Βασίλειος Γοντικάκης, Ἀρχιμανδρίτης.

Πηγαίνοντας στὸ Ἅγιο Ὅρος καὶ ζώντας ἐκεῖ, βρεθήκαμε σὲ ἄλλα ἀμφιθέατρα, σὲ ἄλλα θέατρα μὲ ἄλλες δυσκολίες καὶ σὲ ἕναν ἄλλο χῶρο παιδείας. Αὐτὸ πού μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἦταν τὸ ἑξῆς:  Ὅτι μία στιγμὴ ἔνοιωσες, ὅτι τὰ πάντα κινοῦνται ἄνετα καὶ νοιώθεις, ὅτι ἐνσαρκώνεται στὸν χῶρο αὐτὸ μία ἀλήθεια.

Αὐτὸ πού μοῦ ἔκανε ἐντύπωση, ἐπίσης, εἶναι ὅτι στὸ τέλος ἔνοιωθες, ὅτι ἡ ἀγωγὴ δίδεται μὲ τὸ παιχνίδι. Ἔνοιωθες, ὅτι ἡ ἄσκησις εἶναι παιχνίδι. Σὲ μία ἀγρυπνία ἁγιορείτικη, οἱ Ἁγιορεῖτες στὴν ἀγρυπνία παίζουνε! Δὲν ἔχει σημασία ἂν εἶσαι καλὸς ἢ κακός, ἀλλὰ ἂν εἶσαι Ἁγιορείτης ἢ ὄχι. Μία φορᾶ στὸ πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης εἴχανε πεῖ μερικοὶ ὅτι, «Ἅ! εἶστε ἀπ’ τὸ Ἅγιο Ὅρος, ἄρα χαιρόμαστε γιατί νέοι, εὐσεβεῖς καὶ μορφωμένοι, πᾶνε στὸ Ἅγιο Ὅρος.» Θέλω νὰ σᾶς πῶ, ἐξομολογητικά, ὅτι ἀπὸ μέσα μου ἀπερίφθησαν αὐτομάτως ὅλοι αὐτοὶ οἱ χαρακτηρισμοί. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει, οὔτε αὐτὴ ἡ νεότης οὔτε αὐτὴ ἡ μόρφωσις οὔτε αὐτὴ ἡ εὐσέβεια. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ εἶναι κανεὶς Ἁγιορείτης. Νοιώθεις ἐκεῖ πέρα, ὅτι λειτουργεῖ κάτι, τὸ ὁποῖο εἶναι πανάρχαιο καὶ ταυτόχρονα εἶναι ἀείζωο, κάτι τὸ ὁποῖο σὲ χωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ σὲ ἑνώνει μ’ ὅλους τους ἄλλους, κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι πνευματικὸ καὶ ταυτόχρονα εἶναι τελείως σαρκικό, νοιώθεις ἐκεῖ πέρα, ὅτι ὑπάρχει αὐτὴ ἡ μεταμόρφωσι τῆς σαρκός. Ὅταν λέμε, ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία κάτι εἶναι πνευματικό, δὲν λέμε ὅτι αὐτὸ εἶναι μή-ὑλικὸ ἢ εἶναι διανοητικό: Πνευματικὸ εἶναι τὸ κάθε τι, τὸ ὁποῖο ἔχει ἁγιασθεῖ ἀπὸ τὴ Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Νοιώθεις στὴ συνέχεια, ὅτι δὲν χωρίζεται ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωή. Καὶ δὲν κάνω προσευχὴ, ὅταν εἶμαι μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ νοιώθω ὅτι, ὅταν εἶμαι στὸ χωράφι ἢ ὅταν κάνω ἀστεία ἢ ὅταν ξεκουράζομαι, δὲν κάνω προσευχή. Ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο εἶναι μία μορφὴ προσευχῆς, κι ἔτσι νοιώθεις, ὅτι ὁλόκληρος δίνεσαι στὸν Θεὸ καὶ ὅλη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἔρχεται μέσα σου «εἰς πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν». Ἔ, κι ἔτσι, τότε, κάποια στιγμή, θυμᾶσαι τὰ τῆς παιδείας τῆς παλιᾶς καὶ λὲς, γιατί νὰ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ διαφορά, γιατί νὰ τὸ γλεντᾶμε ἐμεῖς τόσο ὄμορφα ἐδῶ πέρα καὶ ὅλα τὰ παιδιὰ νὰ ὑποφέρουν ἔξω. Γιατί νὰ τοὺς κάνουμε τὴ ζωὴ μαύρη καὶ γιατί νὰ τὰ κάνουμε τὰ πράγματα σχιζοφρενικά καὶ δὲν θὰ ’θελε ὅλος ὁ κόσμος νὰ ’τανε ὅλη του ἡ ζωὴ παιχνίδι, νὰ ’τανε ὅλη του ἡ ζωὴ μόρφωσι, νὰ ’τανε ὅλη του ἡ ζωὴ ἂν θέλετε ἕνας θεῖος ἔρωτας, καὶ μὲ τὴν κόπωσι νὰ ξεκουράζεσαι, μὲ τὴν ἀγρυπνία νὰ παίρνεις δύναμη, μὲ τὸ νὰ κουράζεσαι σωματικὰ νὰ αὐξάνεις πνευματικά.

Μοῦ κάνει ἐντύπωση, πὼς τὰ πιάτα τοῦ φαγητοῦ τοῦ Ἁγίου Ὅρους, κάτι ἀνάλατα, τὰ θεωροῦν πάρα πολὺ νόστιμα οἱ περαστικοί. Ἔρχεται ἕνας ἄνθρωπος καὶ νοιώθεις, ὅτι μὲ τὸ νὰ τοῦ δώσεις ἕνα πιάτο φαγητὸ τὸν τρέφεις πνευματικά καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ, ὅταν τοῦ δώσεις τὴ δυνατότητα νὰ μπεῖ στὴν ἐκκλησία, νὰ προσκυνήσει τὰ ἅγια λείψανα, ἰσχυροποιεῖται καὶ παίρνει μία ὑγεία σωματική.

Ὅποτε τὰ πράγμα ἐδῶ ἀλλάζουν. Νοιώθεις ὅτι, μία στιγμή, μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἑλλάδος, μέσα στὴν ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, βρῆκες μία τρύπα καὶ βγῆκες σὲ ἕνα χῶρο πάρα πολὺ ἀνοιχτό.

Ἀπὸ τὴν ὁμιλία στὴ Νομικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν, Ἀπρίλιος 1984