π. Ἐφραίμ Βατοπαιδινός, Καθηγούμενος Ἱ. Μονῆς Βατοπαιδίου.

Αἰτία πνευματικῆς χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως -ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες- ἡ σημερινὴ ἡμέρα, γιατί σήμερα ἑορτάζομε τὴν γέννηση τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας, τοῦ εὐωδεστάτου ἄνθους ποὺ βλάστησε «ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί». Ἑορτάζομε «παγκοσμίου εὐφροσύνης γενέθλιον», ποὺ καθίσταται «ἡ εἴσοδος ὅλων τῶν ἑορτῶν καὶ τὸ προοίμιο τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ», κατὰ τὸν ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης. Γέννηση, ποὺ ἔγινε πρόξενος τῆς ἀναγεννήσεως, ἀναπλάσεως, ὡραιοποιήσεως καὶ ἀνακαινίσεως τῶν πάντων. Σήμερα γεννιέται Αὐτὴ ποὺ θὰ γεννήσει χρονικῶς, κατὰ ἀνερμήνευτο καὶ παράδοξο τρόπο, τὸν ἄχρονο καὶ προαιώνιο Θεὸ Λόγο, τὸν Δημιουργὸ καὶ Σωτήρα τοῦ κόσμου.

Ὅλες οἱ προεικονίσεις, προτυπώσεις καὶ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης σὲ Αὐτὴν ἀναφέρονται. Ἀποτελεῖ τὴν ἀποκορύφωση, τὴν ὁλοκλήρωση τῆς παλαιοδιαθηκικῆς παιδαγωγικῆς προετοιμασίας τῆς ἀνθρωπότητος γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ σαρκωθέντος Σωτῆρος Θεοῦ. Τὴν Παναγία μας προεικόνιζαν ἡ ἄφλεκτος βάτος στὸ ὅραμα τοῦ Μωυσῆ, οἱ θεόγραφες πλάκες καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ Νόμου, τὸ οὐράνιο μάννα καὶ ἡ χρυσῆ στάμνα, ἡ λυχνία καὶ ἡ τράπεζα, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα, ἡ κλῖμαξ τοῦ Ἰακώβ, ὁ πόκος τοῦ Γεδεών, τὸ ἀλατόμητον ὄρος τοῦ Δανιήλ, ἡ κάμινος ποὺ μὲ τὸ πῦρ δρόσιζε τοὺς Τρεῖς Παῖδες, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου. Ἡ Θεοτόκος εἶναι τὸ μεταίχμιο μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης. Γιὰ τὴν Παλαιὰ ἀποτελοῦσε τὸ κήρυγμα τῶν προφητῶν, τὴν προσδοκία τῶν δικαίων· ἐνῶ γιὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη γίνεται ὁ γλυκασμὸς τῶν ἀγγέλων, ἡ δόξα τῶν ἀποστόλων, τὸ θάρρος τῶν μαρτύρων, τὸ ἐντρύφημα τῶν ὁσίων, τὸ καύχημα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, γι᾽ αὐτὸ καὶ μακαρίζεται ἀπὸ «πᾶσα γενεά».

Ὅλη ἡ δημιουργία περίμενε τὴν γέννησή Της. Ἡ Παναγία μας εἶναι «ὁ καρπὸς τῶν κτισμάτων», κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, δηλαδὴ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο κατατείνει ὁλόκληρη ἡ κτίση. Ὅπως τὸ δένδρο ὑπάρχει γιὰ τὸν καρπό, ἔτσι ἡ κτίση ὑπάρχει γιὰ τὴν Παρθένο καὶ ἡ Παρθένος γιὰ τὸν Χριστό. Ὅπως τονίζουν οἱ Πατέρες ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ὅλη ἡ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη κτίση δημιουργήθηκαν γιὰ τὴν ἄχραντο Παρθένο. Ὅταν ὁ Θεὸς στὴν ἀρχὴ τῶν αἰώνων ἀτενίζοντας πρὸς τὰ δημιουργήματά Του, εἶπε ὅτι εἶναι «καλὰ λίαν», οὐσιαστικὰ ἔβλεπε μπροστά Του τὸν καρπὸ ὅλης τῆς δημιουργίας, τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, καὶ ὁ ἔπαινός Του ἦταν στὴν πραγματικότητα «εὐφημία τῆς Παρθένου».

Κατὰ τὴν σημερινὴ ἡμέρα εὐεργετεῖται ὅλη ἡ κτίση ἀπὸ τὴν γέννηση τῆς πανάμωμης Δέσποινάς μας. «Τὸ καινότατον αὐτὸ δημιούργημα» δὲν ἦταν ἡ καλύτερη γυναίκα στὴν γῆ, οὔτε ἁπλὰ ἡ καλύτερη γυναίκα ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἀλλὰ ἦταν Αὐτὴ ἡ μοναδικὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ κατεβάσει τὸν οὐρανὸ στὴν γῆ, νὰ κάνει τὸν Θεὸ ἄνθρωπο. Ὁ δημιουργὸς Θεὸς Λόγος ἔπλασε τέτοια τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὥστε ὅταν θὰ χρειαζόταν νὰ γεννηθεῖ, νὰ λάβει ἀπὸ αὐτὴν τὴν Μητέρα Του. Ὁ ἀόρατος καὶ ἀθέατος Θεὸς πρὸ Αὐτῆς, τώρα δι᾽Αὐτῆς, ἔρχεται ἐπὶ γῆς καὶ γίνεται ὁρατός· ἑνώνεται καὶ κοινωνεῖ μὲ τὴν κτίση μὲ ἕναν οὐσιαστικότερο καὶ πιὸ ἐνοειδῆ τρόπο. Ἑνώνει διὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του ὅλη τὴν κτίση στὴν ὑπόστασή Του καὶ τὴν θεώνει. Ὁ ἀνείδεος, ἀπερίγραπτος καὶ ἀνέστιος Θεὸς λαμβάνει «δούλου μορφὴν» (Φιλιπ. β´7), ἀνθρώπινη σάρκα καὶ λογικὴ ψυχή, συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ περπατᾶ πάνω στὴν γῆ. Ὁ «ἀχώρητος παντὶ» θὰ χωρέσει στὴν παρθενικὴ μήτρα τῆς Θεοτόκου, ὥστε ἡ Παναγία Μητέρα Του νὰ καταστεῖ ἡ «χώρα τοῦ Ἀχωρήτου».

Σήμερα λύνεται ἡ στειρότητα τῆς Ἄννας καὶ γεννᾶ «τὸ κειμήλιον τῆς Οἰκουμένης», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Παρόμοιο θαῦμα ἔκανε ὁ Θεὸς πολλὲς φορὲς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη στὴν Σάρρα τὴν σύζυγο τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ, στὴν Ρεβέκκα τὴν σύζυγο τοῦ Ἰσαάκ, στὴν Ἄννα τὴν μητέρα τοῦ προφήτου Σαμουήλ, στὴν Ἐλισάβετ τὴν μητέρα τοῦ προφήτου Προδρόμου. Ὅμως διαφέρει κατὰ πολὺ τὸ σημερινὸ θαῦμα. Μπορεῖ τὰ τέκνα τῶν παραπάνω μητέρων, τῶν ὁποίων ἡ μακροχρόνια στειρότητα λύθηκε θαυματουργικά, νὰ ἦταν ἐνάρετα καὶ ἅγια, ἀλλὰ μόνον ἡ Μαρία –τὸ τέκνο τῆς Ἄννας καὶ τοῦ Ἰωακεὶμ– ἦταν «ἡ κεχαριτωμένη» καὶ κατέστη –τὸ ἀκατάληπτο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀγγέλους– ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Παναγία μας δὲν γεννήθηκε ἀπὸ ἄσπιλη σύλληψη, ὅπως λανθασμένα πιστεύουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὴν φυσικὴ συνάφεια τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Λύθηκε δὲ ἡ φυσικὴ στειρότητα τῆς Ἄννας χάρις στὴν ἄμεση παρέμβαση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀπάντηση στὶς προσευχὲς τῶν δικαίων Θεοπατόρων. Οἱ γέροντες Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα συνῆλθαν χωρὶς καμμία σαρκικὴ ἕλξη, ἡδονή, μόνο ἀπὸ ὑπακοὴ στὸν Θεό. Ἐπεσφράγισαν καὶ μὲ αὐτὴν τὴν πράξη τους τὴν σωφροσύνη τους. Κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Παρθένος συνελήφθη «σωφρόνως ἐν τῇ νηδύι τῆς Ἄννας ἐξ Ἰωακείμ». Τὸ ὅτι συνελήφθη σωφρόνως σημαίνει ὅτι ὁ τρόπος τῆς συλλήψεως ἦταν ἁγνός. Γιὰ νὰ ἦταν ὅμως ἡ Παρθένος ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, δηλ. νὰ εἶχε ἄσπιλη σύλληψη, ἔπρεπε νὰ εἶχε γεννηθεῖ παρθενικῶς ὅπως καὶ ὁ Χριστός.

Οἱ δίκαιοι Θεοπάτορες γιὰ νὰ ἀποκτήσουν ὅμως τέτοιο τέκνο ἔδειξαν πίστη ἀδίστακτη, ὑπομονὴ ἀλύγιστη, ἔτρεφαν τὴν ἐλπίδα ποὺ δὲν καταισχύνει, εἶχαν μεγάλη καρτερία στὶς προσευχές τους, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἐκπληρώσει τὸ αἴτημά τους. Καὶ δὲν ὑπέμειναν τὴν ἀτεκνία τους γιὰ λίγο μόνο διάστημα. Ἡ παράδοση λέγει ὅτι μετὰ ἀπὸ πενήντα χρόνια στειρότητας ἀποκτᾶ ἡ Ἄννα τὴν Θεοτόκο.

Αὐτὴ ἡ στάση τῶν Θεοπατόρων πρέπει νὰ παραδειγματίζει, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, ὅλους μας. Ὄχι μόνον ὅσους λαϊκοὺς ἀδελφούς μας δὲν μποροῦν νὰ ἀποκτήσουν παιδιά, οἱ ὁποῖοι δὲν πρέπει νὰ χάνουν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο «τὰ ἀδύνατα τοῖς ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ Αὐτῷ ἐστιν» (βλ. Λουκ. ιη´27), ἀλλὰ καὶ ἐμᾶς τοὺς μοναχοὺς καὶ ὅλους τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀγωνίζονται τὸν «καλὸν ἀγώνα».

Πολλὲς φορὲς ἀποδυσπετοῦμε, δυσφοροῦμε στὸν ἀγώνα μας καὶ λέμε ὅτι δὲν βρήκαμε ἀντίκρυσμα, δὲν ἔχουμε αἴσθηση τῆς Χάριτος, ἀδημονοῦμε. Καὶ ἔτσι λυπημένοι ποὺ εἴμαστε, μαραίνεται ὁ ζῆλος μας, χαλαρώνουμε τὴν ἀγωνιστικότητά μας, τὴν ἄσκησή μας. Ὅμως δὲν πρέπει νὰ κάνομε ἔτσι ἀδελφοί μου. Μήπως οἱ Θεοπάτορες, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν ἀπάντησε ἀμέσως στὶς προσευχές τους, σταμάτησαν νὰ Τὸν ἐπικαλοῦνται, νὰ πιστεύουν ὅτι θὰ λάβουν, σταμάτησαν νὰ κρούουν, νὰ ζητοῦν, νὰ ἐλπίζουν; Καὶ τί ἀδαμάντινη ὑπομονὴ καὶ καρτερία ἔδειξαν γιὰ τόσα χρόνια!

Γιὰ νὰ βιωθοῦν τὰ πνευματικὰ «χρεία μεγάλης ὑπομονῆς». Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ἔζησε τὴν συστολή, τὴν στέρηση τῆς θείας Χάριτος, τὶς θλίψεις τοῦ νοητοῦ πολέμου γιὰ τριάντα χρόινια. Ἔλαβε μόνιμα τὴν θεία Χάρη μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ μακρὸ χρονικὸ διάστημα αἱματηροῦ ἀγώνα καὶ ὑπομονῆς. Αὐτὸ τὸ ἀναφέρουμε ἰδιαίτερα γιὰ ἐμᾶς τοὺς μοναχούς, ποὺ κληθήκαμε γιὰ νὰ λάβουμε τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος. Χρειάζεται ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, πίστη στὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, τέλεια ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐλπίδα, ὥστε νὰ μὴν «ἐκκακοῦμε ἐν ταῖς προσευχαῖς» (βλ. Λουκ. ιη´1). Ὁ Θεός γνωρίζει πότε μᾶς συμφέρει νὰ μᾶς δώσει τὴν ἀνέκφραστη, τὴν ἀκατάληπτη καὶ ἀνεκτίμητη θεοποιὸ δωρεά Του, τὴν θεία Χάρη ὡς ἐνδημοῦσα κατάσταση. «Τὰ πνευματικὰ ἀφ᾽ ἑαυτῶν ἔρχονται», τονίζει ὁ ἀββὰς Ἠσαΐας, δὲν τὰ ρυθμίζομε ὅπως καὶ ὅποτε θέλομε ἐμεῖς.

Μάλιστα, πολλὲς φορές, πρὶν ὁ Θεὸς μᾶς δώσει κάποια εὐλογία, ἕνα χάρισμα, μᾶς δοκιμάζει μὲ ἕναν πειρασμό, τοῦ ὁποίου ἡ ἔκβαση καθορίζει καὶ τὸ ἂν ἀποδειχθοῦμε ἄξιοι νὰ δεχθοῦμε τὸ θεῖο αὐτὸ δῶρο. Αὐτὸ παρατηροῦμε καὶ στοὺς Θεοπάτορες, ποὺ ὅταν πλησίαζε ὁ καιρὸς γιὰ νὰ τοὺς δώσει ὁ Θεὸς τέκνο, παραχώρησε νὰ δοκιμασθοῦν ἀκόμη περισσότερο. Ἦταν ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας καὶ ὅταν πῆγαν στὸν ναὸ νὰ προσφέρουν δῶρα, ὁ ἱερεὺς Ρουβὶμ τοὺς ὀνείδισε λέγοντάς τους, ὅτι δὲν ἦταν ἄξιοι νὰ προσφέρουν δῶρα στὸν Θεό, ἀφοῦ δὲν ἔκαναν παιδιὰ γιὰ τὸν Ἰσραήλ. Οἱ Θεοπάτορες μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ συμβὰν λυπήθηκαν πάρα πολύ, ἀλλὰ δὲν ἀπελπίσθηκαν. Κατέφυγαν σὲ «ἐκ βαθέων προσευχὴ» –ὁ Ἰωακεὶμ στὸ ὅρος καὶ ἡ Ἄννα στὸν κῆπο– ἡ ὁποία τελικὰ εἰσακούστηκε ἄμεσα, ἀφοῦ ἄγγελος Κυρίου πληροφόρησε καθέναν ξεχωριστὰ ὅτι θὰ γίνει ἡ σύλληψη καὶ ἡ γέννηση τέκνου ποὺ θὰ διακηρυχθεῖ σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη.

Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, νὰ ἐπιδεικνύουμε ἀγόγγυστη ὑπομονὴ στὶς θλίψεις καὶ στοὺς πειρασμούς, ποὺ παραχωρεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὴν δική μας ὠφέλεια καὶ πνευματικὴ προκοπή. Εὐχόμεθα ἡ Κυρία μας Θεοτόκος καὶ ἡ Θεοπρομήτωρ Ἄννα, ποὺ ἔχουν τὴν εὐλογία νὰ θεραπεύουν τὴν φυσικὴ στειρότητα, νὰ θεραπεύσουν τὶς στεῖρες καρδιές μας ἀπὸ πνευματικὰ ἔργα, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ πέμψει στὶς ψυχές μας τὴν θεία καὶ γλυκυτάτη Χάρη Του, ἡ ὁποία ὀμορφαίνει, ἀνακαινίζει, ἀθανατίζει, ἀφθαρτίζει τὸν ἄνθρωπο.

Ὁμιλία τοῦ Ἀρχιμ. Ἐφραὶμ Βατοπεδινοῦ εἰς τὴν Γέννησι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (στὴν Τράπεζα τῆς Μονῆς Βατοπεδίου κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου τὸ 2002)