὰ πλάτος ΚΣΤ’, ΒΕΠΕΣ 53, 184). Τίποτε κρυφὸ ἀπὸ τὸν πνευματικό μας. Μὲ ταπείνωση καὶ υἱικὴ ἐμπιστοσύνη ἀποθέτουμε στὰ πόδια του τὰ πάντα. Ἔτσι μόνο συγχωροῦνται τὰ ἁμαρτήματά μας ἀπὸ τὸ Θεό. Ἐλευθερωνόμαστε ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς. Ξεριζώνουμε τὰ πάθη μας. Καὶ ὁ πνευματικὸς μπορεῖ νὰ μᾶς καθοδηγεῖ μὲ ἀσφάλεια στὴν πνευματική μας ζωή.