Γράφει ὁ κ. Ἀνδρέας Κεφαλληνιάδης, Δάσκαλος Γ΄ Ἀρσακείου – Τοσιτσείου Δημοτικοῦ Σχολείου Ἑκάλης.
Δὲν ὑπάρχει πιὸ συγκλονιστικὸ συναίσθημα γιὰ ἕνα φυσικὸ ἐπιστήμονα, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ δοκιμάζει, ὅταν ἀνακαλύπτει κατόπιν ἐπισταμένης ἔρευνας τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ κρύβει ὁλόκληρη ἡ Δημιουργία. Κυριολεκτικῶς ὁλόκληρος ὁ φυσικὸς κόσμος εἶναι ἕνας καθρέπτης, στὸν ὁποῖο ἀνακλῶνται ἐλάχιστες μόνο ἀκτῖνες ἀπὸ τὴ σοφία καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Δημιουργοῦ. Ἑνὸς Δημιουργοῦ ποὺ φρόντισε μὲ τόση ἀκρίβεια ἀκόμα καὶ τὴν τελευταία λεπτομέρεια, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἐκδηλώνεται στὸν πλανήτη μας τὸ μυστηριῶδες καὶ θαυμαστὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς, σὲ ὅλες του τὶς ἐκφάνσεις. Ἀλλὰ ἂς δοῦμε μερικὲς ἐνδεικτικὲς πινελιὲς ποὺ συνθέτουν αὐτὸ τὸν παναρμόνιο πίνακα.
Ἡ θέση τῆς Γῆς σὲ σχέση μὲ τὸν Ἥλιο εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι. Ἐὰν ἡ Γῆ βρισκόταν λίγο πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἥλιο θὰ ἦταν παγωμένη, ἐνῷ ἂν ἦταν πιὸ κοντὰ θὰ ἦταν ἕνα καμίνι. Στὴν πρώτη περίπτωση θὰ πεθάναμε ἀπὸ τὸ πολὺ κρύο, ἐνῷ στὴ δεύτερη ἀπὸ τὴν πολλὴ ζέστη.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στὴ Γῆ καὶ τὴ Σελήνη εἶναι ἰδανική. Ἂν ἡ Σελήνη ἦταν κοντύτερα στὴ Γῆ, ἡ βαρυτική της ἕλξη πάνω στὴ Γῆ, θὰ προκαλοῦσε τεράστιες παλίρροιες, οἱ ὁποῖες θὰ ἀνέβαζαν καθημερινὰ τὴ στάθμη τῆς θάλασσας πολλὰ μέτρα ψηλότερα ἀπὸ τὴν ξηρά, πλημμυρίζοντας τὶς παράλιες περιοχές. Ἂν πάλι ἡ Σελήνη ἦταν μακρύτερα ἀπὸ τὴ Γῆ, θὰ ἐξασθενοῦσε ἡ βαρυτικὴ ἕλξη ποὺ ἀσκεῖ πάνω της μὲ ἀποτέλεσμα τὰ παλιρροϊκὰ ρεύματα καὶ τὰ ρεύματα τοῦ ἀέρα νὰ ἦταν ἐξασθενημένα, ὁπότε θὰ σταματοῦσε ἡ διαρκὴς κινητικότητα τῆς θάλασσας καὶ τῶν ἀνέμων, ποὺ τόσο χρήσιμη εἶναι γιὰ τὸ κλῖμα καὶ τὴ θαλάσσια ζωή.
Ἔχει ὑπολογιστεῖ ὅτι ἡ Γῆ κινεῖται γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της μὲ ταχύτητα 1.670 χιλιομέτρων τὴν ὥρα. Ἀλλὰ ἂν ἡ ταχύτητα περιστροφῆς τῆς Γῆς ἦταν 10 φορὲς μικρότερη, τότε μία ἡμέρα θὰ κρατοῦσε 120 ὧρες καὶ μία νύκτα τὸ ἴδιο. Ἀλλὰ ἂν μία ἡμέρα τοῦ καλοκαιριοῦ κρατοῦσε τόσο πολύ, τότε ἡ ζέστη θὰ ἦταν ἀνυπόφορη καὶ θὰ κατέκαιγε τὰ πάντα. Ἀλλὰ καὶ ἡ νύκτα θὰ ἦταν ἀτελείωτη, διαταράσσοντας τὰ βιολογικὰ ρολόγια τῶν ζῴων καὶ τὴ λειτουργία τῆς φωτοσύνθεσης τῶν φυτῶν. Ἂν πάλι ἡ ταχύτητα περιστροφῆς ἦταν μεγαλύτερη, τότε ἡ φυγόκεντρη δύναμη τῆς περιστροφῆς θὰ νικοῦσε τὴ βαρύτητα καὶ τὰ σώματα θὰ ἐκσφενδονίζονταν στὸν ἀέρα, οἱ ἄνεμοι θὰ γίνονταν θυελλώδεις καὶ ἡ θάλασσα θὰ σήκωνε τεράστια κύματα, γιὰ νὰ καταπιεῖ τὴ στεριά.
Ἐὰν ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν πιὸ ἀραιή, τότε τὰ χιλιάδες μετέωρα ποὺ μπαίνουν καθημερινὰ στὴ γήινη ἀτμόσφαιρα δὲν θὰ γίνονταν σκόνη, ἀλλὰ θὰ προσγειώνονταν ὡς διαστημικοὶ βράχοι στὰ ἀνόητα κεφάλια μας καὶ στὰ ἀκόμα ἀνοητότερα τῶν ἀπίστων.
Στὰ ἀνώτερα στρώματα τῆς ἀτμόσφαιρας ἐπίσης ὑπάρχει ἕνα γαλάζιο ἀέριο ποὺ ὀνομάζεται στρατοσφαιρικὸ ὄζον. Τὸ ἀέριο αὐτὸ εἶναι ἱκανὸ νὰ φιλτράρει ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ὑπεριώδους ἡλιακῆς ἀκτινοβολίας ποὺ ἂν ἔφτανε ἀφιλτράριστη ὥς τὴν ἐπιφάνεια τῆς Γῆς θὰ κατέστρεφε κάθε ζωντανὴ ὕπαρξη.
Ἀλλὰ καὶ τὰ ἀέρια ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται ἡ ἀτμόσφαιρα βρίσκονται στὴ σωστὴ ἀναλογία. Γιὰ παράδειγμα τὸ 21% τοῦ ἀέρα ἀποτελεῖται ἀπὸ ὀξυγόνο. Ἀλλὰ ἂν τὸ ποσοστὸ τοῦ ὀξυγόνου ἦταν μεγαλύτερο, τότε οἱ καύσεις θὰ πολλαπλασιάζονταν καὶ ἕνα μεγάλο δάσος θὰ καιγόταν μέσα σὲ ἐλάχιστα λεπτά, ἀφοῦ ἡ φωτιὰ θὰ ἦταν ἀσυγκράτητη. Ἂν πάλι τὸ ποσοστὸ τοῦ ὀξυγόνου ἦταν μικρότερο θὰ κινδυνεύαμε νὰ πάθουμε ἀσφυξία. Ἀλλὰ καὶ τὸ ποσοστὸ τοῦ διοξειδίου τοῦ ἄνθρακα ποὺ εἶναι 0,03 % εἶναι τὸ ἰδανικό. Ἂν τὸ διοξείδιο τοῦ ἄνθρακα ἦταν μεγαλύτερο, θὰ γινόταν δηλητηριῶδες. Ἐπιπλέον, ἡ θερμοκρασία τοῦ πλανήτη θὰ αὐξανόταν, οἱ πάγοι θὰ ἔλιωναν καὶ ὁλόκληρες περιοχὲς τοῦ πλανήτη θὰ κατακλύζονταν ἀπὸ νερά. Ἂν πάλι τὸ διοξείδιο τοῦ ἄνθρακα ἦταν λιγότερο, τότε τὰ φυτὰ ποὺ τὸ χρειάζονται γιὰ τὴ φωτοσύνθεση, θὰ ἦταν ἀνίκανα νὰ ἐπιζήσουν.
Ἡ ἀτμόσφαιρα πιέζει μὲ τὸ βάρος τοῦ ἀέρα τὸ σῶμα μας μὲ μία τεράστια δύναμη. Ἔχει ὑπολογιστεῖ ὅτι κάθε τετραγωνικὸ ἑκατοστὸ τοῦ σώματός μας πιέζεται μὲ δύναμη 1.033 γραμμαρίων. Ἔτσι ἂν δεχθοῦμε ὅτι τὸ συνολικὸ ἐμβαδὸ τοῦ σώματός μας εἶναι περίπου 1.000 τετραγωνικὰ ἑκατοστά, καταλαβαίνουμε ὅτι τὸ σῶμα μας σηκώνει συνολικὰ βάρος ἑνὸς τόνου ἀέρα περίπου. Ὡστόσο ἐμεῖς δὲν αἰσθανόμαστε αὐτὸ τὸ βάρος λόγω τῶν ἐσωτερικῶν πιέσεων ποὺ ἀσκεῖ τὸ σῶμα μας πρὸς τὰ ἔξω. Ἂν ἡ ἀτμοσφαιρικὴ πίεση ἦταν μεγαλύτερη θὰ μᾶς συνέθλιβε, ἐνῷ ἂν ἦταν μικρότερη, ἡ ἐσωτερικὴ πίεση θὰ ἔσπαγε τὶς φλέβες καὶ τὶς ἀρτηρίες μας καὶ θὰ πεθαίναμε ἀπὸ ἐσωτερικὴ αἱμορραγία.
Τὸ χιόνι ποὺ πέφτει γιὰ νὰ εἶναι εὐεργετικὸ γιὰ τὴ φύση ἔπρεπε νὰ εἶναι λευκό, διότι τὸ λευκὸ χρῶμα, δὲν ἀπορροφᾶ τὴ θερμότητα κι ἀνακλᾶ τὴν ἡλιακὴ ἀκτινοβολία. Ἔτσι τὸ χιόνι δὲν λιώνει γρήγορα, ἀλλὰ ἀργὰ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ προκαλοῦνται καταστροφὲς ἀπὸ τὸ ἀπότομο λιώσιμο τῶν τεράστιων ὄγκων τοῦ πάγου. Ἂν τὸ χιόνι εἶχε ἄλλο χρῶμα θὰ ἔλιωνε γρήγορα μὲ ἀποτέλεσμα τὸ κακὸ πότισμα τοῦ ἐδάφους καὶ τὴ διάβρωσή του ἀπὸ τὶς πλημμύρες.
Ὡς γνωστὸν ὅλα τὰ σώματα ὅταν θερμαίνονται, διαστέλλονται κι ὅταν ψύχονται, συστέλλονται. Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἐξαίρεση σὲ αὐτὸ τὸ φαινόμενο, ποὺ εἶναι τὸ νερό. Τὸ νερὸ ὅταν ψύχεται, συστέλλεται κανονικὰ μέχρι τοὺς 4 βαθμοὺς Κελσίου καὶ στὴ συνέχεια διαστέλλεται! Ἔτσι στοὺς 0 βαθμοὺς Κελσίου, ὅπου τὸ νερὸ γίνεται πάγος, ἡ πυκνότητά του εἶναι μικρότερη ἀπὸ αὐτὴ τοῦ ὑγροῦ νεροῦ. Δηλαδὴ ἂν ζυγίσουμε 1 κυβικὸ ἑκατοστὸ νεροῦ θὰ δοῦμε ὅτι εἶναι 1 γραμμάριο, ἐνῷ ἂν ζυγίσουμε 1 κυβικὸ ἑκατοστὸ πάγου θὰ δοῦμε ὅτι εἶναι 0,93 γραμμάρια. Αὐτὴ ἡ ἐλάχιστη διαφορὰ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ὁ πάγος νὰ ἐπιπλέει. Ἂν οἱ πάγοι δὲν ἐπέπλεαν, τότε θὰ βυθίζονταν μέσα στὸ νερὸ μὲ ἀποτέλεσμα τὸν ἀφανισμὸ τῶν ὑδρόβιων ὀργανισμῶν. Κάτι τέτοιο θὰ δημιουργοῦσε τεράστια ἀναστάτωση στὴν οἰκολογικὴ ἰσορροπία καὶ θὰ ἄλλαζε δραματικὰ τὸ κλῖμα τῆς γῆς. Ὅλα αὐτὰ ὅμως ἀποφεύγονται, γιατί τὸ νερὸ εἶναι ἐλαφρύτερο στὴ στερεή του κατάσταση κι ὄχι στὴν ὑγρή!
«Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος» (Ἑβρ. ια΄, 32), ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος. Δηλαδή, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε δὲν εἶναι παρὰ ἕνα πολὺ μικρὸ δεῖγμα τῶν θαυμαστῶν σκοπιμοτήτων ποὺ λειτουργοῦν μέσα στὴ φύση, κάνοντας τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς μοναδικὸ στὸν πλανήτη μας. Ὅσα ἄλλα κι ἂν ἀναφέρουμε, λίγα καὶ πάλι θὰ εἶναι. Μὲ ἀφορμὴ ὅλες τὶς παραπάνω διαπιστώσεις καὶ πλῆθος ἄλλες παρόμοιες, ἕνας πιστὸς ἐπιστήμονας ὁ Ντιούαν Γκὶς εἶπε: «Ξέρουμε ὅτι γιὰ κάθε σχεδιασμὸ ὑπάρχει σχεδιαστὴς καὶ γιὰ κάθε νόμο νομοθέτης. Ἔτσι λοιπὸν ἡ πρώτη φράση τῆς Ἁγίας Γραφῆς: Ἐν ἀρχῇ ἐποίησε ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ Γῆ, συνιστᾶ τὴν πιὸ ἐπίκαιρη ἀναφορὰ στὴν αἰτία τῆς Δημιουργίας τοῦ σύμπαντος καὶ σὲ καθετὶ ποὺ αὐτὸ περιέχει». Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε ἄλλο ἀπροκατάληπτο ἐπιστήμονα, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἔρευνά του ἔρχεται νὰ πιστοποιήσει πέρα ἀπὸ κάθε σοβαρὴ ἀμφισβήτηση, ὅτι ὁ κόσμος μας δὲν χρωστᾶ τὴ δημιουργία του στὴν τύχη, ἀλλὰ ἀντανακλᾶ κάτι ἀπὸ τὴν πανσοφία ἑνὸς ὑπέρτατου Νοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸ Νοῦ τοῦ Δημιουργοῦ.