Εἰρηναῖος, Ἐπίσκοπος Αἰκατερίνμπουργκ καὶ Ἰρμπίτσκ.
Ἕνας ἐρημίτης, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ τὴ γνώση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἔδωσε ἐντολὴ κάποτε στὸν ὑποτακτικό του: «Ξερίζωσε αὐτὸ τὸ δέντρο ἀπὸ τὴ γῆ». Καὶ τοῦ ἔδειξε ἕνα νεαρὸ φοινικόδεντρο, ποὺ εἶχε ὅμως ἁπλώσει ρίζες βαθιές.
Κάνοντας ὑπακοὴ στὸ γέροντα, ὁ ὑποτακτικὸς ἐπιχείρησε τὸ ἔργο, ἀλλά, παρ’ ὅλες του τίς προσπάθειες, δὲν κατόρθωσε οὔτε νὰ τὸ κουνήσει. «Γέροντα», εἶπε, «αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾷς νὰ κάνω, εἶναι τελείως ἀδύνατο!». Τότε ὁ γέροντας τοῦ ἔδειξε ἕνα ἄλλο, τρυφερὸ δεντράκι, ποὺ ὁ ὑποτακτικὸς ξερίζωσε ἀμέσως καὶ χωρὶς καμιὰ ἰδιαίτερη προσπάθεια. Τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ κάνει ὁ μαθητὴς μὲ τὸ δέντρο ποὺ εἶχε ριζώσει γερά, χωρὶς κόπο ὅμως τὰ κατάφερε μὲ τὸ τρυφερὸ δεντράκι.
Συσχετίζοντας τὴ διήγηση αὐτὴ μὲ τὴν παιδαγωγική, βλέπουμε πὼς οἱ γονεῖς εἶναι ἀνίσχυροι μπροστὰ στὰ μεγάλα παιδιά, ἂν δὲν ἔχουν ἀρχίσει νὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ἀγωγή τους ἀπὸ τὴν τρυφερὴ ἡλικία. Λέει μιὰ παροιμία: «Ὅπου μικρομάθει, δὲ γερονταφήνει». Γι’ αὐτὸ ὁ σοφὸς Σειρὰχ διδάσκει: «Τέκνα σοι ἐστί; παίδευσον αὐτὰ καὶ κάμψον ἐκ νεότητος τὸν τράχηλον αὐτῶν» (Σόφ. Σειρὰχ 7:23).
Πολὺ λίγοι γονεῖς μποροῦν νὰ παινευτοῦν γιὰ τὸ ὅτι ἔδωσαν σωστὴ ἀγωγὴ στὰ παιδιά τους. Μερικοὶ μάλιστα, πολὺ καλοὶ καὶ εὐσεβεῖς οἱ ἴδιοι, ἔχουν παιδιὰ μὲ χαρακτῆρα ἐντελῶς ἀντίθετο κι ἀνεπιθύμητο.
Μιὰ ἀπὸ τίς βασικὲς αἰτίες τοῦ φαινομένου αὐτοῦ πρέπει ν’ ἀναζητηθεῖ στοὺς ἴδιους τοὺς γονεῖς. Συνήθως πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι ἀδιάφοροι γιὰ τὴν ἠθικοθρησκευτικὴ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν τους, ἢ τόσο τυφλώνονται ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ γονικὴ ἀγάπη τους, ποὺ δὲν θέλουν νὰ βλέπουν σ’ αὐτὰ τίποτα τὸ κακό. Ἀγνοοῦν μάλιστα καὶ τίς παρατηρήσεις τῶν καλοπροαιρέτων ἀνθρώπων. Ἀρνοῦνται ν’ ἀκούσουν τὴν ἀλήθεια καὶ τίς σωστὲς συμβουλές τους. Καὶ μόνο ὅταν τὰ παιδικὰ ἐλαττώματα γίνουν ἀνυπόφορα καὶ γιὰ τοὺς ἴδιους τοὺς γονεῖς, τότε ἀρχίζουν νὰ σκέφτονται γιὰ τὴ διόρθωση τοῦ γιοῦ ἢ τῆς κόρης. Τότε καταφεύγουν στὴν ἀγωγή. Εἶναι ὅμως πολὺ ἀργὰ πιά.
Γι’ αὐτὸ θεωρῶ ἀπαραίτητο νὰ σᾶς ἐξηγήσω, γιατί ἡ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν πρέπει ν’ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία.
Σ’ ὅλους σας εἶναι γνωστό, πόσο γρήγορα ἀναπτύσσεται ὁ σπόρος μέσα στὴ γῆ. Οἱ παράγοντες ποὺ συντελοῦν στὴν ἀνάπτυξη, ἀρχίζουν ἀμέσως ν’ ἀσκοῦν τὴν ἐπίδρασή τους. Ἡ θερμότητα καὶ ἡ ὑγρασία ξυπνοῦν τὸ τρυφερὸ βλαστάρι μέσα στὸ χῶμα, καὶ σιγᾷ-σιγᾷ ἀρχίζει νὰ ξεπροβάλλει στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸ παιδάκι, ποὺ σὰν τὸ σπόρο ἔρχεται στὸν κόσμο καὶ μεγαλώνει συνεχῶς. Εἶναι γνωστό, ὅτι ποτὲ ἡ ἀνθρώπινη φύσῃ δὲν ἀναπτύσσεται τόσο γρήγορα καὶ ἀπ’ ὅλες τίς πλευρές, ὅσο στὴν παιδικὴ ἡλικία. Ταυτόχρονα ὅμως, ποτὲ δὲν ἔχει τόση ἀνάγκη φροντίδας καὶ περιποιήσεως, ὅσο στὰ πρῶτα αὐτὰ χρόνια.
Ἡ σωματικὴ ἀνάπτυξη προχωράει γρήγορα καὶ σταθερά, ἐνῶ ἀκόμα γρηγορότερα προχωράει ἡ πνευματική. Τὸ παιδὶ ἀρχίζει νὰ μιλάει, νὰ συλλαμβάνει τὰ πρῶτα νοήματα, νὰ συλλογίζεται, νὰ κρίνει. Ἡ θέλησή του δυναμώνει καὶ μαθαίνει σταδιακὰ νὰ αὐτενεργεῖ. Ὁ νοῦς του πλουτίζεται μὲ τίς ἔννοιες τῶν ἀντικειμένων τοῦ περιβάλλοντος, ἐνῶ, μαζὶ μ’ αὐτές, συλλαμβάνει καὶ τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Ἀρχίζει νὰ προβληματίζεται γιὰ τὸν προορισμό του, καὶ μαθαίνει νὰ ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό. Μέσα του ξυπνάει ἡ συνείδηση. Ἀρχίζει νὰ ἐνεργεῖ ἡ ἀγάπη ἢ ἡ ἀντιπάθεια. Ἐμφανίζονται τὰ αἰσθήματα τῆς τιμῆς καὶ τῆς ντροπῆς.
Γιὰ νὰ ἐξελιχθοῦν ὅπως πρέπει ὅλες αὐτὲς οἱ δυνάμεις, ποὺ ἀνεβάζουν τὸν ἄνθρωπο μέχρι τὴν ὁμοίωση μὲ τὸ Θεό, οἱ γονεῖς ὀφείλουν νὰ παρακολουθοῦν προσεκτικὰ τὴν ἠθικὴ ἐξέλιξη τοῦ παιδιοῦ τους. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀγωγὴ ἔχει διπλῆ ὑφή, ἀπὸ τὴ μιὰ νὰ ξεριζώνει τὸ κακὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ φυτεύει τὸ καλό, ὀφείλουν ν’ ἀρχίσουν τὴ διαπαιδαγώγησή του ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία.
Πολλοὶ γονεῖς ὅμως δὲν δίνουν σημασία στὸ σημεῖο αὐτό. Σὰ νὰ μὴ γνωρίζουν ὅτι μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ διαπαιδαγωγοῦμε τὸ παιδὶ ἀπὸ τόσο μικρό!
Μερικοὶ γονεῖς, ἰδιαίτερα οἱ νεώτεροι, γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα βλέπουν τὸ παιδάκι σὰν παιχνίδι ἢ κούκλα. Τὸ ταΐζουν, τὸ βάζουν νὰ κοιμηθεῖ, τὸ χαϊδεύουν, παίζουν καὶ χαριεντίζονται μαζί του, τὸ φυλᾶνε μὲ κάθε τρόπο ἀπὸ τὸ κρυολόγημα κλπ. Κατὰ τὰ ἄλλα ὅμως, τὸ ἀφήνουν νὰ τρέχει, νὰ παίζει, νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, φτάνει μόνο νὰ μὴν τοὺς ἀνησυχεῖ μὲ τίς φωνὲς καὶ τὸ κλάμα του. Καὶ γιὰ πολὺ καιρὸ δὲν συνειδητοποιοῦν, ὅτι ὁ λατρευτός τους “ἄγγελος” εἶναι στὴν πραγματικότητα ἕνα πεισματάρικο, γκρινιάρικο, ἀχαλίνωτο, ἀνυπάκουο, ἄπληστο, λαίμαργο, κακὸ παιδί. Μέχρι ποὺ κάποτε τοὺς ἀνοίγονται τὰ μάτια. Τότε ἀποφασίζουν νὰ ἐνδιαφερθοῦν γιὰ τὴν ἀγωγὴ τοῦ παραχαϊδεμένου τους παιδιοῦ. Ἀλλά, ἀγαπητοὶ γονεῖς, τώρα εἶναι πολὺ ἀργά! Τὸ δεντράκι μεγάλωσε πιά!
Ἄλλοι πάλι γονεῖς δὲν ἀστοχοῦν λιγότερο, ἔχοντας κάποιες λαθεμένες παιδαγωγικὲς ἀντιλήψεις, ποὺ σήμερα ἔχουν ριζώσει στὸ νοῦ πολλῶν. Οἱ ἀντιλήψεις αὐτὲς πολὺ δύσκολα μποροῦν νὰ ξεριζωθοῦν, ἐπειδὴ χρησιμεύουν σὰν προφάσεις, ἀπὸ τὴ μιὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἐλαττώματα καὶ τίς κακὲς συνήθειες τῶν παιδιῶν, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη γιὰ νὰ καλύψουν τὴν ἀμέλεια ἢ τὴν ἀδιαφορία τῶν γονιῶν γιὰ τὴ σωστὴ ἀνατροφή τους.
«Μὰ εἶναι παιδιὰ», λένε οἱ εὐαίσθητοι γονεῖς. «Μποροῦμε νὰ δίνουμε τόση βαρύτητα στὰ ἐλαττώματά τους;» Μὲ τέτοιους καὶ ἄλλους παρόμοιους ἰσχυρισμοὺς συγχωροῦνται συνήθως ὅλες οἱ παιδικὲς ἀταξίες.
Εἶναι πράγματι παιδιά. Ἀλλὰ τί παιδιά! Τί θὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ παιδιὰ αὐτά; Κι ἀκόμα, ἔχουν τὸ δικαίωμα, ἐπειδὴ εἶναι παιδιά, νὰ κάνουν τὸ κακό; Εἶναι λογικὸ ν’ ἀδιαφορεῖ κανεὶς γιὰ ἕνα παράπτωμα, ἐπειδὴ τὸ ἔκανε ἕνα μικρὸ παιδί; Ἂν μέσα στὸ σπίτι ἀνάψει πυρκαγιά, λέμε «α! τί ὡραία φωτιά!»; Δὲν καλοῦμε μ’ ὅλες μας τίς δυνάμεις σὲ βοήθεια; Μποροῦμε ἄραγε νὰ βλέπουμε τὰ παιδιά μας μὲ τόση ἠρεμία, ὅταν μέσα τους ἀρχίζει νὰ φουντώνει ἡ φωτιὰ τῶν παθῶν, ποὺ τὰ ἀπειλεῖ μὲ πρόσκαιρη ἀλλὰ καὶ αἰώνια καταστροφή;