«Ο μακάριος Μωυσής, θέλοντας με παραδείγματα να δείξει ότι η ψυχή δεν πρέπει να ακολουθεί δυο γνώμες, δηλαδή το καλό και το κακό, αλλά μόνο το καλό, ούτε να καλλιεργεί δύο είδη καρπών, δηλαδή ωφέλιμους και βλαβερούς, αλλά μόνο ωφέλιμους, λέει: “Στο αλώνι σου, δε θα ζέψεις μαζί ζώα διαφορετικού γένους, λ.χ. βόδι με γαϊδούρι, αλλά αφού ζέψεις ζώα του ίδιου γένους, να αλωνίσεις τα σπαρτά σου”, -δηλαδή στο αλώνι της καρδιάς μας να μην αλωνίζουν μαζί αρετή και κακία, αλλά μόνον η αρετή.

    “Δεν θα υφάνεις λινό μαζί με μάλλινο ύφασμα, ούτε μαλλί με λινό. Δε θα καλλιεργήσεις στο χωράφι σου δύο είδη καρπών μαζί. Δε θα διασταυρώσεις ζώα διαφορετικού γένους, αλλά θα ενώσεις ζώα ίδιου γένους”.

   Με όλα αυτά υπαινίσσεται με μυστικό τρόπο ότι δεν πρέπει να καλλιεργούνται μέσα μας, όπως είπαμε, κακία και αρετή, αλλά να γεννιούνται αποκλειστικά οι γόνοι της αρετής· ούτε να μετέχει η ψυχή σε δύο πνεύματα, στο πνεύμα του Θεού και στο πνεύμα του κόσμου, αλλά μόνο στο πνεύμα του Θεού, και να καρποφορεί μόνο τους καρπούς του Πνεύματος.

Γι’ αυτό λέει ο Ψαλμωδός: “Συμμορφωνόμουν σ’ όλες τις εντολές Σου και μίσησα κάθε τι που οδηγεί στην αδικία”» (Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, 3ος τόμος, Περιβόλι της Παναγίας, μετάφρ. Αντ. Γαλίτη, 1986).

    Πρόκειται περί αποσπάσματος από τον λόγο «Περί της πνευματικής τελειότητος» του μεγάλου νηπτικού Πατέρα της Εκκλησίας αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, ο οποίος έζησε την εποχή του Θεοδοσίου του Μεγάλου (4ος αι.) και «με τους υπερβολικούς κόπους της ασκήσεως έγινε τύπος και παράδειγμα του μοναχικού βίου». Κατά τον σπουδαίο μακαριστό Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη «με ένα στόμα και μια καρδιά οι ορθόδοξοι μοναχοί μαρτυρούν ότι ένα από τα εντρυφήματα υψηλής στάθμης και αποφασιστικής διαμορφώσεως μοναχικού ήθους είναι και οι «Πενήντα ομιλίες» του θεοφόρου πατέρα, Μακαρίου του Αιγυπτίου», που σημαίνει ότι και μόνες αυτές «είναι αρκετές να στοιχειώσουν (να διδάξουν) την ψυχή, να την παιδεύσουν και να την ανυψώσουν μέχρι του θρόνου του Θεού, αν ακολουθηθούν πιστά».

    Ποια είναι η προϋπόθεση με την οποία εκκινεί τον λόγο του ο άγιος στο παρατιθέμενο κείμενο; Η διαπίστωση ότι ο άνθρωπος μέσα του είναι διχασμένος: συχνά η ψυχή του ακολουθεί δύο γνώμες, το καλό και το κακό, όπως σημειώνει, καλλιεργεί δύο είδη καρπών, ωφέλιμων και βλαβερών, και το χειρότερο˙ μετέχει η ψυχή σε δύο πνεύματα, του Θεού και του (αμαρτωλού) κόσμου! Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα βεβαίως είναι η απουσία της χάρης του Θεού στην ύπαρξή του – «δεν καρποφορεί τους καρπούς του Πνεύματος» – που θα πει ότι κυριαρχείται τελικώς από το ακατάστατο δαιμονικό πνεύμα και την κόλαση και τη δυστυχία που αυτό αδιάκοπα ζει και μεταφέρει. Ο αποκαλυπτικός λόγος του Κυρίου διά στόματος αδελφοθέου Ιακώβου σημειώνει ότι «ανήρ δίψυχος, ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού», δηλαδή δεν υπάρχει πουθενά ησυχία, ηρεμία και γαλήνη σε όλες τις διαστάσεις της ζωής του ανθρώπου που δεν βρίσκεται αταλάντευτα επί τα ίχνη του Κυρίου και των αγίων Του. Κι αλλού ο ίδιος απόστολος και πάλι θα πει ότι δεν μπορεί μία πηγή πότε να βγάζει νερό καθαρό και πότε βρόμικο, εννοώντας ασφαλώς ότι στην καρδιά του ανθρώπου δεν πρέπει να υπάρχει η διχοστασία και η διχογνωμία, διότι στην ουσία πρόκειται έτσι για μία τρέλα που φανερώνει το ψυχικό έρεβος στο οποίο είναι βυθισμένη αυτή.

   Η αιτία για την τραγική αυτή κατάσταση είναι γνωστή: είναι η αμαρτία στην οποία περιέπεσε ο άνθρωπος ήδη απαρχής της δημιουργίας του, η άρνηση να υπακούσει στον Δημιουργό του, οπότε όλη η θεοείδεια του ανθρώπου χάθηκε, απώλεσε αυτός την ομορφιά του εικονισμού του Χριστού στην ύπαρξή του, θόλωσε ο ορίζοντάς του, κινήθηκε και κινείται έκτοτε σαν τυφλός χωρίς νόημα και σκοπό στη ζωή του. Ενώ ο Πατέρας Δημιουργός δηλαδή έδωσε στον άνθρωπο όλες τις δυνατότητες για να ζει και αυτός ως μικρός θεός με απειρία αναπτύξεώς του, εκείνος δυστυχώς με την άρνησή του διασπάστηκε, ο ηγεμόνας νους του που βασίλευε πάνω στη φύση και τη δική του και τη έξω από αυτόν, υποτάχτηκε στα άτακτα πάθη του, οπότε «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». Ο μονόδρομος της υπακοής στον Θεό που συνιστούσε τη φυσιολογία και τη χαρά του έγινε η πολλαπλότητα αδιέξοδων δρόμων που δημιουργούσαν οι αμαρτωλές διαθέσεις του, δρόμων που τον έκαναν να στριφογυρίζει γύρω πάντοτε από τον εαυτό του – μία περιδίνηση έκτοτε του εγώ του σαν μία ρουφήχτρα που τον τραβάει στα έσχατα βάθη του προσωπικού του άδη. «Ο υιός μου ούτος νεκρός ην και απολωλώς», νεκρός και χαμένος: η αποτίμηση του ίδιου του Δημιουργού για την κατάντια του αγαπημένου Του πλάσματος μακριά από Εκείνον.

    Και βεβαίως ο Κύριος ως η πηγή της αγάπης και της ζωής δεν άφησε το δημιούργημά Του στην τραγική αυτήν κατάσταση. «Έκλινεν ουρανούς και κατέβη» εν προσώπω Ιησού Χριστού, προσέλαβε την πεσμένη ανθρώπινη φύση, την καθάρισε, την έσωσε, της έδωσε και πάλι την αρχική της προοπτική κι ακόμη περισσότερο. Με τον απαραίτητο όρο ο άνθρωπος να θελήσει την επέμβασή Του, να αποδεχτεί ελεύθερα τη δωρεά Του, κατά το «όσοι έλαβον Αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (άγιος Ιωάννης Θεολόγος). Στο πρόσωπο ιδίως της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου βλέπουμε την πιο καθαρή μορφή της συνεργασίας αυτής: «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» – η συνέργεια που σαρκώνει τον Θεό μέσα στον άνθρωπο και τον κάνει «να βαστάζει τον βαστάζοντα πάντα». Με τα λόγια μάλιστα του αγίου Μακαρίου: «Με τη χάρη και τη θεία δωρεά του Πνεύματος ο καθένας από εμάς κερδίζει τη σωτηρία˙ με πίστη πάλι και αγάπη και με αγώνα της αυτεξούσιας προαιρέσεως μπορεί να φτάσει στο τέλειο μέτρο της αρετής. Και τούτο, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή όχι μόνο με τη χάρη, αλλά και με τη δικαιοσύνη. Και μήτε να αξιώνεται την τέλεια αρετή με μόνη τη θεία δύναμη και χάρη, χωρίς να συνεισφέρει και τους δικούς του κόπους, μήτε πάλι με μόνη τη δική του προθυμία και δύναμη να φτάνει το τέλειο μέτρο της ελευθερίας και της καθαρότητας χωρίς να βοηθήσει από ψηλά το χέρι του Θεού».

   Λοιπόν, μετά τον ερχομό του Κυρίου Ιησού η πορεία του χριστιανού ξαναγίνεται μονόδρομος. Είναι ο μονόδρομος της απόλυτης και αταλάντευτης υπακοής στο άγιο θέλημα του Θεού, όπως το υπέδειξε ο Ίδιος με την προσευχή που μας δίδαξε, το «Πάτερ ημών», και όπως διαρκώς το λέμε και εμείς, αλλά συχνά χωρίς επίγνωση: «γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης». Με άλλα λόγια ο χριστιανός δεν πρέπει και δεν μπορεί να έχει δύο θελήματα, δεν μπορεί να αλλοιθωρίζει σε δύο κατευθύνσεις, δεν πρέπει να παρουσιάζει συμπτώματα πνευματικής σχιζοφρένειας. Ο Κύριος με απόλυτο τρόπο το απεκάλυψε πολλές φορές: «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». «Όποιος θέλει να είναι φίλος του (αμαρτωλού) κόσμου γίνεται εχθρός του Θεού». «Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου» – λόγια που αν τα συνειδητοποιούσαμε θα βρισκόμασταν εσαεί στην πιο μεγάλη πνευματική ένταση, σαν τον αθλητή που είναι έτοιμος να ακούσει το κέλευσμα για να ξεκινήσει όλος μάτια και αυτιά στο αγώνισμά του.

    Και η ετοιμότητα αυτή και η ένταση αυτή έχει ως θεμέλιο όχι μία τυπική συμμόρφωση προς κάποιους κανόνες, αλλά τη θερμή αγάπη προς τον ίδιο τον Δημιουργό, ο Οποίος πρώτος Αυτός μας αγάπησε με απόλυτο τρόπο και μας κάλεσε εξίσου να ανταποκρινόμαστε κι εμείς. Η υπακοή στο θέλημα του Θεού δηλαδή είναι η ανταπόκριση της αγάπης μας στην αγάπη Εκείνου, η καρδιά που γεύεται τον παλμό της αγάπης του Άλλου και τρέχει σαν το παιδί στην αγκαλιά της μάνας του. «Ημείς αγαπώμεν» σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, «ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Οι θείοι έρωτες των αγίων μας που ένιωσαν την ανάγκη να τους καταγράψουν ήταν ακριβώς το ξέσπασμα της καρδιάς τους που τους ανάγκαζε να πουν στον Κύριο ό,τι τους «έλιωνε» απέναντί Του, σαν τον ερωτευμένο που κινείται εκστατικά και γράφει ποιήματα προς την ερωμένη του. «Τον Θεό δεν Τον φοβάμαι, γιατί Τον αγαπώ» (Μ. Αντώνιος).

  Μας το έχει δώσει και ως εντολή ο Θεός μας, μέσα στο πλαίσιο της αγάπης Του: να Τον αγαπάμε χωρίς κρατούμενα και αν. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». «Γίνου πιστός άχρι θανάτου». Κι ήταν ο Κύριος ο Ίδιος που το έδειξε σε όλη τη διαδρομή της επί γης παρουσίας Του: δεν υπήρχε σ’ Αυτόν «ναι και όχι», κατά τον απόστολο Παύλο, αλλά μόνον «ναι». Η φορά του Κυρίου προς μόνο το θέλημα του Θεού Πατέρα. «Πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως Συ». Πρόκειται, να το υπενθυμίσουμε, για τη μόνη προϋπόθεση που πλαταίνει την ανθρώπινη καρδιά και τον κάνει να γεύεται την απειρία του Δημιουργού του, να πορεύεται αδιάκοπα «εκ πίστεως εις πίστιν» και «από δόξης εις δόξαν», εκεί που «γεννιούνται αποκλειστικά οι γόνοι της αρετής» (άγιος Μακάριος).

π. Γεώργιος Δορμπαράκης