Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.
Κάποτε ὁ Χριστὸς ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιπλήξει κάποιον μαθητὴ του χαρακτηρίζοντάς τον «σατανᾶ». Τὴν πρωτάκουστη ἐπίπληξη δὲν τὴν ἔκανε στὸν Ἰούδα, ἀλλὰ στὸν μετέπειτα πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Πέτρο, ἐπειδὴ ὁ παρορμητικὸς μαθητὴς ἀντέδρασε ζωηρὰ ἀκούγοντας τὸν Χριστὸ νὰ προαναγγέλλει τὸ ἐπικείμενο Πάθος του. Ἐνῶ ὁ Πέτρος ἔντονα τὸν ἀπέτρεπε ἀπὸ τὸν θάνατο, ὁ Χριστὸς τὸν ἄφηνε ἄφωνο λέγοvτάς του: «Πήγαινε πίσω μου, σατανᾶ, γιατί δὲν φρονεῖς ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν στὸν Θεό, ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν στοὺς ἀνθρώπους» (Μάρκ. 8,33).
Πῶς φρονοῦμε τὰ τοῦ Θεοῦ;
Τί σημαίνει «φρονεῖν τὰ τοῦ Θεοῦ» τὸ ἐξηγεῖ συνεχίζοντας ὁ Χριστὸς στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ σήμερα, Κυριακὴ μετὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἴσως δὲν ὑπάρχει πιὸ κατάλληλη περικοπὴ γιὰ τὸ κλείσιμο τῆς ἑορτῆς. Ὁ Χριστὸς φρονώντας τὰ τοῦ Θεοῦ «οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν» (Ρωμ. 15,3), ἀλλὰ ὑπάκουσε στὸ θέλημα τοῦ Πατέρα του μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ.
Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει τὸ φρόνημα τοῦ Θεοῦ, μόνο ὅταν ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, σηκώνοντας μὲ αὐταπάρνηση τὸν δικό του σταυρὸ τῆς ὑπακοῆς στὸ θεῖο θέλημα. «Αὐταπάρνηση» σημαίνει ὅτι θυσιάζει τὴ δική του ἐγωκεντρικὴ θέληση καὶ ἀμφισβητεῖ τὴ δική του ἐγωιστικὴ κρίση καὶ φρόνηση. Στὴ θέση τους βάζει καὶ ἐμπιστεύεται ἀπόλυτα τὸ μόνο ἀληθινὰ φιλάνθρωπο θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ μόνη ἀληθινὰ φιλάνθρωπη σοφία του, ποὺ φανερώθηκαν μὲ τὴ σταυρική του θυσία. Ποιὸ ἄλλο μεγαλύτερο τεκμήριο ἀγάπης καὶ φάρμακο θεραπείας θὰ μποροῦσε νὰ περιμένει ὁ σακατεμένος ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ του ἄνθρωπος;
Ἡ σωτήρια θυσία
Χαρακτηριστικὴ περίπτωση τέτοιου «ἐπηρμένου» ἀνθρώπου εἶναι ὁ Καζαντζάκης. Στὸ βιβλίο του «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» περιγράφει μιὰ συνάντησή του μὲ ἀσκητὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος: «Γιὰ νὰ τὸν πειράξω», λέει ὁ συγγραφέας, «τοῦ εἶπα: Ἔχασες τὸ μυαλό σου, δυστυχισμένε. Κι ἐκεῖνος μοῦ εἶπε ἕνα λόγο καὶ μὲ ἀποστόμωσε: Ἔδωκα τὸ μυαλό μου καὶ πῆρα τὸν Θεό. Ἔδωκα μία κάλπικη πεντάρα κι ἀγόρασα τὸν παράδεισο. Καὶ νὰ σοῦ πῶ καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ ξέρεις: Ἕνας μεγάλος βασιλιάς, ὄμορφος καὶ γλεντζές, συνάντησε κάποτε ἕναν ἀσκητὴ καὶ τοῦ εἶπε μὲ συμπόνια: Μεγάλη ἡ θυσία ποὺ κάνεις! Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσένα ἡ θυσία σου εἶναι πιὸ μεγάλη, βασιλιά μου. Γιατί ἐγὼ ἀπαρνιέμαι τὰ φαινόμενα καὶ τὰ πρόσκαιρα, ἐνῶ ἐσὺ τὰ μόνιμα καὶ αἰώνια».
Ὁ σοφὸς ἀσκητὴς μὲ παραστατικὸ τρόπο ἐπανέλαβε στὸν Καζαντζάκη τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Ὅποιος θέλει δῆθεν νὰ σώσει καὶ νὰ χαρεῖ τὴ ζωὴ του ἐγωιστικά, θὰ τὴ χάσει· θὰ χάσει τὴν πραγματική της ὀμορφιὰ καὶ χαρά. Ὅποιος ὅμως θυσιάσει τὸ ἐγωιστικό του φρόνημα καὶ ἔτσι φαινομενικὰ χάσει τὴ ζωή του, ἐξαιτίας τῆς ὑπακοῆς του σὲ μένα καὶ στὸ εὐαγγέλιό μου, αὐτὸς οὐσιαστικὰ θὰ τὴν σώσει καὶ θὰ τὴν χαρεῖ». Μπορεῖ νὰ χάσει τὰ ἀπατηλὰ καὶ πρόσκαιρα τῆς «κατὰ σάρκα» ζωῆς, ἀλλὰ θὰ κερδίσει τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀναφαίρετα τῆς «κατὰ πνεῦμα» ζωῆς. «Κατὰ σάρκα» ζωὴ εἶναι ἡ ζωὴ ἡ ὑποδουλωμένη στὰ πάθη, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἔχθρα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἄρα σὲ ὁριστικὸ χωρισμὸ ἀπὸ Αὐτὸν καὶ σὲ θάνατο· ἐνῶ «κατὰ πνεῦμα» ζωὴ εἶναι ἡ γεμάτη εἰρήνη ἀληθινὴ ζωή, ἡ λουσμένη εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,21).
Τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ
Αὐτὴ ἡ «κατὰ πνεῦμα» ζωή, εἶναι ἡ -κατὰ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο- «ψυχή», γιὰ τὴν ὁποία τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ἀντάλλαγμα ὁ ἄνθρωπος, καὶ τὴν ὁποία, ἂν τὴν «ζημιωθεῖ» καὶ τὴν χάσει, ἔστω κι ἂν κερδίσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο, δὲν ἔχει τίποτε νὰ ὠφεληθεῖ. Καὶ φυσικὰ αὐτὴ ἡ «κατὰ πνεῦμα» ζωὴ δὲν εἶναι μία… ἄϋλη «πνευματικὴ» κατάσταση μετὰ θάνατον, ἀλλὰ τὴν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ καὶ τώρα μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του, «ψυχὴ τε καὶ σώματι», σηκώνοντας τὸν σταυρό του καὶ ἀκολουθώντας τὸν Χριστό.
Ἡ ἄρση τοῦ προσωπικοῦ μας σταυροῦ καὶ ἡ πορεία «ὀπίσω τοῦ Χριστοῦ» δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ἀτομικὲς θρησκευτικότητες ἢ ἰδιωτικὲς «θεολογίες». Εἶναι ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ. Εἶναι «λύχνος καιόμενος», ποὺ πρέπει νὰ τοποθετεῖται πάνω στὸν λυχνοστάτη, γιὰ νὰ λάμπει «πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ» (Ματθ. 5,15). «Σηκώνω τὸν σταυρό μου καὶ ἀκολουθῶ τὸν Χριστὸ» σημαίνει «δὲν ντρέπομαι γιὰ τὸ ὅτι ἔχω ὁδηγό μου τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο τῆς Δόξης». Ἀντίθετα, καυχιέμαι γιὰ τὸν Σταυρό του καὶ ὁμολογῶ σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μου ὅτι μόνο τηρώντας τὸ θέλημά του μπορῶ νὰ σωθῶ. Ἡ ἄρνηση αὐτῆς τῆς ὁμολογίας θὰ ἔχει καὶ ἐσχατολογικὲς διαστάσεις· διότι τότε καὶ ὁ Χριστός, «ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς Αὐτοῦ», θὰ ντραπεῖ νὰ μὲ ὁμολογήσει «δικό του» ἐνώπιον τοῦ Πατέρα του.
Ὁ Ἅγιος Προκόπιος, πρὶν γίνει χριστιανός, ὡς εἰδωλολάτρης ἀξιωματικὸς κυνηγοῦσε τοὺς χριστιανούς. Κάποια νύχτα, ὅμως, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀπάμεια τῆς Συρίας «σκόνταψε» μπροστὰ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ καταδίωκε, ὅπως κάποτε καὶ ὁ διώκτης Σαῦλος. Τοῦ φανερώθηκε ἕνας φωτεινὸς σταυρὸς καὶ ἄκουσε τὸν Χριστὸ νὰ τὸν καλεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Τότε, ἀφοῦ ἔφτιαξε πρῶτα σὰν ὁδοδείκτη τῆς ζωῆς του ἕνα ὁλόχρυσο σταυρό, ἄρχισε νὰ σηκώνει κάθε μέρα καὶ πιὸ συνειδητὰ τὸν προσωπικό του σταυρὸ μὲ τέτοια αὐταπάρνηση, ὥστε στὸ τέλος ἀξιώθηκε καὶ νὰ πεθάνει μαρτυρικὰ γιὰ τὸν Χριστό. Μὲ τὶς πρεσβεῖες του, σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ, «σῶσον ἡμᾶς».