Βλάχος Ἱερόθεος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου.
Ἡ εὐθανασιακὴ προοπτικὴ, ποὺ κυριαρχεῖ στὴν σκέψη μερικῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας, θέτει πολλὰ ἐρωτήματα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸ ἐρώτημα: «ἔχουμε δικαίωμα στὸν θάνατο;». Στὴν φράση αὐτὴ σημαντικὴ θέση ἔχουν οἱ λέξεις «δικαίωμα» καὶ «θάνατος». Ἡ ἀπάντηση, ποὺ θὰ δώση κανεὶς στὸ ἐρώτημα αὐτὸ, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς πεποιθήσεις του καὶ τὶς φιλοσοφικές, θρησκευτικὲς καὶ θεολογικὲς ἀπόψεις ποὺ τὸν διακατέχουν.
Γιὰ τὸν ὀρθόδοξο Χριστιανὸ, ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφής: ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς ἔχει τὴν ἀποκλειστικότητα πάνω στὴν ζωή του. Ἐκεῖνος ποὺ δίνει τὴν ζωή, ἐκεῖνος ρυθμίζει καὶ τὴν ἐξέλιξή της. Δὲν δώσαμε ἐμεῖς τὴν ζωὴ στὸν ἑαυτό μας καὶ, ἑπομένως, δὲν μποροῦμε νὰ τὴν τερματίσουμε. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνὸ, ὑπάρχουν τα «ἐφ’ ἡμῖν» -ὅσα ἐξαρτῶνται ἀπὸ μᾶς- καὶ τὰ «οὐκ ἐφ’ ἡμῖν» -ὅσα δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ μᾶς. Σίγουρα ἡ ἔναρξη τῆς βιολογικῆς ζωῆς καὶ τὸ τέλος της ἀνήκουν στὰ «οὐκ ἐφ’ ἡμῖν». Ἑπομένως, δὲν δεχόμαστε στὴν εὐθανασία.
Ὅμως τὸ ἐρώτημα, ἂν «ἔχουμε δικαίωμα στὸν θάνατο», ποὺ ὁδηγεῖ μερικοὺς στὴν εὐθανασία, σχετίζεται καὶ μὲ ἄλλα ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα, ὅπως: «τί εἶναι τό εἶναι», «τί εἶναι ἡ ζωή», «τί εἶναι ὁ θάνατος», «ποιά εἶναι ἡ σημασία τοῦ πόνου» κλπ.
Τὸ «εἶναι» τοῦ ἀνθρώπου δὲν συνίσταται ἁπλῶς στὴν εὐζωΐα ἀλλὰ στὸ νόημα ποὺ δίνει κανεὶς στὴν ζωή του. Ἡ ζωὴ δὲν ταυτίζεται ἀπόλυτα μὲ τὸν βίο. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι τὸ τέρμα τῆς ζωῆς ἀλλὰ τὸ τέλος τοῦ βίου καὶ τελείωση τῆς ζωῆς, δηλαδὴ ἀρχὴ μιᾶς ἄλλης ὕπαρξης, μιᾶς πορείας συνάντησης μὲ ἄλλα πρόσωπα. Ὁ πόνος ἔχει βαθύτατο νόημα, ἀφοῦ κατὰ τὸν Victor Frankl «τὸ νόημα μπορεῖ νὰ βρεθεῖ στὴν ζωὴ, ὄχι μόνον μέσ’ ἀπὸ τὴν πράξη ἤ τὶς ἐμπειρικὲς ἀξίες, ἀλλ’ ἐπίσης καὶ μέσα ἀπὸ τὰ βάσανα». Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐλευθερία δὲν συνίσταται στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ δύσκολα καὶ τραγικὰ γεγονότα, ἀλλὰ στὴν ἐλεύθερη στάση ἀπέναντι στὶς δυσκολίες. Ὅταν δίνη κανεὶς νόημα στὸν πόνο, τότε βιώνει τὴν «ἔκσταση τῆς ἀγάπης», ἀποκτᾶ τὴν «αἴσθηση τῆς ὀμορφιᾶς», μαθαίνει τὴν «αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ».
Ἕνα ἄλλο ἐρώτημα ποὺ συνδέεται μὲ τὸ ἀρχικὸ εἶναι: «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ἄτομο μὲ ἀτομικὰ δικαιώματα ἤ πρόσωπο μὲ προσωπικὲς σχέσεις;».
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀποτέλεσμα σχέσεως, καρπὸς ἀγάπης δύο ἀνθρώπων, τῶν γονέων του, ποὺ συνεργάζονται μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ εἶναι κοινωνικὸν ὄν. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ συμπεριφέρεται ὡς ἄτομο καὶ μέσα ἀπὸ τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα ἀλλὰ ὡς πρόσωπο καὶ μέσα ἀπὸ προσωπικὲς σχέσεις. Ἔτσι, δὲν ἔχουμε ἀτομικὸ δικαίωμα στὸν θάνατο, ὅπως δὲν ἔχουμε ἀτομικὸ δικαίωμα στὴν ζωή. Τὸ μόνο «δικαίωμα-καθῆκον» ποὺ ἔχουμε εἶναι νὰ αἰσθανόμαστε τὸ «δῶρο» τῆς ζωῆς, νὰ χαιρόμαστε ὅλες τὶς «περιπέτειες» τῆς ζωῆς, τὴν δραστηριότητα τῆς ἡμέρας ἀλλὰ καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς νύκτας, νὰ ὑπερβαίνουμε τὸν πόνο καὶ τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς μὲ ὑπευθυνότητα, νὰ αἰσθανόμαστε τὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὡς μιὰ «ἀνταλλαγὴ δώρων», νὰ ζοῦμε προσωπικὰ καὶ κοινωνικά. Τότε θὰ γνωρίσουμε καλὰ, ὅτι ἡ θετικὴ ἀντιμετώπιση τῆς διαδικασίας τοῦ θανάτου εἶναι εὐεργετικὴ γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιατί ἔτσι ὡριμάζουμε, ἀλλὰ καὶ ὠφέλιμη γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας, γιατί ἔτσι ἐκφράζεται κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο ἡ ἀγάπη ὡς θυσία, ὑπέρβαση τοῦ ἐγὼ καὶ προσφορά, καὶ ὄχι ὡς μιὰ εὐχάριστη ἀτομικὴ δικαιωματικὴ ἀπόφαση.
Ὅποιος δίνει νόημα στὴν ζωή, τὸν πόνο καὶ τὸν θάνατο καὶ βιώνει τὴν «ἔκσταση τῆς ἀγάπης», ἔχει σκοπὸ στὴν ζωή του καὶ ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Νίτσε «ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἕναν σκοπὸ στὴν ζωὴ μπορεῖ ν’ ἀντέξει σχεδὸν στὸ κάθε τί» καὶ δὲν τρέμει πρὸ τῆς διαδικασίας τοῦ θανάτου, οὔτε τὴν ἀρνεῖται ἐγωϊστικά, μὲ τὸ ἀτομικό του δικαίωμα, γιὰ νὰ καταλήξη στὴν εὐθανασία. Ὁπότε καὶ δὲν τὸν ἀπασχολεῖ τὸ ἐρώτημα ἐὰν ἔχη δικαίωμα στὸν θάνατο, ἀφοῦ γεμίζει ἀπὸ νόημα ζωῆς.