Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς.

Ὁ νοὺς ἀποκτά τη χάρη μὲ τὰ ἅγια μυστήρια καὶ τίς ἅγιες ἀρετές. Ἔτσι ἡ προσευχὴ μὲ τὴν ἁγία της δύναμη χαριτώνει τὸ νοὺ καὶ ὁ νοὺς ποὺ ἔλαβε τὴν ποιότητα τῆς προσευχὴς γεννᾷ καὶ κατευθύνει κάθε λογισμό του στοὺς θείους δρόμους, γιὰ νὰ μὴ συντριβεὶ ποτὲ σὲ ζοφερὰ ἀδιέξοδα.

Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀγάπη μὲ τὴν ἁγία της δύναμη χαριτώνει τὸ νού καὶ ὁ ἄνθρωπος εὐαγγελίζεται καὶ πραγματώνει τὴ χριστοειδὴ ἀγάπη σ’ ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ ὅλα τὰ πλάσματα καὶ ὅλη τὴν κτίση.

Ἔτσι καὶ ἡ ταπείνωση, καὶ ἡ πραΰτητα, καὶ ἡ νηστεία καὶ ὅλες οἱ ἄλλες εὐαγγελικὲς ἀρετές, κάθε μιὰ μὲ τὴν ἁγία της ἐνέργεια χαριτώνει τὸ νού, καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸν μεταμορφώνει, τὸν ἁγιάζει, τὸν χριστοποιεῖ, τὸν θεώνει, τὸν θεανθρωποποιεῖ, τὸν ἀθανατοποιεῖ, τὸν αἰωνιοποιεῖ καὶ ἔτσι ζεὶ μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση γιὰ τὸ αἰώνιο μέσα στὸ χρόνο, γιὰ τὸ θεῖο μέσα στὸ ἀνθρώπινο, γιὰ τὸ θεανθρώπινο ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους· ζεῖ γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ μέσα στὸ χρόνο καὶ στὴν αἰωνιότητα καὶ μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή του δέχεται τὴν αἰώνια θεία Σοφία ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ μὲ τὴ Θεία Ἀποκάλυψη.

Πράγματι, ποιός νοὺς ἀνθρώπινος καὶ ποιά ἀνθρώπινη διάνοια ἢ ποιά γνώση μπορεῖ νὰ γνωρίσει καὶ νὰ εἰσδύσει στὸ πανάγιο μυστήριο τῆς σώζουσας Ἐκκλησίας, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ὁλόκληρος ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς μὲ ὅλες Του τίς θεῖες καὶ θεανθρώπινες τελειότητες καὶ πραγματικότητες;

Διάνοια ἀνθρώπινη καὶ νοὺς ἀνθρώπινος μὲ ὁποιοδήποτε ἀνθρώπινο μέσο δὲν μποροῦν νὰ συλλάβουν καὶ πολὺ περισσότερο νὰ περιλάβουν τὴν ἄπειρη πραγματικότητα τῆς θεανθρώπινης οἰκονομίας τῆς σωτηρίας, ποὺ βρίσκεται ὅλη στὸ Θεανθρώπινο σώμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἐδῶ ὅλα εἶναι μυστήρια μυστηρίων καὶ κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ὑπερβαίνει ἄμετρα καὶ ἀνέκφραστα κάθε νοὺ καὶ διάνοια ἀνθρώπινη.

Αὐτὰ τὰ ἅγια καὶ θεῖα μυστήρια τῆς θεανθρώπινης οἰκονομίας τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ Θεανθρώπινου σώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅλα ἑνωμένα καὶ συναρμοσμένα μὲ τὴ θεία ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὑπάρχει ἄπειρα καὶ ἀπεριόριστα σὲ κάθε μόριο τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας.

Σ’ αὐτὴ τὴν «ὑπὲρ λόγον καὶ ἔννοιαν» ἀγάπη ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη λιώνει ἀπὸ ἄφατη κατάνυξη καὶ «ἐκχέεται» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σὲ ἄπειρα «Ὡσαννά». Ἡ ἀγάπη αὐτὴ εἶναι συγχρόνως καὶ «ζέουσα», γνήσια θεϊκή, θεανθρώπινη γνώση καὶ ἐπίγνωση.

Ἀπὸ αὐτὸ ἔχουμε καὶ τὴν ἀσύγκριτη καὶ μοναδικὴ ἀρχὴ τῆς καινοδιαθηκικῆς γνωσιολογίας: «πὰς ὁ ἀγαπών, γινώσκει τὸν Θεὸν» (Α’ Ἰω. 4, 7-8), γνωρίζει τὸν Θεὸ μὲ τὴν «ὑπὲρ νοὺν», ὑπέρλογη ἐπίγνωση, ἐπίγνωση στὴν ὁποία συμμετέχει ὅλος ὁ ἐσωτερικός, θεοειδὴς καὶ θεονοσταλγικὸς ἄνθρωπος.

Τὴν ἀγάπη ὅμως αὐτὴ τὴν ἔχει μέσα του σὲ ἀνυπολόγιστες διαστάσεις, μόνο ἐὰν ζεῖ στὴν Ἐκκλησία «σὺν πάσι τοῖς ἁγίοις» μὲ τὰ ἅγια μυστήρια καὶ τίς ἅγιες ἀρετές.

Γιατί μ’ αὐτὴ τὴν ἐν χάριτι θεανθρώπινη ζωὴ θεραπεύεται ἀπὸ τὴ φιλαμαρτησία καὶ τὰ πάθη ἡ ψυχὴ του καὶ ὁ νοὺς καὶ ἡ καρδιά, καὶ καθίστανται θεϊκῶς ὑγιῆ διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔτσι γίνονται ἄξια καὶ ἱκανὰ γιὰ τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία καὶ τὴν ἀληθινὴ γνώση τῶν ὑπὲρ νοὺν καὶ ὑπὲρ φύσιν.

Ὁ ἀνθρώπινος νούς, ἀποξενωμένος ἀπὸ τὸ Θεό, εἶναι ἡ ἔρημος καὶ τὸ κενὸ ὅπου ὁ ἄνθρωπος τρέφεται μὲ σκιὲς καὶ ὀνειροπολήματα.

Ἀντὶ γιὰ τὸ εἶναι ὁ ἀνθρώπινος νοὺς ἀγάπησε τὸ μὴ-εἶναι, ἀντὶ γιὰ τὴ ζωὴ ἀγάπησε τὸ θάνατο καὶ πάνω σ’ αὐτὸν στήριξε τὸν ἑαυτὸ του καὶ κάθε ἐνέργειά του.

Σ’ αὐτὸ ἔγκειται καὶ ἡ βασικὴ πλάνη τοῦ ἀνθρώπινου νοὺ καὶ ἡ ματαιότητά του. Δύο ζωὲς: ἡ ἐκτὸς Θεοῦ, «ἐν ματαιότητι τοῦ νοός» του ἀνθρώπινου· καὶ ἡ χριστιανικὴ — μέσα στὸ πλήρωμα τῆς θεότητας, ἐν τῷ Θεανθρώπῳ, στὸν Ὁποῖο κατοικεῖ «τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς» (Κόλ. 2, 9· 1, 19).

Ζῶντας μὲ τὸ Χριστὸ καὶ ἐν τῷ Χριστῷ ζοῦμε μὲ τὸ νού του Θεοῦ, μὲ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ δίκαια διακηρύσσουμε «ἡμεῖς νοὺν Χριστοῦ ἔχομεν» (Α’ Κόρ. 2, 16).

Ζῶντας χωρὶς τὸν Θεὸ ὁ νούς του ἀνθρώπου διαφθείρεται, διαστρέφεται, καθίσταται ἐφάμαρτος, θνητός, διαβολοειδής. Καὶ βαθμιαῖα φθάνει νὰ μὴ γνωρίζει πράγματι τὸν Θεό.

Ἀλλὰ μὴ γνωρίζοντας τὸν Θεὸ ὁ ἀνθρώπινος νοὺς δὲν γνωρίζει οὔτε τὸν ἑαυτό του οὔτε τὸν ἄνθρωπο οὔτε τὸν κόσμο. Ἕνας τέτοιος ἄθεος καὶ ἀντίθεος νοὺς συγχρόνως γίνεται καὶ ἀπάνθρωπος καὶ μισάνθρωπος.

Καὶ ἔτσι τελικὰ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς Θεὸ εἶναι πάντοτε ἄνθρωπος χωρὶς νοὺ: δηλαδὴ ἄθεος, ἄνους, ἄφρων. «Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, οὐκ ἔστι Θεὸς» (Ψάλμ. 14. 1).

Ἀμέσως μόλις ὁ νοὺς ἐγκαταλείψει τὸν Θεό, καὶ αὐτὸ σημαίνει ἀμέσως μόλις ἐγκαταλείψει τὴν Ἀλήθεια, φθείρεται, διασπάται, γίνεται «κατεφθαρμένος» καὶ γεννῶνται μέσα του κακὲς σκέψεις ὅπως τὰ σκουλήκια σὲ σαπισμένο κρέας (Πρβλ. Α’ Τίμ. 6. 5, 4).

Εὐνόητο εἶναι τότε ὅτι οἱ ἄνθρωποι οἱ «κατεφθαρμένοι τὸν νοὺν» (Β’ Τίμ. 3) ἀντιστέκονται στὴν ἀλήθεια, σὲ κάθε ἀλήθεια, στὴν ὑπέρτατη Αἰώνια Ἀλήθεια, στὸ Θεὸ καὶ Θεάνθρωπο Χριστό.

Πῶς οἱ χριστιανοὶ μποροῦν νὰ ἀπορρίψουν τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο; Μὲ τὸ νὰ ἀνανεώνονται «τῷ πνεύματι τοῦ νοὸς αὐτών». Αὐτὸ σημαίνει νὰ ἀλλάξει τὸ πνεύμα τοῦ νοῦ, νὰ ἀλλάξει ἡ διάθεση τοῦ νοῦ, ἡ συνήθεια τοῦ νοῦ, νὰ ἀλλάξει ὁ τρόπος νοήσεως, ὁ τρόπος σκέψεως.

Μὲ μία λέξη: νὰ μεταμορφώσεις καὶ νὰ μεταλλάξεις μέσα σου αὐτὸ τὸν κύριο εἰδωλολάτρη καὶ ἄθεο, τὸ νοὺ· καὶ νὰ τὸν στρέψεις ἀπὸ τὸ ἄθεο πρὸς τὸν Θεό, ἀπὸ τὰ μὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸ Χριστό.

Καὶ αὐτὸ κατορθώνεται κατ’ ἐξοχὴν μὲ τὴν ἄσκηση στὴν πίστη καὶ μαζί της μ’ ὅλες τίς ἄλλες εὐαγγελικὲς ἀσκήσεις, τῆς ἀγάπης, τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς θεοσέβειας, τῆς σωφροσύνης, τῆς πραότητας, τῆς ἐγκράτειας.

Καθεμιὰ ἀπὸ αὐτὲς τίς ἀσκήσεις ἀνανεώνει τὸ νοὺ μὲ τὴ μεταμορφωτική της δύναμη. Καὶ βαθμιαῖα θεραπεύεται ὁ νοὺς ἀπὸ τίς ἄρρωστες σκέψεις του, ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς διαλογισμοὺς καὶ ἀντιλήψεις του.

Βαθμιαῖα ὑγιαίνει, ὥσπου μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ νὰ θεραπευθεῖ καὶ νὰ καταστεῖ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεύμα ἐντελῶς ὑγιής.

Ὁ θεραπευμένος νούς, ὑγιὴς πλέον καὶ ἀνανεωμένος, γίνεται δημιουργὸς ὑγιῶν, φωτισμένων, ἁγίων, θείων, ἀθάνατων σκέψεων. Σκέπτεται τώρα διὰ τοῦ Θεοῦ, σκέπτεται διὰ τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Θεοσκέψη, ἡ Χριστοσκέψη γίνεται ἡ συνεχής του διάθεση καὶ κατάσταση, τὸ «πνεύμα» του, ἡ νοοτροπία του. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος διακηρύττει ἐν ὀνόματι ὅλων τῶν χριστιανῶν: «ἡμεῖς νοὺν Χριστοῦ ἔχομεν» (A’ Κόρ. 1. 16).

Ἑπομένως γιὰ ὅλα νοοῦμε διὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ νοῦ στὸν ἄνθρωπο ἀλλάζουν τὰ πάντα, ἀνανεώνονται τὰ πάντα. Ἀπ’ αὐτὸ ἔχει τὸ ὄνομὰ της καὶ ἡ μετάνοια· ἀπὸ τὸ «μετὰ» καὶ «νοὺς», δηλαδὴ ἀλλαγὴ τοῦ νοῦ, ἀνανέωση τοῦ νοῦ.