«Μόλις ανοίξετε τα μάτια, αμέσως την ευχή. Μην αφήσετε το μυαλό σας να πετάη εδώ και εκεί και χάνετε την ώρα σας που είναι πολύτιμη για την ευχή. Όταν έτσι βιάσετε τον εαυτό σας, θα σας βοηθήση και ο Θεός να γίνη μία άγια συνήθεια με το άνοιγμα των ματιών, η προσευχή να παίρνη την πρώτη θέσι για όλη την ημέρα. Στην συνέχεια θα εργάζεσθε και θα λέτε την ευχή. Ευλογείται η εργασία, αγιάζεται το στόμα, η γλώσσα, η καρδιά, ο χώρος, ο χρόνος και όλος ο άνθρωπος που προφέρει το όνομα του Ιησού Χριστού. Αυτός που λέει αδιαλείπτως την ευχούλα, οπλίζεται με τέτοια θεϊκή δύναμι που καθίσταται απρόσβλητος από τους δαίμονες, αφού αυτή τους καίει και τους μαστιγώνει» (Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897-1959), Ι. Μ. Αγ. Αντωνίου, Αριζόνα, 2008).

      Όλοι οι άγιοι, και μάλιστοι οι νηπτικοί λεγόμενοι Πατέρες της Εκκλησίας, έχουν ασχοληθεί και έχουν διδάξει τα σχετικά με το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού και τη δύναμη την οποία περικλείει η εν πίστει και μετανοία εκφορά του. Διότι πρόκειται περί του ονόματος του ενσαρκωθέντος Θεού μας, ο Οποίος δημιούργησε όλον τον κόσμο, πνευματικό και υλικό, τον διακρατεί στην ύπαρξη με την άκτιστη ενέργειά Του, τον κατευθύνει στον τελικό του προορισμό – «ότι εξ Αυτού και δι’ Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα έκτισται». «Όποιος επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου – βεβαιώνει η Γραφή – αυτός και θα σωθεί». Και δεν άφησε την επίκληση του αγίου ονόματός Του ο Κύριος στην ελεύθερη επιλογή του πιστού ακολούθου Του. Την έθεσε ως εντολή Του, για να μπορεί ο κάθε πιστός συνεργώντας μ’ Εκείνον να μετέχει στη δύναμη και τη χαρά Του, την ίδια την αιώνια Ζωή Του! «Έως άρτι ουκ ητήσασθε ουδέν εν τω ονόματί μου. Αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη». Να ζητάτε επικαλούμενοι το όνομά μου και θα λάβετε τη χάρη μου, για να είναι η χαρά σας σε πληρότητα. Και το είδαμε και το βλέπουμε απαρχής της Εκκλησίας μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: Στο όνομα του Χριστού κινούνταν και κήρυσσαν και επιτελούσαν τα πάντα οι Απόστολοι και όλοι οι άγιοι. «Εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού Χριστού…»!

     Κι αυτήν τη μνήμη του ονόματος του Χριστού που ζητούσε ο Ίδιος ως γνώρισμα αποδοχής Του και συμπόρευσης μαζί Του, μνήμη που δεν άφηνε κενά και διαστήματα στην καθημερινότητα του χριστιανού, κατά το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» του απ. Παύλου, οι μετέπειτα Πατέρες της Εκκλησίας την  επεξεργάστηκαν, την κατέστησαν μόνιμο αντικείμενο του στοχασμού και της ζωής τους, την ανήγαγαν στο επίπεδο της μεγαλύτερης επιστήμης για την κατά Χριστόν ζωή του εν επιγνώσει πιστού – κατέδειξαν με τον πιο άμεσο και καθαρό τρόπο ότι χωρίς τη μνήμη αυτή, χωρίς την επίκληση της «ευχής», του «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», ή απλώς «Κύριε Ιησού Χριστέ», δεν δημιουργούνται συνθήκες καθάρσεως στην καρδιά ώστε να επαναπαύεται σ’ αυτήν ο Κύριος και να μπορεί να «θεάται» Αυτόν ο αγωνιζόμενος πιστός. Και η εμπειρία τους απεκάλυψε ότι ξεκινάει κανείς την ευχή αυτή με το στόμα, για να πλημμυρίσει τη διάνοια, ώστε τελικώς να «κατέβει» στην έδρα του νου, αυτό που λέγεται «καρδιά», το εσώτατο βάθος και ο πυρήνας της ύπαρξης του ανθρώπου.

     Πέρασαν στους αιώνες μεγάλοι δάσκαλοι της νοεράς αυτής προσευχής, κήρυκες του «Χριστόν αναπνέετε» του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του αγίου πατρο-Κοσμά του Αιτωλού, ενώ από τους νεωτέρους δασκάλους της πνευματικής αυτής επιστήμης ήταν και ο μεγάλος αγιορείτης όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης. Σημειώνει ο ίδιος σε επιστολή του: «Η νοερά προσευχή εις εμένα είναι όπως η τέχνη του καθενός, καθότι εργάζομαι αυτήν τριανταέξ και επέκεινα χρόνια». Δεν χρειάζονται λόγια βεβαίως για τον γνωστό αυτόν όσιο της Αθωνικής γης. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι πνευματικά τέκνα του που απεκάλυπταν το δικό του τελικώς μεγαλείο, γιατί από αυτόν καθοδηγήθηκαν και έμαθαν τα θεία, ήταν ο όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, οι άγιοι Γέροντες Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός και Χαράλαμπος ο Διονυσιάτης, ο εξίσου μέγας Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης και Αριζονίτης.

      Τι σημειώνει ο ησυχαστής όσιος λοιπόν στο αρχικό μας απόσπασμα; Την πρώτη εργασία του ανθρώπου, ιδίως του καλογέρου, που είναι η ευχή. Για ποιον λόγο; Γιατί γνωρίζει πολύ καλά τον άνθρωπο της πτώσεως στην αμαρτία, τον καθένα μας δηλαδή στον κόσμο τούτο που η Πρόνοια του Θεού επέτρεψε να βρεθούμε. Γνώρισμα του πεπτωκότος ανθρώπου είναι η τρεπτότητα του νου, η ευκολία δηλαδή της διανοίας, του μυαλού, «να πετάη εδώ και εκεί», χωρίς να είναι δεμένη με το κέντρο και την ουσία της, την καρδιά. Υπόκειται ως προϋπόθεση στη σκέψη του οσίου η διάσπαση που συνέβη στον άνθρωπο μετά την αμαρτία των πρωτοπλάστων, αμαρτία που επέφερε τον «χαλασμό» του ενιαίου των ενεργειών και των δυνάμεών του – ο άνθρωπος τραυματισμένος καίρια από την ανυπακοή που επέδειξε στον Δημιουργό του έπαψε να λειτουργεί ολόκληρος, κινούμενος πια αποσπασματικά και «τυφλά», με κατεξοχήν κίνητρο της όποιας ψυχικής και σωματικής δράσεώς του την ικανοποίηση των παθών του. Η «ακτινογραφία» του αποστόλου Παύλου επ’ αυτού είναι μοναδική: «Δεν κάνω το καλό που θα ήθελα, αλλά υπηρετώ το κακό, που δεν το θέλω… Η πείρα δείχνει ότι, ενώ εγώ θέλω να κάνω το καλό, οι πράξεις μου δείχνουν πως κάνω το κακό. Εσωτερικά συμφωνώ και χαίρομαι με όσα λέει ο νόμος του Θεού. Διαπιστώνω όμως πως η πράξη μου ακολουθεί έναν άλλο νόμο, που αντιστρατεύεται τον νόμο με τον οποίο συμφωνεί η συνείδησή μου: είναι ο νόμος της αμαρτίας που κυριαρχεί στην ύπαρξή μου και με κάνει αιχμάλωτό της. Τι δυστυχισμένος αληθινά που είμαι!» (Ρωμ. 7, 17-24).

     Κι έπρεπε, «έδει», να έρθει ο ίδιος ο Δημιουργός ως άνθρωπος εν προσώπω Ιησού Χριστού, προκειμένου να τον προσλάβει μέσα στον εαυτό Του, να τον αποκαταστήσει, ώστε να αποκτήσει εκ νέου την ολοκληρία του και την κανονική χαρισματική πια λειτουργία του εαυτού του. «Ποιος μπορεί να με λυτρώσει από την ύπαρξη αυτή που έχει υποταχθεί στον θάνατο; Ας ευχαριστήσουμε τον Θεό που το έκανε αυτό, με το σωτήριο έργο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» (Ρωμ. 7, 24-25). Γι’ αυτό και ο εν Χριστώ άνθρωπος είναι ο κανονικός άνθρωπος, που πρώτη σκέψη και ενέργεια έχει την αναφορά του προς τον Κύριο, το όνομα του Κυρίου του είναι η ώθηση προκειμένου να τεθεί σε λειτουργία το «σύμπαν» του ένθεου κόσμου του, είναι η κατάθεση του δικού του έργου στο σωτήριο έργο του Θεού, αφού «συνεργοί Θεού εσμεν».  Αν δεν το κάνει, «χάνει την ώρα του» επιστρέφοντας και πάλι στη διάσπαση του αμαρτωλού εγώ, λοιπόν απαιτείται «η βιάση του εαυτού» για να παραμένει ο πιστός στη χάρη του μέλους του Χριστού και στην ενότητα με Εκείνον. Ο Κύριος το έθεσε με τον πιο απόλυτο τρόπο: «Η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Δεν αφήνεσαι δηλαδή να γίνεις έρμαιο και πάλι των παθών σου, ενεργοποιείσαι στο έπακρον – γιατί πια μπορείς – και μένεις αδιάκοπα στην όραση του Χριστού: η σχέση με τον Χριστό δεν είναι απροϋπόθετη, απαιτεί το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» της Πανάχραντης Μητρός Του.

      Και η επιμονή και η υπομονή αυτή, η απόφαση πιστότητας «άχρι θανάτου» γίνεται σιγά σιγά συνήθεια, «άγια συνήθεια» κατά τον άγιο Ιωσήφ, που σημαίνει ότι η αρχική δυσκολία λόγω των παθών εξαλείφεται και το όνομα του Κυρίου όπως και η προσαρμογή στις άγιες εντολές Του αρχίζουν να λειτουργούν με ευκολία και με μεγάλη χαρά, γιατί έχει αρχίσει να θερμαίνεται η καρδιά και ο πόθος για τον Θεό να αποκτά σφοδρότητα διαρκώς αυξανομένη. «Όπου Θεός το ποθούμενον, ο κόσμος άπας καταπεφρόνηται» λέει εμπνευσμένα ένας άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας. Και ποια η συνέχεια; «Θα εργάζεσθε και θα λέτε την ευχή», με αποτέλεσμα να ευλογούνται τα πάντα στη ζωή του πιστού: το σώμα του, η καρδιά του, ο χώρος και ο χρόνος του. Ο πιστός αποκτά «θεϊκές δυνάμεις», γινόμενος ο ίδιος «φόβητρο» και για τους πονηρούς δαίμονες – ο άγιος ησυχαστής μνημονεύει λόγους του άλλου μεγάλου ησυχαστή Ιωάννη της Κλίμακος: «το όνομα του Χριστού καίει και μαστιγώνει τους δαίμονες».  π. Γεώργιος Δορμπαράκης