Δορμπαράκης Γεώργιος, Πρωτοπρεσβύτερος.

«Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὑπῆρξε ἔνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀνήκοντας μάλιστα στὸν στενότερο κύκλο αὐτῶν, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἰάκωβο καὶ τὸν ἀπόστολο Πέτρο.

Κλήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ Τὸν ἀκολουθήσει, ὅταν Ἐκεῖνος βρῆκε τὸν Ἰωάννη μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφὸ του Ἰάκωβο καὶ τὸ ἄλλο ζεῦγος ἀδελφῶν, Σίμωνα καὶ Ἀνδρέα, νὰ εἶναι ἀπογοητευμένοι, ποὺ ὡς ψαρᾶδες στὴ λίμνη Γεννησαρέτ, «δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἔλαβον» καὶ τοὺς προέτρεψε νὰ δοκιμάσουν καὶ πάλι, κάτι ποὺ τοὺς ἀπέφερε πλῆθος ἰχθύων».

Ἀπὸ τότε, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀκολούθησε τὸν Κύριο, μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς Του, κι ἦταν μάλιστα ὁ μόνος ποὺ μὲ ἀφοβία Τὸν ἀκολούθησε καὶ κατὰ τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου Του, ὅπως παρευρέθηκε καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό.

Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ τὴν λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κήρυξε μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο στὰ Ἱεροσόλυμα, ἐπιτελῶντας πολλὰ θαύματα καὶ μεταστρέφοντας πολλοὺς στὴν πίστη, κι ἀργότερα τοῦ ἔλαχε νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη εὐαγγελισμοῦ τῶν εἰδωλολατρῶν στὴ Μικρὰ Ἀσία, μὲ κέντρο τὴν Ἔφεσο.

Κι ἐκεῖ μετέστρεψε πολλοὺς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, μέχρις ὅτου ὁρισμένοι Ἐφέσιοι, μὴν ἀντέχοντας τὴν δράση του, κατάφεραν μὲ κατηγορίες στὸν αὐτοκράτορα Δομιτιανὸ νὰ ἐξοριστεῖ στὴ νῆσο Πάτμο, ὅπου ξεκίνησε καινούργια δράση.

Ὁ Θεός τοῦ παρουσίασε πολλὲς εὐκαιρίες, κι ὁ ἅγιος Ἰωάννης κήρυξε καὶ θαυματούργησε, μέχρις ὅτου μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ αὐτοκράτορα ἐπέστρεψε στὴν Ἔφεσο, ἀφήνοντας ἀπαρηγόρητους τοὺς Πατμίους.

Ἐκεῖ στὴν Πάτμο, ἡμέρα Κυριακή, σὲ σπήλαιο, τοῦ δόθηκε νὰ δεῖ φοβερὰ ὀράματά περί τῆς πορείας τοῦ κόσμου, τὰ ὁποῖα καὶ ὑπαγόρευσε στὸν μαθητή του Πρόχορο, δημιουργῶντας ἔτσι τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, τὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Στὴν Ἔφεσο, ἔζησε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια ἀκόμη, κηρύσσοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μέχρις ὅτου σὲ ἡλικία 105 περίπου ἐτῶν ἄφησε εἰρηνικὰ τὴν τελευταία πνοή.

Κατὰ τὴν παράδοση, προγνώρισε τὸν θάνατό του καὶ, παίρνοντας ἑπτὰ ἀπὸ τοὺς μαθητές του, βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὁπότε τοῦ ἔσκαψαν σὲ σχῆμα σταυροῦ τὸν τάφο του, μπῆκε μέσα καὶ ἐκεῖ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του.

Οἱ πιστοὶ Ἐφέσιοι μαθαίνοντας τὰ καθέκαστα, ἔσπευσαν νὰ τοῦ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμό ἀλλά, ὅταν ἄνοιξαν τὸν τάφο του, εἶδαν μὲ ἔκπληξη καὶ συγκίνηση, ὅτι τὸ σκήνωμά του ἔλειπε, κατὰ ἀντιστοιχία μὲ αὐτὸ ποὺ συνέβη καὶ στὴν Παναγία, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας θεώρησε, ὅτι καὶ ἐκεῖνος μεταστάθηκε, πρὶν τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ἐν σώματι στοὺς οὐρανούς.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἦταν καὶ συγγενὴς τοῦ Κυρίου μας, θεωρούμενος ἀνιψιὸς του, ἀφοῦ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο υἱὸς τῆς κόρης τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ, μυροφόρου Σαλώμης».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης εἶναι ὁ πρῶτος θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτὸς ἄλλωστε εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν χαρακτηρισμός του: Ἰωάννης ὁ θεολόγος. Ἄλλοι ποὺ τιμήθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας μὲ τὸν τίτλο αὐτὸν εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος καὶ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος.

Γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, λοιπὸν, ἐλάχιστοι ἔχουν αὐτὸν τὸν τίτλο, ποὺ σημαίνει, ὅτι ἀφ’ ἑνὸς πρέπει νὰ ὑπάρχουν ἰδιαίτερες προϋποθέσεις γιὰ τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτό, ἀφ’ ἑτέρου δὲν θεωροῦνται θεολόγοι – παρὰ μόνον καταχρηστικά – ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπέκτησαν ἕνα πτυχίο θεολογικῆς σχολῆς.

Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ νὰ εἶναι κάποιος θεολόγος καὶ, μάλιστα, τί ἔκανε τὴν Ἐκκλησία νὰ ἀπονείμει τὸν τίτλο αὐτὸ στὸν ἅγιο Ἰωάννη; Καὶ ἐπιμένουμε στὸ σημεῖο αὐτό, διότι ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας κατ’ ἐξοχὴν στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπικεντρώνει τὴν προσοχή της.

«Ὁ Λόγος σέ, θεολόγον ἀξίως ἀνέδειξε, τὴν αὐτοῦ θεότητα, μυσταγωγήσας Πανάριστε, καὶ τὴν κατὰ ἄνθρωπον, οἰκονομίαν διδάξας τὴν ἀπόρρητον».

Δηλαδή, ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, σὲ ἀνέδειξε θεολόγο, Πανάριστε Ἰωάννη, διότι σὲ ὁδήγησε στὴ μυστικὴ γνώση τῆς θεότητάς Του καὶ σὲ δίδαξε τὸ μυστήριο τοῦ σχεδίου Του, νὰ ἔρθει ὡς ἄνθρωπος στὸν κόσμο.

Μὲ ἄλλα λόγια, θεολόγος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἀπὸ τὸν ἴδιο τόν Θεὸ μυεῖται στὴν γνώση Ἐκείνου καὶ στὴν ἐξαγγελία ἑπομένως τῆς στὸν κόσμο οἰκονομίας Του.

Τὸ συγκινητικὸ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς ἀκολουθίας του εἶναι, ὅτι ἀποκαλύπτουν τὸ ποῦ καὶ τὸ πότε κυρίως μυήθηκε ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ: στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ, μάλιστα τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἀπόστολος ἔπεσε στὸ στῆθος τοῦ Κυρίου, ρωτῶντας Τὸν «μήπως εἶμαι ἐγὼ ὁ προδότης, Κύριε;»

«Τῆς σοφίας τῷ στήθει ἀναπεσών, καὶ τὴν γνῶσιν τοῦ Λόγου καταμαθῶν, ἐνθέως ἐβρόντησας, Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος». Ἀνέπεσες στὸ στῆθος τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, (τοῦ Χριστοῦ) κι ἔμαθες καλὰ τὴν γνώση τοῦ θείου Λόγου, ὁπότε μὲ θεϊκὸ τρόπο φώναξες μὲ βροντερὴ φωνή: Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος.

Εἶναι γνωστὸ βεβαίως σὲ ὅλους, ὅτι τὴν μυστικὴ αὐτὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, τὸ χάρισμα τῆς θεολογίας, ἀποτύπωσε ὁ ἅγιος Ἰωάννης κυρίως στὸ Εὐαγγέλιό Του, τὸ πιὸ πνευματικὸ θεωρούμενο ἀπὸ ὅλα τὰ Εὐαγγέλια καὶ τὸ τελευταῖο βιβλίο ποὺ γράφηκε ἀπὸ ἐκεῖνον σὲ βαθύτατο γῆρας, ὅπως βεβαίως καὶ στὰ ἄλλα βιβλία ποὺ μᾶς ἄφησε, τὰ ὁποῖα κατανύσσουν βαθύτατα τὴν καρδιά μας, τὶς τρεῖς καθολικὲς λεγόμενες ἐπιστολές του (Α΄, Β΄, Γ΄ Ἰωάννου) καὶ ἀσφαλῶς τὴν Θεία Ἀποκάλυψή Του.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης χαρακτηρίζεται ὅμως καὶ «ἠγαπημένος» μαθητὴς τοῦ Κυρίου, ὅπως καὶ ἄφοβος καὶ ἄτρομος. Πράγματι, ἔτσι χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιό του, διότι ἀγάπησε μὲ πάθος τὸν Κύριο, στὴν ὁποία ἀγάπη του ἀνταποκρίθηκε καὶ Ἐκεῖνος.

Διότι, ἐνῶ ὁ Χριστὸς ἀγαπᾶ ἐξίσου τοὺς πάντες, κατὰ τὴν ἀναλογία τῆς ἀνταπόκρισης τῶν ἀνθρώπων, εἰσπράττουν αὐτοὶ περισσότερο ἢ λιγότερο τὴν ἀγάπη Του. Ἦταν, ὅπως εἴπαμε, καὶ ὁ πιὸ κοντινὸς Του μαθητής, ἴσως γιατί ἦταν καὶ συγγενής Του, κάτι ποὺ τὸ βλέπουμε καὶ στὴ Σταυρικὴ Του θυσία.

Μόνος αὐτὸς παρευρέθηκε μαζὶ μὲ τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου στὸν Σταυρό, γι’ αὐτὸ καὶ Ἐκεῖνος, λίγο πρὶν παραθέσει τὸ πνεῦμα Του στὸν Θεὸ Πατέρα, εἶπε στὴ Μητέρα Του: «Γύναι, ἰδοὺ ὁ υἱός σου», ὅπως καὶ στὸν Ἰωάννη: «Ἰδοὺ ἡ Μήτηρ σου».

Ἔκτοτε, ὁ Ἰωάννης ὄντως ἔλαβε τὴν Παναγία στὸ σπίτι του, μέχρις ὅτου Ἐκείνη ἐκοιμήθη. Τὸ ἀτρόμητο τοῦ χαρακτῆρα του ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς μεγάλης του ἀγάπης πρὸς τὸν Κύριο – ὁ ἴδιος γράφει: «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον» – κάτι ποὺ τὸ βλέπουμε καὶ στὸ γεγονὸς, ὅτι δὲν ἐγκατέλειψε τὸν Κύριό του οὔτε στιγμή, ἦταν ὁ μόνος ποὺ Τὸν ἀκολούθησε καὶ στὴν αὐλὴ τοῦ ἀρχιερέα, τὴν ὥρα τῆς ἀνακρίσεως βρέθηκε κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό, ὅπως εἴπαμε, καὶ ὅταν οἱ μαθητὲς ἔμαθαν ἀπὸ τὶς μυροφόρες γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ ἔτρεξε «τάχιον τοῦ Πέτρου», προκειμένου νὰ δεῖ «ἰδίοις ὄμμασι» τὸ συγκλονιστικὸ γεγονός.

Τὸ ἀτρόμητο καὶ γενναῖο φρόνημα τοῦ ἁγίου καταγράφεται καὶ σὲ περιστατικό, κατὰ τὸ ὁποῖο, ὄντας αὐτὸς σὲ πολὺ προχωρημένη ἡλικία, δὲν διστάζει, ἔστω καὶ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, νὰ ἀναζητήσει ἕναν ληστή, ποὺ ὁ ἴδιος τὸν εἶχε νεαρὸ μεταστρέψει στὴν πίστη, κάτι ποὺ τὸ ἐπέτυχε.